Οι προσωρινές διαγραφές από το Πειθαρχικό όργανο της ΕΣΗΕΑ ορισμένων διευθυντικών και άλλων στελεχών συγκεκριμένων τηλεοπτικών σταθμών (ΜΕΓΚΑ, ΣΚΑΪ κλπ), με αφορμή την εξέταση καταγγελιών για το ρόλο που έπαιξαν τα συγκεκριμένα πρόσωπα και τηλεοπτικά κανάλια την περίοδο του δημοψηφίσματος πέρσι το καλοκαίρι, προκάλεσαν οξύτατες αντιδράσεις από την πλευρά ορισμένων μεγαλοδημοσιογράφων των αστικών ΜΜΕ, και των ίδιων των αστικών ΜΜΕ, που όλως τυχαίως είναι οι κύριοι φορείς της διαμόρφωσης της λεγόμενης «κοινής γνώμης» από την πλευρά των συμφερόντων της αστικής τάξης.
Οι εγκαλούμενοι από το Πειθαρχικό όργανο της ΕΣΗΕΑ και οι υποστηρικτές τους επανέφεραν στη δημόσια συζήτηση την αντιπαράθεση γύρω από την «ελευθερία της έκφρασης» και την «ελευθερία του Τύπου», έχοντας μάλιστα το θράσος να εμφανίζεται αυτός ο δημοσιογραφικός εσμός ως διωκόμενος για τις απόψεις του και να καταγγέλλει απόπειρα φίμωσης σε βάρος του αλλά και σε βάρος της έκφρασης άποψης γενικότερα! Μάλλον ξεχνάνε ότι οι 9 στους 10 από τους ερωτώμενους σε πρόσφατη δημοσκόπηση στη χώρα μας δεν πιστεύουν στα όσα προβάλλονται από τα αστικά ΜΜΕ!
Η συζήτηση αυτή επιτείνεται από την κόντρα που συντηρούν η κυβέρνηση και στελέχη της με μερίδα των δημοσιογραφικών συγκροτημάτων και συγκεκριμένων αστών δημοσιογράφων, η κάθε πλευρά για τους δικούς της ιδιοτελείς σκοπούς και ιδιαίτερα εν όψει των αδειών για τα ραδιοτηλεοπτικά κανάλια. Οπότε η κάθε πλευρά βρίσκεται με το πιστόλι στο χέρι για να πυροβολήσει την άλλη.
Οι τελευταίες περιπτώσεις των καταγγελιών του υπουργού Δημόσιας Τάξης Νίκου Τόσκα και οι φραστικές επιθέσεις του υφυπουργού Υγείας Παύλου Πολάκη, η απαράδεκτη συνέχεια, με τις εκφράσεις που χρησιμοποίησε για να εξηγήσει το τι συνέβη στη γνωστή συνέντευξη τύπου, καθώς και οι αντεγκλήσεις τους με την ΕΣΗΕΑ για «διπλοθεσίτες» κλπ., έδωσαν την αφορμή στο ίδιο δημοσιογραφικό κύκλωμα να χρησιμοποιήσει τη στάση της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα για να υπερασπιστεί προσχηματικά την «ελευθερία των δημοσιογράφων να διατυπώνουν την άποψής τους».
Είναι διαπιστωμένο και με τον πιο σαφή και κατηγορηματικό τρόπο ότι τα κυρίαρχα αστικά δημοσιογραφικά συγκροτήματα και τα πρώτα τους δημοσιογραφικά ονόματα, αυτό φαίνεται δια «γυμνού οφθαλμού» πλέον, δεν έπαψαν ποτέ να υπερασπίζονται τα συμφέροντα της αστικής τάξης. Και αυτή η υπεράσπιση της «ελευθερίας των δημοσιογράφων να διατυπώνουν την άποψή τους», τουλάχιστον για τα αστικά ΜΜΕ, ταυτίζεται με την υπεράσπιση των συμφερόντων της αστικής τάξης. Επομένως δεν έχει καμία σχέση με την ελευθεροτυπία, γιατί η υπεράσπιση των συμφερόντων της αστικής τάξης πολύ λίγη σχέση έχει με την πραγματική αλήθεια.
