99 χρόνια εξάρτησης ή αλληλεξάρτησης; – Γ’ Μέρος

Με βάση τα όσα αναφέραμε στις δύο προηγούμενες συνέχειες το καθοριστικό ερώτημα που έχουμε να απαντήσουμε τώρα είναι: πως διαμορφώνεται μια επαναστατική στρατηγική και τακτική στις σύγχρονες συνθήκες, εθνικές και παγκόσμιες, έχοντας πάντα υπόψη τις Λενινιστικές κατευθύνσεις;

Πρώτο και σημαντικό γεγονός είναι η ένταξη της πολιτικής δράσης ενός Κομμουνιστικού Κόμματος στην παγκόσμια επαναστατική διαδικασία. Μπορεί το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα σήμερα να είναι αναντίστοιχο με τις ανάγκες για παγκόσμια επαναστατική δράση, αλλά ένα τέτοιο καθήκον είναι τελείως απαραίτητο.

Το καθήκον αυτό, βέβαια, δεν είναι καινούργιο. Απορρέει από την εμφάνιση της εργατικής τάξης και κυρίως από τη στιγμή που η εργατική τάξη αποκτά συνείδηση της ανάγκης δημιουργίας πολιτικής πρωτοπορίας και της ενιαίας δράσης της.

Ιδιαίτερα, όμως, το καθήκον αυτό έχει μεγαλύτερη σημασία στις μέρες μας, μετά την ανάλυση του Β. Ι. Λένιν για την εξέλιξη του καπιταλισμού στο ανώτατό του στάδιο, τον ιμπεριαλισμό, από την ίδια την ιστορική του θέση. Η ιμπεριαλιστική εποχή θέτει ως καθήκον το πέρασμα στο σοσιαλισμό, ως πολιτικό αίτημα, στο πλαίσιο της Λενινιστικής θέσης ότι η πολιτική έχει απόλυτη προτεραιότητα ως προς την οικονομία.

Όπως διαπιστώσαμε στην προηγούμενη συνέχεια του άρθρου μας, στις συμπληρώσεις, που προτείνει ο Β. Ι. Λένιν στην πρόταση προγράμματος, που κατέθεσε για την προσυνεδριακή συζήτηση, μερικούς μήνες πριν την Οκτωβριανή Επανάσταση του’17, μία από αυτές αφορούσε στην εξέλιξη του καπιταλισμού σε καπιταλιστικό ιμπεριαλισμό, περιγράφοντας τα βασικά του χαρακτηριστικά, για να καταλήξει αυτή η συμπλήρωση με το συμπέρασμα ότι η εποχή των σοσιαλιστικών επαναστάσεων άνοιξε.

Έχουμε εισέλθει ανεπιστρεπτί στην ιμπεριαλιστική εποχή, στην εποχή που ο καπιταλισμός πεθαίνει, αλλά δεν πέθανε ακόμα, που φέρνει στο προσκήνιο τις σοσιαλιστικές επαναστάσεις, γεγονός που ήδη πραγματοποιήθηκε με τις σοσιαλιστικές επαναστάσεις που γνωρίσαμε, με την εμφάνιση του σοσιαλισμού στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την επέκτασή του στο Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και τις σοσιαλιστικές επαναστάσεις μετά από αυτόν.

Παραπέρα, όμως, πρέπει να σημειώσουμε, ότι η έκφραση που αναφέραμε ( με τονισμό), αμέσως προηγουμένως, έρχεται να μας εξηγήσει και μια άλλη θέση του Β. Ι. Λένιν, ότι ο καπιταλισμός μπορεί να μπήκε στην ιστορική περίοδο που σαπίζει, αλλά δε σταματάει, ταυτόχρονα με τη σήψη του, να αναπτύσσεται. Ούτε, επίσης, απαλλάσσεται από τις κρίσεις του.

Εδώ και έναν αιώνα οι παραγωγικές δυνάμεις του καπιταλισμού αναπτύχθηκαν σε πολύ μεγάλο βαθμό και αυτό είχε ως πρώτη συνέπεια να ωριμάσουν ακόμη περισσότερο οι υλικοί, οι αντικειμενικοί όροι, που επιτρέπουν το πέρασμα στο σοσιαλισμό. Και αυτό είναι ένα παραπέρα σημαντικό στοιχείο για να καθορίσει τη στρατηγική του και την τακτική του το Κομμουνιστικό Κίνημα στις σύγχρονες συνθήκες. Φυσικά παίρνοντας πάντα υπόψη και την ίδια την ανάπτυξη της κοινωνικής και ταξικής συνείδησης της εργατικής τάξης, αυτό που συνήθως ονομάζουμε υποκειμενικό παράγοντα.

Παράλληλα με την ανάπτυξη του καπιταλισμού καλυτέρεψε και η θέση της εργατικής τάξης. Κάτω από την επίδραση της ταξικής πάλης, με τις διεκδικήσεις του Εργατικού Κινήματος, αποσπάστηκαν κατακτήσεις, σαφώς και κάτω από την επίδραση του γεγονότος ότι εμφανίστηκε το σοσιαλιστικό σύστημα, με αποτέλεσμα η διεξαγωγή της ταξικής πάλης σε παγκόσμιο επίπεδο, ανάμεσα στο σοσιαλισμό και τον καπιταλισμό, να επιτρέπει οι εργαζόμενοι να αποσπούν περισσότερες κοινωνικές κατακτήσεις και δημοκρατικές ελευθερίες στον καπιταλιστικό κόσμο.

Στη σημερινή φάση, που το μονοπωλιακό κεφάλαιο επιχειρεί να πάρει πίσω, και το καταφέρνει σε σημαντικό βαθμό, τις κοινωνικές κατακτήσεις της εργατικής τάξης, ανοίγεται ένα νέο πεδίο οξυμένων ταξικών αγώνων, όχι μόνο για την υπεράσπιση των κοινωνικών και δημοκρατικών κατακτήσεων της εργατικής τάξης αλλά και για την ίδια την προοπτική του σοσιαλισμού.

Από την άποψη αυτή, της ιστορικής εποχής που διανύουμε, βρισκόμαστε μπροστά στο ίδιο καθήκον : στην πραγματοποίηση των σοσιαλιστικών επαναστάσεων, γεγονός που απαιτεί πολύ περισσότερο από ποτέ, και με καλύτερη οργάνωση, την ενιαία δράση της εργατικής τάξης σε παγκόσμιο επίπεδο.

Η ενιαία δράση της εργατικής τάξης είναι τώρα περισσότερο αναγκαία και για άλλους λόγους. Η αστική τάξη κρατάει διεθνώς ενιαία στάση απέναντι στην εργατική τάξη. Παραπέρα γνωρίζει ότι ο σοσιαλισμός μπορεί να οικοδομηθεί. Περί αυτού δεν έχει αυταπάτες. Γνωρίζει ότι η εμφάνισή του επηρέασε την παγκόσμια πρόοδο και ανάπτυξη, έβαλε φρένο στην επιθετικότητά του. Του αφαίρεσε έδαφος.

Έχει πλήρη συνείδηση του γεγονότος ότι του αφαίρεσε σημαντικό τμήμα της παγκόσμιας καπιταλιστικής αγοράς, που μπήκε στο δρόμο οικοδόμησης του σοσιαλισμού. Γνωρίζει ότι επέδρασε αποφασιστικά στον παγκόσμιο πολιτισμό με τις αξίες της εργατικής τάξης, ότι αυτές οι αξίες καταστάλαξαν στη συνείδηση των εργαζομένων, όπως επίσης, γνωρίζει να διεξάγει με καλύτερους όρους την ιδεολογικοπολιτική της αντιπαράθεση απέναντι στο σοσιαλισμό. Απέκτησε και αυτή τη δική της πείρα.

