Ένας χρόνος από το δημοψήφισμα

Πέρασε ένας χρόνος από το δημοψήφισμα (05/07/2015), που έφερε το 62% στο «ΟΧΙ». Όλοι γνωρίζουμε, βέβαια, ότι στις 6 του Ιούλη του 1915, στη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών το «ΟΧΙ» μετατράπηκε σε «ΝΑΙ» με εξαίρεση, από τα κοινοβουλευτικά κόμματα, την άρνηση του ΚΚΕ να αναγνωρίσει αυτήν την απαράδεκτη «διόρθωση» της λαϊκής ετυμηγορίας και διαφωνώντας ριζικά με το κοινό ανακοινωθέν, που εξεδόθη από τα άλλα κόμματα.

Σήμερα, απομακρυσμένοι από εκείνη την περίοδο, μπορούμε να πούμε ότι αυτό το δημοψήφισμα ήταν μια πολιτική μεθόδευση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, με συγκατάθεση των ΑΝΕΛ, και εν γνώσει της ηγεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που αποσκοπούσε στην ανοιχτή παραπλάνηση του Ελληνικού λαού, αλλά και στο να λύσει ο ΣΥΡΙΖΑ το εσωκομματικό του πρόβλημα.

Άλλωστε γνωρίζαμε, και τώρα το γνωρίζουμε πολύ καλύτερα, ότι το δημοψήφισμα έγινε για να μην κερδηθεί. Και αυτό το γεγονός το πιστοποιούν πρώην στελέχη της κυβέρνησης, που με αλλεπάλληλες δηλώσεις τους, διαβεβαιώνουν ότι το κλίμα που επικράτησε το βράδυ του δημοψηφίσματος ήταν «πένθιμο». Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και προπαντός το πολιτικό του μήνυμα δημιούργησε πρόβλημα στην κυβέρνηση.

Ό,τι δεν επέτρεψε, όμως, ο Ελληνικός λαός, δηλαδή να κυριαρχήσει το «ΝΑΙ», το έκανε η σύσκεψη των αρχηγών, που έγραψαν στα παλιά τους τα παπούτσια τη λαϊκή βούληση.

Βέβαια, το ερώτημα που έθεσε η κυβέρνηση στο δημοψήφισμα ήταν παραπλανητικό. Υποτίθεται ότι το «ΟΧΙ» σήμαινε την απόρριψη της πρότασης του Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ. Αλλά κάτι τέτοιο δεν ήταν αλήθεια. Η Κυβέρνηση είχε καταθέσει προς την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη δική της αντιπρόταση, που και αυτή είχε αντιλαϊκό χαρακτήρα.

Με την έννοια αυτή το δημοψήφισμα οδηγούσε τυπικά, ως πολιτική διαδικασία, είτε με το «ΟΧΙ» στην αποδοχή της πρότασης – μνημόνιο της κυβέρνησης είτε με το «ΝΑΙ» στην αποδοχή της πρότασης – μνημόνιο, που είχε καταθέσει ο Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ προς την κυβέρνηση.

Αλλά και αυτό, όμως, το ζήτημα είχε ξεπεραστεί εκ των πραγμάτων. Τα Κόμματα της αστικής αντιπολίτευσης είχαν φροντίσει να δώσουν στην επικράτηση του «ΟΧΙ» την ερμηνεία της εξόδου από το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Και από μία άποψη είχαν δίκιο – όσο και εάν το «ΟΧΙ» δεν έβαζε ανοιχτά θέμα αποχώρησης από το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση – γιατί η απόρριψη της πρότασης του Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ βάθυνε την αντίθεση του Ελληνικού λαού με την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Προκειμένου, λοιπόν, να τοποθετηθεί σωστά ένας πολιτικός σχηματισμός απέναντι στο δημοψήφισμα έπρεπε να παραμερίσει αυτήν την «τυπικότητα» του ερωτήματος, που σαφώς μπήκε με αυτόν τον τρόπο για να δημιουργήσει σύγχυση στον Ελληνικό λαό – και από αυτήν την άποψη δεν ήταν μια απλή τυπικότητα αλλά ουσιαστική – και να σταθεί με μεγαλύτερη προσοχή σ’ ένα άλλο ζήτημα: στο πολιτικό πρόβλημα που δημιουργούσε στην αστική τάξη το «ΟΧΙ» του Ελληνικού λαού σε σχέση με το βάθεμα της αντίθεσης του Ελληνικού λαού προς το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό ήταν το κυρίαρχο πολιτικό πρόβλημα.

Άλλωστε, τελικά, το μνημόνιο που ψηφίστηκε, μετά τις συνομιλίες με τους «θεσμούς» και με τη συγκατάθεση των αστικών κομμάτων της αντιπολίτευσης, ήταν πολύ χειρότερο και από τις δύο προτάσεις, τόσο του Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ όσο και της κυβέρνησης. Οι συνομιλίες ξεκίνησαν χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τις δύο προτάσεις. Σα να μην υπήρχαν αυτές οι προτάσεις. Και οι «θεσμοί» επέμεναν πάνω στις κατευθύνσεις και τα μέτρα, που σταθερά απαιτούσαν από όλες τις κυβερνήσεις της χώρας μας.

