Η ομιλία του Γιάννη Δραγασάκη στην εκδήλωση της «Ενωτικής Κίνησης Ευρωπαϊκής Αριστεράς» του Φώτη Κουβέλη με θέμα «Μνημόνια-Αριστερά και προοδευτική διακυβέρνηση» έδωσε το έναυσμα για να ανοίξει μια συζήτηση σχετικά με το πακέτο των 3.6 δισ. ευρώ πρόσθετων μέτρων, που απαιτεί το κουαρτέτο από την Ελληνική κυβέρνηση, και την επίδραση που θα έχει στην πολιτική σκηνή της χώρας μας.
Ο Γιάννης Δραγασάκης ισχυρίστηκε ότι «η λήψη νέων μέτρων δημιουργεί πολιτικό πρόβλημα για τη χώρα». Με αυτή τη φράση προσπάθησε ο Γιάννης Δραγασάκης να αποδώσει το άμεσο πρόβλημα που δημιουργείται για τη χώρα μας εάν το κουαρτέτο επιμείνει στη λήψη νέων μέτρων.
Το βέβαιο, όμως, είναι ότι το κουαρτέτο επιμένει στη λήψη αυτών των μέτρων, όπως είναι βέβαιο ότι αυτά τα μέτρα, με την τρόικα παλιότερα και το κουαρτέτο σήμερα, αποτελούσε και αποτελεί το πλαίσιο μέτρων, που ανέκαθεν απαιτούσαν η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΔΝΤ.
Το πρώτο πράγμα που πρέπει, λοιπόν, να ξεκαθαρίσουμε είναι ότι σ’ αυτό το πλαίσιο μέτρων κινούνται οι «εταίροι μας» από την αρχή της οικονομικής κρίσης και της χρεοκοπίας της χώρας μας. Το ίδιο πλαίσιο μέτρων είχε να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά κατά την αξιολόγηση του Οκτώβρη του 2014.
Το δεύτερο που πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι αυτό το πλαίσιο μέτρων οι εταίροι μας δεν απαιτούν να παρθούν μονομιάς. Αξιοποιούν τις αξιολογήσεις, όπως αντίστοιχα και οι Ελληνικές κυβερνήσεις, για να επιβάλουν τμηματικά αυτά τα μέτρα για να μην έρχονται σε άμεση σύγκρουση με τα αισθήματα του εργαζόμενου λαού. Να μην πέφτουν πολύ «βαριά» και να «χωνεύονται» σταδιακά από τους εργαζόμενους για να αποφευχθούν οι κοινωνικές αντιδράσεις και εκρήξεις.
Η επισήμανση, επομένως, του Γιάννη Δραγασάκη έρχεται να υπενθυμίσει στο κουαρτέτο ότι η επιμονή του για την άμεση λήψη των μέτρων δημιουργεί πολιτικό πρόβλημα στη χώρα, δηλαδή δεν πρόκειται να γίνουν αποδεκτά από τους εργαζόμενους και τα μικρομεσαία μικροαστικά στρώματα, που ιδιαίτερα τους αφορούν και απευθύνονται. Πολιτικό πρόβλημα το οποίο δεν αφορά ειδικά στην κυβέρνηση ή το ΣΥΡΙΖΑ αλλά στη χώρα, δηλαδή σε ολόκληρο το αστικό πολιτικό σύστημα.
Ο Γιάννης Δραγασάκης επέμενε στην ομιλία του ότι η αξιολόγηση πρέπει να διεξαχθεί με βάση την υπάρχουσα συμφωνία, αν και συμπλήρωσε για την εξέλιξη της διαπραγμάτευσης ότι: «κανείς δεν μπορεί να είναι απόλυτα βέβαιος». Τι σημαίνει αυτή η φράση του; Αφήνει κάποιο περιθώριο να πάει η κυβέρνηση σε σύγκρουση με το κουαρτέτο;
Τη λύση μας τη δίνουν οι τοποθετήσεις των κυβερνητικών στελεχών, που αφήνουν ήδη τα περιθώρια για αναζήτηση μιας συμφωνίας, μας τη δίνει το non paper της κυβέρνησης που εξέδωσε, αλλά μας τη δίνει και το χθεσινό πρωτοσέλιδο της Αυγής.
