Συμπεράσματα από τις εργατικές κινητοποιήσεις

Η τελευταία έκθεση του ΔΝΤ για την παγκόσμια οικονομία δεν παρουσιάζει και τόσο ικανοποιητικές τις προβλέψεις για την ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας. Και αυτή η έκθεση, όπως προηγούμενες άλλων διεθνών οργανισμών, διορθώνει προς τα κάτω τις προηγούμενες προβλέψεις για τις μεγάλες καπιταλιστικές δυνάμεις, για την ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Διόρθωση προς τα πάνω προβλέπει μόνο για την Κίνα και αυτό το γεγονός έρχεται να επιβεβαιώσει την τοποθέτηση, που είχε κάνει έγκαιρα η «Νέα Σπορά» στην αρθρογραφία της, που υποστήριζε ότι παίζεται ένα διεθνές προπαγανδιστικό παιχνίδι, που στόχευε να παρουσιάσει ως αιτία της επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομίας τους ρυθμούς ανάπτυξης της Κίνας.

Το πρόβλημα τώρα γίνεται ακόμη πιο καθαρό. Το ζήτημα της ανάπτυξης έρχεται να εντοπιστεί κυρίαρχα ως πρόβλημα του Δυτικού καπιταλισμού και της Ιαπωνίας, που αδυνατούν να παρουσιάσουν ρυθμούς ανάπτυξης, που να ξεφεύγουν από τη συντήρηση της στασιμότητας, γιατί μια μέση ανάπτυξη γύρω στο 1.5% π.χ. για την ευρωζώνη, από τότε που εγκαινιάστηκε το ευρώ, ουσιαστικά ισοδυναμεί με στασιμότητα.

Στο μεταξύ τα τελευταία στοιχεία που δημοσιεύτηκαν για τη βιομηχανική ανάπτυξη δείχνουν πτώση ή στασιμότητα των δεικτών όλων των χωρών του Δυτικού καπιταλισμού και της Ιαπωνίας, ενώ παράλληλα εξακολουθεί να πέφτει η κατανάλωση. Αν αυτή η τάση συνεχιστεί ή και επιδεινωθεί σ’ αυτούς τους δύο τομείς κατά τη γνώμη μας, τότε, το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι: από πού θα προέλθει η ανάπτυξη;

Αντίθετα, πάντα κατά τη γνώμη μας, αυτοί οι δύο δείκτες αποτελούν σημάδια μιας πολύ αργόσυρτης ασθενούς ανάπτυξης, με δείκτες που αναθεωρούνται προς τα κάτω, που σε συνδυασμό με τα στοιχεία για τη βιομηχανική ανάπτυξη μπορεί να είναι και ο προπομπός μιας νέας οικονομικής κρίσης.

Στο πλαίσιο αυτό έχει σημασία να επικεντρώσουμε στο τι συμφώνησε η κυβέρνηση με τους δανειστές. Πρακτικά η κυβέρνηση αποδέχτηκε όλους τους όρους των δανειστών, υπόγραψε ένα τρίτο μνημόνιο και προχωράει μέσα από την ολοκλήρωση της αξιολόγησης στη συμφωνία ενός νέου συμπληρωματικού μνημονίου με μόνη της «επιτυχία» μια πολιτική φράση για το δημόσιο χρέος στο προσεχές Eurogroup της 24ης του Μάη.

Στην πραγματικότητα ακόμη η κυβέρνηση δεν έχει τίποτα στα χέρια της πέρα από φραστικές διαβεβαιώσεις γενικού χαρακτήρα, έστω και εάν πέφτουν στο τραπέζι προτάσεις, όπως αυτή του ΔΝΤ, που δημοσίευσε η Wall Street Journal, για την αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους με νέα περίοδο χάριτος, σταθερό επιτόκιο και επέκταση του χρόνου αποπληρωμής μέχρι το 2080. Η «Νέα Σπορά» έχει έγκαιρα γράψει ότι το δημόσιο χρέος θα είναι ένας βραχνάς που θα ταλανίζει τον εργαζόμενο λαό ολόκληρο τον 21ο Αιώνα. Και ήδη αυτό διαφαίνεται και στις προτάσεις που εμφανίζονται ως «ευεργετικές» για τη χώρα μας.