Στην ενιαία στάση και πολύμορφη δράση της διεθνούς ολιγαρχίας είναι απολύτως αναγκαίο να αντιπαρατεθεί η ενιαία στάση και πολύμορφη δράση της εργατικής τάξης.

Δεύτερο και εξίσου σημαντικό γεγονός είναι ο καθορισμός των σχέσεων των τάξεων, ο καθορισμός όλων των αντιθέσεων. Και εδώ πλέον έχουμε σημαντικές αλλαγές, που έχουν βάλει το ισχυρό αποτύπωμά τους στις σύγχρονες οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις.

Η ανατροπή του σοσιαλισμού στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, ιδιαίτερα η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, έφερε την ανατροπή στις σχέσεις των τάξεων διεθνώς. Αυτή ήταν η κύρια αιτία. Δεν ήταν, όμως, αποκλειστικά μόνο αυτή. Στις αιτίες της ανατροπής των σχέσεων μεταξύ των τάξεων περιλαμβάνονται και εκείνα τα Κομμουνιστικά Κόμματα που είχαν απεμπολήσει, πολύ πιο πριν από την ανατροπή του σοσιαλιστικών καθεστώτων, τον επαναστατικό τους χαρακτήρα.

Αυτή η ανατροπή στις σχέσεις των τάξεων, όπως, ήταν φανερό, θα εκφραζόταν και σε κάθε χώρα ξεχωριστά. Το βάθος της ανατροπής στις σχέσεις των τάξεων, στη διεξαγωγή της ταξικής πάλης σε κάθε ξεχωριστή χώρα, αποδείχτηκε ότι εξαρτήθηκε από το κατά πόσο τα Κομμουνιστικά Κόμματα υπερασπίστηκαν τις αρχές του Μαρξισμού – Λενινισμού. Αυτά τα Κόμματα άντεξαν στο κύμα των αντεπαναστατικών ανατροπών. Και αυτό το γεγονός αναδεικνύει τη διαχρονική αξία και την επικαιρότητα του Μαρξισμού – Λενινισμού, ως κοσμοθεωρίας και ιδεολογίας της διεθνούς εργατικής τάξης. Όλα τα υπόλοιπα ρεύματα έχουν πλέον αποδεδειγμένα ξεπέσει.

Έκτοτε η εργατική τάξη βρίσκεται κάτω από μία συνεχή επίθεση του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα αντιμετωπίζει στους κόλπους του μια σοβαρή κρίση. Κομμουνιστικά Κόμματα διαλύθηκαν ή άλλαξαν χαρακτήρα και το Εργατικό Συνδικαλιστικό Κίνημα υποχώρησε.

Πρόκειται για γεγονότα που σφραγίζουν τις σχέσεις των τάξεων, που συνεχίζουν να επιδρούν ακόμη και σήμερα αποφασιστικά στο Εργατικό Κίνημα, που εξακολουθούν να επιδρούν στους συσχετισμούς των δυνάμεων ανάμεσα στην εργατική και την αστική τάξη.

Αυτή, όμως, είναι η μία πλευρά του «νομίσματος». Η άλλη πλευρά είναι ότι οξύνθηκαν απότομα οι κοινωνικές αντιθέσεις στον καπιταλισμό αλλά και οι αντιθέσεις μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, μπροστά στο νέο μοίρασμα της παγκόσμιας αγοράς.

Η παγκόσμια οικονομική κρίση, που ξέσπασε το 2008, έφερε νέα όξυνση στις κοινωνικές αντιθέσεις και στις αντιθέσεις ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Η ανακατανομή της παγκόσμιας αγοράς επιχειρείται, κυρίως από την πλευρά των ΗΠΑ, να πραγματοποιηθεί μέσα από το ξέσπασμα περιφερειακών πολέμων. Ο χαρακτήρας τους είναι καθαρά ιμπεριαλιστικός.

Δεν είναι στην πρόθεσή μας να αναφερθούμε εκτενώς στα χαρακτηριστικά της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης στο άρθρο μας αυτό. Θα σταθούμε, όμως, σε δύο ιδιαίτερα στοιχεία αυτής της κρίσης.

Ασφαλώς η παγκόσμια οικονομική κρίση επηρέασε όλες τις χώρες και σε διαφορετικό βαθμό. Σε ορισμένες, όμως, δεν ανέστειλε την ανάπτυξή τους, όπως συνέβη π.χ. με την Κίνα, που διατήρησε ικανοποιητικούς ρυθμούς ανάπτυξης, όταν άλλες χώρες ήταν σε κρίση, και πολύ μεγαλύτερους ρυθμούς απ’ ότι ο Δυτικός καπιταλισμός, όταν άρχισε να ανακάμπτει.

Αυτό το στοιχείο έχει τη σημασία του, γιατί παίρνοντας υπόψη τη συνολική πορεία της Κίνας αλλά και το γεγονός, ιδιαίτερα, ότι τον καιρό της κρίσης εξακολούθησε να διατηρεί σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης, έφερε την Κίνα στην κορυφή της οικονομικής ισχύος μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων.

Η Κίνα αυτή τη στιγμή, και σύμφωνα με τα στοιχεία του ΔΝΤ, είναι πρώτη οικονομική δύναμη με βάση το ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης. Βέβαια υπολείπεται στο ονομαστικό ΑΕΠ και στο κατά κεφαλήν εισόδημα σε σχέση με τις ΗΠΑ. Παίρνοντας υπόψη αυτά τα στοιχεία και τα πληθυσμιακά δεδομένα είναι φανερό ότι έχει αρκετό δρόμο μπροστά της για να εδραιωθεί σε αναμφισβήτητη πρώτη οικονομική δύναμη του πλανήτη και σε άλλους οικονομικούς δείκτες.

Σημασία, επίσης, έχει το γεγονός ότι έχει ξεπεράσει τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση σε πολύ σημαντικούς παραγωγικούς τομείς, όπως είναι π.χ. η βιομηχανία και ότι έχει αναπτύξει σημαντικά τις νέες τεχνολογίες, όπως σημασία έχει ότι βρίσκεται και σε μια πορεία σταθερής βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης του Κινέζικου λαού. Πάνω σ’ αυτό το θέμα έχουμε ήδη αναφερθεί στην αρθρογραφία μας αλλά θα φροντίσουμε να επανέλθουμε με πιο συγκεκριμένα στοιχεία.

Η σπουδαιότητα αυτού του γεγονότος, της οικονομικής θέσης της Κίνας ως παγκόσμιας δύναμης, αν συμπεριλάβουμε και ορισμένες άλλες χώρες, που παίζουν παγκόσμιο ρόλο, όπως είναι η Ρωσία, η Ινδία κτλ., συγκεντρώνεται στο ποια είναι η κατεύθυνση της παγκόσμιας οικονομικής κίνησης, η οποία δείχνει να μεταφέρεται προς την Ανατολή.

Και αυτό το γεγονός έχει τη σημασία του ως προς την έκφραση και το περιεχόμενο των αντιθέσεων, ως προς το συσχετισμό των δυνάμεων και των σχέσεων των τάξεων αλλά και για την εξέλιξη του Δυτικού καπιταλισμού.

Την ίδια στιγμή, και αυτό είναι το δεύτερο στοιχείο, η οικονομική κρίση έχει επηρεάσει τόσο βαθιά το Δυτικό καπιταλισμό, που είναι αν όχι αδύνατον, είναι, όμως, πολύ δύσκολο να παρουσιάσει σοβαρά σημάδια ανάκαμψης. Κινείται ακόμη, οκτώ χρόνια μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, σε πολύ χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.

