Η πλειοδοσία και τα παχιά λόγια για την ανάπτυξη

Ακούμε συνεχώς από τα αστικά πολιτικά κόμματα και τους αστούς οικονομικούς σχολιαστές ότι το πρωτεύον ζήτημα για τη χώρα μας είναι να περάσει στη φάση της ανάπτυξης. Μάλιστα ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας μίλησε και για την αναπτυξιακή «ανάσταση», που θα επέλθει με το τέλος της αξιολόγησης, εκμεταλλευόμενος και τη συγκυρία των ημερών.

Φτάνουν ορισμένοι σχολιαστές στο σημείο να διατυπώνουν την άποψη ότι το χρέος δε θα ήταν ο καθοριστικός παράγοντας για το ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης και ότι η χώρα μας δε θα ήταν συνεχώς μπροστά στο φάσμα της χρεοκοπίας εάν υπήρχε ανάπτυξη, ώστε να «υπάρχουν λεφτά», που θα έδιναν τη δυνατότητα να εξυπηρετείται το δημόσιο χρέος.

Την άποψη αυτήν τη στηρίζουν στο γεγονός ότι το ποσοστό του χρέους είναι τόσο μεγάλο επί του ΑΕΠ γιατί το ΑΕΠ είναι μικρό ως όγκος. Ο λόγος τους επομένως θα βγάζει το χρέος μεγάλο, ως ποσοστό, ενώ στην πραγματικότητα ως απόλυτος αριθμός δεν είναι και τόσο μεγάλος και εν πολλοίς το δημόσιο χρέος θα ήταν αντιμετωπίσιμο εάν θα είχε περάσει η χώρα σε ανάπτυξη.

Προς τούτο, για να περάσουμε, δηλαδή, σε ανάπτυξη, πρέπει να υλοποιηθούν εκείνες οι διαρθρωτικές αλλαγές, που σαφώς είναι τα μέτρα, που προτείνονται από το κουαρτέτο και αφορούν στις συντάξεις και τους μισθούς των εργαζομένων, τους όρους πραγματοποίησης της απεργίας και των κινητοποιήσεων, τη φορολογία του κεφαλαίου, τη χρηματοδότησή του, την προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων, το χτύπημα των κρατικών δαπανών και των κοινωνικών παροχών, κλπ..

Εκτός από τα προηγούμενα, ισχυρίζονται, ότι πρέπει να υπάρχει και πολιτική σταθερότητα, τουτέστιν, «να μην κουνιέται φύλλο», ώστε επιτέλους να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών και να έρθουν οι επενδύσεις, γιατί σε διαφορετική περίπτωση «ποιος τρελός ρισκάρει τα λεφτά του»;

Η άποψη αυτή υποτιμάει σοβαρά το δημόσιο χρέος ως απόλυτο μέγεθος. Δε θα μιλήσουμε και για το ιδιωτικό χρέος, γιατί τότε τα πράγματα γίνονται πολύ χειρότερα. Για το μέγεθος της χώρας μας και προπαντός για τη σημερινή παραγωγική ικανότητά της το χρέος είναι πολύ μεγάλο και μη βιώσιμο.

Από την άλλη το χρέος είναι ένας βραχνάς που δεν αφορά αποκλειστικά τη χώρα μας. Γίνεται μοχλός πίεσης για να παίρνονται αντιλαϊκά μέτρα σε βάρος των εργαζομένων, προκειμένου να τους φορτώνονται οι συνέπειες της κρίσης. Η Ιταλία ως ποσοστό του χρέους επί του ΑΕΠ της είναι σε καλύτερη θέση απ’ ότι η Ελλάδα. Παρόλα αυτά το απόλυτο μέγεθος του χρέους της είναι πολύ μεγάλο. Και αυτό το γεγονός την αναγκάζει να παίρνει μέτρα ανάλογα με αυτά της Ελλάδας. Και με αυτά τα μέτρα, όμως, δε μπορεί να ξεκολλήσει από την οικονομική στασιμότητα. Η Γαλλία, που πολύ γρήγορα θα φτάσει να ισοσκελίσει το χρέος με το ΑΕΠ, δηλαδή θα έχει χρέος 100% επί του ΑΕΠ, και αυτή βρίσκεται ουσιαστικά σε οικονομική στασιμότητα και ακολουθεί αντιλαϊκή οικονομική πολιτική με τα ίδια αποτελέσματα. Σχεδόν όλες οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα.

Η χώρα μας βρίσκεται εγκλωβισμένη στη μέγγενη ενός διπλού ζητήματος. Από τη μια δεν έχει ξεπεράσει την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία. Από την άλλη, παρά το γεγονός ότι στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εφαρμόζεται μια γενικευμένη μνημονιακή πολιτική, ανάπτυξη δεν έρχεται. Ας μην ξεχνάμε ότι το ΔΝΤ απαίτησε να εφαρμοστούν ανάλογα μέτρα, σαν και αυτά που προτείνει για τη χώρα μας, για την Ισπανία, την Πορτογαλία, την Ιταλία και άλλες χώρες με στόχο την ανάπτυξη. Η συνταγή, όμως, δεν έχει αποτέλεσμα.

