Η καυτή πραγματικότητα

Το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε όλος σχεδόν ο ηλεκτρονικός και έντυπος Τύπος ασχολήθηκε με θέματα της οικονομίας. Διεξάγεται ένας πόλεμος για το πώς τα ξένα Funds θα ελέγξουν το χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας μας αλλά και τομείς στρατηγικής σημασίας για την οικονομία της. Όλα αυτά, βέβαια, στο πλαίσιο της εφαρμογής του τρίτου μνημονίου, που συμφώνησε με τους λεγόμενους εταίρους μας η παρούσα κυβέρνηση.

Την ίδια στιγμή τα αστικά ΜΜΕ συμβουλεύουν την κυβέρνηση για τη στάση που πρέπει να κρατήσει: «Εάν η κυβέρνηση δεν αλλάξει ρότα – με τους ίδιους ή άλλους υπουργούς – και δεν πιστέψει στο πρόγραμμα που καλείται να εφαρμόσει, η χώρα θα στροβιλίζεται για δεκαετίες στον χορό του διαβόλου» (Real News).

Από το «Βήμα της Κυριακής» πληροφορούμαστε ότι: «Η Ελλάδα αλλάζει χέρια», σε άρθρο του Αντώνη Καρακούση, διευθυντή της εφημερίδας. Και παρακάτω στο ίδιο άρθρο πληροφορούμαστε ότι: «Η απόρριψη του προτεινόμενου διευθύνοντος συμβούλου της Τράπεζας Πειραιώς από τις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές, η επανεκκίνηση στη συνέχεια της σχετικής διαδικασίας αναζήτησης νέου προσώπου, αλλά και η ταυτόχρονη καρατόμηση όλων των μελών του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας φανερώνουν ακριβώς την απώλεια ελέγχου του ελληνικού τραπεζικού συστήματος». Για να συμπληρώσει: «Μέσω της επερχόμενης διαχείρισης των κόκκινων δανείων αλλά και των νέων αρχών που θα επικρατήσουν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα μέσω του Υπερταμείου Αποκρατικοποιήσεων η ελληνική οικονομία θα αλλάξει στην κυριολεξία χέρια».

Στο ίδιο άρθρο ο Αντώνης Καρακούσης παραθέτει την εκτίμηση του προέδρου της Eurobank, Ν. Καραμούζη, ότι: «Σε πέντε χρόνια θα έχουμε μεγαλύτερα επιχειρηματικά σχήματα, οι ξένοι μέτοχοι θα παίζουν κεντρικό ρόλο στην ελληνική επιχειρηματικότητα και η ελληνική πολιτική θα έχει περιορισμένη επιρροή στην οικονομία της χώρας».

Το συμπέρασμα το επιβεβαιώνει ο ίδιος ο Αντώνης Καρακούσης: «Με άλλα λόγια, η ελληνική πολιτική θα πάψει να έχει τον έλεγχο στα μεγαλύτερα και πιο δυναμικά κομμάτια της οικονομίας και το έργο της θα περιορίζεται στη διοίκηση του στενού κράτους, στη διαχείριση των δημοσίων οικονομικών και στη διοίκηση των φόρων».

Οι τομείς τους οποίους ενδιαφέρονται να βάλουν στο χέρι τα ξένα Funds είναι επιχειρήσεις στρατηγικής σημασίας, το χρηματοπιστωτικό σύστημα, ο τουρισμός, τα τρόφιμα, η υγεία, η ακτοπλοΐα, οι ιχθυοκαλλιέργειες, γενικότερα η αγροτική οικονομία, η ενέργεια, οι μεταφορές, η ενέργεια, η διαχείριση των σκουπιδιών κ.α..

