Παραπλανητικές προσδοκίες

pth192016Κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση, κάθε μία για λογαριασμό της, έχουν αποδυθεί σ’ έναν αγώνα δρόμου να καλλιεργούν προσδοκίες στους εργαζόμενους, ότι είναι σε θέση να φέρουν την οικονομία σε φάση ανάπτυξης.

Μέχρι τώρα, βέβαια, η οικονομία της χώρας μας δεν έχει ξεφύγει από την κρίση και θα μπορούσε να προσθέσει κανείς ότι δεν υπάρχει και κάποιο ασφαλές δείγμα, που να στοιχειοθετεί μιαν εκτίμηση ότι περνάει στη φάση της ανάκαμψης. Το γεγονός αυτό το επιβεβαιώνουν και τα νέα διορθωτικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τα δύο πρώτα εξάμηνα του 2016.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι από την πλευρά της κυβέρνησης περισσότερο ελπίδες υπάρχουν, στηριγμένες κυρίως στην πορεία του τουρισμού, ότι το 2016 θα είναι το τελευταίο έτος της κρίσης και ότι το ΑΕΠ της χώρας θα αυξηθεί και θα παρουσιάσει θετικό πρόσημο, έστω και οριακά. Όμως…

Οριακά συν ή οριακά πλην στην οικονομία σημαίνει, ταυτόχρονα, και περιστροφή  γύρω από το μηδέν στην αύξηση του ΑΕΠ. Με άλλα λόγια κανείς δε μπορεί να είναι βέβαιος ότι η οικονομία ανακάμπτει. Απόδειξη ότι το θετικό πρόσημο του 2014 μεταβλήθηκε σε αρνητικό το 2015. Αυτά σε ό,τι αφορά το 2016.

Η αντιπαράθεση, όμως, ανάμεσα στην κυβέρνηση και τη Νέα Δημοκρατία αφορά κυρίως στο μετά το 2018 χρονικό διάστημα. Εκεί, υποτίθεται έχουν τη δυνατότητα να παρουσιάσουν το διαφορετικό μείγμα της πολιτικής τους πρότασης για την οικονομία, που θα την εκθέσουν πιο λεπτομερώς στη Διεθνή Έκθεση της Θεσσαλονίκης.

Παρά τους ισχυρισμούς τους για το διαφορετικό οικονομικό μείγμα η επιχειρηματολογία τους παρουσιάζει μια σειρά από ομοιότητες σε καθοριστικούς οικονομικούς παράγοντες. Και αυτό μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός της «ασφυξίας» που επικρατεί στην οικονομία της χώρας μας. Ακόμη και ο τουριστικός τομέας μπορεί να καταστεί επίφοβος εάν αλλάξουν κάποιες  διεθνείς συνθήκες στα γειτονικά μας κράτη.

Η κυβέρνηση επιδιώκει μια νέα ρύθμιση γύρω από το χρέος, που επεδίωκε και η κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά, έστω και εάν δεν την πέτυχε, έστω και εάν είχε την άποψη ότι το χρέος ήταν βιώσιμο. Η σημερινή κυβέρνηση θεωρεί  αναγκαία τη νέα ρύθμιση, επειδή το χρέος δεν είναι βιώσιμο.

Η πραγματικότητα είναι ότι το χρέος και η αντιμετώπισή του είναι ένας σημαντικός παράγοντας για να υπάρξει μια δυνατότητα για το ξεπέρασμα της ύφεσης και να δοθεί «χώρος» στην ανάκαμψη. Η κυβέρνηση προσπαθεί να πετύχει μια νέα ρύθμιση και όπως προκύπτει από την πρόσφατη συνέντευξη του Αλέξη Τσίπρα στη REALNEWS «απαιτεί» από τους εταίρους να τελειώνει αυτό το θέμα μέσα στο 2016.