Την ίδια στιγμή, όμως, όλοι γνωρίζουμε ότι ο Ελληνικός λαός δεν διάλεξε μνημόνιο. Το «ΟΧΙ» του Ελληνικού λαού εξέφραζε μια γενικότερη στάση απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την πολιτική της, και την πολιτική της κυβέρνησης, απόδειξη ότι όλα τα μέχρι τώρα δημοψηφίσματα, που έχουν πραγματοποιηθεί σε χώρες – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήταν απορριπτικά και στη συνέχεια γινόταν η «διόρθωση». Περιείχαν αυτήν την αντίθεση προς τις ασκούμενες πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εξέφραζαν την προϊούσα αρνητική λαϊκή διάθεση απέναντι στο «Ευρωπαϊκό όραμα». Αυτό έγινε και στη χώρα μας.

Το πιο χαρακτηριστικό δημοψήφισμα από αυτήν την άποψη είναι το πρόσφατο Βρετανικό δημοψήφισμα, που ξέφυγε από τον αστικό έλεγχο και κατέληξε στο γνωστό Brexit. Με δυο λόγια οι λαοί αναζητούν την ευκαιρία να δείξουν τη βαθιά τους δυσαρέσκεια για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις πολιτικές που εφαρμόζουν οι κυβερνήσεις.

Και όταν λέμε ξέφυγε από τον αστικό έλεγχο εννοούμε ότι ο Ντέιβιντ Κάμερον είχε «υποσχεθεί» στους ιθύνοντες κύκλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ότι θα πραγματοποιήσει το δημοψήφισμα, γιατί θα το κέρδιζε με 70%. Άρα δεν υπήρχε καμία περίπτωση να αποχωρήσει η Βρετανία από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Κάτι ανάλογο, αλλά από την ανάποδη, προσδοκούσε και ο Αλέξης Τσίπρας. Είτε με ένα «ΟΧΙ», που θα πλειοψηφούσε αλλά με χαμηλό ποσοστό, που θα του επέτρεπε να ισχυριστεί ότι δε θα μπορούσε να διχάσει τον Ελληνικό λαό και επομένως θα πήγαινε στο δρόμο της «σκληρής διαπραγμάτευσης» είτε με ένα «ΝΑΙ», το οποίο έπρεπε να σεβαστεί ως αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και που στο διάγγελμά του είχε δεσμευτεί γι’ αυτό. Δηλαδή δεσμεύτηκε ότι θα σεβαστεί όποιο και να είναι το αποτέλεσμα. Η πραγματικότητα τον διαψεύδει, βέβαια, γιατί δεν είχε καμία διάθεση να σεβαστεί το «ΟΧΙ» και ό,τι πραγματικά σήμαινε για τον Ελληνικό λαό. Και αυτό έκανε.

Το γεγονός, ότι αμέσως μετά το δημοψήφισμα ο Αλέξης Τσίπρας κάνει δύο παράλληλες κινήσεις, πηγαίνει αμέσως σε εκλογές το Σεπτέμβρη του ’15 και προχωράει σε εκκαθάριση του ΣΥΡΙΖΑ από την εσωκομματική αντιπολίτευση – ανεξάρτητα από την εκτίμηση που έχει κάποιος γι’ αυτήν, δείχνει το πόσο μεγάλη σημασία είχε όχι μόνο για την κυβέρνηση αλλά και για την αστική τάξη το «ΟΧΙ» του Ελληνικού λαού. Ήθελε να ξεμπλέξει από το πραγματικό νόημα του «ΟΧΙ». Η προσφυγή στις εκλογές έδινε τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να ισχυριστεί ότι έχει νέα λαϊκή και νωπή εντολή. Έτσι ήρθε το Γ’ μνημόνιο.

Η «Νέα Σπορά» πήρε δημόσια θέση απέναντι στο δημοψήφισμα. Κάλεσε το ΚΚΕ να μπει επικεφαλής του «ΟΧΙ». Να το πάρει επάνω του. Να αποκαλύψει τους πραγματικούς στόχους της κυβέρνησης, να δώσει το πραγματικό νόημα στο δημοψήφισμα, αυτό, τελικά, το νόημα, που έπρεπε να δώσει και που από μία άποψη έδωσε ο Ελληνικός λαός και που εξακολουθεί να δίνει. Η αντίθεση του Ελληνικού λαού απέναντι στο ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση εντείνεται ακόμη και σήμερα.

Μόνο που μια τέτοια κίνηση έπρεπε να ξεπεράσει το «τυπικό» του ερωτήματος, που οδηγούσε στο «ΑΚΥΡΟ». Από την πλευρά μας σημειώναμε τότε ότι το «ΑΚΥΡΟ», που πρότεινε η ηγεσία του ΚΚΕ, δεν «είναι χωρίς βάση». Και αυτή η βάση ήταν η ίδια η διατύπωση του ερωτήματος του δημοψηφίσματος. Ήταν, όμως, ικανή αυτή βάση να οδηγήσει στο «ΑΚΥΡΟ»;

Τι έλεγε ή πρόταση του ΚΚΕ; ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΕ-ΔΝΤ-ΕΚΤ, ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ, ΑΠΟΔΕΣΜΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΕ, ΜΕ ΤΟ ΛΑΟ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ («Ρ», 04-05/07/2015, πρωτοσέλιδο).

