Για τις προεδρικές εκλογές στην Αυστρία

austria1roundΤα αποτελέσματα των εκλογών στην Αυστρία για την ανάδειξη νέου προέδρου έδειξαν μια μεγάλη άνοδο της ακροδεξιάς. Τα κυβερνητικά κόμματα, που μονοπωλούν τη διακυβέρνηση της χώρας τις τελευταίες δεκαετίες, καταποντίστηκαν.

Ο υποψήφιος της ακροδεξιάς Νόρμπερτ Χόφερ κατέλαβε την πρώτη θέση παίρνοντας 1.499.971 ψήφους και με ποσοστό 35.1%. Εάν αυτό το ποσοστό το συσχετίσουμε με το ποσοστό των τελευταίων βουλευτικών εκλογών, που διεξήχθησαν στην Αυστρία το 2013 και που το ακροδεξιό κόμμα της Ελευθερίας, του Χάιντς-Κρίστιαν Στράχε, πήρε 962.313 ψήφους και ποσοστό 20.51%, τότε διαπιστώνουμε ότι η ακροδεξιά εκτινάχτηκε περίπου 15 ποσοστιαίες μονάδες και ανέβηκε πάνω από μισό εκατομμύριο ψήφους! Εάν δε κάνουμε τη σύγκριση με τις προηγούμενες προεδρικές εκλογές του 2010, όπου ο υποψήφιος της ακροδεξιάς πήρε 481.923 ψήφους και ποσοστό 15.24%, διαπιστώνουμε την αλματώδη άνοδο της ακροδεξιάς με πάνω από ένα εκατομμύριο ψήφους και 20 περίπου ποσοστιαίες μονάδες.

Δεύτερος στο εκλογικό αποτέλεσμα αναδείχτηκε ο οικολόγος – εναλλακτικός Αλεξάντερ φαν ντερ Μπέλεν, του Κόμματος των Πρασίνων, πρώην πρόεδρός του, παίρνοντας 913.218 ψήφους και με ποσοστό 21.3%. Ακολουθεί τρίτη μια ανεξάρτητη υποψήφια, η Ίρμγκραντ Γκρις, σε μικρή σχετικά απόσταση από τον Αλεξάντερ φαν ντερ Μπέλεν, που πήρε 810.641 ψήφους και με ποσοστό 18.9%.

Τα δύο κυβερνητικά κόμματα, το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και το Λαϊκό κόμμα κατέλαβαν την τέταρτη και πέμπτη θέση αντιστοίχως παίρνοντας ο μεν υποψήφιος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, Ρούντολφ Χαντστόρφερ, 482.790 ψήφους και ποσοστό 11.3%, ενώ ο υποψήφιος του Λαϊκού κόμματος, Αντρέας Κολ, 475.767 ψήφους και ποσοστό 11.1%. Τα δύο κυβερνητικά κόμματα συγκέντρωσαν 958.557 ψήφους και ποσοστό 22.4% σε σχέση με τις βουλευτικές εκλογές του 2013 που είχαν συγκεντρώσει 2.384.481 ψήφους και ποσοστό 50.81%. Τα νούμερα μιλάνε από μόνα τους.

Πολλοί πολιτικοί αναλυτές διατυπώνουν την άποψη ότι το εκλογικό αποτέλεσμα της Αυστρίας αποτελεί ένα σοκ για ολόκληρη την Ευρώπη, δίπλα στο σοκ που προκαλεί η Λεπέν στη Γαλλία. Ορισμένοι δε από αυτούς, κυρίως στον ξένο Τύπο, προσπάθησαν να παρουσιάσουν τη σημερινή κατάσταση της Ευρώπης ως ανάλογη της δεκαετίας του 1920, που ανοίγει ο κύκλος των φασιστικών καθεστώτων.

Άλλοι εντόπισαν το πρόβλημα ιδιαίτερα στο προσφυγικό ζήτημα, που η σημερινή κυβέρνηση της Αυστρίας δε μπόρεσε να το ελέγξει, και έτσι οι ψηφοφόροι προτίμησαν το ακροδεξιό κόμμα της Ελευθερίας. Παρατηρούν δε ότι η μετατόπιση ψηφοφόρων αφορά σε ολόκληρη την Αυστρία με εξαίρεση την Πρωτεύουσα.