Προφανώς θέλει τη νέα ρύθμιση να την αξιοποιήσει και ως πολιτικό πλεονέκτημα και όσο το δυνατόν πιο γρήγορα για μια πολιτική ανάκαμψη. Βέβαια το κατά πόσο και κάτω από ποιους όρους θα υλοποιηθεί αυτή η «απαίτηση» δεν εξαρτάται από την Ελληνική κυβέρνηση. Εξαρτάται από τους εταίρους και γύρω από αυτό το θέμα ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά. Επομένως και η προσδοκία είναι αβέβαιη.

Η Νέα Δημοκρατία δε μπορεί να έχει μια διαφορετική θέση – και δεν έχει, ως προς μια νέα ρύθμιση του χρέους, έστω και εάν συνοδεύει τη θέση αυτή με ένα συνεχές κατηγορητήριο ενάντια στην κυβέρνηση, ότι επιδείνωσε τους όρους ανάκαμψης της οικονομίας.

Παρόλο που δεν αναφέρεται συχνά στην παλιά της θέση ότι το χρέος ήταν βιώσιμο, εν τούτοις κατηγορεί την κυβέρνηση ότι με την ασκούμενη πολιτική της χειροτέρεψε τους όρους αντιμετώπισης του χρέους, επομένως και της ανάκαμψης.

Στην πραγματικότητα η ίδια αβεβαιότητα, που ισχύει για την κυβέρνηση, ισχύει και για τη Νέα Δημοκρατία. Και αυτή μιλάει, με περισσότερους υποσχετικούς βαθμούς ελευθερίας, για μια νέα ρύθμιση που δεν εξαρτάται από αυτήν. Και για να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα…

Το χρέος δεν είναι βιώσιμο, δηλαδή η χώρα μας δεν είναι σε θέση να το αποπληρώσει. Από μόνο του αυτό το γεγονός υποδηλώνει την οικονομική χρεοκοπία της χώρας μας και τη δεινή της οικονομική θέση.

Η όποια νέα ρύθμισή του, μια νέα αναδιάρθρωση, δε θα περιλαμβάνει κούρεμα του χρέους. Αυτό, με τα μέχρι τώρα δεδομένα, είναι βέβαιο. Θα αφορά στο χρόνο επέκτασης της αποπληρωμής και πιθανώς και τα επιτόκια. Το πώς θα εξελιχτεί αυτή η υπόθεση εξαρτάται από τις αντιθέσεις του ΔΝΤ (ΗΠΑ) και Γερμανίας αλλά και την ίδια την οικονομική κατάσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εξ ου και η αβεβαιότητα στο πως θα εξελιχτεί η νέα ρύθμιση και η αποπληρωμή του χρέους. Σε κάθε περίπτωση, όμως, το χρέος θα εξακολουθεί να είναι ένας μακροχρόνιος ανασχετικός παράγοντας για την ανάπτυξη.

Ο δεύτερος σημαντικός οικονομικός παράγοντας, που θεωρούν κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση ότι θα τοποθετήσει την οικονομία σε ρότα (και μάλιστα οριστικής) ανάκαμψης είναι η μετατροπή του συμφωνημένου από την υπογραφή και ψήφιση του τρίτου μνημονίου 3.5% του δημοσιονομικού πλεονάσματος σε 1.5% με 2% για μετά το 2018. Και η κυβέρνηση και η Νέα Δημοκρατία θεωρούν πλέον ότι ένα τέτοιο δημοσιονομικό πλεόνασμα, της τάξης του 3.5% είναι ακατόρθωτο και ιδιαιτέρως επιβαρυντικό για την οικονομία. Η ελπίδα είναι ότι με τη μείωση του 3.5% θα απελευθερωθούν οικονομικοί πόροι.