Η συζήτηση για το χρέος στην πραγματικότητα θα αρχίσει από το 2018, με απαίτηση της Γερμανίας, με προϋπόθεση την ολοκλήρωση των μέτρων, που επιθυμούν οι δανειστές και η κυβέρνηση είναι πρόθυμη να πάρει. Γι’ αυτό το λόγο, σε συνέχεια του φορο-ασφαλιστικού που ψηφίστηκε, πρόκειται να νομοθετηθούν δεκάδες νομοσχέδια σε νόμους του κράτους, τα οποία η κυβέρνηση τα είχε έτοιμα στα συρτάρια της, αλλά περίμενε να συμφωνήσει και με τους δανειστές και να κάνει τις αναγκαίες προσαρμογές στις απαιτήσεις τους.

Τέλος να θίξουμε ακόμη ένα θέμα οικονομικής φύσης, που είναι η περιβόητη ανάπτυξη, που υπόσχεται η κυβέρνηση. Ακόμη και εάν έρθουν τα κονδύλια που προπαγανδίζει η κυβέρνηση και οι επενδύσεις και κατορθώσει να παρουσιάσει μια στοιχειώδη ανάκαμψη, πάλι μέσα στο περιοριστικό πλαίσιο της οικονομικής στασιμότητας θα κινηθεί η οικονομία της χώρας με τα μεγάλα προβλήματα να είναι μπροστά της. Όχι μόνο γι’ αυτήν την κυβέρνηση αλλά και για οποιαδήποτε άλλη ήθελε προκύψει, μια και άνοιξε και η συζήτηση για τον εκλογικό νόμο.

Έχοντας ως υπόβαθρο την παραπάνω ανάλυση, που προκύπτει από τα οικονομικά δεδομένα, τόσο τα διεθνή όσο και της χώρας μας, το ερώτημα που μπαίνει είναι: Ποια αντίστοιχη εκτίμηση – συμπέρασμα μπορούμε να κάνουμε για τους αγώνες του Εργατικού Κινήματος, που έγιναν μέχρι τώρα;

Το πρώτο πράγμα που θέλουμε να θίξουμε είναι ότι από την πλευρά μας δεν υποτιμάμε καθόλου τις όποιες δυσκολίες που έχουν προκύψει για τους εργαζόμενους από την ίδια την ξέφρενη μνημονιακή οικονομική πολιτική, που εφαρμόζεται μέχρι τώρα, τις επιπτώσεις που συνεπάγεται και τα προβλήματα που προσθέτει στις συνθήκες διαβίωσης των εργαζομένων και των μικροαστικών μικρομεσαίων στρωμάτων.

Το νόμισμα, όμως, έχει δύο όψεις. Ή θα υποστηρίζεται, από την πλευρά της ηγεσίας του Κόμματος ότι επαληθεύτηκε στις εκτιμήσεις της για την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβερνητικής πολιτικής, οπότε θα πρέπει να μας εξηγήσει το γιατί μέχρι τώρα με την πολιτική που αντέταξε δε μπόρεσαν να αναπτυχθούν οι εργατικοί αγώνες και να ανατρέψουν τη μνημονιακή πολιτική (στο πλαίσιο και της στρατηγικής του Κόμματος), αλλά ούτε καν και να την παρεμποδίσουν, ή θα πρέπει να διερωτηθεί για την ίδια την πολιτική, που αντιτάσσει απέναντι στην κυβερνητική πολιτική.

