Νέα δεσμά για τους εργαζόμενους και τη χώρα

Το πολυνομοσχέδιο, άμεσο προϊόν των απαιτήσεων των δανειστών, ψηφίστηκε από τη βουλή και αποτελεί νόμο του κράτους πλέον. Και έπεται συνέχεια με τον αναπτυξιακό νόμο και άλλες, ουκ ολίγες, νομοθετικές παρεμβάσεις, που αφορούν σε εργασιακές σχέσεις κλπ..

Όλη αυτή η «νομοθετική Βιομηχανία» έχει ένα πολλαπλό σκοπό, που αφορά και τη χώρα μας αλλά και γενικότερα τους εργαζόμενους συνολικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Πριν απ’ όλα η χώρα μας περιέρχεται στον πλήρη οικονομικό έλεγχο των δανειστών. Ελέγχουν πλέον τη νομισματική πολιτική, τη δημοσιονομική πολιτική, όλη τη δημόσια περιουσία, τα έσοδα της χώρας και τη διάθεσή τους.

Βάζουν χέρι στις Ελληνικές επιχειρήσεις μέσα από τη ρύθμιση των κόκκινων δανείων, στα περιουσιακά στοιχεία των μικροεπιχειρήσεων και μικροεπαγγελματιών, ακόμη και στην πρώτη κατοικία.

Προωθούν τις ιδιωτικοποιήσεις και μοιράζουν μεταξύ τους «τα ασημικά της χώρας μας», που φτάνουν μέχρι και τους ορυκτούς πόρους. Προωθούν χρηματοδοτικές ενισχύσεις που αφορούν το μεγάλο κεφάλαιο, ξένο και ντόπιο.

Παρουσιάζουν τη χώρα μας ως το ζωντανό παράδειγμα εφαρμογής μιας οικονομικής πολιτικής λιτότητας διαρκείας, που θα εφαρμοστεί – και εφαρμόζεται, σε ευρωενωσιακό επίπεδο.

Από αυτήν την πολιτική η χώρα μας και οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να ξεφύγουν, γιατί σε κάθε αξιολόγηση θα γίνεται έλεγχος στην πορεία εφαρμογής των μέτρων και για κάθε απόκλιση ο αυτόματος κόφτης θα πιάνει δουλειά υπό τις εντολές των δανειστών.

Ολοκληρώνεται πλέον και καθιερώνεται ως σταθερή και σε μακροχρόνια βάση μια οικονομική πολιτική, η οποία ξεκινάει και τελειώνει στο πως οι εργαζόμενοι θα γίνουν πιο φτηνή εργατική δύναμη, το πώς οι απόμαχοι της δουλειάς θα ζουν με ένα κομμάτι ψωμί. Και όλη αυτή η πολιτική εφαρμόζεται στο όνομα του ξεπεράσματος της οικονομικής κρίσης και της χρεοκοπίας της χώρας μας.

Θα πρέπει να γίνει, όμως, καθαρό πως είναι όλως αβέβαιο το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής. Το μόνο βέβαιο είναι ότι εντείνεται όλο και περισσότερο ο έλεγχος των δανειστών πάνω στη χώρα μας – δηλαδή εντείνεται η πολιτική και οικονομική εξάρτηση της χώρας μας – και η εξαθλίωση των εργαζομένων.

Κανείς δε μπορεί να διαβεβαιώσει ότι θα έρθει η περίφημη ανάκαμψη. Ακόμη και εάν έρθει θα πάει ολόκληρη για τους δανειστές. Και υπάρχουν και οι διεθνείς και οι εγχώριοι παράμετροι, που, στην καλύτερη περίπτωση, φτάνουν μέχρι μια πολύ περιορισμένη ανάκαμψη.

Βρισκόμαστε σε μια μεταβατική περίοδο, που η μεταφορά της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας προς την Ανατολή δημιουργεί μεγάλες δυσκολίες στην οικονομική δραστηριότητα του Δυτικού καπιταλισμού. Αυτό το γεγονός φαίνεται καθαρά πλέον στους οικονομικούς δείκτες. Και έχει συνέπειες.

Οι συνέπειες, ως προς τις χώρες που δεν παίζουν ένα ευρύτερο γεωπολιτικό ρόλο, επειδή δεν έχουν τη δύναμη να παίξουν αυτόν το ρόλο, είναι καταδικασμένες στη μακροχρόνια ανέχεια. Απτό παράδειγμα είναι η Ελλάδα, που, εκτός των άλλων, πάνω σ’ αυτή διασταυρώνονται και οι γεωπολιτικές επιδιώξεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Το αποτέλεσμα είναι επώδυνο και εκρηκτικό. Εκτός του ότι αυξάνεται ο βαθμός ελέγχου της οικονομίας της αμφισβητούνται και τα κυριαρχικά της δικαιώματα.