Στη μακρά ιστορία της ενημέρωσης των αστικών ΜΜΕ υπάρχει ανεξάντλητος αριθμός κατασκευασμένων ειδήσεων, «αστείρευτος πλούτος» παραποιήσεων και διαστρέβλωσης της αλήθειας, διασποράς ψευδών ειδήσεων και συστηματικής απόκρυψης πραγματικών γεγονότων. Μπορούμε να σταθούμε σε άπειρα παραδείγματα αλλά θα επιλέξουμε μόνο δύο, που αγγίζουν τα έσχατα όρια της διαστρέβλωσης της αλήθειας και της ανηθικότητας και αναδεικνύουν το τι σημαίνει, στον τομέα της ενημέρωσης, η υπεράσπιση των συμφερόντων της αστικής τάξης, που κυρίως αφορά σε ιστορικές καμπές της πάλης του εργαζόμενου λαού.
Το ένα αφορά την πτωματολογία που ακολούθησε τα γεγονότα του Δεκέμβρη του ’44, που ήταν μια καλοστημένη προπαγάνδα για την αλλαγή του φρονήματος των λαϊκών μαζών απέναντι στο ΕΑΜ, τον ΕΛΑΣ και το ΚΚΕ, το δεύτερο αφορά στα κατασκευασμένα γεγονότα της Τιμισοάρα στη Ρουμανία, μια πιο σύγχρονη περίπτωση, όπου ξέθαβαν τους νεκρούς από τα νεκροταφεία και τους παρουσίαζαν ως θύματα των υποστηρικτών του Τσαουσέσκου.
Ειδικά για την περίπτωση της Τιμισοάρα είχε στηθεί μια τεράστια βίντεοοθόνη (video wall), που αφορούσε σε όλους τους λαούς του πλανήτη, προφανώς για να δικαιολογηθούν οι αντεπαναστατικές ανατροπές στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, η ενεργός ανάμειξη των ξένων δυνάμεων και των μυστικών υπηρεσιών τους και ο αντεπαναστατικός ρόλος μιας μειοψηφίας δυνάμεων μέσα στα Κομμουνιστικά Κόμματα, που είχαν καταλάβει και σημαντικές θέσεις στον κρατικό και κομματικό μηχανισμό, στο εσωτερικό των σοσιαλιστικών χωρών.
Αυτή η συζήτηση και αντιπαράθεση, που διεξάγεται στη χώρα μας, σε γενικές γραμμές έχει την εκκίνησή της στα όσα συνέβησαν κατά τη διάρκεια του δημοψηφίσματος τον περασμένο Ιούλη, όπου το σύνολο των κυρίαρχων ΜΜΕ τάχθηκαν και συντάχθηκαν πλήρως με τα κόμματα της αστικής αντιπολίτευσης, την Ευρωπαϊκή Ένωση, το ΔΝΤ και την εγχώρια αστική τάξη υποστηρίζοντας το «ΝΑΙ».
Βεβαίως τα ίδια αυτά αστικά ΜΜΕ την επομένη του δημοψηφίσματος, έπαψαν να ρίχνουν το ανάθεμα στον πρωθυπουργό, και όχι μόνο αυτό, αλλά ενθάρρυναν και στήριξαν αμέσως τον Αλέξη Τσίπρα, την ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης, που μεθοδευμένα –και αποδεδειγμένα πριν από το δημοψήφισμα, που η ίδια προκήρυξε– δούλευε για τη μετατροπή του «ΟΧΙ» σε «ΝΑΙ»!
