Όπως διακηρύσσεται σε επίσημες Αποφάσεις του Κόμματος η ανασυγκρότηση του Εργατικού Κινήματος πρέπει να πραγματοποιηθεί σε αντιμονοπωλιακή – αντικαπιταλιστική κατεύθυνση. Ουσιαστικά, δηλαδή, και πάντα με τα επίσημα Συνεδριακά και άλλα κείμενα του Κόμματος, η ανασυγκρότηση πρέπει να πραγματοποιηθεί στην κατεύθυνση της ταυτόχρονης προετοιμασίας για την πραγματοποίηση της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Ως γενική κατεύθυνση δε θα μπορούσε να διαφωνήσει κανείς, παρά το γεγονός ότι η χρησιμοποίηση του όρου της ανασυγκρότησης ανοίγει μια ολόκληρη συζήτηση για το τι ακριβώς σημαίνει ή για το τι το καινούργιο φέρνει στην κατανόηση του ρόλου και των καθηκόντων του Εργατικού Κινήματος.
Ως «Νέα Σπορά» υιοθετήσαμε αυτόν τον όρο αποκλειστικά και μόνο για να αναφερόμαστε στις ίδιες έννοιες και στα ίδια ακριβώς καθήκοντα του Εργατικού Κινήματος. Για να «συνεννοούμαστε». Για λογαριασμό μας πάντα ο καλύτερος όρος θα ήταν η αναφορά στην ανάπτυξη της δράσης του Εργατικού Κινήματος, που φυσικά θα περιελάμβανε και την οργάνωσή του, καθώς και τα αντίστοιχα καθήκοντα και στόχους δράσης.
Είναι φανερό. Όταν οι επίσημες εκτιμήσεις που δημοσιεύονται μιλάνε για ύφεση του Εργατικού Κινήματος, αυτό που λείπει είναι η ανάπτυξη. Φυσικά υπάρχει και το ζήτημα της οργάνωσης του Εργατικού Κινήματος, που δε μπορεί να αδιαφορεί ή να παραμελεί την πρωτοβάθμια οργάνωση της εργατικής τάξης, τα συνδικάτα, τα σωματεία, που ιστορικά εμφανίστηκαν πριν τη συγκρότηση της πρωτοπορίας της εργατικής τάξης σε Κόμμα με επαναστατική θεωρία.
Παραπέρα, όμως, περισσότερη σημασία από την ορολογία, που πάντα παίζει και αυτή το ρόλο της, έχει η κατεύθυνση της ανασυγκρότησης και το περιεχόμενό της, δηλαδή, ο καθορισμός των καθηκόντων, που πρέπει να αναλάβει το Εργατικό Κίνημα. Και στο πλαίσιο αυτό ισχυριζόμαστε ότι έτσι, όπως ορίζεται η κατεύθυνση, είναι ελλειμματική και δεν προσδιορίζει με ακρίβεια το περιεχόμενο της ανασυγκρότησης.
Θα λέγαμε ότι είναι και αποπροσανατολιστική, γιατί η χρήση του όρου «αντικαπιταλιστική» εμμέσως μόνο οδηγεί στην ουσιαστική κατανόηση του στόχου της σοσιαλιστικής επανάστασης, η οποία δεν ομολογείται ευθέως και ανοιχτά – μοιάζει σα να καμουφλάρεται πίσω από τη γενικότητα του όρου αντικαπιταλιστική, παρά την αμεσότητα του καθήκοντος, που προκύπτει από την ωρίμανση των αντικειμενικών, υλικών συνθηκών στη χώρα μας, ανεξάρτητα από το γεγονός της έλλειψης της ωρίμανσης των υποκειμενικών συνθηκών. Εννοείται ότι η κατεύθυνση αυτή αποσκοπεί στο να αναδείξει τη βασική αντίθεση της κοινωνίας.
Ταυτόχρονα υποτιμάει ή και παραλείπει, επί της ουσίας, άλλες αντιθέσεις και άλλα καθήκοντα του Εργατικού Κινήματος, τα οποία είναι συστατικά στοιχεία της πάλης του Εργατικού Κινήματος για τη σοσιαλιστική επανάσταση.
Άλλωστε από την πείρα του Εργατικού Κινήματος μπορούμε να πούμε ότι ήταν πολλοί εκείνοι, που αγάπησαν σφόδρα το σοσιαλισμό και μίλαγαν για τον αντικαπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης του Εργατικού Κινήματος, ώστε να αποφύγουν να πέσει το Εργατικό Κίνημα σε ρεφορμιστικές και οπορτουνιστικές ατραπούς, αλλά αποδείχτηκε, τελικά, ότι όλη αυτή η αντικαπιταλιστική φιλολογία δεν ήταν παρά ένας αντικαπιταλιστικός βερμπαλισμός, κατασκευασμένος με εγκεφαλικά σχήματα και έξω από τις πραγματικές συνθήκες της ζωής, για να μην πούμε ότι ήταν και ένα καλά απόκρυφο άλλοθι, γιατί τους άρεσε να ζουν περισσότερο στον καπιταλισμό, παρά να αγωνίζονται για το σοσιαλισμό. Εξ ου και οι ατέλειωτες συζητήσεις, η έλλειψη δράσης και οι σχεδιασμοί «ακριβείας», που «διύλιζαν τον κώνωπα και κατάπιναν την κάμηλο».