Ρυθμούς, που θα λέγαμε ότι αναδεικνύουν ένα γενικότερο χαρακτηριστικό γνώρισμα, αυτό της οικονομικής στασιμότητας του Δυτικού καπιταλισμού, που, πιθανώς, προοιωνίζεται το ξέσπασμα μιας νέας οικονομικής κρίσης πριν την ουσιαστική λήξη της προηγούμενης. Και αυτό το γεγονός επιτείνεται εάν πάρει κανείς υπόψη ότι το κύριο πρόβλημα του Δυτικού καπιταλισμού συγκεντρώνεται στην ανάπτυξη της υλικής του παραγωγής.

Γνώμη μας είναι ότι αυτό το φαινόμενο δεν οφείλεται μόνο στο γεγονός του ισχυρού ανταγωνισμού με την Κίνα και τις άλλες οικονομίες της Ανατολής. Οφείλεται και στο γεγονός ότι ο Δυτικός καπιταλισμός, παρόλο που έχει καθορίσει με σαφήνεια τις διαχωριστικές του γραμμές, του άξονες, τα μέτωπα, δεν είναι πλέον σε θέση να δώσει λύση στα προβλήματα που αντιμετωπίζει με το να καταφύγει σ’ έναν παγκόσμιο πόλεμο, γιατί θα έχει ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που επιδιώκει.

Μπορούμε να πούμε τώρα ότι ούτε ο νεοφιλελευθερισμός, η πιο επιθετική έκφραση της οικονομικής πολιτικής του Δυτικού καπιταλισμού, δεν κατάφερε να φέρει τη συνεχή οικονομική ανάπτυξη, που υποσχέθηκε, ούτε να εξαλείψει τις οικονομικές κρίσεις, πολύ περισσότερο, παρά την επιθετικότητα που έδειξε τόσο απέναντι στους εργαζόμενους όσο και απέναντι σε χώρες με τις ανοικτές στρατιωτικές επεμβάσεις.

Δε μπόρεσε τελικά να ανακόψει την καθοδική πορεία του Δυτικού καπιταλισμού, παρόλο που έγινε η επίσημη οικονομική πολιτική τόσο των Συντηρητικών κομμάτων όσο και της Σοσιαλδημοκρατίας και μετατράπηκε σε μοναδικό οικονομικό δόγμα για όλες τις χώρες του Δυτικού καπιταλισμού και για όλες τις κυβερνήσεις.

Στις αντιθέσεις που οξύνονται στο εσωτερικό του Δυτικού ιμπεριαλισμού πρέπει να σταθούμε με ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός ότι ο Δυτικός καπιταλισμός με την ανάπτυξη των παραγωγικών του δυνάμεων αντιμετωπίζει ένα οξύτατο κοινωνικό πρόβλημα, που οφείλεται στην ίδια τη φύση των παραγωγικών του δυνάμεων, που έχει εντάξει στην παραγωγική διαδικασία.

Ο Δυτικός καπιταλισμός έχει φτάσει σε τέτοιο επίπεδο την ανάπτυξη των παραγωγικών του δυνάμεων, που πλέον εμφανίζεται να έχει σημαντικά προβλήματα να διαχειριστεί τις ίδιες του τις σχέσεις παραγωγής – γιατί τις υπονομεύει με την ίδια του την ανάπτυξη – περαν του διεθνούς ανταγωνισμού, και κατά προέκταση και τις σταθερές σχέσεις εργασίας, που τις ελαστικοποιεί σε πρωτόγνωρο βαθμό. Προκαλεί, κατά γεωμετρικό τρόπο, την όξυνση των κοινωνικών του αντιθέσεων, κατ’ αρχάς της βασικής αντίθεσης αλλά και του συνόλου των αντιθέσεών του που παρουσιάζει.

Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η προώθηση των νέων τεχνολογιών στην παραγωγική διαδικασία απελευθερώνει τεράστια ποσότητα εργατικής δύναμης, που παρά τις ελαστικές σχέσεις εργασίας, που προωθεί ο καπιταλισμός, δε μπορεί να καλύψει την αντίστοιχη ανεργία που δημιουργεί. Τη «μοιράζει» (στην πραγματικότητα το ζήτημα αυτό είναι πιο πολύπλοκο), υποτίθεται, με τις ελαστικές σχέσεις εργασίας εξαθλιώνοντας συνολικά τους εργαζόμενους, υποβιβάζοντας το βιοτικό τους επίπεδο.

Η καταστροφή των ανθρώπινων παραγωγικών δυνάμεων αφορά πριν απ’ όλα στην εργατική τάξη – που αυτή τη φορά περιλαμβάνει και τα πιο μορφωμένα τμήματά της, επιστημονικό δυναμικό υψηλού μορφωτικού επιπέδου, ενταγμένου στην εργατική τάξη – αλλά και τα μικροαστικά στρώματα.

Κατά συνέπεια ο Δυτικός καπιταλισμός βρίσκεται σταθερά αντιμέτωπος με την όξυνση όλων, ανεξαιρέτως, των αντιφάσεών του αλλά και με τον ανταγωνισμό που υφίσταται από την Ανατολή. Και αυτοί οι δύο παράγοντες τον οδηγούν, παρά τις προσπάθειες που έγιναν – με τη μετακύλιση των συνεπειών της κρίσης στις πλάτες των εργαζομένων, με τις ελαστικές εργασιακές σχέσεις, που αυξάνουν το βαθμό εκμετάλλευσης των εργαζομένων και ταυτόχρονα μεγαλώνουν παραπέρα την εξαθλίωση, με το δημόσιο χρήμα να ρέει υπέρ των μονοπωλίων και των τραπεζών – στη μη επίτευξη μιας ουσιαστικής ανάκαμψης που μάλλον θα διαρκέσει για σημαντικό χρονικό διάστημα.

Το συμπέρασμα είναι ότι οι σχέσεις των τάξεων, της αστικής τάξης και της εργατικής τάξης πρόκειται να οξυνθούν στο έπακρο, οι αντιθέσεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων θα ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο και η εργατική τάξη, το Κομμουνιστικό Κίνημα, παρά τον αρνητικό συσχετισμό των δυνάμεων, πρέπει να χτίσουν τη στρατηγική τους και την τακτική τους πάνω στο έδαφος των σύγχρονων καπιταλιστικών συνθηκών, των κοινωνικών, των πολιτικών αντιθέσεων και των αντιθέσεων που παράγονται στο έδαφος του διεθνούς ανταγωνισμού, αποκωδικοποιώντας με ακρίβεια τις αντιθέσεις αυτές. Είναι βέβαιο ότι η ταξική πάλη θα οξυνθεί και στο έδαφος της ταξικής πάλης το Κομμουνιστικό και Εργατικό Κίνημα πρέπει να δουν τη δυνατότητα να ανακάμψουν και να πρωταγωνιστήσουν στους αγώνες των εργαζομένων, στην προοπτική πάντα του σοσιαλισμού.

Στην κατεύθυνση αυτή πρέπει να αναφερθούμε πάνω σε μία διατυπωμένη θέση της «Νέας Σποράς», που αφορά στο πως παρουσιάζονται οι αντιθέσεις σε διεθνές επίπεδο μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, σε ό,τι αφορά ιδιαίτερα τη Ρωσία και την Κίνα, που επηρεάζουν τις σχέσεις των τάξεων και τους διεθνείς συσχετισμούς. Ποια είναι η πραγματική τους θέση.

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η Ρωσία, μετά την παλινόρθωση του καπιταλισμού, είναι μια ιμπεριαλιστική δύναμη, η οποία συμμετέχει στο μοίρασμα της παγκόσμιας αγοράς και προσπαθεί να καθιερωθεί ως μία πλανητική δύναμη εξυπηρετώντας τα δικά της συμφέροντα.

