Τα γεγονότα είναι γνωστά και σε προηγούμενη αρθρογραφία μας τα έχουμε αναδείξει. Η κυβέρνηση στην πρόσφατη Σύνοδο του ΝΑΤΟ – με κοινό αίτημα της Ελλάδας, της Γερμανίας και της Τουρκίας – δέχτηκε να αναλάβει το ΝΑΤΟ τη φύλαξη των θαλασσίων συνόρων με την Τουρκία με πρόσχημα την αποτροπή των προσφυγικών ροών. Στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκε και η Ευρωπαϊκή Ένωση πρωτοστατούντων των Ζαν Πολ Γιουνκέρ – Άνγκελα Μέρκελ. Την εξέλιξη αυτήν την αποδέχτηκαν τελικά και τα άλλα αστικά κόμματα της χώρας μας, έστω και εάν διατύπωσαν ορισμένες επιμέρους επιφυλάξεις.
Είμαστε υποχρεωμένοι να καταθέσουμε τη σειρά των γεγονότων για να αποδείξουμε ότι η ανάληψη της διαφύλαξης των θαλάσσιων συνόρων της χώρας μας από την πλευρά του ΝΑΤΟ καθόλου δεν είναι ένα γεγονός, που αφορά κυρίως την επίλυση του προσφυγικού προβλήματος.
Ξεκινώντας από την κατάρριψη του Ρωσικού μαχητικού από την πλευρά της Τουρκίας το ΝΑΤΟ σπεύδει να υποστηρίξει και να καλύψει την Τουρκία σε χρόνο «μηδέν» με δηλώσεις του ίδιου του Γενικού Γραμματέα του. Είναι φανερό ότι η κατάρριψη αποτελούσε μια πρώτη προειδοποίηση του ΝΑΤΟ προς τη Ρωσία για τη δράση της στη Συρία.
Έκτοτε κορυφώνεται και από την Τουρκία αλλά και τις ίδιες τις ΗΠΑ και άλλες χώρες της Ατλαντικής Συμμαχίας μια αντιπαράθεση με τη Ρωσία, η οποία εξηγείται από τα αποτελέσματα των πολεμικών επιχειρήσεων επί του εδάφους. Η Ρωσία κατηγορείται συνεχώς ότι βομβαρδίζει αμάχους και προβαίνει σε γενοκτονία πληθυσμών την ίδια στιγμή που ο Συριακός στρατός επανακτά τον έλεγχο σημαντικών εδαφών, πόλεων και χωριών στρατηγικής σημασίας.
Στη συνέχεια – και αφού πλέον επί του εδάφους αποκαλύπτεται η αδυναμία της Συριακής αντιπολίτευσης αλλά και η έντονη αντιπαράθεση των επί μέρους οργανώσεων, που την απαρτίζουν, καταρρέουν οι συνομιλίες για τη μεταβατική περίοδο προς την ομαλοποίηση της κατάστασης στη Συρία και την κατάπαυση του πυρός. Ο Άσαντ αποκτάει πολιτικό και στρατιωτικό πλεονέκτημα και όσοι μέχρι εκείνη τη στιγμή ζητούσαν, ως προϋπόθεση για το μέλλον της Συρίας, την απομάκρυνσή του αρχίζουν να προσαρμόζονται στη νέα πραγματικότητα, που επιβάλλεται από τις πολεμικές επιχειρήσεις στο έδαφος. Εδώ αξίζει να σταθούμε σ’ ένα γεγονός το οποίο προκύπτει από την ίδια την εξέλιξη των πολεμικών επιχειρήσεων. Η μεγάλη συμμαχία υπό τις ΗΠΑ με τους βομβαρδισμούς που επιχειρούσε ενάντια στον ISIS δεν έφεραν κανένα, σχεδόν, αποτέλεσμα σε βάρος του. Η ερμηνεία είναι απλή. Κάθε αποδυνάμωση του ISIS δεν συνδεόταν αυτόματα με την ενδυνάμωση της Συριακής αντιπολίτευσης. Αντίθετα ενδυνάμωνε de facto το Συριακό στρατό και κατ’ επέκταση τον Άσαντ. Αποκαλύπτεται, δηλαδή, το διπλό παιχνίδι των ΗΠΑ και της συμμαχίας τους. Αυτήν την εξίσωση η συμμαχία υπό τις ΗΠΑ δε μπορούσε να την επιλύσει κατά τις επιδιώξεις τους.
Η εξέλιξη αυτή είχε ως αποτέλεσμα να αρχίσουν να εμφανίζονται τα σενάρια για χερσαίες στρατιωτικές επιχειρήσεις από την πλευρά της Τουρκίας και της Σαουδικής Αραβίας. Και αφού η Τουρκία δε μπορεί πλέον να επιχειρεί από αέρος άρχισε να βομβαρδίζει περιοχές των Κούρδων από το Τουρκικό έδαφος. Την ίδια στιγμή η Τουρκία έχει εξασφαλίσει τη συγκατάθεση της Γερμανίας και γενικότερα των δυνάμεων του ΝΑΤΟ για τη δημιουργία εναέριας ζώνης απαγόρευσης των πτήσεων, πράγμα που φανερά στρέφεται ενάντια στη Ρωσία και στο Συριακό στρατό και ευνοεί την Τουρκία.