Για την ακρίβεια της περιγραφής πάντως θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η στάση των κυρίαρχων αστικών ΜΜΕ εκείνη τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή δεν ήταν κάτι καινούργιο. Ανάλογα φαινόμενα είχαν παρατηρηθεί και κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου του Γενάρη του 2015.
Ωστόσο μη μπορώντας να ανακόψουν τη ροή των πολιτικών πραγμάτων συμβιβάστηκαν με την καινούργια κατάσταση και αναπροσάρμοσαν τη στάση τους, παίρνοντας υπόψη τις διαθέσεις των λαϊκών μαζών και επενδύοντας στις αντιφάσεις της πολιτικής του τότε ενιαίου και κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ με σκοπό την άσκηση πίεσης πάνω του, ώστε να προσχωρήσει ολοκληρωτικά στην αστική πολιτική, όπως και έγινε, και ακριβώς αυτήν την προσχώρηση επισημοποίησε η σύναψη και η ψήφιση του τρίτου μνημονίου από το ΣΥΡΙΖΑ και σύσσωμη την αστική αντιπολίτευση.
Στην περίοδο που εξελισσόταν η διαπραγμάτευση το 2015 και φτάνοντας στην πρωτοβουλία της κυβέρνησης να προκηρύξει δημοψήφισμα έπεσαν οι μάσκες όλων. Και της κυβέρνησης, της αστικής αντιπολίτευσης αλλά και των αστικών ΜΜΕ. Αναδείχτηκαν με τον πλέον πειστικό τρόπο, όσο ποτέ άλλοτε ως τότε, οι δεσμοί αίματος και χρήματος της αστικής τάξης με τα κυρίαρχα αστικά ΜΜΕ και κατέπεσε σαν χάρτινος πύργος η αστική δημοσιογραφία, ως «τέταρτης εξουσίας» ελέγχου της πολιτικής της κυβέρνησης και των κομμάτων, με βάση την πραγματική αλήθεια και τα συμφέροντα της χώρας μας, και κυρίως ως εκφραστή της λεγόμενης «κοινής γνώμης».
Η στάση των αστικών ΜΜΕ τηλεοπτικών, ραδιοφωνικών, εντύπων, διαδικτυακών, που στη συντριπτική τους πλειοψηφία στήριξαν την επιλογή της αστικής τάξης βρέθηκε ευθέως απέναντι στην κοινωνική πλειοψηφία του 62% του «ΟΧΙ», με το οποίο εκφράστηκε η εργατική τάξη και τα μικρομεσαία μικροαστικά στρώματα. Ανησυχούσαν στο έπακρο για τη λαϊκή δυναμική, που έκρυβε μέσα του το «ΟΧΙ», που στρεφόταν, επί της ουσίας, ενάντια στο ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση και τροφοδοτούσε τη ρήξη.
Η ίδια ηθική κατάπτωση και πολιτική χρεοκοπία φυσικά αφορά και σε εκείνα τα σαφώς λιγότερα στον αριθμό κυρίως έντυπα και διαδικτυακά αστικά ΜΜΕ, που συντάχθηκαν με το ψευδεπίγραφο «ΟΧΙ» της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού και τα οποία από τις 6 του Ιούλη έγιναν απολογητές της μετατροπής του «ΟΧΙ» του Ελληνικού λαού σε «ΝΑΙ» στο τρίτο μνημόνιο, στο όνομα της παραμονής στο ευρώ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αυτό ήταν σε γενικές γραμμές το πολιτικό πλαίσιο στο οποίο κινήθηκαν τα αστικά ΜΜΕ κατά τη διάρκεια ειδικά εκείνης της εκρηκτικής πολιτικά εβδομάδας του δημοψηφίσματος. Τα αστικά ΜΜΕ στο σύνολό τους, άσχετα αν επρόκειτο για τα κυρίαρχα, που συντάχθηκαν με την αστική αντιπολίτευση ή αν επρόκειτο για εκείνα που συντάχθηκαν με την κυβέρνηση Τσίπρα υπηρετούσαν από διαφορετικούς δρόμους την ίδια αστική άποψη και στάση, αυτήν της παραμονής στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη.
