Μεγάλος θόρυβος έχει ξεσηκωθεί σχετικά με την πρωτοβουλία του Νίκου Φίλη να αλλάξει τον τρόπο διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών. Η μέχρι τώρα πείρα που έχει συσσωρευτεί από τον τρόπο και το στόχο της διδασκαλίας του αντίστοιχου μαθήματος είναι αρνητική.
Οι μαθητές θεωρούσαν το μάθημα αυτό ένα «βάρος» στο σχολικό πρόγραμμα, ένα «πάρεργο» και το ενδιαφέρον που έδειχναν περιοριζόταν στο να «περάσουν» το μάθημα. Το ενδιαφέρον τους ήταν ελάχιστο και το αντίστοιχο μάθημα επί της ουσίας ήταν υποβαθμισμένο. Η απόδειξη έρχεται και από την ίδια τη στάση των καθηγητών. Ακριβώς επειδή το μάθημα ήταν υποβαθμισμένο – πάντα λόγω έλλειψης πραγματικού ενδιαφέροντος, το γεγονός αυτό είχε την άμεση αντανάκλαση και στη βαθμολογία.
Η ανακίνηση αυτού του ζητήματος έδωσε την αφορμή να αναπτυχθεί μια γενικότερη αντιπαράθεση σχετικά με τη χρησιμότητα του μαθήματος των θρησκευτικών, η οποία συνδέθηκε άμεσα και με το διαχρονικό ρόλο της Ορθοδοξίας.
Η παρέμβαση του Αρχιεπισκόπου, ως απάντηση σε σχετικές δηλώσεις του Νίκου Φίλη για τη στάση της Εκκλησίας σε διάφορες ιστορικές περιόδους όξυνε ακόμη παραπέρα την αντιπαράθεση και προκάλεσε ακόμη και την παρέμβαση του Μαξίμου, που συνέστησε να πέσουν οι τόνοι, γεγονός που εκφράστηκε άμεσα και σε αντίστοιχες δηλώσεις του Νίκου Φίλη.
Το γεγονός έδωσε την ευκαιρία να εμφανιστεί μια σχετική αρθρογραφία, η οποία σε γενικές γραμμές εξήρε το διαχρονικό ρόλο και την προσφορά της Ορθοδοξίας και έκλινε υπέρ των απόψεων της Εκκλησίας. Ανασύρθηκαν ακόμη και σχετικά άρθρα του Νίκου Ζαχαριάδη και του Δημήτρη Γληνού.
Από την πλευρά μας θα θέλαμε να σταθούμε σε μερικά σημεία αυτής της αντιπαράθεσης, χωρίς να επιδιώκουμε να μιλήσουμε γενικότερα για το ρόλο των θρησκειών και των Εκκλησιών. Από Μαρξιστική – Λενινιστική άποψη υπάρχει δημοσιευμένη αρκετή βιβλιογραφία, την οποία οι αναγνώστες μπορεί να διαθέτουν ήδη ή και να την προμηθευτούν.
Για το ρόλο της Ορθοδοξίας έχουν γραφεί πολλά σε ό,τι αφορά τις σχέσεις της με την πολιτική εξουσία, από τον καιρό ακόμη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το αναντίρρητο συμπέρασμα είναι ότι η επίσημη Εκκλησία στάθηκε πάντα δίπλα στην εκάστοτε πολιτική εξουσία.
Τον καιρό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στάθηκε δίπλα στη σουλτανική εξουσία, καταδίκασε τις προσπάθειες για επανάσταση και για τη δημιουργία ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους, ενώ παράλληλα τάχθηκε πάντα με το μέρος των κοτζαμπάσηδων.
Με τη σύσταση του Ελληνικού κράτους συνέχισε τον ίδιο ρόλο, πέρα από το γενικό ρόλο που έπαιζε πάντα η Εκκλησία στη διαμόρφωση της κοινωνικής συνείδησης. Σε καθοριστικές, μάλιστα, στιγμές της πορείας της χώρας μας ο ρόλος της επίσημης Εκκλησίας ήταν άκρως αντιδραστικός.
