Η κυβέρνηση καταγγέλλει τη Νέα Δημοκρατία ότι εμπλέκεται, αν όχι έχει σχεδιάσει η ίδια με οικονομικούς παράγοντες του τόπου, σε σχέδιο ανατροπής της. Απείλησε μάλιστα ότι γνωρίζει πάρα πολλά, μέχρι και μυστικές συναντήσεις πολιτικών και οικονομικών παραγόντων, τα οποία θα τα κάνει γνωστά από το βήμα της βουλής.
Από την πλευρά μας δεν αποκλείουμε να υπάρχει ένα τέτοιο σχέδιο. Ένα τμήμα της αστικής τάξης, το οποίο είναι «ριγμένο» από τις τελευταίες αποφάσεις της κυβέρνησης, με αιχμή τη διαδικασία των τηλεοπτικών αδειών, να ενδιαφέρεται να πέσει η κυβέρνηση.
Αυτό που παρατηρούμε τελευταία είναι ότι η Νέα Δημοκρατία έχει οξύνει στο έπακρο την κριτική της προς την κυβέρνηση, ο χαρακτήρας της οποίας ξεπερνάει τα όρια της πολιτικής κριτικής και έχει περάσει στο πεδίο της πολιτικής συστηματικής γελοιοποίησης της κυβέρνησης και ιδιαίτερα ορισμένων κυβερνητικών στελεχών.
Τη δυνατότητα αυτή, βέβαια, την προσφέρει και η κυβέρνηση με την πολιτική της και τις αποφάσεις της, δίνοντας το «πάτημα» στη Νέα Δημοκρατία να «ξεσαλώσει» και να βγάλει στην πρώτη γραμμή τα γνωστά «κανόνια» της, τύπου Άδωνι Γεωργιάδη, για να δυσφημήσει γενικότερα τις πραγματικές αξίες της Αριστεράς, του Εργατικού και Κομμουνιστικού Κινήματος.
Η κριτική, όμως, που ασκεί η Νέα Δημοκρατία δεν αφορά στην ουσία της ασκούμενης πολιτικής της κυβέρνησης. Εκεί, εκ των πραγμάτων, υπάρχει σύμπτωση και οι διαφορές κυβέρνησης και Νέας Δημοκρατίας είναι δευτερεύουσας σημασίας.
Το επίκεντρο της κριτικής της Νέας Δημοκρατίας είναι να καταρρίψει το επιχείρημα της κυβέρνησης περί «ηθικού πλεονεκτήματος». Πράγματι η κυβέρνηση δίνει εκείνα τα επιχειρήματα στη Νέα Δημοκρατία, ώστε να καταφέρεται εναντίον της. Όταν π.χ. η κυβέρνηση παραχωρεί το Ελληνικό στον όμιλο του Λάτση, τότε, εκτός του ότι δίνει τη δυνατότητα στη Νέα Δημοκρατία να επιχαίρει ότι εφαρμόζει πολιτική, που κινείται σε «φιλελεύθερη τροχιά», ταυτόχρονα, της επιτρέπει να αναπτύσσει μια επιχειρηματολογία ότι εξαπάτησε τον Ελληνικό λαό, πράγμα βέβαια που είναι αλήθεια. Μ’ αυτόν τον τρόπο η Νέα Δημοκρατία προσπαθεί να πάρει «άφεση αμαρτιών» για την πολιτική που είχε εφαρμόσει, σε συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ, με το επιχείρημα «ότι εμείς κριθήκαμε».
Παράλληλα, όμως, μ’ αυτό το επιχείρημα η Νέα Δημοκρατία προσπαθεί να αποδείξει ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος ανάπτυξης της χώρας, παρά μόνο αυτός που είχε χαράξει η ίδια, πράγμα που το ήξερε η κυβέρνηση, γι’ αυτό και άλλαξε άρδην ρότα.
