99 χρόνια εξάρτησης ή αλληλεξάρτησης; – Α’ Μέρος

Κριτήριο της αλήθειας είναι η πράξη. Αυτήν την παρακαταθήκη μας άφησε ο Β. Ι. Λένιν. Κατά προέκταση κριτήριο της ορθότητας των πολιτικών θέσεων, που παίρνει ο οποιοσδήποτε πολιτικός οργανισμός, είναι η πράξη και αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για ένα Κομμουνιστικό Κόμμα.

Η κυβέρνηση αποφάσισε να δημιουργήσει, κατ’ απαίτηση των δανειστών, το Υπερταμείο, στο οποίο θα υπαχθεί όλη η δημόσια περιουσία. Αυτό θα ισχύει, με βάση τη συμφωνία που έκανε η κυβέρνηση με τους δανειστές για 99 χρόνια. Ήδη έγινε νόμος του κράτους. Πρόκειται για μία κατάπτυστη πράξη, την οποία η κυβέρνηση έκανε πολύ μεγάλη προσπάθεια να τη δικαιολογήσει, έστω και εάν δεν τα κατάφερε.

Μέχρι και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όπως και η άλλη αστική αντιπολίτευση, μίλησαν για πράξη υποδούλωσης και παραχώρησης εθνικής κυριαρχίας προς τους δανειστές. Ουσιαστικά, δηλαδή, μίλησαν για μια πράξη, που μειώνει την εθνική ανεξαρτησία της χώρα μας.

Για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (εδώ αξίζει να θυμηθούμε την προσφώνηση της Προέδρου της βουλής Άννας Ψαρούδα – Μπενάκη, προς το νεοκλεγέντα, τότε, Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κάρολο Παπούλια, που ανέφερε ότι αναλαμβάνει Πρόεδρος σε μια περίοδο, που θα εκχωρούνται κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση), η ένταξη στο ΝΑΤΟ και σε άλλους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς (ΔΝΤ κλπ.), η υπογραφή των αλλεπάλληλων μνημονίων με απαίτηση των δανειστών συνιστούν πράξεις παραχώρησης κυριαρχικών δικαιωμάτων και με την έννοια αυτήν καθιστούν τη χώρα μας και μια χώρα μειωμένης εθνικής ανεξαρτησίας.

Αν προς στιγμήν κάνουμε μια αφαίρεση και διαχωρίσουμε την πολιτική από την οικονομία, θα διαπιστώσουμε ότι η χώρα μας υπέστη μια διπλή ζημιά τόσο σε πολύ σοβαρά πολιτικά προβλήματα που την απασχολούν όσο και ως προς την οικονομία της.

Η ένταξη στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση της στέρησε τη δυνατότητα να επιλύσει το πρόβλημα, που εξακολουθεί να υπάρχει με την ονομασία με την πρώην Δημοκρατία της Μακεδονίας, τη FYROM, να μην επιλύσει τις συνεχείς αμφισβητήσεις του καθεστώτος στο Αιγαίο από την Τουρκία, που αυτόν τον καιρό βρίσκεται σε έξαρση, να μην έχει ακόμη επιλύσει το Κυπριακό, όπου εκεί έχουμε ένα καθαρό ζήτημα εισβολής και κατοχής, παρά το γεγονός ότι η Κύπρος έχει ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την προετοιμάζουν να ενταχθεί και στο ΝΑΤΟ, να μην μπορεί να αναπτύξει τις σχέσεις της με άλλες χώρες, γιατί της στερούν αυτήν τη δυνατότητα οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις του Δυτικού καπιταλισμού. Ας θυμηθούμε τις αντιδράσεις, που προκάλεσε στους Δυτικούς συμμάχους μας η επίσκεψη του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή στη Μόσχα.