Περιλαμβάνεται, όμως, ταυτόχρονα, μέσα στο μέτωπο, που έχει ανοίξει ο Δυτικός ιμπεριαλισμός ενάντια σε δυνάμεις, που τον εμποδίζουν να διατηρήσει την παγκόσμια ηγεμονία. Οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις που προκύπτουν πρέπει να αξιοποιηθούν, ώστε να διευκολυνθεί η υπόθεση της εργατικής τάξης στην πορεία της προς την εξουσία. Αυτό το ζήτημα δεν είναι ζήτημα αρχής ούτε σημαίνει και συμπαράταξη με κάποια ιμπεριαλιστική δύναμη. Προφανώς ούτε με τη Ρωσία.

Για τη Ρωσία υπάρχει και ένα δεύτερο θέμα, που είναι σημαντικό και αφορά το εσωτερικό της. Η σοσιαλιστική μνήμη είναι ακόμη ζωντανή και είναι πολύ περισσότερο σημαντικό το γεγονός ότι μεταφέρεται αυτή στις νέες γενιές, και αυτό είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό για το Κομμουνιστικό Κίνημα της Ρωσίας, που διαθέτει λαϊκή υποστήριξη. Η πλειοψηφία των Ρώσων επιθυμούν την ανασύσταση της Σοβιετικής Ένωσης και το σοσιαλισμό.

Το γεγονός αυτό εμφανίζεται και στην πολιτική της τακτική, στη διεθνή της στάση. Το αξιοποιεί, φυσικά, η νέα άρχουσα τάξη κατάλληλα για τα δικά της συμφέροντα. Αυτό είναι βέβαιο. Για να συσπειρώνει το λαό της Ρωσίας ενάντια στην στρατιωτική περικύκλωση, που επιχειρεί ο Δυτικός ιμπεριαλισμός χρησιμοποιώντας το ΝΑΤΟ. Το αξιοποιεί, σε τελική ανάλυση, με τέτοιο τρόπο, ώστε να το φθείρει. Αυτό, όμως, που διαπιστώνουμε είναι ότι η σοσιαλιστική μνήμη εξακολουθεί να είναι ισχυρή, δε ξεριζώνεται. Προσπαθεί, όμως, να παρουσιάσει ένα διαφορετικό πρόσωπο διεθνώς, που οφείλεται και στην εσωτερική της κατάσταση.

Πρόκειται σαφώς για τακτική. Σύμφωνοι. Περί αυτού δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. Πρόκειται, όμως, για μια τακτική, που μπορεί να αξιοποιηθεί ενάντια στο Δυτικό ιμπεριαλισμό, για να απελευθερωθούν δυνατότητες ανάπτυξης της δράσης της εργατικής τάξης στο εσωτερικό του και ιδιαίτερα ανάπτυξης της δράσης της εργατικής τάξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που φαίνεται να αποτελεί και τον αδύνατο κρίκο του Δυτικού ιμπεριαλισμού, παρουσιάζοντας προβλήματα σε όλα τα επίπεδα.

Είναι, επίσης, χαρακτηριστικό ότι η άρχουσα τάξη της Ρωσίας δεν έχει ακόμη κατορθώσει να σταθεροποιηθεί ιδεολογικά, να αντιτάξει ένα συνεκτικό ιδεολογικοπολιτικό πλαίσιο, που σαφώς περιλαμβάνει και την Ορθοδοξία, απέναντι στη σοσιαλιστική μνήμη, που σημαίνει συγκεκριμένα πράγματα, με βάση το οποίο θα ικανοποιήσει τις ιμπεριαλιστικές της επιδιώξεις και ταυτόχρονα να αμβλύνει στο μεγαλύτερο βαθμό, που θα επιθυμούσε, τη σοσιαλιστική μνήμη.

Σε ό,τι αφορά ειδικά την Ορθοδοξία θα θυμίσουμε παλιότερες, μετά την καπιταλιστική παλινόρθωση, δημοσκοπήσεις, που παρουσίαζαν το λαό της Ρωσίας κατά 70% άθεο. Ο ρόλος βέβαια, από τότε, της Εκκλησίας της Ρωσίας έχει αναβαθμιστεί και είναι φανερό ότι επιχειρείται να παίξει το δικό της πολιτικό γενικότερο ρόλο στη διαμόρφωση της νέας κοινωνικής συνείδησης του λαού της Ρωσίας και φυσικά να τραβήξει τις λαϊκές μάζες στους κόλπους της. Στη σημερινή Ρωσία είναι απολύτως απαραίτητη η αναβίωση της θρησκευτικής πίστης σαν αντίδοτο στο σοσιαλισμό, που κρατάει τις ρίζες του μέσα στο λαό.

Στη Ρωσία επομένως έχουμε ένα χαρακτηριστικό, την τάση αναβίωσης της Σοβιετικής Ένωσης, που αποτελεί έναν παράγοντα που παίζει ρόλο και στις σχέσεις των τάξεων μέσα στη Ρωσία και διεθνώς αλλά και στις αντιθέσεις που υπάρχουν μεταξύ της Ρωσίας και του Δυτικού καπιταλισμού. Για το Δυτικό καπιταλισμό η αναβίωση της Σοβιετικής Ένωσης, έστω και σα γεωγραφικός χώρος, και με καπιταλισμό ακόμη, αποτελεί μείζον γεγονός. Πολύ περισσότερο δεν της διαφεύγουν τα ισχυρά ερείσματα του σοσιαλισμού στη συνείδηση του λαού της Ρωσίας και όχι μόνο.

Σε σχέση με την Κίνα, τώρα, η θέση που έχει πάρει το Κόμμα μας είναι απόλυτα σαφής. Θεωρεί ότι πρόκειται για μια καπιταλιστική – ιμπεριαλιστική δύναμη. Εδώ θα θυμίσουμε, επίσης, μία παλιότερη θέση της «Νέας Σποράς», που έχει καταθέσει σε ανύποπτο χρόνο.

Κατ’ αρχάς να θυμίσουμε ότι η θέση του Κόμματος δεν ήταν αυτή εξ αρχής. Άλλαξε στην πορεία, μετά την εκτίμηση της ηγεσίας ότι στην Κίνα οικοδομείται ο καπιταλισμός.

Κατά τη γνώμη μας μια τέτοια θέση είναι αντιδιαλεκτική. Μπερδεύει διαφορετικά πράγματα. Στην Κίνα υπάρχουν όλα τα παραγωγικά συστήματα. Αυτό είναι το βασικό της χαρακτηριστικό, που διαπερνάει την οικονομία της Κίνας.

Το ζήτημα που θα καθορίσει το χαρακτήρα της οικονομίας της Κίνας δεν είναι ότι συνυπάρχουν διαφορετικά παραγωγικά συστήματα, αλλά το ποιο είναι το πιο καθοριστικό παραγωγικό σύστημα στην οικονομία της.

Στο μεταβατικό στάδιο μπορούν να συνυπάρχουν διαφορετικά παραγωγικά συστήματα. Μια τέτοια εμπειρία μας έρχεται και από το αρχικό στάδιο οικοδόμησης του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση. Συνυπήρχαν διαφορετικά παραγωγικά συστήματα, τα οποία αναφέρονται ρητά από το Β. Ι. Λένιν.

Στην Κίνα η κυρίαρχη μορφή ιδιοκτησίας είναι η κρατική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Την κυριαρχία της κρατικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής δεν την αμφισβητούν ούτε Δυτικοί οικονομικοί αναλυτές. Αυτό που μπορούμε να πούμε, επομένως, για την Κίνα είναι ότι χρησιμοποιεί τον καπιταλισμό για την ανάπτυξη της υλικής της βάσης.