Γιατί, τελικά, θα πρέπει να δεχτούμε ότι οι μέχρι τώρα αγώνες, χωρίς, σε καμία περίπτωση, να τους υποτιμάμε, δε στάθηκαν ικανοί να αναχαιτίσουν την εφαρμογή της μνημονιακής αντιλαϊκής πολιτικής ούτε στο ελάχιστο. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Ούτε, επίσης, παρουσίασαν μια αξιοσημείωτη άνοδο. Και αυτό είναι ένα πρώτο συμπέρασμα που πρέπει να εξαχθεί από τα αντικειμενικά δεδομένα της ίδιας της πολιτικής συγκυρίας.

Και εδώ πρέπει να προσθέσουμε και δύο ακόμη παράγοντες: Ο πρώτος είναι ότι για να δημιουργηθούν συνθήκες επαναστατικής κατάστασης, για την οποία συχνά κάνει λόγο η ηγεσία του Κόμματος, ένας από τους όρους εμφάνισής της είναι η απότομη πτώση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων, η πλατιά εξαθλίωση των λαϊκών μαζών, η καταστροφή των μικροαστικών στρωμάτων.

Μόνο που για να αποκτήσει δυναμική αγώνων αυτή η κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει οι λαϊκές μάζες, να αναπτύξουν την αυτοτελή τους επαναστατική δράση και να μην έχουμε αντιδραστικά πισωγυρίσματα πρέπει αντίστοιχα να υπάρξει και η ανάλογη πολιτική πρόταση από την πλευρά τη πολιτικής πρωτοπορίας, η αυτοτελής πολιτική της παρουσία και δράση που θα βοηθάνε να απεγκλωβίζονται οι λαϊκές μάζες από τους «από πάνω».

Αυτές οι συνθήκες υπάρχουν και θα συνεχίσουν να υπάρχουν. Έχουμε μπει στον όγδοο χρόνο της οικονομικής κρίσης, που έφερε και τη χρεοκοπία της χώρας μας, και στον έκτο χρόνο της εφαρμογής της μνημονιακής πολιτικής, που επίσης θα συνεχίσει να υπάρχει και να προσθέτει σε κάθε αξιολόγηση νέα αντιλαϊκά μέτρα.

Η εξαθλίωση των λαϊκών μαζών και η παραπέρα έντασή της είναι δεδομένη. Οι αγώνες, όμως, που αναπτύσσονται δεν αντιστοιχούν στο βαθμό εξαθλίωσης των λαϊκών μαζών. Και όχι μόνο δεν αντιστοιχούν αλλά δε μπορούν και να ματαιώσουν την κυβερνητική πολιτική. Και αυτό το γεγονός οφείλουμε να το αναφέρουμε ως συμπλήρωμα του συμπεράσματος, που ήδη καταγράψαμε.

Ο δεύτερος παράγοντας είναι ότι η πολιτική της κυβέρνησης έχει γίνει «φύλλο και φτερό». Δεν υπάρχει πλέον καμία αμφιβολία για το περιεχόμενό της. Και σ’ αυτό βοήθησε και η Νέα Δημοκρατία, που στην προσπάθειά της να παρουσιάσει μια αντιπολιτευτική τακτική απέναντι στην κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ κατηγορούσε και κατηγορεί την κυβέρνηση για τη μη τήρηση των όσων υποσχέθηκε, την κατηγορεί για τη φορομπηχτική της πολιτική.

Αυτή η στάση της Νέας Δημοκρατίας, ταυτόχρονα, βοηθούσε στο να γίνει «φύλλο και φτερό» και η δικιά της πολιτική. Και αυτό γιατί οι δανειστές δεν έκαναν καμία παραχώρηση ως προς τις απαιτήσεις τους. Και η Νέα Δημοκρατία να ήταν στην κυβέρνηση θα έπρεπε να συνεχίσει την ίδια μνημονιακή πολιτική. Η κριτική, λοιπόν, της Νέας Δημοκρατίας μπορεί να θύμιζε το τι θα έπρεπε να κάνει η κυβέρνηση με όσα είχε υποσχεθεί, αλλά ταυτόχρονα «έβγαζε στα κεραμίδια» την πολιτική της κυβέρνησης ως πολιτική της Νέας Δημοκρατίας, πέρα από το γεγονός ότι την εμφάνιζε φανερά και χονδροειδώς δημαγωγική.