Το θέμα, όμως, δεν έγκειται μόνο στην άποψη που εκφράστηκε από τα αστικά ΜΜΕ και τους αστούς μεγαλοδημοσιογράφους, εκείνους που είχαν το προνόμιο να μονοπωλούν την προβολή «της άποψής τους» μέσα από το βήμα των αφεντικών τους. Εξ ίσου σημαντικό είναι και το θέμα των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν για την υποστήριξη της συγκεκριμένης πολιτικής επιλογής και ακριβώς γι’ αυτό ορισμένοι εξ’ αυτών εγκλήθηκαν από το πειθαρχικά του σωματείου τους.
Για όσους λοιπόν επιθυμούν να σέβονται από πολιτική άποψη τα πραγματικά γεγονότα, τα μάτια και τα αυτιά τους, για όσους ακόμα διαθέτουν το «κουσούρι» να σέβονται τη νοημοσύνη του Ελληνικού λαού, που δεν εμπιστεύεται τα αστικά ΜΜΕ, τότε, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η στήριξη της προβολής της κυρίαρχης άποψης της αστικής τάξης έγινε μέσω ενός πρωτοφανούς οργίου παραπληροφόρησης, κατά το οποίο οι αστοί μεγαλοδημοσιογράφοι για να το υπηρετήσουν έχασαν και την τυπική ιδιότητά τους ως δημοσιογράφων, που υποτίθεται ότι πρέπει να υπηρετούν την αλήθεια.
Αυτή η διαπίστωση τεκμηριώνεται από το πλήθος της παραγωγής και προβολής στημένων «ρεπορτάζ» και από το γεγονός ότι στη δεδομένη στιγμή η αστική τάξη, η αστική δημοκρατία, έστω και στην τυπική εκδοχή της λειτουργίας τους, απεμπόλησαν τη βασική θεωρητική αρχή την οποία υποτίθεται ότι ασπάζονται: Την άποψη, δηλαδή, ότι ο δημοσιογράφος οφείλει να προβάλλει την είδηση όπως είναι και πως είναι υποχρεωμένος να προβάλλει και να δημοσιεύει όλες τις απόψεις αφήνοντας το «κοινό» ανεπηρέαστα να βγάλει από μόνο του τα συμπεράσματά του. Άλλωστε, όταν τα αστικά ΜΜΕ προβάλουν τις απόψεις της Χρυσής Αυγής αυτό το «δικαίωμα» επικαλούνται. Το δικαίωνα στην άποψη.
Στο πλαίσιο αυτό οι αστοί μεγαλοδημοσιογράφοι, που ανέλαβαν εκείνο το «θεάρεστο» έργο της «σωτηρίας της χώρας από την καταστροφή της δραχμής» καταφεύγουν σε ένα τρυκ, για να ξεφύγουν από το στίγμα του γκαιμπελισμού, του οποίου μετέρχονται στο δημόσιο λόγο που εκφέρουν, και υποστηρίζουν ότι πρόβαλαν τη «δική τους άποψη».
Ως εκ τούτου προσπαθούν να αντιστρέψουν τα πράγματα και να πουν ότι δήθεν διώκονται για τις ιδέες τους! Ποιοι; Αυτοί, που, ενώ είναι μια ισχνή μειοψηφία μέσα στην κοινωνία, μονοπωλούν και κυριαρχούν στο δημόσιο λόγο σε βάρος των απόψεων της συντριπτικής πλειοψηφίας της κοινωνίας; (Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος από μόνο του είναι αρκετή και ισχυρή απόδειξη για του λόγου το αληθές).