Τι ακριβώς μας λέει το πρωτοσέλιδο της Αυγής; «Τίποτα πέρα από τα συμφωνηθέντα». Ο υπότιτλος, όμως, της Αυγής προδίδει τις προθέσεις της κυβέρνησης: «Πρώτα η αξιολόγηση, μετά η συζήτηση για το χρέος και, ακολούθως, βλέπουμε…»! Επομένως το θέμα της αποδοχής των μέτρων της τάξης των 3.6 δισ. ευρώ είναι ανοιχτό.
Γράφαμε σε προηγούμενο άρθρο μας ότι οι δανειστές παίρνουν υπόψη τους τις πολιτικές εξελίξεις στη χώρα μας και πάνω απ’ όλα τη στάση του εργαζόμενου λαού και αυτό το γεγονός τους οδηγεί να διαπραγματεύονται από τη μια μεριά την άμεση νομοθέτηση αυτών των μέτρων αλλά να είναι και ικανοποιημένοι με μια πολιτική δέσμευση της κυβέρνησης ότι θα υλοποιηθούν στην περίπτωση, που δε θα πιαστεί το 3.5% πρωτογενές πλεόνασμα το 2018.
Είναι, όμως, φανερό ότι το πρόσθετο πακέτο, που μπήκε κατ’ απαίτηση των δανειστών, δεν εμφανίστηκε για να μην εφαρμοστεί ή να αποσυρθεί. Μπήκε για τον ακριβώς αντίθετο λόγο. Για να εφαρμοστεί. Και από τη στάση της κυβέρνησης καταλαβαίνουμε το πώς εξελίσσεται η συζήτηση ανάμεσα στην κυβέρνηση και τους δανειστές.
Η κυβέρνηση επιμένει να γίνει η αξιολόγηση, με βάση το μνημόνιο, να συνδυαστεί η αξιολόγηση με το χρέος και μετά αφήνει το περιθώριο για συζήτηση πάνω στο πακέτο μέτρων. Το ακριβώς αντίθετο επιδιώκουν οι δανειστές. Γι’ αυτό και ορισμένοι οικονομικοί σχολιαστές αναφέρουν ότι η αξιολόγηση θα «γλιστράει» χρονικά μέρα με τη μέρα. Και ορισμένοι τη φτάνουν μέχρι τον Ιούλη.
Πρέπει, όμως, να αναφερθούμε και σε ορισμένες «λεπτομέρειες», που γίνεται προσπάθεια να αποκρυβούν από τον Ελληνικό λαό. Και αυτές οι λεπτομέρειες είναι γνωστές από τον περασμένο Μάρτη και συγκεκριμένα από τις 10 του Μάρτη.
Οι εταίροι μας της Ευρωπαϊκής Ένωσης είχαν καταλήξει για την ανάγκη του πακέτου μέτρων των 3.6 δισ. ευρώ, παρά τη διαφορά που είχε η Ευρωπαϊκή Ένωση με το ΔΝΤ για το κούρεμα του χρέους. Αυτό έγινε για να ικανοποιηθεί το ΔΝΤ και να μην επιμένει στο κούρεμα. Έτσι η Κριστίν Λαγκάρντ μετακινήθηκε από τη θέση της για το κούρεμα του χρέους στη θέση για επιμήκυνσή του με αυξημένη περίοδο χάριτος και ρύθμιση των επιτοκίων. Ευρωπαϊκή Ένωση και ΔΝΤ συμφωνούν, όμως, ότι η συζήτηση αυτή θα ανοίξει μετά το 2018.
Το πακέτο, επομένως, των 3.6 δισ. ευρώ δεν ήρθε ως κεραυνός εν αιθρία στην Εαρινή Σύνοδο του ΔΝΤ και στο κλαμπ της Ουάσιγκτον. Ήρθε ως συμφωνία μεταξύ των δανειστών της χώρας μας. Και όλες οι παραπάνω εξελίξεις λέγεται ότι ήταν εν γνώσει της κυβέρνησης. Επομένως δεν υπήρξε και κανένας αιφνιδιασμός της.
Η κυβερνητική εκπρόσωπος, Όλγα Γεροβασίλη, με δηλώσεις της «διόρθωσε» το Γιάννη Δραγασάκη και μίλησε ότι το πρόβλημα για τη χώρα μας δεν είναι πολιτικό αλλά οικονομικό, θέλοντας, προφανώς, να τονίσει ότι η Ελλάδα έχει τηρήσει τη συμφωνία για το τρίτο μνημόνιο και κατά προέκταση η αξιολόγηση πρέπει να γίνει με βάση αυτήν τη συμφωνία παίρνοντας υπόψη και τα οικονομικά στοιχεία που παρουσιάζει η κυβέρνηση και πρόκειται να επισημοποιηθούν και από τη Eurostat.