Το αποτέλεσμα ήταν να έχουμε την ταυτόχρονη αποκάλυψη τόσο της κυβερνητικής πολιτικής όσο και της αστικής αντιπολίτευσης. Το έδαφος για να γονιμοποιηθεί και να καρπίσει η πολιτική του Κόμματος ήταν σαφώς ευνοϊκό, παρά τις όποιες δυσκολίες παρεμβάλλονταν από την πλευρά της κυβέρνησης, της αστικής αντιπολίτευσης και των αστικών ΜΜΕ.

Προς επίρρωση αυτής της εκτίμησής μας πρέπει να αναφερθούμε στα ίδια τα στατιστικά δεδομένα των δημοσκοπήσεων, που έκαναν γνωστές εταιρείες δημοσκοπήσεων (γνωστές και για το ρόλο τους στη λαϊκή χειραγώγηση).

Τελικά, οι εταιρείες αυτές, δε μπορούσαν να αποκρύψουν την πλατιά λαϊκή δυσαρέσκεια, την έλλειψη εμπιστοσύνης στο αστικό πολιτικό σύστημα, την έλλειψη εμπιστοσύνης στα αστικά ΜΜΕ, την έλλειψη ελπίδας της συντριπτικής πλειοψηφίας των λαϊκών μαζών για την προοπτική καλυτέρευσης των συνθηκών διαβίωσής τους, την εκτίμηση των λαϊκών μαζών ότι η οικονομική κατάστασή τους θα χειροτερεύει παραπέρα, την απόρριψη της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την άρνηση του ευρώ και σε σημαντικό βαθμό και την άρνηση της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Επομένως η ηγεσία του Κόμματος δε μπορεί να κάνει λόγο και να αιτιάται πλέον τις «αυταπάτες», που τρέφουν οι λαϊκές μάζες. Και αυτό είναι ένα ακόμη συμπέρασμα που πρέπει να πάρουμε υπόψη μας για να έχουμε αντικειμενικές και σωστές εκτιμήσεις για «το τι φταίει» σε σχέση με την πολιτική του Κόμματος.

Στους παραπάνω παράγοντες που εξετάσαμε πρέπει να αναφερθούμε ακόμη και στη δράση του ίδιου του ΠΑΜΕ. Είναι σαφές και πρέπει να αναρωτηθούμε για το γιατί το ΠΑΜΕ δε μπόρεσε, σε μια τέτοια περίοδο, να συσπειρώσει τις πλατιές λαϊκές μάζες. Αυτό το ερώτημα δεν έχει απαντηθεί.

Και μαζί με το παραπάνω ερώτημα πρέπει να απαντηθεί και ένα άλλο ερώτημα: Γιατί η δράση του ΠΑΜΕ δε μπόρεσε να ανακόψει την απομάκρυνση των εργαζομένων από τα ίδια τους τα συνδικάτα, όταν ο ρόλος του κυβερνητικού και εργοδοτικού συνδικαλισμού έχει αποκαλυφθεί πλήρως, σε σημείο τέτοιο, που, ενώ στήνει εξέδρες για την πραγματοποίηση εκδηλώσεων, τελικά, να μην «πατάει ψυχή» και να ματαιώνονται;

Για να μην προσθέσουμε και το ερώτημα για την κατάσταση που επικρατεί και σε ορισμένα συνδικάτα στα οποία την πλειοψηφία στη διοίκηση διαθέτει το ίδιο το ΠΑΜΕ.

Έχουμε, κατά συνέπεια, άλλο ένα συμπέρασμα για έναν ουσιαστικό παράγοντα, το ρόλο και τη δράση του ΠΑΜΕ, που μας οδηγεί, θέλουμε δε θέλουμε, να επαναξετάσουμε το ρόλο και τη δράση του.