Κατά τη γνώμη μας η ακροδεξιά ενίσχυση οφείλεται σε δύο βασικούς παράγοντες: Ο ένας είναι η ίδια η πολιτική που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Ένωση και δίνει τη δυνατότητα στην ακροδεξιά να εκμεταλλεύεται, με μια ευρωσκεπτικιστική ρητορεία, τις συνέπειες αυτής της πολιτικής, η οποία αφορά πλέον σε όλα τα επίπεδα, οικονομικό, πολιτικό αλλά και οραματικό. Η πολιτικολογία γύρω από την ενότητα και την ευημερία της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν «πουλάει» πλέον, γιατί την ξεπερνάει η ίδια η πραγματικότητα.

Ο δεύτερος λόγος είναι η κατάσταση κρίσης που υπάρχει στο Κομμουνιστικό και Εργατικό Κίνημα, που πέρα από το γεγονός ότι τελεί ακόμη κάτω από την επίδραση των αντεπαναστατικών ανατροπών στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, δεν έχει κατορθώσει να αντιτάξει μια σαφή εναλλακτική πρόταση σε σχέση με τη σημερινή πραγματικότητα, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί.

Ιστορικές αντιστοιχίες που πέρασε το Κομμουνιστικό και Εργατικό Κίνημα σε προηγούμενες εποχές δεν είναι εύκολο να τις βρούμε. Η σημερινή εποχή παρουσιάζει τις δικές της ιδιομορφίες, που σφραγίζουν την πορεία του. Γι’ αυτό το λόγο και τα Κομμουνιστικά και Εργατικά Κόμματα μεταξύ τους παρουσιάζουν σημαντικές διαφοροποιήσεις στις αναλύσεις τους και αποκλίσεις από τη Μαρξιστική – Λενινιστική ανάλυση, ως οδηγού δράσης.

Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι αυτή η κατάσταση χαρακτηρίζει και Κομμουνιστικά Κόμματα, που κάνοντας κριτική αποτίμηση του παρελθόντος και της συνολικής πορείας του Κομμουνιστικού και Εργατικού Κινήματος έχουν αναθεωρήσει τη Μαρξιστική – Λενινιστική ανάλυση στην πράξη, παρά το γεγονός ότι διακηρύσσουν την πίστη τους στο Μαρξισμό – Λενινισμό.

Το αποτέλεσμα είναι να μη μπορούν να προβούν σε μια ρεαλιστική ανάλυση της σημερινής καπιταλιστικής πραγματικότητας και να πέφτουν είτε στο δεξιό είτε στον «αριστερό» οπορτουνισμό και στην πράξη να μη μπορούν να ανταποκριθούν στα σημερινά πολιτικά τους καθήκοντα.

Στη βάση αυτή την αυξανόμενη δυσαρέσκεια των λαϊκών μαζών μπορούν, με μια σχετική ευκολία, να την εκμεταλλεύονται οι ακροδεξιές δυνάμεις, να βρίσκουν πρόσφορο έδαφος να ψαρεύουν σε θολά νερά με την αυξανόμενη αντίθεση των λαϊκών μαζών προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, να αντιτάσσουν έναν αντιδραστικό ευρωσκεπτικισμό, που σε τελική ανάλυση αποτελεί και μια πολιτική εφεδρεία για την ευρωενωσιακό καπιταλισμό, μπροστά και στην πολιτική κρίση που μαστίζει το αστικό πολιτικό σύστημα και στον προδοτικό ρόλο της καταρρέουσας Σοσιαλδημοκρατίας.

Γι’ αυτό το λόγο αποδίδουμε ιδιαίτερη σημασία για το ρόλο που μπορούν να παίξουν στη σημερινή περίοδο Κομμουνιστικά Κόμματα συγκροτημένα και με ιστορικές ρίζες αγώνων και θυσιών, με ισχυρές καταβολές και αγωνιστικές περγαμηνές, με προσφορά στην ανάπτυξη του Εργατικού κινήματος και των αγώνων του.