Δηλαδή, δύο «ΟΧΙ» συνδυασμένα με την αποδέσμευση και με το λαό στην εξουσία. Παρά το γεγονός ότι όλοι γνωρίζουμε το τι εννοεί η ηγεσία με την έκφραση: «με το λαό στην εξουσία», με βάση τα Συνεδριακά ντοκουμέντα, και με την έννοια αυτή εμείς από την πλευρά μας δε θα βάζαμε το ζήτημα της λαϊκής εξουσίας, δηλαδή της σοσιαλιστικής εξουσίας, σε μια ανάλογη δημοψηφισματική διαδικασία – και μάλιστα εκφρασμένη με το «ΑΚΥΡΟ», καλέσαμε την ηγεσία του ΚΚΕ να διοργανώσει μια πλατιά καμπάνια και να δώσει στο «ΟΧΙ» το νόημα των παραπάνω συνθημάτων.

Και πιο συγκεκριμένα τα συνθήματα να ήταν: ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΕ-ΔΝΤ-ΕΚΤ, ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ, ΑΠΟΔΕΣΜΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΕ. Και αυτή η πρόταση θα ήταν σε πλήρη αντίθεση τόσο με την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ όσο και με το «ΝΑΙ» των κομμάτων της αστικής αντιπολίτευσης.

Φυσικά θα είχε τη δυνατότητα η ηγεσία του Κόμματος να μιλήσει και για την εξουσία, που θα ακολουθούσε ή και θα προκαλούσε την αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Εδώ είναι γνωστό ότι έχουμε διαφορετική αντίληψη με την επίσημη γραμμή του Κόμματος, την οποία έχουμε εξηγήσει (και στην πρόσφατη) στην αρθρογραφία μας.

Το ζήτημα της λαϊκής εξουσίας, με δικτατορία του προλεταριάτου, που προτείνει η ηγεσία του Κόμματος ή με λαοκρατική δημοκρατία, που προτείνουμε από την πλευρά μας, έτσι κι αλλιώς δεν έπρεπε να τεθεί στο δημοψήφισμα. Αυτό είναι ένα ζήτημα πάλης της εργατικής τάξης και των συμμάχων της και ήταν εντελώς καθαρό ότι η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της δεν ήταν ώριμοι να πάρουν θέση σ’ ένα τέτοιο δημοψήφισμα.

Το κύριο, όμως, θα ήταν ότι το Κόμμα, ως πρωτοπορία της εργατικής τάξης, θα έπαιρνε σωστή θέση σε σχέση με τα τμήματα της εργατικής τάξης και τα μικροαστικά μικρομεσαία στρώματα, που ακολουθούσαν το ΣΥΡΙΖΑ, θα αποκαθιστούσε και θα ανέπτυσσε δεσμούς με ευρύτερες λαϊκές μάζες και θα τις προσανατόλιζε σε σωστή κατεύθυνση.

Το δημοψήφισμα με μια τέτοια θέση του ΚΚΕ δε θα περιοριζόταν στο 62%, που πήρε το «ΟΧΙ». Θα ήταν πολύ μεγαλύτερο το ποσοστό του «ΟΧΙ», και σε καμία περίπτωση δε θα μπορούσε να το οικειοποιηθεί η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Αντίθετα θα ερχόταν σε πολύ δύσκολη θέση και η απαίτηση να σταματήσει τις διαπραγματεύσεις με τους «θεσμούς» θα γινόταν πολύ πιο χειροπιαστή και κατανοητή από τις λαϊκές μάζες, σε συνδυασμό με τον ισχυρισμό της κυβέρνησης ότι οι «θεσμοί» την εκβίαζαν. Αυτός ήταν ο ισχυρισμός της.

Σήμερα μπορούμε καλύτερα να αποτιμήσουμε συνολικά το δημοψήφισμα του ’15 και το τι ακολούθησε μετά το δημοψήφισμα. Έχοντας πλέον τις πολιτικές εξελίξεις γνωστές μπορούμε να καταλάβουμε τη σημασία της θέσης που προτείναμε στην ηγεσία του Κόμματος. Όπως μπορούμε να αποτιμήσουμε και τη δράση άλλων πολιτικών δυνάμεων από τα «αριστερά», που σήμερα ισχυρίζονται ότι το δημοψήφισμα τείνει να το ξεχάσει ο Ελληνικός λαός.

Έχουμε ακριβώς την αντίθετη άποψη. Πιστεύουμε ότι η αντίθεση με το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση δυναμώνει όχι μόνον στον Ελληνικό λαό αλλά και στους άλλους λαούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και οι εξελίξεις εκείνης της περιόδου, του δημοψηφίσματος, έβαλαν για τα καλά το δικό τους πετραδάκι στην εντεινόμενη αντίθεση των λαών με την Ευρωπαϊκή Ένωση.

COMMENTS