Το πρόβλημα που έχουμε να επιλύσουμε με το ζήτημα που βάζουν από μόνοι τους οι μεγαλοδημοσιογράφοι, που κρατάνε τα ηνία της ενημέρωσης, συγκεντρώνεται σ’ ένα ερώτημα: πράγματι λένε την άποψή τους; Στο ερώτημα αυτό εμείς απαντάμε ότι πριν απ’ όλα λένε την άποψη της αστικής τάξης (ή και της μερίδας της αστικής τάξης που ανήκουν), που προφανώς για να την υπηρετούν είναι και δικιά τους άποψη.
Η προβολή, λοιπόν, «της άποψης του δημοσιογράφου», ως επιχειρήματος, που, όμως, είναι η άποψη και το ταξικό συμφέρον της αστικής τάξης, έχει ενδιαφέρον ότι το επικαλείται η αστική δημοσιογραφία πλέον ως απολογία. Για τη στάση που κρατάει και τη θέση που παίρνει απέναντι στα συμφέροντα των εργαζομένων.
Πρέπει να θυμίσουμε ότι μέχρι σήμερα αυτό το επιχείρημα το αντιμετώπιζαν ως «κατηγορία» από την αστική τάξη οι κομμουνιστές δημοσιογράφοι, επειδή υπηρετούν την υπόθεση της εργατικής τάξης και του Κόμματός της. Ότι δηλαδή είναι «στρατευμένοι» και ως εκ τούτου δεν είναι αντικειμενικοί και δεν προβάλουν τα γεγονότα και την είδηση ως έχουν, αλλά το κάνουν μέσα από τους «παραμορφωτικούς φακούς της άποψης του κόμματος».
Ξαφνικά η κατηγορία της αστικής δημοσιογραφίας προς την κομμουνιστική δημοσιογραφία γίνεται επιχείρημα υπέρ της ελευθεροτυπίας για λογαριασμό της ίδιας της αστικής δημοσιογραφίας! Πράγματι έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον από μόνο του αυτό το γεγονός, γιατί αποδεικνύει την ταξική σύγκρουση πιο καθαρά, αλλά και γιατί αποτελεί απόδειξη τόσο της ανεδαφικότητας των γενικών και αφηρημένων αρχών, που διέπουν την αστική σκέψη και την καπιταλιστική πραγματικότητα.
Ταυτόχρονα όλα τα παραπάνω αποδεικνύουν πως όταν η πραγματικότητα εκδικείται τους απολογητές της αστικής τάξης αυτοί δε διστάζουν να παραδεχτούν, έστω και έμμεσα, ότι και οι αστοί δημοσιογράφοι δεν είναι ουδέτεροι, αλλά στρατευμένοι στο πλευρό της αστικής τάξης και του ιμπεριαλισμού.
Έχουν με δύο λόγια και αυτοί τις «δεσμεύσεις» τους. Και για να λέμε πλήρως την αλήθεια αυτές οι «δεσμεύσεις» τους δεν περιορίζονται στις ιδέες τους, αλλά επεκτείνονται και …στις τσέπες τους ή για την ακρίβεια στις καταθέσεις τους, κατά προτίμηση σε τράπεζες του εξωτερικού.
Το γεγονός της έμμεσης αλλά σαφούς παραδοχής της «αστικής στράτευσης» αυτό είναι από μόνο του μια θετική εξέλιξη, γιατί αναδεικνύει με ενάργεια την ταξική διαπάλη στον τομέα των ιδεών, αναδεικνύει το ταξικό πρόβλημα της κοινωνίας και αποκαλύπτει το ρόλο της αστικής δημοσιογραφίας και πάνω απ’ όλα των ιδιοκτητών των ΜΜΕ και των μεγαλοδημοσιογράφων, που τους υπηρετούν.