Το εκλογικό αποτέλεσμα στην Αυστρία θα πρέπει να θεωρηθεί ως το καμπανάκι για το Επαναστατικό Κίνημα για την αποφασιστική στροφή προς την πολιτική αντίδραση για ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Ο κίνδυνος αυτός δεν πρέπει να υποτιμηθεί ούτε για τη χώρα μας, γιατί ήδη υπάρχει η Χρυσή Αυγή, που έχει δείξει το χαρακτήρα της και τους πολιτικούς της σκοπούς, αλλά, ταυτόχρονα, αυτήν την κατάσταση προσπαθούν να την εκμεταλλευτούν και δυνάμεις που πλασάρονται με πιο «ευπρεπές» πρόσωπο, όπως είναι το νεοπαγές κόμμα των Γιώργου Καρατζαφέρη και Παναγιώτη Μπαλτάκου.

Την ίδια στιγμή για το ΚΚΕ το αποτέλεσμα αυτό πρέπει να δρομολογήσει μια συστηματική και αυτοκριτική επανεξέταση των θέσεων που προβάλει, γιατί, από τη μια δείχνει τη μεγάλη πολιτική κρίση των αστικών δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένων και των δυνάμεων της Σοσιαλδημοκρατίας, απόδειξη ότι η αστική τάξη δε διαθέτει την ικανότητα να δημιουργεί πολιτικές εφεδρείες, όταν οι βασικές πολιτικές δυνάμεις του αστικού πολιτικού συστήματος οδηγούνται σε κατάρρευση.

Και στην Αυστρία, όπως προηγούμενα και στη χώρα μας, οι βασικές πολιτικές δυνάμεις υπέστησαν μια πολιτική κατάρρευση, αφού και οι δύο μαζί κυβερνούσαν και μαζί δεν ξεπερνάνε πλέον το 22.4% του εκλογικού σώματος.

Από την άλλη, όμως, δείχνει ότι σε συνθήκες πολιτικής κρίσης, οικονομικής κρίσης και χρεοκοπίας της χώρας μας, οικονομικής στασιμότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πραγματικών δυσκολιών αναπαραγωγής του κεφαλαίου τις σημαντικές δυνατότητες ανάπτυξης του Κομμουνιστικού και Εργατικού Κινήματος.

Η «Νέα Σπορά» έχει καταθέσει ήδη τις απόψεις της γύρω από την ανάγκη διαμόρφωσης μιας προγραμματικής πρότασης, που θα αξιοποιεί διαλεκτικά δεμένες την κυρίαρχη με τη βασική αντίθεση της κοινωνίας, τα άμεσα και καυτά προβλήματα των εργαζομένων στενά συνδεδεμένων με την ανάγκη της αποδέσμευσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση, από όλους τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς στην προοπτική του σοσιαλισμού.

Αυτή η πρόταση θα βασίζεται στην κοινωνική συμμαχία της εργατικής τάξης και των μικρομεσαίων μικροαστικών στρωμάτων, που θα διεκδικήσουν την πολιτική εξουσία από την αστική τάξη ανοίγοντας το δρόμο στη σοσιαλιστική προοπτική της χώρας μας. Αυτή η πρόταση δεν έχει μόνο πρακτική σημασία για τη χώρα μας αλλά για όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδιαίτερα για τις πιο αδύναμες.

Παράλληλα η δύναμη της ίδιας της πολιτικής προγραμματικής πρότασης και της κοινωνικής συμμαχίας, της πάλης των εργαζομένων και της ιδεολογικοπολιτικής διαπάλης, θα είναι αυτή που δε θα αφήνει τα περιθώρια στις ακροδεξιές δυνάμεις να αναπτύσσονται και να δυναμώνουν εκμεταλλευόμενες τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι λαϊκές μάζες.

COMMENTS