Γύρω από τον εκλογικό νόμο

Η κυβέρνηση ανήγγειλε την απόφασή της να καταθέσει στη βουλή για ψήφιση ένα νέο εκλογικό νόμο. Μετά από διαβουλεύσεις με τους αρχηγούς των κομμάτων της βουλής, με εξαίρεση τη Χρυσή Αυγή, η κυβέρνηση κατέληξε να καταθέσει μέσα στην εβδομάδα σχέδιο νόμου όπου θα καταργήσει το μπόνους των 50 εδρών, θα πάει σε απλή αναλογική με διατήρηση του πλαφόν του 3% και δε θα προχωρήσει στην κατάτμηση, τουλάχιστον για τώρα, των εκλογικών περιφερειών. Έτσι ισχυρίζεται τουλάχιστον.

Όποιος παρακολούθησε τις συζητήσεις γύρω από τον εκλογικό νόμο θα διαπίστωσε ότι η κυβέρνηση ξεκίνησε περιλαμβάνοντας στην ατζέντα όλες τις πλευρές, που έβαζαν τα κόμματα σε σχέση με το σημερινό εκλογικό νόμο. Και βέβαια αυτή η τακτική είχε το σκοπό της. Εξυπηρετούσε την τακτική της.

Μίλησε κατά το πρώτο βήμα, που έκανε η κυβέρνηση, για το μπόνους. Κινήθηκε ανάμεσα στην αποφασιστική του μείωση μέχρι και την κατάργησή του. Απευθυνόταν σε όλο το πολιτικό ακροατήριο και ταυτόχρονα μέτραγε τις αντιδράσεις του κόσμου και των κομμάτων. Επί της ουσίας παζάρευε στην προσπάθειά της να δημιουργήσει συμμαχίες και ταυτόχρονα ρήγματα, παίζοντας ανάμεσα στις «συμπτώσεις» και τις «διαφορές».

Αυτή η τακτική έφερε στην επιφάνεια τη στάση των κομμάτων γύρω από αυτό το θέμα. Η Νέα Δημοκρατία, δια του Κυριάκου Μητσοτάκη, τάχτηκε ενάντια στην κατάργηση του μπόνους. Ήταν μια στάση παντελώς ανελαστική. Ακολούθησε το Ποτάμι. Την ίδια στιγμή το Ποτάμι απευθυνόταν προς το ΠΑΣΟΚ, όπου επικρατεί μία Βαβέλ τάσεων, ώστε να καταψηφίσει το νομοσχέδιο, που θα φέρει η κυβέρνηση στη βουλή για να μη συγκεντρώσει τις 200 ψήφους. Κανείς δε μπορεί να προσδιορίσει με ακρίβεια τη στάση των βουλευτών του Ποταμιού και του ΠΑΣΟΚ, πέρα και έξω από τις επίσημες τοποθετήσεις των ηγετών τους.

Μέσα σ’ ένα κλίμα, όπου ο κόσμος έχει καταλάβει ότι η οικονομική πολιτική είναι δεδομένη, το μνημόνιο ψηφισμένο από τα αστικά κόμματα, που φιλοδοξούν να παίξουν κυβερνητικό ρόλο, και να πρέπει να εφαρμοστεί μέχρι τέλους, τη Νέα Δημοκρατία και το Ποτάμι να πλησιάζουν σε τέτοιο επίπεδο, ώστε να μιλάνε οι πολιτικοί παρατηρητές για κοινή εκλογική κάθοδο, λογικό είναι να σκεφτεί κανείς: Γιατί να υπάρχει το μπόνους; Για να έρθει η Νέα Δημοκρατία και το Ποτάμι να εφαρμόσουν ένα μνημόνιο με περισσότερες και αποφασιστικότερες «μεταρρυθμίσεις λέγοντας την αλήθεια στο λαό» (!), δηλαδή εφαρμόζοντας ακόμη πιο αντιδραστική και αντιλαϊκή πολιτική απ’ ότι το ίδιο το Μνημόνιο;

Η κυβέρνηση μάλλον κέρδισε στα σημεία τη Νέα Δημοκρατία σε σχέση με το μπόνους, και πάντα σε συνάρτηση με τις γενικότερες κινήσεις, που ήδη κάνει σε σχέση με τη Σοσιαλιστική Διεθνή και τον προσανατολισμό της να καταλάβει το χώρο της Σοσιαλδημοκρατίας, πράγμα που εκ των πραγμάτων δημιουργεί τεράστια πίεση πάνω στο ΠΑΣΟΚ, πολύ περισσότερο, που διεθνείς παράγοντες του «σοσιαλιστικού χώρου», που στήριξαν και την κυβέρνηση – υποτίθεται, επιδιώκουν την προσέγγιση των δύο κομμάτων.