Πρέπει, επίσης να πούμε ότι χρησιμοποιεί τον καπιταλισμό όχι με τον ίδιο τρόπο που χρησιμοποιήθηκε την περίοδο της ΝΕΠ στη Σοβιετική Ρωσία. Πάντως χρησιμοποιείται υπό τον έλεγχο της πολιτικής εξουσίας της Κίνας, που την ασκεί το Κομμουνιστικό Κόμμα, και αυτό το γεγονός, κατ’ αρχάς, δεν έρχεται σε αντίθεση με το στόχο του σοσιαλισμού. Η ανάγκη αυτή προκύπτει από την καθυστέρηση που παρουσίαζε η Κίνα από τα παλιότερα χρόνια στην ανάπτυξη των παραγωγικών της δυνάμεων.

Με την έννοια αυτή δεν αποδίδει τις πραγματικές σχέσεις των τάξεων, τόσο στην Κίνα όσο και διεθνώς, με την παρουσία των περισσότερων του ενός παραγωγικών συστημάτων, το να χαρακτηρίζεται η Κίνα αποκλειστικά καπιταλιστική χώρα. Στις καπιταλιστικές χώρες ο κρατικός τομέας ήταν πάντα μειοψηφικός και λειτουργούσε ως κεφαλαιοκρατικός τομέας, δηλαδή ήταν πάντα στην υπηρεσία των καπιταλιστών. Στην Κίνα ο κρατικός τομέας είναι πλειοψηφικός.

Βέβαια εξακολουθεί να ισχύει η θέση που έχουμε παρουσιάσει, ως «Νέα Σπορά» ότι χρειάζεται μια συστηματική απεικόνιση της πραγματικής κατάστασης της Κίνας, πέρα και έξω από το τι παρουσιάζεται από τα αστικά ΜΜΕ. Έχουμε επίγνωση των υπαρκτών κινδύνων, γιατί ήδη έχουν πραγματοποιηθεί αλλαγές και ως προς τη συγκρότηση του Κόμματος αλλά και στην οικονομική της ζωή, που αφορούν στο ρόλο της αστικής τάξης.

Για τους ίδιους κινδύνους είχε μιλήσει και ο Β. Ι. Λένιν, όταν πρότεινε τη ΝΕΠ. Επέμενε, όμως, ότι θα χρησιμοποιηθεί ο καπιταλισμός προκειμένου να διευκολυνθεί η οικοδόμηση του σοσιαλισμού, γεγονός που απαιτεί ολόκληρη ιστορική εποχή.

Πρέπει, όμως, να θυμίσουμε ότι και κατά την περίοδο της ΝΕΠ στη Σοβιετική Ρωσία, η πολιτική των εκχωρήσεων δεν απέτρεπε την ύπαρξη της αστικής τάξης, ξένης και ντόπιας, υπό εργατική εξουσία και έλεγχο, ενώ είναι χρήσιμο να επαναλάβουμε τη θέση του Β. Ι. Λένιν (που εξαιρούσε τη Μεγάλη Βρετανία, πράγμα που δεν ισχύει για τη σημερινή πραγματικότητα) και του Ι. Στάλιν (πολύ αργότερα και που δεν εξαιρούσε καμία καπιταλιστική χώρα), ότι μετά το πάρσιμο της εξουσίας από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της η ΝΕΠ αποτελεί μια αναπόφευκτη αναγκαιότητα, ειδικά για καπιταλιστικές χώρες που έχουν καθυστέρηση στην ανάπτυξη των παραγωγικών τους δυνάμεων.

Η συζήτηση γύρω από αυτό το θέμα συνεχίστηκε και μετά το θάνατο του Β. Ι. Λένιν το ’24. Η «Αριστερή αντιπολίτευση» με επικεφαλής το Λ. Τρότσκι, ο Ι. Στάλιν έχοντας στο πλευρό του τη μεγάλη πλειοψηφία του Κόμματος, ο Ν. Μπουχάριν, ήρθαν σε αντιπαράθεση ως προς το ρόλο της αστικής τάξης του χωριού, των κουλάκων, σε ό,τι αφορά την κολεκτιβοποίηση. Και λέμε για την αστική τάξη του χωριού, γιατί η ΝΕΠ στους άλλους τομείς της οικονομίας είχε σταματήσει να αποδίδει, εξ αιτίας του αποκλεισμού και της καπιταλιστικής περικύκλωσης αλλά και της προετοιμασίας των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων για το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Το ζήτημα της αναζήτησης ξένων κεφαλαίων για επένδυση σε μία σοσιαλιστική χώρα απασχόλησε και μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σύμφωνα με Αμερικανικές πηγές (του πρέσβη των ΗΠΑ στη Μόσχα κατά τη διάρκεια του Β’ ΠΠ) ο Ι. Στάλιν σκεφτόταν την επαναφορά της ΝΕΠ, και είχαν γίνει και ορισμένες βολιδοσκοπήσεις, προκειμένου να προσελκύσει ξένα κεφάλαια. Αυτή η σκέψη, όμως, δεν προχώρησε, γιατί ξέσπασε από την πλευρά του Δυτικού ιμπεριαλισμού ο ψυχρός πόλεμος.

Πολύ αργότερα, και μετά το θάνατο του Ι. Στάλιν, πραγματοποιείται η επένδυση της FIAT στη Σοβιετική Ένωση για την κατασκευή των αυτοκινήτων Lada, που στην πραγματικότητα ήταν το FIAT 124. Η επένδυση αυτή πιστοποιεί ακριβώς αυτό το γεγονός, της αναζήτησης ξένων κεφαλαίων. Φυσικά η επένδυση αυτή έγινε με διαφορετικούς όρους απ’ ότι γίνονται σήμερα οι επενδύσεις στην Κίνα.

Η Σοβιετική Ένωση αγόρασε την πατέντα του FIAT 124, ενός μοντέλου που θα αποσυρόταν από τη FIAT, κατασκευάστηκε το εργοστάσιο, με το όνομα του Παλμίρο Τολιάτι, το οποίο περιήλθε, μετά την αποπληρωμή του, υπό κρατική ιδιοκτησία. Και αποπληρώθηκε με δόσεις από τα κέρδη του εργοστασίου, το οποίο είχε το δικαίωμα να κάνει εξαγωγές σε άλλες χώρες εκτός της Ιταλίας.

Το να ομαδοποιείς, ή κατά το κοινώς λεγόμενο, να τσουβαλιάζεις, χώρες, που παίζουν παγκόσμιο ρόλο, που βαραίνουν στις σχέσεις των τάξεων σε παγκόσμιο επίπεδο και εξειδικευμένα σε κάθε χώρα χωριστά, που παίζουν καθοριστικό ρόλο στις παγκόσμιες αντιθέσεις, χωρίς να εξετάζεις με προσοχή τα πραγματικά δεδομένα της κάθε χώρας και την ιδιαίτερη στάση της δεν είναι και το σοφότερο πράγμα. Οδηγείσαι σε ένα άλλο ιδεολογικό τσουβάλιασμα, που καταλήγει να διατυπώνονται απόψεις σε τηλεοπτικές εκπομπές, από εκπροσώπους του Κόμματος, ότι δεν υπάρχει σήμερα στον κόσμο καμία σοσιαλιστική χώρα. Αυτή δεν είναι ανάλυση, αυτή είναι πολιτική υποχώρηση.