Βεβαίως οι Μαρξιστές – Λενινιστές γνωρίζουν και πάντα το έλεγαν, ότι δεν υπάρχει ουδέτερη δημοσιογραφία, όπως τίποτα δεν είναι ουδέτερο σε μια ταξική κοινωνία. Με αυτήν την έννοια και οι αστοί δημοσιογράφοι πάντα ήταν στρατευμένοι. Η διαφορά είναι πως σε στιγμές που οξύνεται κάπως σοβαρά η ταξική πάλη, ιδίως δε σε συνθήκες πολιτικής κρίσης της αστικής τάξης και έντονης ροπής της προς την πολιτική αντίδραση, αυτή η στράτευση γίνεται απροκάλυπτη, χυδαία και έξω από κάθε κανόνα τυπικής ευπρέπειας και τυπικής δεοντολογίας. Έξω από τα «ιερά και τα όσια», που δήθεν υπερασπίζεται η αστική δημοκρατία και που σε τελική ανάλυση τα επικαλείται και η αστική δημοσιογραφία, όταν στριμώχνεται για τα καλά από την ίδια τη λαϊκή στάση.
Και φυσικά για τις συγκεκριμένες συνθήκες στις οποίες αναφερόμαστε με αφορμή τις διαγραφές στην ΕΣΗΕΑ, αυτή η στράτευση πήρε την πιο εκχυδαϊσμένη μορφή με δύο κύρια χαρακτηριστικά: Την κατασκευή γεγονότων, που στρέφονταν ενάντια στην άλλη πλευρά, για την πρόκληση πανικού, και την ξεδιάντροπη ιδεολογική τρομοκρατία των μαζών. Και αυτό ήταν το πρόβλημα. Με την αντιπαράθεση που επιχειρούσαν ενάντια στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ στόχευαν όχι ειδικά την κυβέρνηση και το ΣΥΡΙΖΑ αλλά πρωταρχικά τις λαϊκές μάζες. Ήθελαν να αποφύγουν την παραπέρα ριζοσπαστικοποίησή τους.
Το επιχείρημα περί φίμωσης της άποψης, και δίωξης της ελευθερίας της έκφρασης κλπ. είναι υποκριτικό. Είναι γελοίο και είναι ν’ αναρωτιέται κανείς τι είναι περισσότερο γελοίο. Το «επιχείρημα» αυτό καθ’ αυτό ή οι φορείς του; Το λέμε αυτό, επειδή, όλοι αυτοί που φωνάζουν για την ελευθερία της άποψης επέβαλλαν ένα τοπίο στο χώρο της ενημέρωσης, όπου το σύνολο των ΜΜΕ πρόβαλλαν μία και μόνη, την ίδια ακριβώς άποψη, που ήταν η άποψη της αστικής τάξης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και όλως τυχαίως ενώ στα αστικά ΜΜΕ έκαναν τα πάντα να την εμφανίζουν ως πλειοψηφική το εκλογικό αποτέλεσμα απέδειξε ότι είναι καθαρά μειοψηφική.
Με δύο λόγια οι ζηλωτές της δήθεν ελευθερίας της έκφρασης θα πρέπει να μας εξηγήσουν, πως γίνεται να μιλάνε στο όνομα αυτής της ελευθερίας, όταν στην πράξη αυτό που κάνουν είναι να φιμώνουν τις πραγματικές απόψεις που έχει ο εργαζόμενος λαός;
Αλλά υπάρχουν και δύο ακόμα ζητήματα για να διαπιστώσουμε και την αξιοπιστία των απολογητών της αστικής τάξης περί ελευθερίας της έκφρασης. Πόσο αξιόπιστο είναι να διαμαρτύρεται π.χ. για φίμωση της ελευθεροτυπίας ο πρώην υπουργός δημόσιας τάξης, επί κυβέρνησης Σημίτη, ο Γιώργος Ρωμαίος, όταν επί των ημερών του εφαρμόστηκε πολιτική καταστολής σε βάρος των αγροτών στις κινητοποιήσεις του 1996-1997 με το σχέδιο «σχισμένα λάστιχα και ζάχαρη στις μηχανές των τρακτέρ»; Ποια μπορεί να είναι η σχέση της ελευθερίας της άποψης των αγροτών και της διαμαρτυρίας τους με την καταστολή και τα σχισμένα λάστιχα των τρακτέρ τους; Και ποια ήταν η στάση τότε του αστικών ΜΜΕ; Καταδίκασαν τις κινητοποιήσεις των αγροτών. Η ελευθερία της γνώμης ήταν στην πράξη η ελευθερία της καταδίκης των αγροτών, η ελευθερία της καταστολής από την πλευρά της πολιτικής εξουσίας. Τυπικό παράδειγμα αγαστής «συνεργασίας» της καταστολής της εξουσίας και της «ελευθερίας της γνώμης», που καταδικάζει τους λαϊκούς αγώνες.