Ένα δείγμα προς αυτήν την κατεύθυνση είναι η κοινή ξενάγηση του Αλέξη Τσίπρα με το Γιώργο Παπανδρέου στην έκθεση για τον Ανδρέα Παπανδρέου και η προσπάθεια προσέγγισης της Φώφης Γεννηματά με το Γιώργο Παπανδρέου. Υπάρχει ακόμα ένας παράγοντας. Το ΠΑΣΟΚ έχει καταθέσει ανάλογη πρόταση μ’ αυτήν, που φέρεται ότι θα καταθέσει η κυβέρνηση για την αλλαγή του εκλογικού νόμου.

Αμέσως η κυβέρνηση περνάει στο δεύτερο βήμα. Περνάει στη θέση της ολοκληρωτικής κατάργησης του μπόνους, πράγμα που συζητούσε υπό προϋποθέσεις και το ΠΑΣΟΚ. Και ενώ είχε στο τραπέζι την κατάτμηση των εκλογικών περιφερειών στη συνέχεια την αποσύρει και αυτήν. Έτσι διατείνεται. Οπότε αναγκαστικά «πέφτει» πάνω (σχεδόν) στην απλή αναλογική.

Τα μόνα που απομένουν είναι η ψήφος στα 17 – εκεί δεν υπάρχουν ιδιαίτερες δυσκολίες και η Νέα Δημοκρατία έρχεται σε ακόμη πιο δύσκολη θέση με τα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί, και το πλαφόν του 3%, το οποίο η κυβέρνηση και αυτό το συζητάει όχι για να το καταργήσει αλλά για να το μειώσει, σε μια ένδειξη καλής θέλησης, στο 2.5%.

Και αυτή η μείωση έχει μια σκοπιμότητα, που αφορά κυρίως τον κυβερνητικό εταίρο του ΣΥΡΙΖΑ και όχι μόνο. Αφορά και την Ένωση Κεντρώων. Τους δίνει τη δυνατότητα πιο εύκολα να μπουν στη βουλή, αλλά εάν δε μπουν …ποιος φταίει;…

Αφορά βέβαια και τα κόμματα και άλλους πολιτικούς σχηματισμούς, που δε συγκεντρώνουν το 3% και που αθροιστικά αυτοί οι πολιτικοί σχηματισμοί συγκεντρώνουν ποσοστά σε διψήφιο αριθμό, χωρίς να αντιπροσωπεύονται στη βουλή. Επομένως το πλαφόν τίθεται κυρίως γι’ αυτούς τους πολιτικούς σχηματισμούς.

Το τρίτο βήμα αφορά στο ΚΚΕ, όπου η κυβέρνηση μεταφέρει ολόκληρη την πίεση σε σχέση με την κατάθεση του νομοσχεδίου διατηρώντας το πλαφόν εισόδου. Το δίλημμα είναι σαφές. Θα αναλάβει το ΚΚΕ να μην περάσει ο εκλογικός νόμος με 200 βουλευτές, ώστε να εφαρμοστεί άμεσα από τις επόμενες εκλογές, όποτε και εάν γίνουν;

Η κυβέρνηση πιέζει το ΚΚΕ, γιατί γνωρίζει ότι μια ενδεχόμενη υποχώρησή του σ’ αυτό το θέμα τη φέρνει σε πλεονεκτική θέση. Κατ’ αρχάς «δικαιολογείται» απέναντι σ’ έναν αριστερό και προοδευτικό κόσμο, που αποστασιοποιείται από το ΣΥΡΙΖΑ, εξ αιτίας της πολιτικής που εφαρμόζει.