Επειδή εμείς από την πλευρά μας δεν πιστεύουμε στη «θεωρία του καναπέ», χωρίς να υποτιμάμε την προσπάθεια καθησύχασης και παραπλάνησης των λαϊκών μαζών από την πλευρά της κυβέρνησης και της αστικής αντιπολίτευσης, αντίθετα, επειδή πιστεύουμε ότι είναι πολιτικοί οι παράγοντες για το σημερινό επίπεδο των εργατικών αγώνων – και εδώ υπάρχει μερίδιο ευθύνης και στην ίδια την ηγεσία του Κόμματος, που ορισμένες φορές μπήκε και συμμερίστηκε τη «θεωρία του καναπέ», θέλουμε να συμπυκνώσουμε και να καταθέσουμε το τελικό μας συμπέρασμα για τους λόγους που το Εργατικό Κίνημα βρίσκεται στη σημερινή κατάσταση.

Ουσιαστικά να μιλάμε, δηλαδή, μετά από μια μακροχρόνια κατάσταση οικονομικής κρίσης και χρεοκοπίας της χώρας μας για την ανάγκη της ανασυγκρότησης του Εργατικού Κινήματος, ενώ θα έπρεπε να έχουμε κάνει ουσιαστικά βήματα σύγκρουσης με την πολιτική που εφαρμόζεται.

Έχουμε σημειώσει από την αρθρογραφία της «Νέας Σποράς», και κατ’ επανάληψη, ότι η πορεία των πολιτικών πραγμάτων στη χώρα μας και στο Εργατικό Κίνημα θα κριθεί από τη στάση που θα κρατήσει το ΚΚΕ.

Εξακολουθούμε να το πιστεύουμε και τώρα ακόμη πιο πολύ, μια και η πολιτική των μνημονίων διαρκείας εξελίσσεται σε μόνιμη πολιτική της αστικής τάξης και των πολιτικών της εκπροσώπων. Μόνο που αυτή η εκτίμησή μας μπορεί να εκπληρωθεί κάτω από συγκεκριμένους όρους. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι το Κόμμα δε μπορεί να συνεχίσει στην ίδια ρότα.

Η πολιτική του Κόμματος αυτοαναιρείται για το βασικό λόγο ότι αδυνατεί να συνδυάσει τα άμεσα καθήκοντα που επωμίζεται σε σχέση με την ίδια του τη στρατηγική. Αδυνατεί να συνδυάσει τους άμεσους στόχους του με τους μακροπρόθεσμούς.

Πως είναι δυνατό να πεισθούν οι εργαζόμενοι να παλέψουν για τα άμεσα προβλήματά τους, τα οποία προκύπτουν από τη μνημονιακή πολιτική, όταν οι πολιτικοί όροι που κατατίθενται από τις επεξεργασίες του Κόμματος αναιρούν την ίδια τους τη δράση; Αυτό είναι το ερώτημα.

Πολύ περισσότερο, πως είναι δυνατό να παλέψουν οι εργαζόμενοι για τη σοσιαλιστική επανάσταση, όταν δεν είναι πεισμένοι να παλέψουν για τα άμεσα προβλήματά τους; Αυτό είναι ένα δεύτερο ερώτημα.

Με ενέσεις αισιοδοξίας, με παραινέσεις αγωνιστικότητας και ερωτήματα για το εάν «θα συμβιβαστούμε μπροστά σ’ αυτήν την κατάσταση», που απευθύνονται σε συγκεντρώσεις δε λύνεται το πρόβλημα της ανάπτυξης των εργατικών αγώνων και της κοινωνικής συμμαχίας.

Και για να είμαστε απόλυτα σαφείς θα αναφερθούμε σ’ ένα πολύ συγκεκριμένο παράδειγμα, που νομίζουμε ότι λύνει γενικότερα τον «κόμπο» της πολιτικής του Κόμματος.