Από την πλευρά μας θέλουμε να τονίσουμε ότι πράγματι η μείωση του δημοσιονομικού πλεονάσματος από 3.5% σε 2% θα ήταν μια «ανακούφιση» για την οικονομία. Θέλουμε, όμως, επίσης, να τονίσουμε ότι αυτό είναι ένα ενδεχόμενο. Δεν οδηγεί σε βέβαιη ανάκαμψη. Και αυτό γιατί η παραγωγική βάση της χώρας μας, αλλά και των άλλων τομέων της οικονομίας δε δίνουν μια τέτοια δυνατότητα.

Γι’ αυτό το λόγο, ιδιαίτερα η Νέα Δημοκρατία, συνδυάζει αυτόν τον όρο με τις ιδιωτικοποιήσεις για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Αλλά και αυτός ο συνδυασμός είναι μετέωρος, γιατί το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας δε φέρνει αναγκαστικά και τις αναγκαίες επενδύσεις και την αντίστοιχη ανάπτυξη.

Ο Γερμανικός ΟΤΕ π.χ., παρόλο που είναι κερδοφόρος, δεν έχει ακόμη πραγματοποιήσει τις επενδύσεις για τις οποίες δεσμεύτηκε ότι θα κάνει μετά την αποκρατικοποίηση του Ελληνικού ΟΤΕ. Οι νέες ρυθμίσεις που αφορούν τα 14 αεροδρόμια, ως προς το λεγόμενο «αεροδρομιόσημο», το τέλος δηλαδή που πληρώνουν όσοι ταξιδεύουν αεροπορικώς, μπορεί να αυξήσει τα κέρδη της Γερμανικής (κρατικής) εταιρείας FRAPORT, που ανέλαβε τα 14 πιο σημαντικά αεροδρόμια της χώρας μας, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι θα υπάρξει και ανάπτυξη. Στην ουσία οι ξένοι επενδυτές αγοράζουν φτηνά αλλά το αναπτυξιακό αποτέλεσμα δεν είναι εξασφαλισμένο.

Η κυβέρνηση ως προς το ζήτημα των ιδιωτικοποιήσεων παρουσιάζει μια συσκοτισμένη εικόνα. Από τη μια δεσμεύτηκε να προωθήσει ορισμένες ιδιωτικοποιήσεις, με βάση το τρίτο μνημόνιο, από την άλλη καλλιεργεί μια δεύτερη εικόνα ότι θα προστατεύσει τη δημόσια περιουσία. Αυτή η κατάσταση, κατά τη γνώμη μας θα ξεκαθαρίσει μετά το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ και τον κυβερνητικό ανασχηματισμό για τον οποίο γίνεται λόγος και θεωρείται πλέον βέβαιος.

Και η δική μας άποψη είναι ότι η κυβέρνηση θα προχωρήσει με γρηγορότερους ρυθμούς τις ιδιωτικοποιήσεις, γιατί τελικά είναι ο μόνος τρόπος να έρθουν οι όποιες επενδύσεις. Άλλωστε αυτός είναι ένας όρος, που τίθεται από τους εταίρους στο σύνολό τους, πέραν των άλλων όρων, που αφορούν και την προσεχή αξιολόγηση (εργασιακά κλπ) και που συμφωνήθηκε ήδη να επιταχυνθεί η υλοποίηση των προαπαιτουμένων.

Η ανάκαμψη της οικονομίας στον καπιταλιστικό κύκλο συνδυάζεται πάντα με το ζήτημα των επενδύσεων. Και κυρίως συνδυάζεται με τις επενδύσεις στον παραγωγικό τομέα. Και εδώ είναι που παρουσιάζεται το μεγάλο πρόβλημα. Η χώρα μας ήδη παρουσιάζει το φαινόμενο της συρρίκνωσης της παραγωγικής της βάσης.