Τρίτο και σημαντικό γεγονός είναι ο καθορισμός των αντιθέσεων στο εσωτερικό του Δυτικού καπιταλισμού. Αυτός ο καθορισμός απαιτείται, γιατί είναι αυτός, που χάνει, αργά μεν αλλά σταθερά, έδαφος και στην πραγματικότητα δεν είναι ενιαίος.

Γνωρίζουμε ήδη την προσπάθεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αποτελέσει ένα οικονομικό πόλο, που θα παίζει παγκόσμιο ρόλο. Γι’ αυτό το λόγο επιδιώκει να αποκτήσει δικιά της «πολιτική ασφάλειας», να δημιουργήσει τον «Ευρωπαϊκό στρατό», που θα της επιτρέπει την παρουσία της διεθνώς και να επεμβαίνει στις διάφορες περιοχές του πλανήτη για το μοίρασμα των αγορών.

Όπως γνωρίζουμε, επίσης, την προσπάθεια των ΗΠΑ να κρατήσει την εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπό τον έλεγχό της, για την ικανοποίηση των δικών της γεωστρατηγικών επιδιώξεων. Αυτές οι αντιθέσεις έχουν εκφραστεί κυρίως ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Γερμανία. Αντιπαράθεση υπάρχει ακόμη και για τη νέα εμπορική συμφωνία, που επιδιώκουν οι ΗΠΑ να υπογραφεί με την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Και στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν ενταθεί οι αντιθέσεις μεταξύ των κυρίαρχων μελών – κρατών της, που έχουν ως υπόβαθρο όχι διαφορετικές απόψεις για την ακολουθούμενη πολιτική απέναντι στους εργαζόμενους, εκεί υπάρχει συμφωνία, αλλά τις διαφορετικές απόψεις για την εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για το γεγονός ότι η Γερμανία τείνει να μετατρέψει την Ευρωπαϊκή Ένωση σε δικιά της ζώνη επιρροής, για να πραγματοποιήσει από θέση ισχύος τον παγκόσμιο ρόλο της.

Το μείζον πρόβλημα, όμως, της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ότι δε μπορεί να μπει σε περίοδο ουσιαστικής ανάπτυξης. Εξακολουθεί, επί της ουσίας, να κινείται σε ρυθμούς στασιμότητας. Η οικονομική της αποτυχία, σε σχέση με τους στόχους που είχε βάλει, είναι δεδομένη, ενώ σε πολιτικό επίπεδο εντείνεται η πολιτική αντίδραση. Πρόκειται για ένα πραγματικό εμπόδιο στην πορεία του Κομμουνιστικού και Εργατικού Κινήματος για το σοσιαλισμό με τις σχέσεις των τάξεων σε βάρος της εργατικής.

Την ίδια στιγμή οι κοινωνικές αντιθέσεις έχουν οξυνθεί στο έπακρο και τροφοδοτούν αγώνες, οξύνουν ένα αντιευρωπαϊκό πνεύμα, που καταρρίπτει το λεγόμενο Ευρωπαϊκό όραμα, το οποίο προσπαθεί να το αξιοποιήσει η ακροδεξιά.

Είναι ένας υπαρκτός και πολύ σοβαρός πολιτικός κίνδυνος η άνοδος της ακροδεξιάς, που σημειώνεται σχεδόν σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ο οποίος θα σφραγίσει τις σχέσεις των τάξεων, θα φέρει σε μειονεκτική θέση, ακόμη περισσότερο, το Κομμουνιστικό και Εργατικό Κίνημα, εάν εξακολουθήσει να δυναμώνει πολιτικά.

Η απάντηση στην άνοδο της ακροδεξιάς μπορεί να δοθεί μόνο με την ανάπτυξη των εργατικών αγώνων, με πρωτοπορία τα Κομμουνιστικά Κόμματα, με την ανάπτυξη της ταξικής πάλης, που είναι το μόνο πεδίο, που μπορεί να ξεχωρίσει η «ήρα από το στάρι».

Η χώρα μας είναι οργανικό μέλος – κράτος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έχει υποστεί σημαντικές συνέπειες από την ένταξή της στην τότε ΕΟΚ και αργότερα Ευρωπαϊκή Ένωση, από τη συμμετοχή της στο ευρώ.

Η «Νέα Σπορά» έχει ασχοληθεί στην αρθρογραφία της εκτεταμένα με τη θέση της χώρας μας μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τις συνέπειες που έχει υποστεί τόσο σε ό,τι αφορά την παραγωγική της βάση, τις συνέπειες στους εργαζόμενους, τα εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα, τις δημοκρατικές ελευθερίες όσο και σε ό,τι αφορά στο βάθεμα της εξάρτησης.

Στην ίδια ακριβώς κατεύθυνση έχει ασχοληθεί και με την ένταξη της χώρας μας στους άλλους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, το ΝΑΤΟ, το ΔΝΤ κτλ.. Εδώ θα αναφερθούμε αποκλειστικά στο τελικό συμπέρασμα.

Η αποδέσμευση της χώρας μας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, τους άλλους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς είναι προϋπόθεση για το πέρασμα στο σοσιαλισμό, γιατί είναι αδύνατον να οικοδομηθεί ο σοσιαλισμός στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ.

Τέταρτο σημαντικό, τέλος, γεγονός είναι ο καθορισμός των σχέσεων των τάξεων και των αντιθέσεων που αναπτύσσονται στη χώρα μας. Το καθήκον αυτό είναι μεγάλης σημασίας, γιατί ο αγώνας του Κομμουνιστικού και Εργατικού Κινήματος σε εθνικό επίπεδο συμβάλλει αποφασιστικά στο γενικότερο αγώνα του Διεθνούς Κομμουνιστικού και Εργατικού Κινήματος.

Το Κόμμα μας έχει μια μακρόχρονη και καθοριστική παρουσία αγώνων στη χώρα μας και πάντα ήταν οργανικό κομμάτι του παγκόσμιου Κομμουνιστικού Κινήματος. Παρά τους αρνητικούς συσχετισμούς σήμερα μπορεί να συμβάλει στην ανάκαμψη του Κομμουνιστικού και Εργατικού Κινήματος και στη χώρα μας και διεθνώς. Στην κατεύθυνση αυτή αποτελούν πραγματικό εμπόδιο, για να πραγματοποιήσει αυτόν το ρόλο του, οι επεξεργασίες στις οποίες εμμένει, θα λέγαμε με δογματικό και ατεκμηρίωτο τρόπο.

Από το 2008, που ξέσπασε η παγκόσμια οικονομική κρίση και ιδιαίτερα από το 2010, που η χώρα μας εισήλθε στο αδιέξοδο τούνελ των αλλεπάλληλων μνημονίων, δηλαδή μιας οικονομικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΔΝΤ προσαρμοσμένης στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης και της χρεοκοπίας της χώρας μας, ο κύκλος της κρίσης δεν έχει κλείσει ακόμη. Η προοπτική της ανάκαμψης είναι υπό ισχυρή αμφισβήτηση και τα αντιλαϊκά μέτρα θα συνεχιστούν.

Στο ίδιο χρονικό διάστημα η χώρα μας εισήλθε, επίσης, σε μια περίοδο παρατεταμένης πολιτικής κρίσης, η οποία «έφαγε» πέντε κυβερνήσεις: την κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή, την κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου, την κυβέρνηση του Λουκά Παπαδήμου και δύο κυβερνήσεις υπό τον Αντώνη Σαμαρά. Από το 2015 στη χώρα μας έχουν σχηματιστεί δύο κυβερνήσεις υπό τον Αλέξη Τσίπρα. Η πρώτη κυβέρνηση «φαγώθηκε» και αυτή, αφού σημειώθηκε και μια διάσπαση στο ΣΥΡΙΖΑ και αποχώρησε ένα σημαντικό τμήμα στελεχών του. Ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε μέρος της πολιτικής κρίσης.