Τέτοιες στιγμές, για τη στάση της Εκκλησίας, μπορεί να αναφέρει κανείς τη διαχρονική στήριξη της Βασιλείας στη χώρα μας, τη στήριξη των φασιστικών καθεστώτων του Μεταξά και του Παπαδόπουλου, το ρόλο της στην Εθνική Αντίσταση, τις σχέσεις της με ξένες δυνάμεις, που επιδρούσαν αποφασιστικά στα πολιτικά πράγματα της χώρας μας, τον υστερικό αντικομμουνιστικό της λόγο μέσα στους ίδιους τους Ναούς, τη στάση της στην κρίσιμη περίοδο της Απελευθέρωσης της χώρας μας από τη Γερμανική κατοχή, τη συνδρομή της στον Ψυχρό Πόλεμο, για τη σύνδεσή της με τα κυρίαρχα συμφέροντα της αστικής τάξης.
Η επίσημη Εκκλησία είχε φτάσει να αφορίσει και να αναθεματίσει εξέχουσες προσωπικότητες της πνευματικής ζωής, ακόμη και πριν τη σύσταση του Ελληνικού κράτους, π.χ. τον Καΐρη, τον Κοσμά τον Αιτωλό, αγωνιστές της Επανάστασης, ακόμη και τα Μαθηματικά, τη Φυσική, τη Νεοελληνική γλώσσα (γιατί είχε ταχθεί υπέρ της αρχαΐζουσας). Τους αφορισμούς της και τους αναθεματισμούς της τους υπέστησαν και άλλες προσωπικότητες της πνευματικής ζωής μετά τη σύσταση του Ελληνικού κράτους, όπως π.χ. ο Λασκαράτος, ο Ροΐδης, κ.α..
Φυσικά τη γενικότερη αυτή στάση της Εκκλησίας δεν τη συμμερίστηκε ο κατώτερος κλήρος. Και για να πούμε την πλήρη αλήθεια, μέρος του κατώτερο κλήρου. Έτσι στους διάφορους αγωνιστικούς σταθμούς της Ιστορίας μας έχουμε και τη συμμετοχή του κατώτερου κλήρου.
Ένα από τα επιχειρήματα, που επιστρατεύτηκαν για την ανάγκη της διδασκαλίας των θρησκευτικών στα σχολεία, ήταν και ο ρόλος της Ορθοδοξίας στη διάσωση της Ελληνικής γλώσσας, κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Δε θέλουμε να αμφισβητήσουμε την όποια προσφορά και το ρόλο που έπαιξε η Ορθόδοξη Εκκλησία στη διάσωση της Ελληνικής γλώσσας με την οργάνωση της κοινωνικής ζωής γύρω από τις Εκκλησίες (Λειτουργίες, γάμοι, βαφτίσια κτλ.), αν και πρέπει να πούμε ότι γλώσσες, όπως η Ελληνική, με τόσο βαθιές ρίζες δύσκολα μπορούν να ξεριζωθούν και να εξαφανιστούν. Θα θέλαμε, όμως, να σημειώσουμε ότι και εδώ υπάρχει μια υπερβολή, που συχνά παρασύρει και την Αριστερά.
Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία υπήρχε μια πολυγλωσσία, που οφειλόταν στην ύπαρξη πολλών και διαφορετικών εθνοτήτων. Εξ άλλου αντικειμενικά η σουλτανική εξουσία δε μπορούσε, λόγω της έκτασης της Αυτοκρατορίας, να ελέγξει ή και να επιβάλει τη μονογλωσσία. Δε διέθετε τέτοιας έκτασης μηχανισμό και αντίστοιχης έκτασης σχολικό δίκτυο.