Πάνω σ’ αυτό το γεγονός προσπαθεί να στοιχειοθετήσει την κριτική της η Νέα Δημοκρατία, για να δικαιωθεί εκ των υστέρων, και για να διεκδικήσει εκ νέου τη διακυβέρνηση της χώρας, εκμεταλλευόμενη την πλατιά δυσαρέσκεια, που νιώθει ο Ελληνικός λαός από την πολιτική που εφαρμόζει η κυβέρνηση. Γι’ αυτό το λόγο κατηγορεί την κυβέρνηση, επικεντρώνοντας κυρίως στον πρωθυπουργό, ότι είπε μεγάλα ψέματα μόνο και μόνο γιατί η κυβέρνηση «ενδιαφέρεται για την καρέκλα».
Φυσικά τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Είχαμε τη δυνατότητα να ακούσουμε τόσο τον πρωθυπουργό στη Θεσσαλονίκη, με την ευκαιρία της Διεθνούς Έκθεσης, όσο και τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Η πραγματική πολιτική διαφορά που προέβαλε ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας ως προς την πολιτική της κυβέρνησης περιορίζεται στο γιατί η κυβέρνηση δεν κλείνει όσο το δυνατό πιο γρήγορα τις αξιολογήσεις. Στην ουσία, λοιπόν, η κριτική που ασκείται από τη Νέα Δημοκρατία προς την κυβέρνηση είναι στο γιατί δεν εφαρμόζει πιστά τη μνημονιακή πολιτική.
Την ίδια στιγμή η Νέα Δημοκρατία, για να μπορέσει να επανακάμψει στη διακυβέρνηση, «πατάει» πάνω στις συνέπειες, που προκαλεί η πολιτική της κυβέρνησης, τις πραγματικές συνέπειες, αυτές άλλωστε που προκαλούσε και η δική της πολιτική προηγούμενα, κατηγορώντας την κυβέρνηση ως υπεύθυνη γι’ αυτές, απευθύνοντας κατηγορίες περί «αναλγησίας».
Το «παιχνίδι» της προπαγανδιστικής πολιτικής της Νέας Δημοκρατίας, της τακτικής της απέναντι στην κυβέρνηση, είναι απλό. Από τη μια ωθεί την κυβέρνηση να εφαρμόσει «κατά γράμμα» τη μνημονιακή πολιτική. Από την άλλη εκμεταλλεύεται τις συνέπειες, που προκαλεί η εφαρμογή της.
Παράλληλα προσπαθεί να «πατήσει κάτω» την κυβέρνηση, όπου τη «συλλαμβάνει» να έχει κάνει «παρασπονδίες», τις ίδιες ακριβώς παρασπονδίες που έκανε και η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Πρόκειται για ένα «σημαδεμένο» παιχνίδι και από την πλευρά της κυβέρνησης και από την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας.
Πίσω από αυτό το παιχνίδι κρύβεται και ένα δεύτερο. Η Νέα Δημοκρατία επιχειρεί να ολοκληρώσει τη «βρώμικη δουλειά» της εφαρμογής της μνημονιακής πολιτικής η σημερινή κυβέρνηση. Επειδή υπάρχει κάποια πιθανότητα, κυρίως για το 2017, να περάσει η οικονομία σε θετικούς, έστω ισχνούς, ρυθμούς ανάπτυξης, θέλει να βρεθεί «καβάλα» πάνω στον κύκλο της ισχνής ανάκαμψης για να την καρπωθεί.
Επειδή, όμως, η μνημονιακή πολιτική θα συνεχίζεται και θα την έχει μπροστά της, όχι κυρίως εξ αιτίας της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, αλλά λόγω της γενικότερης πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης – και ειδικά για τη χώρα μας των «θεσμών», δε δεσμεύεται για τίποτα μέσα από την ψευδεπίγραφη «Συμφωνία Αλήθειας», ταυτόχρονα, θα έχει τη δυνατότητα να κατηγορεί την προηγούμενη κυβέρνηση για όσα πρέπει εκ των πραγμάτων η ίδια να εφαρμόσει.