Από την πλευρά μας θα λέγαμε ότι το Εργατικό Κίνημα δε μπορεί να περιοριστεί σε μια τέτοια κατεύθυνση. Θα προσθέταμε ότι σε μια εποχή, που η πολιτική αντίδραση εντείνεται, πρέπει οπωσδήποτε να μάχεται για τις δημοκρατικές ελευθερίες και τα δημοκρατικά δικαιώματα των εργαζομένων, για συνδικαλιστικές ελευθερίες, για να εξασφαλίζει όσο το δυνατό δημοκρατικές συνθήκες δράσης μέσα, κυρίως, στους χώρους δουλειάς και γενικότερα στην ανάπτυξη της δράσης του, αλλά και γιατί μέσα από την πάλη για τις δημοκρατικές ελευθερίες και για τα δημοκρατικά δικαιώματα η ίδια η εργατική τάξη εκπαιδεύεται, ώστε όταν κατακτήσει την πολιτική εξουσία να την εξασκεί με δημοκρατικό τρόπο.
Πρέπει, επίσης , να πούμε ότι η κατεύθυνση αυτή είναι «εκ των ων ουκ άνευ» να περιλαμβάνει και αντιιμπεριαλιστικά αιτήματα, τα οποία δε θα τα παραπέμπει μετά την πραγματοποίηση της σοσιαλιστικής επανάστασης, αλλά θα είναι βασικές αιχμές της πάλης του Εργατικού Κινήματος, για τον απλούστατο λόγο ότι η δημοκρατική, αντιιμπεριαλιστική και αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση ανάπτυξης της δράσης του Εργατικού Κινήματος συμβάλλει ουσιαστικά και ολόπλευρα στην άνοδο της ταξικής και πολιτικής συνείδησης της εργατικής τάξης, στην κατανόηση του ιστορικού της ρόλου.
Πως μπορεί π.χ. να ικανοποιηθεί το αίτημα της αύξησης των μισθών, της αναπλήρωσης των απωλειών, όπως επίσημα προβάλλει το Κόμμα – θα σχολιάσουμε σε άλλο μας άρθρο αυτό το αίτημα των απωλειών, από την άποψη της «θέσης» του στην επαναστατική διαδικασία – όταν εφαρμόζεται η μνημονιακή πολιτική, η οποία σαφώς συμφέρει τη ντόπια αστική τάξη, αλλά επιβάλλεται ως μια γενική οικονομική πολιτική στο πλαίσιο μια πολιτικής και οικονομικής καπιταλιστικής ένωσης, της Ευρωπαϊκής Ένωσης;
Είναι αυτονόητο και απολύτως καθαρό. Η αύξηση των μισθών σκοντάφτει σε μια γενικότερη πολιτική, η οποία για να ξεπεράσει την οικονομική κρίση, που εκδηλώνεται και δεν έχει ξεπεραστεί ακόμη από την Ευρωπαϊκή Ένωση, φορτώνει τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης πάνω στις πλάτες των εργαζομένων.
Το αίτημα της αποδέσμευσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση προβάλλει ως άμεσο και αδιαπραγμάτευτο αίτημα των λαϊκών μαζών, των κοινωνικών δυνάμεων, που θίγονται καταλυτικά από τις συνέπειες της οικονομικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Της εργατικής τάξης και των μικρομεσαίων μικροαστικών στρωμάτων.
Ταυτόχρονα αυτό το αίτημα λειτουργεί ως μοχλός ταξικής και πολιτικής συνειδητοποίησης της εργατικής τάξης και των συμμάχων της σε πολλαπλά επίπεδα.
Οι εργαζόμενοι έχουν τη δυνατότητα να κατανοήσουν τον ηγεμονικό ρόλο ορισμένων κρατών μέσα σε μια διακρατική καπιταλιστική συμμαχία. Τις αντιθέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των κρατών και των μονοπωλίων της διακρατικής συμμαχίας. Την οικονομική και πολιτική ανισομετρία. Την εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων και των οικονομικών εργαλείων άσκησης της οικονομικής πολιτικής. Γενικότερα οι εργαζόμενοι κατανοούν την τυπικότητα της εθνικής ανεξαρτησίας και την ένταση της εξάρτησης σε κάθε επίπεδο: πολιτικό, οικονομικό, στρατιωτικό, διπλωματικό. Σε τελική ανάλυση οι εργαζόμενοι κατανοούν τη θέση της χώρας μέσα στη διακρατική καπιταλιστική συμμαχία και την ανάγκη να την αποτινάξουν από πάνω τους.
Και εδώ πρέπει να καταλήξουμε σε μια ουσιαστική διαπίστωση. Τα αντιευρωενωσιακά αισθήματα των λαϊκών μαζών στη χώρα μας, και όχι μόνο, η δυσαρέσκειά τους από την εφαρμογή της αντιλαϊκής μνημονιακής πολιτικής έχουν ενταθεί. Και αυτό το γεγονός εκφράζεται γενικότερα στη χώρα μας και είναι αντικείμενο μιας σκληρής ιδεολογικοπολιτικής αντιπαράθεσης.
Γι’ αυτόν το λόγο είναι απαραίτητο να κατανοηθεί ότι η κατεύθυνση της ανασυγκρότησης του Εργατικού Κινήματος πρέπει να παίρνει υπόψη της όλες τις αντιθέσεις, που αναπτύσσονται στη χώρα μας, ακόμη και τις διεθνείς, γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο αναδεικνύεται με μεγαλύτερη και ουσιαστικότερη πληρότητα η βασική αντίθεση ανάμεσα στην εργατική τάξη και τις δυνάμεις του κεφαλαίου.
Σε τελική ανάλυση μια τέτοια κατεύθυνση οδηγεί στην αμφισβήτηση και την αναίρεση της στρατηγικής της αστικής τάξης, εντείνει τις διαλυτικές τάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διαπαιδαγωγεί τις λαϊκές μάζες, την κοινωνική συμμαχία, σε μια ευρύτερη κατανόηση της πάλης ενάντια στον ίδιο τον καπιταλισμό.
Ακολουθεί το Β’ Μέρος
COMMENTS