Από την άλλη μεριά έχει γίνει ολοφάνερο πια, ότι στο επίπεδο της οικονομίας, με την ένταξη της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η παραγωγική της βάση έχει υποστεί μια πολύ σοβαρή συρρίκνωση, ότι με τα μνημόνια και το δανεισμό έχει απολέσει πόρους και σημαντικά κεφάλαια, που ήταν ικανά να διασώσουν τις Γερμανικές, Γαλλικές και εν μέρει τις Ιταλικές τράπεζες, ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας μας ελέγχεται πλήρως πλέον από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ότι ελέγχεται πλήρως, επίσης, η δημοσιονομική μας πολιτική και τα δημόσια έσοδα, ότι αλλάζει η νομολογία της χώρας μας για να εξυπηρετεί τη δράση των μονοπωλίων, και τέλος, ότι με το Υπερταμείο δημιουργούνται οι συνθήκες ολοκληρωτικού ελέγχου της κρατικής και της γενικότερης δημόσιας περιουσίας της χώρας μας, που προετοιμάζεται για ξεπούλημα.

Για 99 χρόνια το Υπερταμείο θα μπορεί να εκχωρεί τη δημόσια περιουσία!!! Αυτή η επονείδιστη πράξη ονομάζεται αξιοποίηση, κατά την κυβέρνηση!!!

Όλη αυτή η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα μας δε μπορεί να αποδοθεί διαφορετικά παρά με όρους εξάρτησης. Ειδικά τα 99 χρόνια διάρκειας ζωής του Υπερταμείου, ένα κραυγαλέο γεγονός, δε δείχνουν τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο παρά την επιβεβαίωση της θέσης της «Νέας Σποράς» ότι έχει ενταθεί η οικονομική και πολιτική εξάρτηση της χώρας μας.

Το ζήτημα που προκύπτει είναι το πώς μπορεί να «σταθεί» η θέση του Κόμματος για την αλληλεξάρτηση ή, πιο ολοκληρωμένα, ανισότιμη αλληλεξάρτηση.

Η αλληλεξάρτηση είναι πράγματι ένας όρος, που πρωτοεμφανίζεται επίσημα στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο (Σ.Σ. συντόμευση τίτλου και εφεξής ΚΜ). Περιγράφει, για την εποχή του, την έξοδο κεφαλαίων σε άλλες χώρες, που επενδύουν με τους όρους εκείνης της εποχής. Ας σκεφτούμε για παράδειγμα την περίπτωση Σερπιέρι στη χώρα μας (στο Λαύριο Αττικής).

Αυτή η έξοδος από τα εθνικά όρια κυρίαρχα αφορούσε την αναζήτηση νέων πόρων. Ως γενική κίνηση, δηλαδή, αντανακλούσε, πέρα από τις εξωτερικές, και τις εσωτερικές ανάγκες της εθνικής αγοράς των αναπτυγμένων χωρών έναντι των καθυστερημένων χωρών. Ως γενική κίνηση, επίσης, αναπόδραστα θα επηρέαζε και τις καθυστερημένες χώρες με στοιχεία μεταφοράς της καπιταλιστικής παραγωγής στις χώρες αυτές ακόμη και εκπολιτισμού. Θα τις τράβαγε, στον έναν ή άλλο βαθμό, και αυτές στην καπιταλιστική ανάπτυξη.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η κίνηση αυτή γίνεται σε μια εποχή ανόδου του καπιταλισμού. Αυτήν τη σχέση, παρά το γεγονός ότι πρωταρχικά επωφελούνται απ’ αυτήν οι ανεπτυγμένες χώρες, το Κομμουνιστικό Μανιφέστο την αποδίδει με την έννοια της αλληλεξάρτησης μεταξύ των εθνών σε μια παγκόσμια αγορά. Μια έννοια την οποία θα πρέπει να την αντιμετωπίσουμε και στην αφαιρετική της διάσταση, στην κίνησή της, και πιο συγκεκριμένα, στη γενική κίνηση της διαχρονικής ανάπτυξης της αστικής τάξης στο πλαίσιο της διαμορφωμένης παγκόσμιας αγοράς.