Παρά, όμως, αυτές τις επισημάνσεις, στο τέλος ποια λύση προβάλλεται; Είναι η απόκτηση αξιοπιστίας από την πλευρά της κυβέρνησης: «Όσο δεν κλείνει το έλλειμμα αξιοπιστίας της πολιτικής, προκοπή δεν πρόκειται να δούμε. Αντί αυτής, θα καταγράφουμε συνεχώς απώλειες εθνικής κυριαρχίας, ιδιαιτέρως από πρόσωπα που δρουν στο όνομά της».

Η αντίφαση είναι παραπάνω από προφανής. Οι αστοί απολογητές συστήνουν στην κυβέρνηση να εφαρμόσει πιστά το πρόγραμμα, που συμφώνησε με το τρίτο μνημόνιο, να είναι «φρόνιμη», δηλαδή ό,τι κάνει, για να αποκτήσει αξιοπιστία και επομένως να αποσπάσει την εμπιστοσύνη των λεγόμενων εταίρων.

Το ερώτημα είναι: Να αποκτήσει την εμπιστοσύνη των εταίρων για ποιο πράγμα; Η απάντηση είναι επίσης προφανής. Για να μην προβάλλει καμία αντίρρηση στα όσα της υποδεικνύουν να εφαρμόσει οι «θεσμοί». Όχι μόνο να «βάλουν στο χέρι» την οικονομία της χώρας μας, αλλά και να προωθήσει και όσες «μεταρρυθμίσεις» ακόμη εκκρεμούν και θα μπουν μπροστά με την νέα αξιολόγηση από το φθινόπωρο.

Αυτή η πολιτική που εφαρμόζεται στη χώρα μας αφορά μόνο σ’ αυτήν; Όχι προφανώς. Πρόσφατα η Άνγκελα Μέρκελ «ξέκοψε» για τα καλά στο Μάριο Ρέντζι την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών στην Ιταλία, που αντιμετωπίζουν τεράστια προβλήματα, και όλοι οι οικονομικοί αναλυτές συμφώνησαν ότι η απάντηση αυτή της Άνγκελα Μέρκελ αποσκοπούσε στο να φέρει σε ακόμη πιο δύσκολη θέση το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ιταλίας, για να είναι «από πάνω» το γερμανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Σ’ αυτήν την εικόνα πρέπει να προσθέσουμε και τα όσα συνέβησαν με εκατοντάδες χιλιάδες μικροεπιχειρήσεις που έκλεισαν, με την Ηλεκτρονική Αθηνών, με τον Μαρινόπουλο, με την Jetoil των Κυριάκου και Νίκου Μαμιδάκη και άλλες επιχειρήσεις.

Στο μεταξύ πληθαίνουν οι εκτιμήσεις οικονομικών αναλυτών ότι η Ελληνική οικονομία θα εξακολουθήσει να είναι σε ύφεση και το 1916 και ο Γερούν Ντάισεμπλουμ φρόντισε να σταματήσει κάθε συζήτηση για μείωση των πλεονασμάτων από το επίπεδο του 3.5% για τα επόμενα δέκα χρόνια.

Αντιλαμβανόμαστε ότι για τους εργαζόμενους η εκδοχή αυτή σημαίνει στην κυριολεξία ακραία εξαθλίωση, γιατί τα νέα αντιλαϊκά μέτρα «περιμένουν στη σειρά», για να επιτευχθεί ο στόχος του 3.5% για τόσο μακροχρόνιο διάστημα. Στόχο, που ακόμη και ο Γιάννης Στουρνάρας τον θεωρεί ανέφικτο.

Όλη αυτήν την κατάσταση ένα τμήμα των αστικών ΜΜΕ την παρουσίασε ως «αφελληνισμό» της Ελληνικής οικονομίας. Η ουσία του ζητήματος, όμως, είναι ότι τα ξένα Funds επεκτείνουν την οικονομική τους δραστηριότητα στην Ελληνική αγορά είτε μέσα από εξαγορές είτε μέσα από συγχωνεύσεις στις οποίες θα κυριαρχούν και με την έννοια αυτή βαθαίνει η οικονομική εξάρτηση της χώρας μας. Όσο για την πολιτική εξάρτηση την ομολογούν τα ίδια τα αστικά ΜΜΕ.