Την περίοδο αυτή μπορούμε να τη χαρακτηρίσουμε ως περίοδο ολοκληρωτικής χρεοκοπίας της στρατηγικής της αστικής τάξης, κατάρρευσης του Ευρωπαϊκού οράματος, πάνω στο οποίο κτίστηκε όλη η ιδεολογικοπολιτική παρέμβαση των αστικών κομμάτων, απονομιμοποίησης του αστικού παραδοσιακού δικομματισμού, αποσταθεροποίησης του αστικού πολιτικού και κομματικού συστήματος.

Σ’ αυτήν την περίοδο σημειώθηκαν και οι μεγαλύτερες μετακινήσεις των λαϊκών μαζών από τη Μεταπολίτευση και μετά. Σημάδια για το τι θα επακολουθούσε με την οικονομική κρίση υπήρχαν, ήδη, από το τέλος του 2008. Ειδικά στις εκλογές του Μάη του 2012 μετακινήθηκαν πάνω από 3.5 εκατ. ψηφοφόροι και ο δικομματισμός της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ δέχτηκε ένα ισχυρότατο χτύπημα συγκεντρώνοντας τα χαμηλότερα εκλογικά ποσοστά στην ιστορία του.

Οι σχέσεις των τάξεων είχαν, ήδη, αλλάξει. Οι κοινωνικές αντιθέσεις οξύνθηκαν. Σημαντικά τμήματα της εργατικής τάξης, που είχαν εγκλωβιστεί στη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, απεγκλωβίστηκαν. Μικροαστικά στρώματα, τα οποία είχαν, ήδη, μπει στη διαδικασία της καταστροφής, εξ αιτίας της μνημονιακής πολιτικής, απομακρύνθηκαν από τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ.

Τα τμήματα της εργατικής τάξης και τα μικροαστικά στρώματα, που απομακρύνθηκαν από τον παραδοσιακό δικομματισμό, δεν είχαν ακόμη σαφή πολιτικό προσανατολισμό. Ανέμεναν πολιτική πρόταση διεξόδου από την οικονομική κρίση, απορρίπτοντας το δικομματισμό, αλλά δεν είχαν κατασταλάξει ακόμη πολιτικά. Ήταν η περίοδος των έντονων ζυμώσεων, που ακόμη δεν είχε δώσει σαφές πολιτικό αποτέλεσμα.

Το 2012 ήταν μια καθοριστική χρονιά για το Κομμουνιστικό και Εργατικό Κίνημα. Είχε προηγηθεί μια διετία ανάπτυξης σημαντικών εργατικών αγώνων. Το ΚΚΕ και το ΠΑΜΕ πρωτοστατούσαν σ’ αυτούς τους αγώνες. Αδυνατούσαν, όμως, να συσπειρώσουν ευρύτερες μάζες. Οι λόγοι, κατά τη γνώμη μας είναι οι παρακάτω:

  1. Το Κόμμα μας φάνηκε ανέτοιμο να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση της χώρας σε συνδυασμό με τη χρεοκοπία της.
  2. Υποτίμησε σαφώς την κίνηση των λαϊκών μαζών και ιδιαίτερα των ανοργάνωτων και αδιαμόρφωτων λαϊκών μαζών, που έμπαιναν για πρώτη φορά στη δράση, που αναζητούσαν προσανατολισμό και κουβαλάγανε όλες τις μικροαστικές προλήψεις.
  3. Έκανε λάθος εκτίμηση για τη δύναμη του δικομματισμού και τη δυνατότητα που, υποτίθεται, ότι εξακολουθούσε να έχει να εγκλωβίζει λαϊκές μάζες. Ουσιαστικά αυτό το γεγονός αναδεικνύει τη λάθος εκτίμησή του για το βάθος της οικονομικής κρίσης και την επίδραση που είχε αυτή στις λαϊκές μάζες, αποκαλύπτοντας, ταυτόχρονα, και την έλλειψη των δεσμών του Κόμματος με τις λαϊκές μάζες.
  4. Υποτίμησε το γεγονός ότι στις λαϊκές μάζες μπορεί ακόμη να μην είχαν διαμορφωθεί σαφή αντιευρωπαϊκά αισθήματα, αλλά ήδη άρχιζαν να αναπτύσσονται.
  5. Υποτίμησε τις δυνατότητες παρέμβασης του ΣΥΡΙΖΑ στις λαϊκές μάζες, τον πολιτικό λόγο που διατύπωνε, που ναι μεν είχε σαφή ευρωενωσιακό προσανατολισμό και με συμμετοχή στο ευρώ, αλλά, ταυτόχρονα, καλλιεργούσε την άποψη ότι δεν πρόκειται να «χαριστεί» για να διασωθεί το ευρώ, την ώρα που η χώρα θα βυθιζόταν εξ αιτίας του ευρώ και του χρέους, αξιοποιώντας έτσι την αντίθεση των λαϊκών μαζών προς την πολιτική των μνημονίων, που υπαγόρευε η Ευρωπαϊκή Ένωση και εφάρμοζαν οι Ελληνικές κυβερνήσεις.
  6. Απέρριψε το δίλημμα «μνημόνιο – αντιμνημόνιο» ως πλαστό, αιτιολογώντας τη θέση του αυτή ως αποπροσανατολιστική, κάνοντας το λάθος να αποστασιοποιήσει, εκ των πραγμάτων, το μνημόνιο από τη γενικότερη πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το μνημόνιο, και το κάθε μνημόνιο, είναι η γενικότερη πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης με το πρόσθετο στοιχείο ότι οι όροι του, παράλληλα, εκφράζουν και την εξάρτηση της χώρας, για την οποία έχει πάψει από καιρό να κάνει λόγο, αντικαθιστώντας αυτήν την έννοια με την αλληλεξάρτηση. Η εννοια της εξάρτησης προκύπτει από ένα πολύ απλό παράδειγμα. Δε θα γινόταν σήμερα δημόσια παραδεκτό ότι τα μνημόνια διέσωσαν τις Γαλλικές και Γερμανικές τράπεζες.
  7. Αντί να ταυτίσει άμεσα το μνημόνιο με την πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να μιλήσει, ταυτόχρονα για το βάθεμα της εξάρτησης, να στερήσει έτσι το έδαφος της αντιμνημονιακής ρητορείας του ΣΥΡΙΖΑ, να παρουσιάσει πρόταση εξόδου από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία, που να είναι προσιτή στις λαϊκές μάζες, παίρνοντας υπόψη το επίπεδο της ταξικής τους συνείδησης, χωρίς να κρύβει τους απώτερους στόχους του, ώστε να βρεθεί στον «αέρα» η αντιμνημονιακή δημαγωγία του ΣΥΡΙΖΑ, έκανε ακριβώς το αντίθετο. «Έφυγε» μπροστά, αποκόπηκε από τις λαϊκές μάζες, την ίδια στιγμή, που αναγνώριζε ότι οι συσχετισμοί των δυνάμεων, δηλαδή οι σχέσεις των τάξεων, δεν επέτρεπαν ούτε την αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση ούτε και την εγκαθίδρυση της Λαϊκής Εξουσίας και της Λαϊκής Οικονομίας. Μπλέχτηκε στην ίδια του την αντίφαση.
  8. Ενώ η οικονομική κρίση οξυνόταν και βάθαινε η ηγεσία του Κόμματος φρόντισε να ασχοληθεί με την αλλαγή των θέσεων του κόμματος και με τη συγγραφή της ιστορίας του, με τη «διόρθωση» της πολιτικής του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, γιατί το θεωρούσε ότι θα συνέβαλε στην ανάπτυξη του Εργατικού Κινήματος. Αυτό το γεγονός δεν έχει αποδειχτεί μέχρι τώρα, αντίθετα οδήγησε στην αποφασιστική μείωση των δυνάμεών του. Δεν ισχυριζόμαστε ότι ένα Κομμουνιστικό Κόμμα δεν πρέπει να ξανακοιτάει την ιστορική του διαδρομή και να επανεξετάζει την ιστορία του, αλλά ο τρόπος και ο χρόνος που το έκανε και οι επεξεργασίες που κατέθεσε «πέταξαν με τα απόνερα και το παιδί μαζί», ενώ παραχώρησε χώρο στο ΣΥΡΙΖΑ, με τη δημαγωγική του πολιτική να καρπωθεί την κίνηση των λαϊκών μαζών.
  9. Δεν κατόρθωσε να πάρει σαφή θέση απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ, που η λαϊκή του βάση ήταν τα μικροαστικά στρώματα, κυρίαρχα τα ανώτερα, και τμήματα της εργατικής τάξης, που χαρακτηρίζονταν από μικροαστικές προλήψεις και συνήθειες, πρακτικά δεν κατόρθωσε να καθοδηγήσει την εργατική τάξη να πάρει θέση απέναντι στα μικροαστικά στρώματα, στις ταλαντεύσεις τους, ώστε να διδάσκονται από τη λάθος στάση τους, να απεγκλωβίζονται και όχι να ωθούνται στο να εγκλωβίζονται στο ΣΥΡΙΖΑ.
  10. Την ίδια στιγμή δέχτηκε τις συνέπειες από μια σειρά λαθεμένες αναθεωρητικές επεξεργασίες γύρω από βασικές Λενινιστικές θέσεις, που κατά τη διάρκεια της κρίσης βρήκαν πλήρως την επαλήθευσή τους.
  11. Ουσιαστικά απεμπόλησε κάθε στοιχείο της Λενινιστικής επαναστατικής τακτικής, υπερτονίζοντας τη σημασία των αντικειμενικών συνθηκών για το πέρασμα στο σοσιαλισμό και υποτιμώντας τον υποκειμενικό παράγοντα και την προετοιμασία του, ώστε να φτάσει στη θέση να αποδέχεται την προοπτική του περάσματος στο σοσιαλισμό.
  12. Με τον τρόπο αυτό υποτίμησε άμεσα ζητήματα, που έπρεπε να είναι διεκδικητικά αιτήματα του Εργατικού Κινήματος, όπως ήταν η κρατικοποίηση των τραπεζών, βασικών παραγωγικών μονάδων, η ανασυγκρότηση της οικονομίας, η επιστροφή των ΔΕΚΟ υπό δημόσιο έλεγχο, στρατιωτικές βάσεις του ΝΑΤΟ κ.α., ζητήματα που έρχονταν σε άμεση αντιπαράθεση με την πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ και που μπορούσαν να αποκαλύπτουν συνολικά τη στρατηγική της αστικής τάξης αλλά και τη δημαγωγία του ΣΥΡΙΖΑ.
  13. Αλλοίωσε το χαρακτήρα του ΠΑΜΕ, με το να καταλήξει να γίνει, επί της ουσίας, μια συνδικαλιστική παράταξη του Κόμματος, χωρίς να μπορεί να παίξει τον πραγματικό του ρόλο για τον οποίο και δημιουργήθηκε.
  14. Υστέρησε φανερά στην ιδεολογικοπολιτική αντιπαράθεση αδυνατώντας να μιλάει συγκεκριμένα και καταφεύγοντας σε μια άχρηστη γενικολογία, που δε βοηθούσε στον προσανατολισμό της εργατικής τάξης και προπαντός στη δημιουργία της κοινωνικής συμμαχίας. Τα «φύτρα» της κοινωνικής συμμαχίας εξακολουθούν να παραμένουν φύτρα.