Ας δούμε τι αναφέρεται συγκεκριμένα στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο:

«Με την εκμετάλλευση της παγκόσμιας αγοράς, η αστική τάξη διαμορφώνει κοσμοπολιτικά την παραγωγή και την κατανάλωση όλων των χωρών. Προς μεγάλη λύπη των αντιδραστικών, αφαίρεσε το εθνικό έδαφος κάτω από τα πόδια της βιομηχανίας. Εκμηδενίστηκαν κι εξακολουθούν καθημερινά να εκμηδενίζονται οι παμπάλαιες εθνικές βιομηχανίες. Εκτοπίζονται από νέες βιομηχανίες που η εισαγωγή τους γίνεται ζωτικό ζήτημα για όλα τα πολιτισμένα έθνη, από βιομηχανίες που δεν επεξεργάζονται πια ντόπιες πρώτες ύλες που βρίσκονται στις πιο απομακρυσμένες ζώνες και που τα προϊόντα τους δεν καταναλώνονται μονάχα στην ίδια τη χώρα, αλλά ταυτόχρονα σε όλα τα μέρη του κόσμου. Στη θέση των παλιών αναγκών, που ικανοποιούνταν από τα εθνικά προϊόντα, μπαίνουν καινούργιες ανάγκες που για να ικανοποιηθούν απαιτούν προϊόντα των πιο απομακρυσμένων χωρών και κλιμάτων. Στη θέση της παλαιάς τοπικής και εθνικής αυτάρκειας και αποκλειστικότητας, μπαίνει μια ολόπλευρη συναλλαγή, μια ολόπλευρη αλληλοεξάρτηση των εθνών. Και αυτό που γίνεται στην υλική παραγωγή γίνεται και στην πνευματική παραγωγή. Τα πνευματικά προϊόντα των ξεχωριστών εθνών γίνονται κοινό χτήμα. Η εθνική μονομέρεια και ο εθνικός περιορισμός γίνονται όλο και πιο αδύνατα και από τις πολλές εθνικές και τοπικές φιλολογίες διαμορφώνεται μια παγκόσμια φιλολογία»(ΚΜ, Εκδόσεις ΣΕ, σελ. 24, υπογράμμιση δική μας).

Όμως οι Καρλ Μαρξ και Φρίντριχ Ένγκελς δεν αγνοούν ότι αυτή η γενική κίνηση της αστικής τάξης δεν παύει να παίρνει και συγκεκριμένο χαρακτήρα. Γι’ αυτό το λόγο και σημειώνουν στη συνέχεια:

«Η αστική τάξη υπόταξε την ύπαιθρο στην κυριαρχία της πόλης. Δημιούργησε τεράστιες πόλεις, αύξησε σε μεγάλο βαθμό τον αριθμό του αστικού πληθυσμού σε σύγκριση με τον αγροτικό και απέσπασε έτσι ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού από την ηλιθιότητα της αγροτικής ζωής. Όπως εξάρτησε την ύπαιθρο από την πόλη, έτσι εξάρτησε τα βάρβαρα και τα μισοβάρβαρα έθνη από τα πολιτισμένα, τους αγροτικούς λαούς από τους αστικούς λαούς, την Ανατολή από τη Δύση» (το ίδιο, σελ. 25).

Εδώ αποδίδεται ο συγκεκριμένος χαρακτήρας της εξόδου της αστικής τάξης εκτός εθνικών ορίων στην πράξη. ΟΙ Κλασσικοί μας αναφέρονται ρητά στην εξάρτηση, κάτι που δεν αναφέρεται από την ηγεσία του Κόμματος. Πάνω σ’ αυτήν την επέκταση του κεφαλαίου αναπτύσσεται και η απάντηση από την πλευρά των λαών. Η απάντηση για εκείνη την εποχή δίνεται από το πρωτοεμφανιζόμενο οργανωμένο Κομμουνιστικό Κίνημα στις αναπτυγμένες χώρες με το σοσιαλισμό και το Εθνικοαπελευθερωτικό Κίνημα στα καταπιεζόμενα έθνη.

Ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων αναφέρεται στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο: «Η αστική τάξη όλο και περισσότερο καταργεί το κομμάτιασμα των μέσων παραγωγής, της ιδιοχτησίας και του πληθυσμού. Συσσώρευσε τον πληθυσμό, συνένωσε τα μέσα παραγωγής και συγκέντρωσε την ιδιοχτησία σε λιγοστά χέρια. Η αναγκαία συνέπεια ήταν ο πολιτικός συγκεντρωτισμός. Ανεξάρτητες επαρχίες με διαφορετικά συμφέροντα, με διαφορετικούς νόμους, κυβερνήσεις και δασμούς, και που συνδέονταν μεταξύ τους σχεδόν μονάχα με σχέσεις συμμαχίας, συσπειρώθηκαν σε έ ν α έθνος, σε μ ι α κυβέρνηση, σε έ ν α νόμο, σε έ ν α εθνικό ταξικό συμφέρον, σε μ ι α τελωνειακή ζώνη» (στο ίδιο, σελ. 25).