Όταν καλούμε τους εργαζόμενους να παλέψουν για να ματαιώσουν τη μνημονιακή πολιτική ή να την παρεμποδίσουν και την ίδια στιγμή δεν τον καλούμε να συνδυάσει την πάλη του με την πλήρη αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση ποια πολιτική συνείδηση του καλλιεργούμε, όταν την αποδέσμευση την παραπέμπουμε στη σοσιαλιστική επανάσταση;

Οι εργαζόμενοι αυτό που καταλαβαίνουν, αφού δεν υπάρχουν οι όροι της πραγματοποίησης της σοσιαλιστικής επανάστασης, είναι ότι θα συνθλίβονται στις μυλόπετρες της μνημονιακής πολιτικής. Αυτό το γεγονός είναι που γεννάει τη μοιρολατρία και την ηττοπάθεια σε συνδυασμό με τη στάση των άλλων πολιτικών δυνάμεων και του κυβερνητικού και εργοδοτικού συνδικαλισμού.

Για τους οποιουσδήποτε λόγους οι λαϊκές μάζες δεν είναι σε θέση αυτή τη στιγμή να δώσουν μιαν απάντηση στην εφαρμοζόμενη πολιτική μέσα από την πραγματοποίηση της σοσιαλιστικής επανάστασης. Και δεν είναι ό,τι καλύτερο για ένα επαναστατικό κόμμα να αναμένει «στη γωνία» την επαναστατική κατάσταση για να κερδίσει τις λαϊκές μάζες και να τις καθοδηγήσει για την πραγματοποίηση της σοσιαλιστικής επανάστασης.

Πρώτο, γιατί κάθε επαναστατική κατάσταση δεν οδηγεί οπωσδήποτε σε σοσιαλιστική επανάσταση, που σημαίνει ότι και σε επαναστατική κατάσταση ένα επαναστατικό κόμμα υπάρχει περίπτωση να μην κερδίσει με το μέρος του και τους στόχους του τις λαϊκές μάζες.

Δεύτερο, γιατί καμία επανάσταση ιστορικά δεν έχει πραγματοποιηθεί με αυτόν τον τρόπο. Επομένως ο επαναστατικός παράγοντας είναι καταδικασμένος στη μακροχρόνια αναμονή. Αυτό υπέστησαν όλα τα Τροτσκιστικά ρεύματα σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη. Και αυτό το γεγονός αποτελεί μια πολύτιμη εμπειρία.

Τρίτο, γιατί με μια τέτοια σχηματική λογική αποκόπτονται οι αντικειμενικοί παράγοντες της επαναστατικής κατάστασης από τους υποκειμενικούς. Καμία επαναστατική κατάσταση δεν πρόκειται να προκύψει με τον ίδιο τρόπο όπως τον προηγούμενο αιώνα, γιατί παρεμβάλλεται πλέον η ιστορική εμπειρία της αστικής τάξης.

Τώρα η αστική τάξη γνωρίζει, ότι σε περιόδους κρίσης, οικονομικής και πολιτικής, μπορούν οι εξελίξεις να οδηγήσουν σε επαναστατική κατάσταση και στη συνέχεια σε σοσιαλιστική επανάσταση. Γνωρίζει ότι ο σοσιαλισμός δεν είναι μια ουτοπία. Πραγματοποιήθηκε. Γνωρίζει ότι και πάλι μπορεί να πραγματοποιηθεί. Και μας έχει διαβάσει κιόλας, και μάλιστα από τα πρωτότυπα κείμενα των Κλασσικών.

Γι’ αυτό το λόγο προσπαθεί να σπάσει τον κρίκο ανάμεσα στους αντικειμενικούς και υποκειμενικούς όρους που οδηγούν σε επαναστατική κατάσταση. Και ένα τέτοιο παράδειγμα σύγχρονο, που αφορά τη χώρα μας, είναι η περίπτωση της προβοκάτσιας της Μαρφίν.