Το ίδιο γεγονός, μια πιθανής οικονομικής ανάκαμψης, προσπαθεί να εκμεταλλευτεί και η κυβέρνηση, γι’ αυτό τον τελευταίο καιρό επιδίδεται και καλλιεργεί συστηματικά μια προπαγάνδα περί επικείμενης ανάκαμψης, ακόμη και μέσα στο 2016. Θα είναι μια «δικαίωση» της καθολικής της στροφής στην εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής, έστω και εάν το έκανε ως «προσωρινό συμβιβασμό», όπως διατείνεται, με ανοιχτή προσφυγή στον Ελληνικό λαό, και εδώ είναι το πραγματικό ψέμα της κυβέρνησης, γιατί γνωρίζει ότι η μνημονιακή πολιτική θα συνεχιστεί, είτε με την ίδια στη διακυβέρνηση είτε με τη Νέα Δημοκρατία.
Το συμπέρασμα είναι ότι τόσο η κυβέρνηση όσο και η Νέα Δημοκρατία γνωρίζουν πολύ καλά και οι δύο ότι η μνημονιακή πολιτική θα έχει μακροχρόνια συνέχεια και ότι η χώρα μας θα έχει και μακροχρόνια οικονομική στασιμότητα. Γι’ αυτό άλλωστε αποκρύβουν το πραγματικό γεγονός, ότι αυξήσεις στους εργαζόμενους θα δοθούν, εάν δοθούν, όταν η ανεργία στη χώρα μας θα πέσει κάτω από το 10%.
Αυτό το γεγονός όμως, με μια μέση ανάπτυξη της τάξης του 3 με 4% κάθε χρόνο, πράγμα αδύνατον, αφορά τη δεκαετία του ’30, στην καλύτερη περίπτωση, και εφ’ όσον δεν παρεμβληθεί μια νέα οικονομική κρίση, πράγμα για το οποίο αμφιβάλουν ακόμη και αστοί οικονομικοί αναλυτές..
Ο αγώνας δρόμου που επιδίδονται, από τη μια η κυβέρνηση να κρατηθεί στην εξουσία και από την άλλη η Νέα Δημοκρατία να ρίξει την κυβέρνηση δεν έχει καμία σχέση με τα λαϊκά συμφέροντα, έστω και εάν υπάρχει σχέδιο αποσταθεροποίησης της σημερινής κυβέρνησης από την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας και ενός τμήματος της αστικής τάξης.
Μπροστά σ’ αυτό το γεγονός χρειάζεται η πολιτική του ΚΚΕ να διαφοροποιείται πολύ καλά. Και από την κυβέρνηση και από τη Νέα Δημοκρατία. Το βάρος της να μην πέφτει «μονόπατα» στην κυβέρνηση, έστω και εάν αυτήν τη στιγμή έχει τη μεγαλύτερη ευθύνη για την πολιτική που εφαρμόζεται, έστω και εάν πραγματικά εξαπάτησε τον Ελληνικό λαό, γιατί και η Νέα Δημοκρατία τον εξαπατά κατ’ εξακολούθηση και αυτή.
Πολύ περισσότερο η διαφοροποίηση της πολιτικής του ΚΚΕ πρέπει να είναι σαφής, και ως προς τη Νέα Δημοκρατία και ως προς την κυβέρνηση, γιατί πιστεύουμε ότι οι λαϊκές μάζες έχουν μεγαλύτερη πολιτική εμπειρία τώρα απ’ ότι την προηγούμενη περίοδο.
Αυτό που ενδιαφέρει είναι το ΚΚΕ να προβάλει ως η πολιτική δύναμη, που μπορεί να οδηγήσει τη χώρα στην έξοδο από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία, με ό,τι αυτό σημαίνει. Και το πρώτο που σημαίνει είναι να υπάρξει απεγκλωβισμός των λαϊκών μαζών τόσο από την κυβέρνηση όσο και από τη Νέα Δημοκρατία.