Όπως βλέπουμε οι Κλασσικοί μας είναι ολοφάνερο ότι μιλάνε με ένα γενικότερο πνεύμα για την ανάπτυξη του καπιταλισμού από τον καιρό της εμφάνισής του στη φεουδαρχία και το πώς εξελίσσεται μέχρι τη δημιουργία του έθνους – κράτους, που προσδιορίζει και την εθνική αγορά.

Αργότερα, το 1913, ο Β. Ι. Λένιν έρχεται να μιλήσει για την ανάπτυξη της αστικής τάξης, του καπιταλισμού, και να αποδώσει την καπιταλιστική ανάπτυξη ως εξής: «Ο αναπτυσσόμενος καπιταλισμός γνωρίζει δύο ιστορικές τάσεις στο εθνικό ζήτημα. Η πρώτη: ξύπνημα της εθνικής ζωής και των εθνικών κινημάτων, πάλη ενάντια σε κάθε εθνικό ζυγό, δημιουργία εθνικών κρατών. Η δεύτερη: ανάπτυξη και επιταχυνόμενη σύσφιξη των κάθε λογής σχέσεων ανάμεσα στα έθνη, σπάσιμο των εθνικών φραγμών, δημιουργία της διεθνούς ενότητας του κεφαλαίου, της οικονομικής ζωής γενικά, της πολιτικής, της επιστήμης κτλ. Και οι δύο τάσεις αποτελούν παγκόσμιο νόμο του καπιταλισμού. Η πρώτη επικρατεί στην αρχή της ανάπτυξής του, η δεύτερη χαρακτηρίζει τον ώριμο καπιταλισμό, που πάει να μετατραπεί σε σοσιαλιστική κοινωνία. Το πρόγραμμα των μαρξιστών στο εθνικό ζήτημα παίρνει υπόψη και τις δύο αυτές τάσεις, υπερασπίζοντας, πρώτο, την ισοτιμία των εθνών και των γλωσσών, το απαράδεκτο οποιωνδήποτε προνομίων στον τομέα αυτό (καθώς και το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών, που θα το εξετάσουμε ιδιαίτερα παρακάτω) και, δεύτερο, την αρχή του διεθνισμού και της ανειρήνευτης πάλης ενάντια στην μόλυνση του προλεταριάτου με τον αστικό εθνικισμό, ακόμη και τον πιο ραφιναρισμένο (Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, Τόμος 24, σελ. 121/122).

Όπως διαπιστώνουμε η σκέψη του Β. Ι. Λένιν είναι απολύτως η συνέχεια των όσων αναφέρονται στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο των Καρλ Μαρξ και Φρίντριχ Ένγκελς.

Τα πράγματα, όμως, γίνονται πολύ πιο συγκεκριμένα από τη στιγμή, που στην πορεία ανάπτυξης της αστικής τάξης, του καπιταλισμού, διαμορφώνεται οριστικά ο ιμπεριαλισμός. Ο Β. Ι. Λένιν προσδιορίζει με ακρίβεια τα χαρακτηριστικά του. Η εμφάνιση των μονοπωλίων και των διεθνών ενώσεων των μονοπωλίων, η έξοδος κυρίαρχα κεφαλαίων αντί εμπορευμάτων, το ξαναμοίρασμα των αγορών, ξεχωρίζουν ορισμένες χώρες, που έχουν τη δυνατότητα να εξαρτούν τις αδύναμες χώρες και να τις εντάσσουν σ’ ένα διεθνή καταμερισμό εργασίας που εξαρτάται από το μοίρασμα των αγορών, που κάνουν μεταξύ τους οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και οι διεθνείς ενώσεις των μονοπωλίων.  Το μοίρασμα των αγορών οδηγεί και σε διαφορετικές συμμαχίες μεταξύ των καπιταλιστικών χωρών, οξύνουν τις αντιθέσεις μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, που γίνονται η αιτία για το ξέσπασμα των ιμπεριαλιστικών πολέμων.