Μια ανοχή του ΚΚΕ σ’ αυτό το θέμα δίνει τη δυνατότητα στο ΣΥΡΙΖΑ να ξαναπροσεγγίσει όλους αυτούς που αποστασιοποιούνται, αλλά δεν έχουν καταλήξει ακόμη, απλώς προστίθενται στην κατηγορία της αδιευκρίνιστης ψήφου, με το απλό επιχείρημα: «ορίστε το ΚΚΕ ψηφίζει ένα νομοσχέδιο παρά τις θέσεις του…». Άρα …δείξτε και εσείς μια ανάλογη ανοχή. Και κατά δεύτερο εκθέτει το ΚΚΕ από «τα αριστερά».

Το ΚΚΕ δεν έχει κανένα λόγο να υποχωρήσει σ’ αυτήν την πίεση, που του εξασκεί η κυβέρνηση. Οφείλει να παραμείνει σταθερό στη θέση του για άδολη και ανόθευτη απλή αναλογική χωρίς κανένα πλαφόν. Και διαθέτει όλα τα επιχειρήματα για να αντιπαρέλθει όχι μόνο την πίεση της κυβέρνησης αλλά και της άλλης αστικής αντιπολίτευσης.

  1. Στα περί ακυβερνησίας της Νέας Δημοκρατίας μπορεί να αντιτάξει το ισχυρό επιχείρημα ότι υπάρχει κυβερνητική πλειοψηφία, μια και τα κόμματα που έχουν ψηφίσει το Γ’ μνημόνιο έχουν ευρεία πλειοψηφία. Το ίδιο επιχείρημα ισχύει για την «πανσπερμία μικρών κομμάτων» για την οποία μίλησε θρασύτατα ο Σταύρος Θεοδωράκης. Εάν τα αστικά κόμματα δε μπορούν να «τα βρουν» μεταξύ τους, αυτό το γεγονός δεν «υποχρεώνει» το ΚΚΕ να διευκολύνει τα αστικά κόμματα στην επίλυση ενός «δικού τους προβλήματος».
  2. Το ΚΚΕ διεκδικεί μια άλλη εξουσία, εργατική – λαϊκή εξουσία, που θα απαλλάξει τον εργαζόμενο λαό από τη μνημονιακή πολιτική και όχι μόνο. Δε δύναται να συνεισφέρει στο σχηματισμό αστικών κυβερνήσεων με έναν εκλογικό νόμο. Για λόγους δημοκρατισμού προωθεί την απλή άδολη και ανόθευτη αναλογική και δεν υποκύπτει σε τακτικισμούς των αστικών κομμάτων. Αντίθετα, οφείλει να εκμεταλλευτεί τις αντιθέσεις μεταξύ των αστικών κομμάτων για να προωθήσει μέχρι τέλους την απλή αναλογική. Ένα αστικό αίτημα, που πριν απ’ όλα θα έπρεπε να το υπερασπίζονται τα αστικά κόμματα στο πλαίσιο της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
  3. Το ΚΚΕ δεν εξαρτά την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από το εκλογικό σύστημα, γιατί τα αστικά κόμματα μέσα από τα εκλογικά συστήματα παραχαράζουν τη λαϊκή θέληση και την αποτύπωση των πραγματικών συσχετισμών. Γι’ αυτό και μόνο το λόγο θέλει να νομοθετηθεί η απλή και άδολη αναλογική ως δημοκρατική αστική λαϊκή κατάκτηση, που την έχουν αρνηθεί τα αστικά κόμματα. Άλλωστε πολλά από τα αστικά κόμματα είναι ευκαιριακά δημιουργήματα, που παίζουν το ρόλο του αναχώματος στην ωρίμανση της κοινωνικής συνείδησης, όπως η ΔΗΜΑΡ, το Ποτάμι, η Ένωση Κεντρώων, οι ΑΝΕΛ. Την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας την εξαρτά αποκλειστικά και μόνο από την κατάκτηση της λαϊκής πλειοψηφίας, της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, ιδιαίτερα των μικρομεσαίων μικροαστικών στρωμάτων.
  4. Το ΚΚΕ, σχετικά ως προς την ύπαρξη του πλαφόν του 3%, αποκαλύπτει την υποκρισία των αστικών κομμάτων, γιατί εξασφαλίζουν έναν αξιοσημείωτο αριθμό βουλευτικών εδρών, μέσα από ένα εκλογικό ποσοστό άλλων πολιτικών σχηματισμών, που αθροιστικά φτάνει το διψήφιο αριθμό, που δεν αντιπροσωπεύεται στη βουλή. Επομένως όσο και η υιοθέτηση ενός αναλογικότερου εκλογικού συστήματος πλησιάζει και αποτυπώνει περίπου την πραγματική δύναμη των μικρότερων κομμάτων, που εξασφαλίζουν την είσοδο στη βουλή, δεν παύει να αποτελεί παραχάραξη της λαϊκής ψήφου.
  5. Στο επιχείρημα για την είσοδο κόμματος από τη Μουσουλμανική μειονότητα, που θα ελέγχεται από την Τουρκία, το ΚΚΕ αντιτάσσει την εξασφάλιση όλων των δημοκρατικών δικαιωμάτων της μειονότητας, σε όλα τα επίπεδα, ως Ελλήνων πολιτών, εργαζομένων στην πλειοψηφία τους, ως τον καλύτερο τρόπο για να μην ελέγχεται η μειονότητα από την Τουρκία. Άλλωστε το υπάρχον εκλογικό σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής δεν εξασφάλισε τη μη συμμετοχή εκπροσώπων της Μουσουλμανικής μειονότητας στα αστικά Κόμματα, που ήταν γνωστές οι διασυνδέσεις τους με το Τουρκικό Προξενείο. Η εξασφάλιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων στην πράξη στη μειονότητα σημαίνει ταυτόχρονα και την τήρηση αυτών των δικαιωμάτων αλλά και των αντίστοιχων υποχρεώσεων, πράγμα που δε θα δικαιολογεί καμία χειραγώγηση από την πλευρά της Τουρκίας.