Θα υποστείλουμε τις σημαίες μας; Κανείς δεν το ισχυρίζεται. Θα μπούμε κάτω από ξένες σημαίες; Ούτε αυτό το ισχυρίζεται κανείς. Μπορεί να είναι το ΚΚΕ του σήμερα το ίδιο με το ΚΚΕ του χθες; Ούτε αυτό μπορεί να γίνει και δεν πρέπει να γίνει. Αυτό, όμως, που μπορεί να γίνει είναι να αποκατασταθούν η Μαρξιστική – Λενινιστική επαναστατική στρατηγική και τακτική του Κόμματος. Οι Λενινιστικές του αρχές λειτουργίας.

Και το γεγονός αυτό επιβάλλει να μπορεί η αυτοτελής δράση του Κόμματος, η δράση του στο Εργατικό Κίνημα, σε όλους τους χώρους, να ωριμάζει και τις αντικειμενικές και τις υποκειμενικές συνθήκες πραγματοποίησης των στόχων του.

Τόσα χρόνια οικονομικής και πολιτικής κρίσης και εφαρμογής της μνημονιακής πολιτικής δεν δικαιολογεί το γεγονός ότι μιλάμε για το στόχο της ανασύνταξης του Εργατικού Κινήματος και βρισκόμαστε ουσιαστικά στην αρχή. Για να μην πούμε ότι βρισκόμαστε πίσω από τότε που ο στόχος της ανασύνταξης είχε τεθεί, δηλαδή, από την προηγούμενη δεκαετία, πολύ πιο πριν το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης.

Από τότε που η αρθρογραφία του Κόμματος χαρακτήριζε «προσχηματική» την κρίση έχουν πέσει η κυβέρνηση Καραμανλή, η κυβέρνηση Παπανδρέου, η κυβέρνηση Παπαδήμου, η κυβέρνηση Σαμαρά. Έχει συσσωρευτεί μια πολύτιμη πείρα.

Και αυτή η πείρα βγάζει στην επιφάνεια την αδυναμία του Κόμματος να συνδυάσει τα άμεσα καθήκοντά του με τη στρατηγική του. Πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχει απόλυτη ανάγκη να αναθεωρήσει τις επεξεργασίες του, να τις δρομολογήσει σε Λενινιστική κατεύθυνση, να καταθέσει μια άμεση πολιτική προγραμματική πρόταση σε αντιιμπεριαλιστική, αντιμονοπωλιακή, δημοκρατική κατεύθυνση, που θα δημιουργήσει τις συνθήκες της κοινωνικής συμμαχίας ανάμεσα στην εργατική τάξη και τα μικρομεσαία μικροαστικά στρώματα, μια κοινωνική συμμαχία που θα εκδιώξει την αστική τάξη από την εξουσία, θα διεκδικήσει τη δική της πολιτική εξουσία, θα δημιουργήσει τις δικές της λαοκρατικές δημοκρατικές δομές, θα ανοίξει το δρόμο στη σοσιαλιστική επανάσταση.

Βρισκόμαστε σε μια κρίσιμη στιγμή. Η κυβέρνηση έχει τραβηχτεί πλήρως στη μνημονιακή πολιτική. Αυτό δε σημαίνει ότι θα την ακολουθήσουν στον κατήφορο που επέλεξε και οι λαϊκές μάζες. Τώρα πλέον η κυβέρνηση δε διαθέτει κανένα «αριστερό» επιχείρημα, τώρα χρειάζεται να αποκτήσει η πολιτική του Κόμματος σαφήνεια τόσο στην παραπέρα ανάπτυξη των αγώνων του Εργατικού Κινήματος όσο και της πολιτικής διεξόδου από την κρίση και τη χρεοκοπία. Και κατά τούτο χρειάζεται η κατάθεση της συγκεκριμένης προγραμματικής πρότασης, που ήδη μνημονεύσαμε.

COMMENTS