Πόσο αξιόπιστο είναι να ομνύουν στην ελευθερία της έκφρασης δημοσιογράφοι τύπου Πορτοσάλτε, που ζητούν την επέμβαση του στρατού σε καιρό Ειρήνης για ζητήματα «εσωτερικής ασφάλειας»; Και σε κάθε περίπτωση: Είναι άποψη να υπάρχουν πρωτοσέλιδα εφημερίδων με τίτλο «Ανοίξτε τα ξερονήσια για τους προδότες της Αριστεράς»; Που παραπέμπει αυτός ο τίτλος; Που είναι οι ευαισθησία όλων αυτών των θιασωτών της ελευθερίας της έκφρασης –της αστικής δημοκρατίας εννοείται- όταν υπάρχουν απόψεις, που προτρέπουν στην κατάλυση στοιχειωδών δημοκρατικών δικαιωμάτων και αναιρούν βασικές πτυχές του ισχύοντος αστικού Συντάγματος, που κατοχυρώνει, υποτίθεται, αυτήν την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία, την οποία πιστεύει η αστική δημοσιογραφία και υπηρετεί, και κατ’ επέκταση, αντλεί το δικαίωμα να την επικαλείται για τις δημοκρατικές ελευθερίες που προσφέρει, άρα και για την ελευθερία της γνώμης;
Συνοψίζοντας. Δεν αγνοούμε το πως εξελίχτηκαν τα γεγονότα σε σχέση με τις διαγραφές από το Πειθαρχικό όργανο της ΕΣΗΕΑ. Το ουσιαστικό ζήτημα του ρόλου της αστικής δημοσιογραφίας δε μας οδηγεί να υποτιμάμε το «τυπικό» ζήτημα μιας αστικής δημοσιογραφίας που καταπατάει κατάφωρα τους δικούς της κανόνες δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Και με την έννοια αυτή οι μαχόμενοι δημοσιογράφοι πρέπει να διεκδικούν, και για γενικότερους πολιτικούς λόγους, το να καταδικάζεται, τουλάχιστον, η κατασκευή ψεύτικων γεγονότων και ειδήσεων.
Που, όμως, πρέπει να επικεντρώνει η πάλη των μαχόμενων δημοσιογράφων, ώστε να είναι και πιο αποτελεσματική η καταδίκη φαινομένων σαν και αυτά που γνωρίσαμε; Ο δημοσιογραφικός κόσμος, που εργάζεται στα αστικά ΜΜΕ δεν είναι μόνο οι μεγαλοδημοσιογράφοι. Είναι και οι δημοσιογράφοι των 500 ευρώ (και μαύρων), είναι οι μαχόμενοι δημοσιογράφοι για το μεροκάματο. Είναι αυτοί που από την άποψη της θέσης τους είναι εργαζόμενοι απέναντι στους ιδιοκτήτες των ΜΜΕ και στους μεγαλοδημοσιογράφους, είναι απέναντι στην ίδια την αστική τάξη.