Το άρθρο μας αυτό θα το κλείσουμε με δύο παρατηρήσεις: Το ΚΚΕ στην ανάπτυξη της επιχειρηματολογίας του πρέπει συστηματικά να αποφεύγει να προσομοιάζει σε επιχειρήματα με εκείνα τα επιχειρήματα της Νέας Δημοκρατίας. Αυτό γίνεται κυρίως, όταν γίνεται λόγος για τα ψέματα της κυβέρνησης, για τη σοβαρότητα της κυβέρνησης και άλλα παρόμοια κοσμητικά. Ανεξάρτητα από το εάν λέει ψέματα ή δε διαθέτει σοβαρότητα η κυβέρνηση – και ψέματα λέει και ειδικά στις διαβουλεύσεις για τον εκλογικό νόμο φέρθηκε κουτοπόνηρα, ο κόσμος, όμως, που την ακολουθεί ή αποστασιοποιείται από την κυβέρνηση έχει ανάγκη να ακούσει τα πραγματικά επιχειρήματα από την πλευρά του ΚΚΕ. Αυτά που θα τον πείθουν.

Η δεύτερη παρατήρηση αφορά στο ότι η κυβέρνηση συζητάει τον εκλογικό νόμο χωρίς μέχρι τώρα να έχει ανοίξει πλήρως τα χαρτιά της για το τι νομοσχέδιο τελικά θα φέρει στη βουλή. Φυσικά αυτό το γεγονός δεν είναι τυχαίο. Όπως, επίσης, δεν είναι τυχαίος και ο χρόνος που ανοίγει τη συζήτηση. Το γεγονός αυτό, έξω και πέρα από το πώς θα το χρησιμοποιήσει η κυβέρνηση, πράγμα που δεν είναι αδιάφορο για το ΚΚΕ, είναι ευκαιρία για το ΚΚΕ να προβάλει ως η μόνη εναλλακτική πολιτική λύση απέναντι στις αστικές πολιτικές δυνάμεις. Μη υποτιμώντας κανένα ζήτημα. Μια τέτοια εξέλιξη θα είχε πολύ μεγαλύτερο αντίκρισμα εάν είχε ήδη προχωρήσει και στις αναγκαίες διορθώσεις της δικιάς του πολιτικής. Δεν είναι τυχαίο γεγονός ότι οι όσοι αποστασιοποιούνται από την κυβερνητική πολιτική δεν προστίθενται στη Νέα Δημοκρατία αλλά ούτε περνάνε και στο ΚΚΕ στη πολύ μεγάλη πλειοψηφία τους. Και αυτό από μόνο του είναι ένα σημαντικό ζήτημα.

COMMENTS