Ο Β. Ι. Λένιν είναι απόλυτα σαφής και σε ό,τι αφορά το μοίρασμα και το ξαναμοίρασμα των αγορών και σε ό,τι αφορά την εξάρτηση από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, αλλά και για την καταπίεση που ασκεί «μια χούφτα “μεγάλες” Δυνάμεις» στα έθνη. Με δυο λόγια και οι τρεις Κλασσικοί μας αναφέρονται στην έννοια της εξάρτησης με συγκεκριμένο περιεχόμενο.

Από την άποψη αυτή η έννοια της αλληλεξάρτησης ή της ανισότιμης αλληλεξάρτησης, που χρησιμοποιεί σήμερα η ηγεσία του Κόμματος, δεν αποδίδει συγκεκριμένα τις πραγματικές σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ της χώρας μας και των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Ουσιαστικά αποκρύπτει την εξάρτηση για την οποία οι Κλασσικοί μας είναι απολύτως σαφείς ότι υπάρχει. Και μάλιστα αποκρύπτει ότι η εξάρτηση ενισχύεται και βαθαίνει.

Σήμερα η χώρα μας είναι εξαρτημένη σε διατροφικό, ενεργειακό, δημοσιονομικό, χρηματοοικονομικό, στρατιωτικό, διπλωματικό, νομολογικό, εκπαιδευτικό, πολιτιστικό, οικονομικό και πολιτικό επίπεδο. Δεν υπάρχει καμία πτυχή της ζωής της χώρας μας, που να μην εξαρτάται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, το ΝΑΤΟ και τους άλλους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς στους οποίους κυριαρχούν συγκεκριμένες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο τελευταίο Eurogroup την τελική απόφαση σχετικά με τη χώρα μας την πήραν σε κλειστή σύσκεψη ο Πολ Τόμσεν από το ΔΝΤ (ΗΠΑ) και ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε (Γερμανία) παρουσία του Γερούν Ντάισελμπλουμ, προέδρου του Eurogroup.

Η σύγχυση γύρω από αυτό το θέμα προέρχεται από την κακή ερμηνεία της γενικής κίνησης της ανάπτυξης του καπιταλισμού. Της διεθνοποίησης της παραγωγής και του κεφαλαίου, του σπασίματος των εθνικών φραγμών, της μη κατανόησης των οικονομικών κατηγοριών του σύγχρονου ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού.

Από αυτό το γεγονός γίνεται μια «προσαρμογή» της θεωρίας για τον ιμπεριαλισμό του Β. Ι. Λένιν, η οποία καταλήγει στο να αποδέχεται ότι κάθε χώρα που διαθέτει μονοπώλια είναι και ιμπεριαλιστική, δηλαδή, δε λαμβάνονται τα κριτήρια που έθεσε ο Β. Ι. Λένιν στο σύνολό τους και υπερτονίζεται κυρίως η εξαγωγή κεφαλαίων. Από αυτό το γεγονός προκύπτει η αποδοχή της θεωρίας της ιμπεριαλιστικής πυραμίδας, που ποτέ το Κόμμα δεν παρουσίασε την επιστημονική της τεκμηρίωση.

Ακριβώς επειδή η ηγεσία του Κόμματος παραμένει δέσμια της γενικής κίνησης του καπιταλισμού το αποτέλεσμα είναι να αντιπαραθέτει απέναντι σ’ αυτόν γενικά το σοσιαλισμό – κομμουνισμό.

Μόνο που με αυτόν τον τρόπο διαστρεβλώνει την ίδια τη Λενινιστική αντίληψη για την πορεία προς το σοσιαλισμό. Διαστρεβλώνει το σκοπό της επαναστατικής μαζικής πάλης.