Τα διάφορα έθνη μιλούσαν τη δική τους γλώσσα. Υπήρχαν, επίσης, και αντίστοιχα Ελληνικά σχολεία που λειτουργούσαν κανονικά. Υπάρχουν σχετικές αναφορές, όπως του Γ. Κωνσταντίνου στο «Τετράγλωσσο Λεξικό, το οποίο εξεδόθη στη Βενετία (1857). Παραπέρα υπάρχει η ίδια η δραστηριότητα του Κοσμά του Αιτωλού, που συνέβαλε στη δημιουργία και εγκαινίασε εκατοντάδες σχολεία.
Ακόμη σημαντική συμβολή στη διάσωση της Ελληνικής γλώσσας έπαιξαν οι Έλληνες λόγιοι, οι οποίοι έγραφαν στα Ελληνικά. Εξ άλλου εκτός των συνόρων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπήρχαν Ελληνικές παροικίες, που εξέδιδαν περιοδικά στην Ελληνική γλώσσα. Υπήρχαν Ελληνικά τυπογραφεία. Υπήρχαν και λειτουργούσαν Ελληνικά σχολεία.
Το κύριο στοιχείο, όμως, που διέσωσε τις διαφορετικές γλώσσες κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν ότι οι διαφορετικοί εθνολογικοί πληθυσμοί μιλούσαν τη γλώσσα τους κύρια στις κοινότητες που κατοικούσαν και μέσα στην ίδια την οικογένεια. Στις Ελληνικές κοινότητες, φυσικά, ανήκαν και οι Εκκλησίες.
Η όποια, όμως, προσφορά της Εκκλησίας στη διάσωση της Ελληνικής γλώσσας δεν είναι καθόλου πειστικό επιχείρημα για να εξακολουθεί να διδάσκεται το μάθημα των θρησκευτικών με τον αναχρονιστικό τρόπο που διδάσκεται μέχρι σήμερα.
Είναι ευκαιρία να κάνουμε λόγο και για μια άλλη ιδιότητα που αποδίδεται στην Ορθοδοξία, τη λαϊκότητα. Πρέπει να πούμε ότι υπάρχουν και κείμενα του Κομμουνιστικού Κινήματος, που αναγνωρίζουν και αποδίδουν αυτήν την ιδιότητα στην Ορθοδοξία.
Οφείλουμε, όμως, να σημειώσουμε και να υπογραμμίσουμε ότι αυτή η λαϊκότητα είναι ένα χαρακτηριστικό στοιχείο, το οποίο δεν αναιρεί καθόλου τον ίδιο το ρόλο της Ορθοδοξίας, ως θρησκείας και αντίστοιχα Εκκλησίας, και παραπέρα να τονίσουμε ότι αυτή η λαϊκότητα προέρχεται από το γεγονός, ότι η Ορθοδοξία αφομοίωσε πολλά λαϊκά στοιχεία της παράδοσης, τα οποία αρχικά ήθελε να τα εξοστρακίσει από τη λαϊκή συνείδηση. Ούτε αυτός είναι ένας ιδιαίτερος λόγος για να μας διαφεύγει η κύρια αποστολή της Ορθοδοξίας, πολύ περισσότερο δεν αποτελεί επιχείρημα για τη διδασκαλία των θρησκευτικών στα σχολεία ως «λαϊκής απαίτησης» και «λαϊκού χαρακτηριστικού» της θρησκευτικότητας και της παιδείας του Ελληνικού λαού.
Κατ’ επέκταση το μάθημα των θρησκευτικών πρέπει να καταργηθεί και να αντικατασταθεί με το μάθημα της θρησκειολογίας, το οποίο θα αναφέρεται ισότιμα στην ιστορία των θρησκειών, στα βασικά χαρακτηριστικά της κάθε θρησκείας, όπως θα αναφέρεται, επίσης, και στο πως προέκυψαν οι θρησκείες και στις αντίθετες απόψεις σχετικά με τις υπάρχουσες θρησκείες και τη θρησκεία γενικά.
COMMENTS