Από κύκλους της κυβέρνησης αφήνεται να διαρρεύσει ότι η τοποθέτηση του Γιάννη Δραγασάκη προκάλεσε δυσαρέσκεια, γιατί επί της ουσίας προδιαγράφει πολιτικές εξελίξεις στη χώρα μας. Ορισμένοι δε αφήνουν να εννοηθεί ότι η τοποθέτηση αυτή περισσότερο σχετίζεται με τη μελλοντική διαδρομή του Γιάννη Δραγασάκη. Το θέμα αυτό έχει απασχολήσει και κατά το παρελθόν κατά τον ίδιο τρόπο.
Αλλά ακόμη και εάν πάρουμε την εκδοχή της Όλγας Γεροβασίλη ως βάσιμη και αφήσουμε κατά μέρος τα όσα λέγονται ή υπονοούνται για το Γιάννη Δραγασάκη το μόνο που επιβεβαιώνει η «διόρθωσή» της είναι ότι οι δανειστές της χώρας μας «βάζουν το χεράκι τους» και στην πολιτική και στην οικονομία της Ελλάδας. Γιατί και ως οικονομικό πρόβλημα και εάν εκληφθεί το πρόσθετο πακέτο, αυτό επιδρά στις πολιτικές εξελίξεις και προπαντός επιδρά στην αντοχή της ίδιας της κυβέρνησης. Και από αυτήν την άποψη η τοποθέτηση του Γιάννη Δραγασάκη έρχεται να επιβεβαιώσει το ρόλο των δανειστών στην οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας μας. Άλλωστε δε θα «ανακαλύψουμε την Αμερική» μετά την τοποθέτηση του Γιάννη Δραγασάκη!
Αυτό που βγαίνει από τα όσα είδαν το φως της δημοσιότητας, σε σχέση με το πακέτο των 3.6 δισ. ευρώ, είναι ότι οι αποφάσεις των δανειστών «ανακατεύουν» τις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις στη χώρα μας. Διαφορετικά θα ήταν και απολύτως σαφής η τοποθέτηση της κυβέρνησης αλλά και των δυνάμεων της αστικής αντιπολίτευσης, οι οποίες απέφυγαν να τοποθετηθούν για το εάν η κυβέρνηση πρέπει να απορρίψει τις απαιτήσεις των δανειστών ή όχι. Δε θα υπήρχε καν θέμα.
Το γεγονός αυτό αποδεικνύει το μέγεθος της πολιτικής και οικονομικής εξάρτησης της χώρας μας από τους δανειστές, που υπαγορεύουν και μεθοδεύουν τις απαιτήσεις τους για να ικανοποιούν τα δικά τους συμφέροντα. Και για να μην υπάρχει καμία αμφιβολία γι’ αυτό θα επικαλεστούμε μια πρόσφατη δήλωση του Μάσιμο Ντ’ Αλέμα, πρώην πρωθυπουργού και υπουργού εξωτερικών της Ιταλίας, που επιβεβαίωσε το γνωστό από πολύ καιρό γεγονός ότι από τα 250 δισ. ευρώ που δόθηκαν ως δάνεια στη χώρα μας πάνω από τα 220 δισ. ευρώ κατέληξαν απ’ ευθείας στις Γερμανικές, Γαλλικές και εν μέρει στις Ιταλικές τράπεζες. Η Ελλάδα είναι ένα καλά «αγκιστρωμένο ψάρι» στα χέρια των δανειστών της.
Θα κλείσουμε αυτό το άρθρο με μια επισήμανση. Ας υποθέσουμε ότι δεν υπάρχει στη συζήτηση το πακέτο των 3.6 δισ. ευρώ, πράγμα πολύ αμφίβολο απ’ όσα παραπάνω αναφερθήκαμε. Σε κάθε περίπτωση, όμως, μένει το πακέτο των 5.4 δισ. ευρώ, που προβλέπεται από το τρίτο μνημόνιο και τη συμφωνία της κυβέρνησης με τους δανειστές και για το οποίο η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί ότι θα το εφαρμόσει.
Η εξαθλίωση των εργαζομένων συνεχίζεται, μνημονιακή πολιτική συνεχίζεται και απ’ ότι φαίνεται θα συνεχίζεται για πολλά χρόνια ακόμη. Αυτό είναι το συμπέρασμα.
COMMENTS