Νέες επενδύσεις δε γίνονται. Ούτε ιδιωτικές ούτε και δημόσιες. Αλλά, και εάν πάρουμε ως παράδειγμα χώρες με πολύ ισχυρότερες οικονομίες, το φαινόμενο που παρουσιάζεται είναι να μη μπορούν να ξεφύγουν από ισχνούς ρυθμούς ανάπτυξης και οι αντίστοιχοι δείκτες να αναθεωρούνται συνεχώς προς τα κάτω παρά τις όποιες επενδύσεις. Το πρόβλημα είναι βαθύτερο και αφορά στους όρους της καπιταλιστικής αναπαραγωγής. Αυτό το πρόβλημα για τη χώρα μας είναι πολύ οξύτερο.

Η κυβέρνηση προσδοκά ότι στο επόμενο χρονικό διάστημα θα παρουσιάσει ρυθμούς ανάπτυξης που θα προσεγγίζουν το 3%, ενώ η Νέα Δημοκρατία μιλάει για ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 4%. Τα νούμερα αυτά προϋποθέτουν νέες επενδύσεις, που δε φαίνεται, τουλάχιστον μέχρι τώρα, να υπάρχουν.  Εξακολουθεί, επομένως, να μπαίνει το ερώτημα για το πώς θα ανακάμψει η οικονομία της χώρας μας.

Το συμπέρασμα είναι ότι οι προσδοκίες που καλλιεργούνται, τόσο από την κυβέρνηση όσο και από τη Νέα Δημοκρατία, για την ανάκαμψη της οικονομίας είναι αβέβαιες και περιέχουν και το στοιχείο της παραπλάνησης των εργαζομένων.

Οι εργαζόμενοι δε μπορούν να προσδοκούν τη λύση των προβλημάτων τους από τις παραπλανητικές προσδοκίες, που καλλιεργούν κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση για την ανάκαμψη.

Πέρα από το γεγονός ότι αυτές οι προσδοκίες αφορούν και στις άμεσες πολιτικές εξελίξεις και στο πως θα διαμορφωθεί το αστικό πολιτικό σύστημα, αφορούν κυρίως στην αντιπαράθεση της κυβέρνησης και της Νέας Δημοκρατίας, πέρα από το γεγονός ότι οι οικονομικοί όροι της ανάκαμψης είναι αβέβαιοι, ακόμη και εάν υπάρξει μια ανάκαμψη αυτή δε θα αφορά τους εργαζόμενους, που την ίδια στιγμή θα βλέπουν να επιβαρύνονται οι εργασιακοί τους και οι μισθολογικοί τους όροι από την υλοποίηση του μνημονίου και των προαπαιτουμένων.

Απέναντι σ’ αυτήν την κατάσταση, που κατά τη γνώμη μας προμηνύει μια μακροχρόνια οικονομική στασιμότητα ή έστω, στην καλύτερη περίπτωση, μια ισχνή ανάπτυξη, που δε θα αποκλίνει πολύ από τη στασιμότητα, γιατί όλοι οι όροι της ανάκαμψης εξαρτώνται από τους εταίρους και κυρίαρχα από τα δικά τους οικονομικά συμφέροντα, αλλά και γιατί οι Δυτικές καπιταλιστικές οικονομίες και η Ευρωπαϊκή Ένωση δε μπορούν να ξεφύγουν από ισχνούς ρυθμούς ανάπτυξης, οι εργαζόμενοι έχουν να αντιτάξουν τη συντονισμένη και ενωτική τους πάλη για την επίλυση των καυτών τους και συνεχώς επιδεινούμενων προβλημάτων τους, έχουν να αντιτάξουν την κοινωνική τους συμμαχία  με τα μικρομεσαία μικροαστικά στρώματα της πόλης και του χωριού, έχουν να αντιτάξουν τη δική τους προγραμματική πρόταση για την έξοδο από την οικονομική κρίση, μια πρόταση που θα οδηγεί και στη διεκδίκηση της πολιτικής εξουσίας από τις αντίστοιχες κοινωνικές δυνάμεις και που θα ανοίγει το δρόμο για το σοσιαλισμό. Στην κατεύθυνση αυτή πρέπει να οργανώσει τη δράση του το Εργατικό και Κομμουνιστικό Κίνημα.

COMMENTS