Μπροστά στη διαγραφόμενη υπεροχή πλέον της Ρωσίας και του Συριακού στρατού σχεδιάστηκε η παρέμβαση του ΝΑΤΟ, με βασική δικαιολογία την αντιμετώπιση του προσφυγικού, η οποία δεν αφορά την παρουσία του μόνο στο Αιγαίο, αλλά το να παρθούν μέτρα αντιμετώπισης της Ρωσίας καθ’ όλη τη συνοριακή γραμμή με τη Ρωσία. Ήδη αυτό το θέμα το έχουμε σχολιάσει σε προηγούμενο άρθρο μας.
Την ίδια χρονική περίοδο στη χώρα μας, από την πλευρά της κυβέρνησης, αρχίζει να αναπτύσσεται μια φιλολογία για «αξιοποίηση του προσφυγικού», προκειμένου η κυβέρνηση να φτάσει με τους λεγόμενους εταίρους, όσο το δυνατό πιο γρήγορα, στην αξιολόγηση και στο άνοιγμα της συζήτησης για το χρέος, με το επιχείρημα ότι η αντιμετώπιση και η επίλυση του προβλήματος του χρέους θα φέρει «αναπτυξιακή έκρηξη», γιατί έχει εκδηλωθεί μεγάλο ενδιαφέρον από την πλευρά πολλών επενδυτών. Αυτό το σενάριο το ομολογούν πλέον ανοιχτά και φιλοκυβερνητικοί πολιτικοί σχολιαστές αυτές τις ημέρες.
Μ’ αυτόν τον τρόπο Ευρωπαϊκή Ένωση και ΝΑΤΟ συναποφασίζουν την αποστολή ναυτικών δυνάμεων του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο, στο πλαίσιο της γενικότερης στρατηγικής της Δύσης απέναντι στη Ρωσία. Το γεγονός, βέβαια, αυτό οδηγεί στην de facto συνδιαχείριση του Αιγαίου υπό την υψηλή εποπτεία του ΝΑΤΟ και παγιοποιεί τις Τουρκικές αμφισβητήσεις ως προς την κυριότητα ορισμένων νησίδων, που η Τουρκία όχι απλώς αμφισβητεί το καθεστώς τους αλλά τις θεωρεί και Τουρκικές.
Στην πράξη, δηλαδή, παρόλο που λέγεται ότι οι Τουρκικές ναυτικές δυνάμεις θα επιχειρούν στα δικά τους χωρικά ύδατα και αντίστοιχα οι Ελληνικές στα χωρικά ύδατα της Ελλάδας, με την παρέμβαση του ΝΑΤΟ παγιώνονται οι Τουρκικές αμφισβητήσεις, αφού ποτέ μέχρι τώρα το ΝΑΤΟ δεν έχει αναγνωρίσει την κυριότητα των νησίδων στην Ελλάδα. Απλώς εκφράζει ευχές για την «ειρηνική διευθέτηση» του ζητήματος.
Κυβέρνηση, Ευρωπαϊκή Ένωση και ΝΑΤΟ, μπροστά στην αντιμετώπιση και ενδυνάμωση της παρουσίας της Ρωσίας στη Συρία, εμπλέκουν τη χώρα μας σε μια ευρύτερη αντιπαράθεση, μια και είναι γνωστό ότι για όποια εξέλιξη και εάν σχεδιαστεί από την πλευρά των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης περιλαμβάνει και τις στρατιωτικές διευκολύνσεις, που παρέχει η χώρα μας, και την άμεση ανάμειξή της, πάντα σε συνάρτηση με τη στάση της Τουρκίας και της Σαουδικής Αραβίας, που αποτελούν βασικούς πυλώνες για το Συριακό πρόβλημα της Δυτικής συμμαχίας, παρά τις όποιες αντιθέσεις παρουσιάζονται.
Μ’ αυτόν τον τρόπο, όμως, το προσφυγικό δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι πρόκειται να λυθεί, γιατί η Δυτική συμμαχία δεν έχει την πρόθεση να τελειώσει τον πόλεμο, αλλά και γιατί οι Τούρκοι δουλέμποροι «είναι ένα βήμα πιο μπροστά» από τα οποιαδήποτε μέτρα παρθούν.
Στη χώρα μας, όμως, αυτό που παρατηρούμε είναι ότι όλο και πιο πολύ επιστρατεύονται τα επιχειρήματα ότι πρέπει να επιδείξουν υπευθυνότητα οι εργαζόμενοι και οι αγρότες που κινητοποιούνται, γιατί δεν πρέπει να υπάρχει πολιτική αβεβαιότητα, η οποία πολλαπλώς βλάπτει τη χώρα μας. Γι’ αυτό και σπεύδουν να εγκαλέσουν τους αγρότες που εξακολουθούν να βρίσκονται στα μπλόκα.