Με την έννοια αυτή το ζήτημα των απαράδεκτων μέσων που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή πλαστών ειδήσεων και κατασκευασμένων γεγονότων θα έπρεπε να γίνει ζήτημα της μαχόμενης δημοσιογραφίας και διεκδίκηση και πάλη για αντικειμενική και δημοκρατική ενημέρωση. Και εκεί τα πράγματα θα ξεκαθάριζαν και μέσα στην ίδια την ΕΣΗΕΑ.
Οι πρωτοπόρες δυνάμεις των μαχόμενων δημοσιογράφων πρέπει να ανοίξουν μέτωπο και να συγκρουστούν για το απαράδεκτο καθεστώς γαλέρας που επικρατεί στα αστικά ΜΜΕ. Να εκθέσουν όλους εκείνους, που παίζουν πάνω στην πλάτη τους. Να απαιτήσουν να εφαρμοστούν αποφάσεις της ΕΣΗΕΑ, που μένουν στα χαρτιά, σχετικά με το δημοσιογραφικό προλεταριάτο που είναι ξεκρέμαστο από κάθε πλευρά. Ακόμη και με το να αποκλείονται δημοσιογράφοι να είναι μέλη του σωματείου τους.
Να απαιτήσουν περισσότερη δημοκρατική και αντικειμενική πληροφόρηση στο πλαίσιο της πάλης τους, μαζί με την εργατική τάξη και τα μικρομεσαία μικροαστικά στρώματα, για ρήξη με το σημερινό καθεστώς πολιτικής εξουσίας και επομένως με το καθεστώς που επικρατεί και στα αστικά ΜΜΕ.
Στην έννοια ενός ανούσιου πλουραλισμού, του κάλπικου δικαιώματος άποψης και γνώμης, που προβάλλει η αστική δημοσιογραφία, που έχουν καταρριφθεί από την ίδια την ολοκληρωτική κυριαρχία της αστικής τάξης στα ΜΜΕ, η εναλλακτική λύση είναι η πάλη για τα μεγάλα και καυτά προβλήματα της μαχόμενης δημοσιογραφίας, η πάλη, ταυτόχρονα, για την υπεράσπιση της πραγματικής αλήθειας, της περισσότερης και πιο αντικειμενικής ενημέρωσης, ως δημοκρατικών δικαιωμάτων των εργαζομένων, η οργάνωση των μαχόμενων δημοσιογράφων, στο πλαίσιο της πάλης για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη και τα μικρομεσαία μικροαστικά στρώματα, που θα ανοίξει το δρόμο στο σοσιαλισμό. Αυτό πρέπει να είναι και το πραγματικό αντικείμενο της πάλης της ΕΣΗΕΑ και των άλλων δημοσιογραφικών σωματείων και ενώσεων, για να γίνουν συνδικάτα της μαχόμενης δημοσιογραφίας.
Με την έννοια αυτή αποτελεί ουσιαστική πολιτική έλλειψη το γεγονός ότι απέναντι στις εξελίξεις στην ΕΣΗΕΑ με αφορμή τη διαγραφή ορισμένων μεγαλοδημοσιογράφων το ΚΚΕ δε μπόρεσε να κάνει μια ουσιαστική παρέμβαση για τα μεγάλα προβλήματα, που ταλανίζουν τους μαχόμενους δημοσιογράφους του μεροκάματου, αλλά και για το καθεστώς της πληροφόρησης και της γαλέρας που επικρατούν στα αστικά ΜΜΕ.
Το καθήκον αυτό γίνεται ολοένα και πιο επείγον μπροστά και στις καταιγιστικές εξελίξεις που επιβάλλονται από την πρόοδο της τεχνολογίας και που αντανακλάται στη μορφή που παίρνει σήμερα η πληροφόρηση, κυρίως την ηλεκτρονική και τη διαδικτυακή, και που με τη σειρά της επιδρά αποφασιστικά στο ρόλο, στις αμοιβές και στις συνθήκες εργασίας της μαχόμενης δημοσιογραφίας.
COMMENTS