Το αποτέλεσμα ήταν ενώ οι σχέσεις των τάξεων άλλαξαν πολιτικά σε βάρος των αστικών κομμάτων, της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ, ενώ είχαν δημιουργηθεί συνθήκες παραπέρα όξυνσης της ταξικής πάλης, παρόλα αυτά, τελικά, κατέληξαν να αλλάξουν υπέρ ενός κόμματος του μικροαστικού σοσιαλισμού (που πολύ γρήγορα η ηγεσία του πέρασε ολοκληρωτικά με την αστική πολιτική και τώρα υπηρετεί τη μνημονιακή πολιτική στη χειρότερη εκδοχή της) και σε βάρος του Κόμματος, που κρατούσε και μια τακτική, που βοηθούσε τον εγκλωβισμό των λαϊκών μαζών στο ΣΥΡΙΖΑ.

Για να γίνουμε περισσότερο σαφείς ως προς την τακτική του Κόμματος θα φέρουμε ένα παράδειγμα: Μετά το σχηματισμό της πρώτης κυβέρνησης άρχισαν οι διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς!!! Οι εταίροι, σαν έτοιμοι από καιρό, στρίμωξαν για τα καλά την κυβέρνηση. Η κυβέρνηση δημοσιοποίησε προς τον Ελληνικό λαό τη θέση της ότι εκβιάζεται από τους θεσμούς.

Το Κόμμα μας δεν τόλμησε να πάρει τη θέση ότι, αφού δημόσια η κυβέρνηση παραδέχεται ότι εκβιάζεται πρέπει να αποχωρήσει από τις διαπραγματεύσεις. Μια θέση που θα ανταποκρινόταν στα αισθήματα των πλατιών λαϊκών μαζών (το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος είναι ένας δείκτης), που θα τροφοδοτούσε την αρχή μιας ρήξης με την Ευρωπαϊκή Ένωση, που θα έφερνε σε πολύ δύσκολη θέση την κυβέρνηση και, τέλος, θα προσέγγιζε τη λαϊκή βάση του ΣΥΡΙΖΑ και ειδικότερα τον κόσμο, που ήδη έκανε κριτική στο ΣΥΡΙΖΑ από τα αριστερά. Η θέση αυτή δε θα το εμπόδιζε, ταυτόχρονα, να υποστηρίζει τη δική του πολιτική.

Τώρα που γνωρίζουμε το τέλος αυτών των διαπραγματεύσεων, που οδήγησαν, που απομένει να οδηγήσουν, μπορούμε να εκτιμήσουμε την αξία αυτής της θέσης.

Το παράδειγμα αυτό συνιστά πρακτικά το τι εννοούσε και εννοεί η «Νέα Σπορά» να καθορίσει τη στάση του το ΚΚΕ απέναντι στην κυβέρνηση, δηλαδή της στάσης της εργατικής τάξης απέναντι στα ταλαντευόμενα μικροαστικά στρώματα και εκείνα τα τμήματα της εργατικής τάξης, που είχαν παρασυρθεί από την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ. Από την ίδια τους την πείρα να μαθαίνουν και να προχωράνε μπροστά, κατά τη Λενινιστική υπόδειξη, που ήδη αναφέραμε με τα ίδια τα λόγια του Β. Ι. Λένιν, στην προηγούμενη συνέχεια.

Το ερώτημα που έχουμε να απαντήσουμε τώρα είναι το που βρισκόμαστε αυτήν τη στιγμή από την άποψη των σχέσεων των τάξεων στη χώρα μας, των αντιθέσεων και ποια θα πρέπει να είναι η διέξοδος, που οφείλει να προτείνει το ΚΚΕ. Αλλά αυτό το ζήτημα θα το αναπτύξουμε στην επόμενη και τελευταία συνέχεια.

COMMENTS