Κάνοντας κριτική στους Ελβετούς Σοσιαλδημοκράτες ο Β. Ι. Λένιν αναφέρεται στον σκοπό της μαζικής επαναστατικής πάλης. Και σημειώνει:

«Ποιος είναι ο σκοπός της επαναστατικής μαζικής πάλης; Το Κόμμα δεν έχει πει τίποτε σχετικά μ’ αυτό, μα και γενικά δε μιλάνε γι’ αυτό. Ή τον θεωρούν αυτονόητο ή αναγνωρίζουν ανοιχτά ότι ο σκοπός αυτός είναι ο «σοσιαλισμός». Στον καπιταλισμό (ή ιμπεριαλισμό) αντιπαραθέτουν το σοσιαλισμό. Μα αυτό ακριβώς είναι σε ανώτατο βαθμό (θεωρητικά) μη λογικό και πρακτικά χωρίς περιεχόμενο. Δεν είναι λογικό επειδή είναι πάρα πολύ γενικό πάρα πολύ αόριστο (Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, Τόμος 30, σελ. 214).

Και στο ίδιο άρθρο του παρακάτω σημειώνει:

«Όλη η ΙΙ Διεθνής στα 1889 – 1914 αντιπαράθετε το σοσιαλισμό γενικά στον καπιταλισμό και ακριβώς λόγω αυτής το πολύ γενικής «γενίκευσης» χρεοκόπησε» (στο ίδιο, σελ. 214).

«Συγκεκριμένος σκοπός της «επαναστατικής μαζικής πάλης», σημειώνει ο Β. Ι. Λένιν, μπορεί να είναι μόνο τα συγκεκριμένα μέτρα της σοσιαλιστικής επανάστασης και όχι ο «σοσιαλισμός» γενικά. Όταν όμως προτείνεται να οριστούν με ακρίβεια τα συγκεκριμένα αυτά μέτρα – όπως έκαναν οι ολλανδοί σύντροφοι στο «Δελτίο της Διεθνούς Σοσιαλιστικής Επιτροπής», αρ. φυλ. 3 (Βέρνη, 29 Φλεβάρη 1916): ακύρωση των δημόσιων χρεών, απαλλοτρίωση των τραπεζών, απαλλοτρίωση όλων των μεγάλων επιχειρήσεων – αν προτείνονται να μπουν αυτά τα εντελώς συγκεκριμένα μέτρα σε επίσημη απόφαση του κόμματος και να εξηγούνται συστηματικά με την πιο εκλαϊκευτική μορφή μέσω της καθημερινής κομματικής προπαγάνδας και ζύμωσης στις συνελεύσεις, στις αγορεύσεις στο Κοινοβούλιο, στις προτάσεις νόμων – τότε έχουμε ξανά την ίδια παρελκυστική ή μασημένη πέρα για πέρα σοφιστική απάντηση, ότι ο λαός, λέει, είναι ακόμη απροετοίμαστος γι αυτό κτλ.! Μα το ζήτημα είναι ακριβώς ότι τώρα κιόλας πρέπει ν’ αρχίσουμε αυτή την προετοιμασία και να την πραγματοποιήσουμε απαρέγκλιτα» (στο ίδιο, σελ 215).

Τα πράγματα δεν είναι έτσι ακριβώς για το Κόμμα μας, παρόλο που έχουμε το ίδιο αποτέλεσμα. Το ερώτημα, όμως, που αφορά τον κόσμο του ΚΚΕ, τα μέλη του, τα στελέχη του, αλλά και την ίδια την ηγεσία του είναι σαφές, έστω και εάν η παραπάνω αναφορά του Β. Ι. Λένιν κατατροπώνει τα κόμματα που κινούνταν στο πνεύμα της ΙΙ Διεθνούς, είναι:

Τι ακριβώς μας υποδεικνύει ο Β. Ι. Λένιν; Από αυτό το σημείο θα συνεχίσουμε στο δεύτερο και τελευταίο μέρος του άρθρου μας, εξηγώντας τι ακριβώς υποδεικνύει ο Β. Ι. Λένιν,υπενθυμίζοντας το πώς έδρασε ο ίδιος μετά την Επανάσταση του Φλεβάρη και ειδικά μετά τη διατύπωση των θέσεων του Απρίλη, πως οι επεξεργασίες του αποτυπώθηκαν στο προτεινόμενο πρόγραμμα του Κόμματος των Μπολσεβίκων, πως αντιδρά το Κόμμα μας με ευθύνη της ηγεσίας του σήμερα στην έννοια των συγκεκριμένων μέτρων, σε μια τέτοια «προετοιμασία», και τι ακριβώς υποστηρίζει η «Νέα Σπορά» με τις προτάσεις της.

COMMENTS