Από την άλλη διαπιστώνουμε ότι η κυβέρνηση έχει εγκολπωθεί πλήρως την επιχειρηματολογία των «παλιών καλών καιρών» έχοντας απολέσει ακόμη και κάθε απόχρωση του «ροζέ» και υιοθετώντας το «ιώδες» της αστικής τάξης.
Μέχρι τώρα δε μπορεί να υπάρξει καμία απορία για τη στάση της κυβέρνησης, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του ΝΑΤΟ και της αστικής αντιπολίτευσης. Απορία, όμως, υπάρχει για τη στάση της ηγεσίας του Κόμματος, που περιορίστηκε στην κατάθεση μιας επίκαιρης ερώτησης για την εμπλοκή του ΝΑΤΟ. Κατά τα γνωστά κοινοβουλευτικά ήθη και έθιμα η κυβέρνηση θα αναπτύξει την επιχειρηματολογία της, φυσικά θα υπάρξει και η τοποθέτηση των κοινοβουλευτικών εκπροσώπων του Κόμματος.
Είναι χρόνια τώρα, που έχουν εγκαταλειφθεί πολιτικές πρωτοβουλίες ενάντια στις στρατιωτικές βάσεις και το ΝΑΤΟ. Ουσιαστικά αυτή η εγκατάλειψη αφορά στις επεξεργασίες του Κόμματος για το πώς θα αποδεσμευτεί η χώρα μας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ και τους άλλους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς. Ορισμένες ακτιβίστικες ενέργειες δε μπορούν να αντικαταστήσουν την αναγκαιότητα για τη δράση και ανάπτυξη του αντιιμπεριαλιστικού κινήματος, της αντιιμπεριαλιστικής πάλης. Ας θυμηθούμε το πόσο προώθησε και κατοχύρωσε την πολιτική παρουσία του Κόμματος η στάση του και οι κινητοποιήσεις του στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας..
Αυτό, όμως, που διαπιστώνουμε είναι ότι η χώρα μας «χώνεται» όλο και πιο βαθιά στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ. Είναι χαρακτηριστική η επιχειρηματολογία της κυβέρνησης για «περισσότερο Ευρώπη» – και σε σχέση με το προσφυγικό και τη Συνθήκη Σένγκεν, για το πώς υπερασπίζεται το ρόλο και την παρουσία του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο.
Αν αναδεικνύεται κάτι από την παρούσα κατάσταση είναι η αναγκαιότητα της αντιιμπεριαλιστικής αντιμονοπωλιακής πάλης. Αυτό κατέδειξαν οι αγώνες της μικρομεσαίας αγροτιάς και της εργατικής τάξης, αυτό αναδεικνύεται από τις εξελίξεις σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ.
Και εδώ έχουμε να σημειώσουμε ότι υπάρχουν ανεπίτρεπτες καθυστερήσεις. Σε μια περίοδο, που οι συζητήσεις, που ανοίγονται, θέτουν σε αμφιβολία το ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ – ακόμη και αστοί σχολιαστές καταφέρονται ενάντια στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, παρατηρείται μια ατολμία στο να συνδυαστεί πιο άμεσα ο αγώνας της μικρομεσαίας αγροτιάς με την αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ για το ΝΑΤΟ και τις στρατιωτικές βάσεις δεν παίρνεται καμία πρωτοβουλία για κινητοποιήσεις πέρα από την επίκαιρη ερώτηση.
Αυτό που προέχει τώρα είναι να κλιμακωθούν οι αγώνες της μικρομεσαίας αγροτιάς εξηγώντας πολύ πιο καθαρά τις διαχωριστικές γραμμές μέσα στους αγρότες και το ρόλο ορισμένων μπλόκων, που με όχημα το κατά κύριο επάγγελμα για τον αγρότη συνεισφέρουν στην κυβερνητική πολιτική και την πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην εξαφάνιση της μικρομεσαίας αγροτιάς. Να μπει πιο αποφασιστικά στη μάχη η εργατική τάξη, να αναπτυχθεί το αντιιμπεριαλιστικό κίνημα με κινητοποιήσεις ενάντια στο ΝΑΤΟ, τις βάσεις και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η πραγματικότητα είναι πολύ πιο σημαντική και ζωντανή «από χίλια προγράμματα» και η απαίτηση αυτής της πολιτικής συγκυρίας είναι να πέσει το σύνθημα για άμεση αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και αποχώρηση από το ΝΑΤΟ, με κατάργηση των στρατιωτικών βάσεων και με ματαίωση κάθε εμπλοκής της χώρας μας στους σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτή θα είναι και μια σημαντική συνεισφορά για το τέλος του πολέμου στη Συρία.
COMMENTS