Έτσι πρέπει να αποκρουστεί κάθε πιθανή, εάν και εφόσον υπάρχει, σκέψη ότι με μια πιο συγκεντρωμένη κριτική στην κυβέρνηση, μπορεί να αποσπαστεί ένα μέρος της λαϊκής βάσης της κυβέρνησης, που θα φέρει και μια σχετική αύξηση στα εκλογικά ποσοστά του Κόμματος. Δεν είναι αυτό το κύριο πρόβλημα του Κόμματος.
Το κύριο πρόβλημα του Κόμματος είναι να αποδείξει στις λαϊκές μάζες, κατά τρόπο αναλυτικό και συνεχή, ότι οι πολιτικές προτάσεις διεξόδου από την οικονομική κρίση τόσο της Νέας Δημοκρατίας όσο και της κυβέρνησης είναι αδιέξοδες και σε βάρος των συμφερόντων των εργαζομένων.
Φυσικά ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνεται στο ΣΥΡΙΖΑ, που προβάλλεται ως αριστερή πολιτική δύναμη και την προβάλλει, γιατί αυτό την εξυπηρετεί πολιτικά, ως τέτοια και η Νέα Δημοκρατία. Η δυσφήμηση που προσφέρει ο ΣΥΡΙΖΑ είτε άμεσα με τη στάση του είτε δια της πλαγίας μέσω της Νέας Δημοκρατίας αναμφίβολα πρέπει να αποκαλυφθεί και να αντιμετωπιστεί.
Στην κατεύθυνση αυτή στις σημερινές συνθήκες το πιο επείγον καθήκον του Κόμματος είναι να διατυπώσει πρόταση εξόδου από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία, έστω και στην κατάσταση που βρίσκεται το Εργατικό Κίνημα και το επίπεδο των αγώνων του.
Είναι χίμαιρα να ελπίζει κανείς ότι πρώτα θα ανασυγκροτηθεί το Εργατικό Κίνημα, ότι το ΚΚΕ θα αποκτήσει πολιτική δύναμη εξουσίας, και βέβαια όχι για να δίνει το «παρόν», αλλά για να αναλάβει τις ιστορικές του ευθύνες και να καθοδηγήσει την εργατική τάξη και τους συμμάχους της στην κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας, εάν δεν υπάρξει και κατατεθεί άμεσα μια πρόταση εξόδου, που θα αφορά τα βασικά και οξυμένα προβλήματα των εργαζομένων, τα βασικά και οξύτατα οικονομικά και πολιτικά ζητήματα, που απασχολούν τη χώρα μας, μια πρόταση που θα αναφέρεται στην κοινωνική συμμαχία της εργατικής τάξης και των μικρομεσαίων μικροαστικών στρωμάτων, της εξουσίας τους με προοπτική το σοσιαλισμό.
Αυτό που προέχει είναι να κατανοηθεί ότι μέσα από μια τέτοια πρόταση το Εργατικό Κίνημα, ταυτόχρονα, θα ανασυγκροτείται, θα αναπτύσσει τους αγώνες του, θα σφυρηλατεί τις συμμαχίες του. Το ΚΚΕ θα ενδυναμώνει και θα εμφανίζεται ως ο πολιτικός αποκλειστικός φορέας εξόδου από την κρίση, ικανός να οδηγήσει την κοινωνική συμμαχία στην κατάκτηση της εξουσίας, να ανατρέψει την αστική τάξη, να ανοίξει το δρόμο για το σοσιαλισμό. Στην πορεία αυτήν πολιτικές δυνάμεις που θα θελήσουν να κινηθούν και να συνεισφέρουν σε μια αντίστοιχη προοπτική ή πολιτικές δυνάμεις που θα αναδεικνύονται στην πορεία της πάλης, θα έχουν θέση και σε μια πολιτική συμμαχία. Το γεγονός αυτό δεν έχει σε τίποτα να αναστείλει την αυτοτελή παρουσία και δράση του Κόμματος.
COMMENTS