Είναι φανερό πια ότι τα μνημόνια κάνουν απροκάλυπτες τις συνέπειες που υφίστανται πριν απ’ όλους οι εργαζόμενοι, αλλά, ταυτόχρονα και η οικονομία της χώρας μας. Το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι εάν η κατάσταση αυτή που διαμορφώνεται και θα εξελιχτεί σε χειρότερη κατεύθυνση ενδιαφέρει ή όχι το Κομμουνιστικό και Εργατικό Κίνημα της χώρας μας και πως πρέπει να διαμορφώσει τη δική του εναλλακτική πρόταση.

Η απάντηση σ’ αυτό το θέμα, τουλάχιστον από τη «Νέα Σπορά», έχει δοθεί από τον καιρό της εμφάνισής της. Το Κομμουνιστικό Κίνημα, το ΚΚΕ, πρέπει να διαμορφώσει και να καταθέσει εναλλακτική πρόταση, που θα αφορά στα άμεσα προβλήματα των εργαζομένων, που σ’ αυτά θα συμπεριλαμβάνονται και μέτρα, που θα αφορούν στην κρατικοποίηση βασικών τομέων της οικονομίας, στην κρατικοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος της χώρας, στην αποδέσμευση της χώρας από το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, τους άλλους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, στον εργατικό έλεγχο, στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας μας, στην επιστροφή χωρίς αποζημίωση όλων των ιδιωτικοποιημένων πρώην δημόσιων επιχειρήσεων, των συνεταιριστικών μονάδων, στη λήψη μέτρων στην κίνηση των κεφαλαίων, στην ενίσχυση των μισθών και συντάξεων, στην υπεράσπιση των δημοκρατικών ελευθεριών και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας, της ασφάλειας της χώρας μας, της συνεργασίας με άλλες χώρες, μέσα από την ταυτόχρονη διεκδίκηση της πολιτικής εξουσίας από την πλευρά της εργατικής τάξης και των μικρομεσαίων μικροαστικών στρωμάτων της πόλης και του χωριού, στην προοπτική του σοσιαλισμού, με τη δημιουργία νέων αντιπροσωπευτικών θεσμών και κρατικών οργάνων.

Σ’ αυτήν την πρόταση θα βρει αντίκρισμα και η πάλη του Εργατικού Κινήματος, η αναζωογόνησή του, θα καθιερωθεί ως η αποφασιστική δύναμη, που θα συμβάλει στην ανατροπή της σημερινής κατάστασης, στην εκδίωξη της αστικής τάξης από την εξουσία.

Το πολιτικό στοιχείο που πρέπει να πάρει κανείς σοβαρά υπόψη είναι ότι στην κατάσταση αυτή, του «αυτόματου πιλότου» της εφαρμογής της μνημονιακής πολιτικής γίνεται όλο και πιο κατανοητό ότι η Νέα Δημοκρατία δε μπορεί να αποτελέσει την εναλλακτική λύση σε σχέση με το ΣΥΡΙΖΑ.

Στο πολιτικό επίπεδο αυτό σημαίνει ότι η πολιτική πρόταση του ΚΚΕ θα δώσει τη δυνατότητα να απεγκλωβιστούν δυνάμεις από το ΣΥΡΙΖΑ και τη Νέα Δημοκρατία, γεγονός, που θα συμβάλει στη δημιουργία και ενίσχυση της κοινωνικής συμμαχίας. Σήμερα μέσα στις λαϊκές μάζες διαμορφώνονται καλύτεροι όροι για να υιοθετήσουν την πρόταση που καταθέτουμε, δεδομένου ότι ενισχύονται οι λαϊκές τάσεις τόσο ενάντια στην πολιτική που εφαρμόζεται όσο και ενάντια στο ευρώ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

COMMENTS