Αυτό σημαίνει, πρώτα απ’ όλα, ότι κάθε πτυχή της οικονομικής ζωής της χώρας μας εξαρτάται και ενδιαφέρει τα διασταυρωμένα συμφέροντα και τις αντιθέσεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Φυσικά και της ντόπιας αστικής τάξης. Και αυτό το γεγονός ελέγχει εν πολλοίς και το περιθώριο που δίνεται για ανάκαμψη στην οικονομία της χώρας μας.

Και εδώ πλέον πρέπει να βγάλουμε και να εκλαϊκεύσουμε ένα σημαντικό συμπέρασμα για την Ελλάδα, που τώρα γίνεται ιδιαιτέρως κατανοητό στους εργαζόμενους και τα μικροαστικά μικρομεσαία στρώματα. Η πρόσδεση στην Ευρωπαϊκή Ένωση έφερε τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα από τα προσδοκώμενα. Και όχι μόνο για τη δική μας χώρα.

Η ένταξη της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση της κατέστρεψε σημαντικούς παραγωγικούς τομείς, που διέθετε, συρρίκνωσε συνολικά την παραγωγική δραστηριότητα, έγινε παράγοντας της κρίσης και της χρεοκοπίας, έντασης της πολιτικής και οικονομικής εξάρτησης, εμφάνισε τη μαζική μετανάστευση ειδικευμένου επιστημονικού δυναμικού, την υψηλή ανεργία και τη μαζική εξαθλίωση του εργαζόμενου λαού, την καταστροφή εκατοντάδων χιλιάδων μικροεπιχειρήσεων. Από αυτήν την άποψη αποδείχτηκε και η πλήρης αντιστροφή της στρατηγικής της αστικής τάξης, η πλήρης αποτυχία της.

Την ίδια στιγμή έχει αποτύχει και η Ευρωπαϊκή Ένωση να ξεπεράσει τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης, που ξέσπασε το 2008, εντείνονται οι αντιθέσεις της. Όλοι οι οικονομικοί αναλυτές συμφωνούν ότι βρίσκεται σε μια δύσκολη καμπή, που αφήνει ανοιχτό κάθε ενδεχόμενο για το μέλλον της.

Παράλληλα διαψεύστηκε παταγωδώς ότι η «περισσότερη πολιτική ένωση» θα μπορούσε να γίνει το εφαλτήριο για το ξεπέρασμα και των οικονομικών της προβλημάτων. Και εδώ συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Κάθε προσπάθεια για να αποκτήσει η Ευρωπαϊκή Ένωση περισσότερη πολιτική και οικονομική συνεκτικότητα όξυνε παραπέρα τις αντιθέσεις της, δικαιώνοντας τις εκτιμήσεις της «Νέας Σποράς», που πολύ έγκαιρα είχε προειδοποιήσει για αυτήν την εξέλιξη σημειώνοντας ότι όσο περισσότερη πολιτική και οικονομική συγκέντρωση πραγματοποιείται στην Ευρωπαϊκή Ένωση τόσο περισσότερο δυναμώνουν οι αντιθέσεις της.

Η κατάληξη όλων αυτών των εξελίξεων οδηγεί σε ένα αδιαμφισβήτητο πλέον συμπέρασμα. Ότι η αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση της χώρας μας (και από όλους τους άλλους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς) δεν είναι μόνο αδήριτη ανάγκη, εξ αιτίας της καταστροφής που υπέστη αλλά και συστατικό στοιχείο της στρατηγικής του Κόμματος, και μάλιστα συστατικό στοιχείο της ενιαίας στρατηγικής του Κομμουνιστικού και Εργατικού Κινήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στο δρόμο προς το σοσιαλισμό και όχι το αντίστροφο.

Το «από μέσα» αποδείχτηκε μια μακροχρόνια ουτοπία και ένα από τα κλασσικά παραδείγματα για αυτήν την αποτυχία είναι η σημερινή κατάσταση της χώρας μας, η οποία διαθέτει κυβέρνηση, που η «λογική» του «από μέσα» ξεκινάει από τον καιρό της διάσπασης του ΚΚΕ και της δημιουργίας του πάλαι ποτέ ΚΚΕεσ.

Μέσα από αυτόν το δρόμο, της αποδέσμευσης, αδυνατίζει συνολικά η στρατηγική του Δυτικού καπιταλισμού, παίρνοντας υπόψη το πώς εκφράζονται οι αντιθέσεις σήμερα σε παγκόσμιο επίπεδο, και διευκολύνει την ανάπτυξη των αγώνων του Κομμουνιστικού και Εργατικού Κινήματος.

Με αυτόν τον τρόπο βάζει φραγμό και στην αξιοποίηση της μεγάλης δυσαρέσκειας, που επικρατεί στη χώρα μας και στις άλλες χώρες – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από την πλευρά της ακροδεξιάς, που προσπαθεί να κατευθύνει τον ολοένα και διευρυνόμενο ευρωσκεπτικισμό στα δικά της αντιδραστικά μονοπάτια.

COMMENTS