Αποδεικνύεται, λοιπόν, ότι οι δύο βασικοί διεθνείς οργανισμοί, που έχουν αναλάβει να μας «σώσουν», το ΔΝΤ και η Ευρωπαϊκή Ένωση, με τα μέτρα που προτείνουν δεν μας οδηγούν στη διέξοδο από την κρίση. Άλλωστε και οι δύο αυτοί διεθνείς οργανισμοί έχουν τα δικά τους προβλήματα.

Αν καλοεξετάσουμε τα πράγματα η στάση του ΔΝΤ απέναντι στη χώρα μας εξηγείται και από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το ίδιο, ως προς τους όρους χρηματοδότησης σε σχέση με τη βιωσιμότητα του χρέους της χώρας μας, που σχετίζονται με τις αντιθέσεις που αναπτύσσονται στο εσωτερικό του και που το ωθούν να σκληραίνει τη στάση του, προκειμένου να εξασφαλίζει «τα λεφτά του», που σημαίνει ότι υπολογίζει πολύ το οικονομικό του κόστος στην περίπτωση να μην μπορεί να αποπληρωθεί. Ακόμη έχει μείνει ο απόηχος της φράσης της Κριστίν Λαγκάρντ: «τα πήρα τα λεφτά μου πίσω».

Η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετωπίζει και αυτή τόσο στο οικονομικό επίπεδο όσο και στο πολιτικό φαινόμενα αποσύνθεσης. Οι αντιθέσεις που εντείνονται στο εσωτερικό της σχετίζονται με τους όρους πολιτικής και οικονομικής της επιβίωσης. Τελευταία η άποψη που αρχίζει να κυριαρχεί είναι για μια Ευρωπαϊκή Ένωση των πολλών ταχυτήτων. Η εξέλιξη αυτή συναρτώνται σαφώς με τις οικονομικές εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με τις ιδιαίτερες επιδιώξεις που θέλουν να παίξουν οι μεγάλες οικονομίες, αλλά και με την οικονομική τους κατάσταση που αντιμετωπίζουν.

Οι δείκτες για την οικονομική ανάπτυξη των μεγαλύτερων οικονομιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το τελευταίο τρίμηνο του 2015 αλλά και για το πρώτο τρίμηνο του 2016 δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικοί, ενώ οι προβλέψεις για την ανάπτυξη σε ετήσια βάση αναθεωρούνται προς τα κάτω, την ώρα που οι πολιτικές του Μάρι Ντράγκι δεν αποδίδουν και ο αποπληθωρισμός είναι πάντα παρών.

Είναι ένα θέμα, λοιπόν, να αντιμετωπίζεται το ζήτημα της ανάπτυξης της χώρας μας με επιχειρήματα, τα οποία, σε τελική ανάλυση, αναδεικνύουν μια φτώχια, πέρα από τη σχηματικότητα που τα χαρακτηρίζουν και την οικονομική ανεδαφικότητα, τη διάψευση από την ίδια την πραγματικότητα.

Το σχήμα: αναδιαρθρώσεις, με στόχο τη μείωση του λεγόμενου μισθολογικού κόστους – μείωση των κρατικών δαπανών – μείωση των κοινωνικών παροχών – ιδιωτικοποιήσεις – επενδύσεις – ανάπτυξη αποδείχτηκε και για την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση ότι δεν ισχύει.

Πολύ περισσότερο δεν ισχύει για τη χώρα μας, όταν αυτό το σχήμα το συνοδεύουν και ορισμένες ιδιαιτερότητες, που έχουν να κάνουν με την εξασφάλιση των δανειστών και την απαίτησή τους να πάρουν πίσω τα δανεικά αλλά και το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας. Δηλαδή έχουν να κάνουν με τη παραγωγική και την οικονομική απογύμνωση της χώρας μας και την ένταση της εξαθλίωσης των εργαζομένων.

Το ερώτημα, κατά προέκταση, που δεν απαντιέται από αυτήν την επιχειρηματολογία είναι (πέρα από το γεγονός ότι η όποια αμφίβολη ανάπτυξη θα στηρίζεται και θα έρχεται «από τα έξω», πέρα από το γεγονός ότι η «επιτυχία» των μνημονίων θα σημαίνει την περίφημη έξοδο στις αγορές – στην πραγματικότητα θα σημαίνει ένα νέο δανεισμό): για ποια ανάπτυξη μιλάμε, αφού η παραγωγική βάση της χώρας μας συρρικνώνεται και δεν παρουσιάζει κανένα σημάδι αντιστροφής;

COMMENTS