Είχαμε υποσχεθεί ότι θα επανέλθουμε στη συνέντευξη Βαρουφάκη, που παραχώρησε στον τηλεοπτικό Σκάι, για δύο βασικούς λόγους: ο πρώτος ήταν, γιατί προβλέπαμε ότι πάνω σε όσα είπε ο Γιάννης Βαρουφάκης θα υπήρχε συνέχεια από τα αστικά ΜΜΕ, μια και έτσι κι αλλιώς θα προκαλούσε «απαντήσεις», και ο δεύτερος, γιατί μέσα σ’ όλα, που είπε, αναγκαστικά, ομολόγησε και κάποιες αλήθειες, που επιβεβαιώνουν, διαχρονικά, πάγιες θέσεις του Κομμουνιστικού Κινήματος.
Και πράγματι. Μετά τη συνέντευξη, ειδικά στις Κυριακάτικες εκδόσεις των αστικών εντύπων, επακολούθησε ένας καταιγισμός δημοσιευμάτων, που η κύρια συνισταμένη ήταν ότι την τελευταία στιγμή αποσοβήθηκε ο μεγάλος κίνδυνος ενός Grexit, που θα οδηγούσε τη χώρα σε μια καταστροφή. Το ίδιο ισχύει και για τον πρωθυπουργό.
Έστω και την τελευταία στιγμή και ο πρωθυπουργός, και πριν απ’ όλους ο Γιάννης Δραγασάκης, ο οποίος από την αρχή διαφωνούσε, και κατά έναν τρόπο περίεργο είχε τεθεί εκτός όλων αυτών των σεναρίων προς την πορεία εκτύπωσης εθνικού νομίσματος, κατάλαβαν τις καταστροφικές συνέπειες των σχεδίων του Γιάννη Βαρουφάκη και ματαίωσαν το plan x!
Μόνο που πρωθυπουργός φέρεται να γνώριζε – ταυτόχρονα αυτό το θέμα μένει και ως ερωτηματικό, σκόπιμα βέβαια, και να είχε εγκρίνει το plan x, αλλά, έστω και αργά, συνειδητοποίησε την καταστροφική πορεία, φτάνοντας μέχρι την απομάκρυνση του Γιάννη Βαρουφάκη. Η αρθρογραφία αναφέρει ότι συνειδητοποίησε την πραγματικότητα ακόμη πιο πολύ, όταν κατάλαβε ότι είχε ανοίξει μια συζήτηση περί οικουμενικής κυβέρνησης, της οποίας δε θα ήταν μέρος – και με την έννοια αυτή θα τον εγκατέλειπαν σημαντικά στελέχη του, αλλά και υπό την απειλή ενός «εθνικού διχασμού», που θα έφερνε μια πιθανή έξοδος από το ευρώ. Και οι εθνικοί διχασμοί, όλοι καταλαβαίνουμε την πολιτική τους σημασία και σημειολογία, παραπέμπουν σε εμφύλιες αντιπαραθέσεις και συρράξεις.
Και όταν πρόκειται για εθνικούς διχασμούς οι τάξεις παίρνουν θέση απέναντι στο επίδικο ζήτημα. Και αυτό δεν ήταν τίποτα άλλο από την έξοδο από το ευρώ, που σαφώς δε θα σταματούσε εκεί. Θα δρομολογούσε την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Πράγμα που σημαίνει ότι η αστική τάξη είναι διατεθειμένη να επιλέξει με πρωτοβουλία της, όπως άλλωστε πάντα έτσι γίνεται, ακόμη και τον εθνικό διχασμό, προκειμένου να υπερασπιστεί επιλογές της, που τις θεωρεί στρατηγικής σημασίας για την ύπαρξή της.
Αντιλαμβανόμαστε, τώρα, σε ποιο σημείο μπορεί να φτάσει η αστική τάξη της χώρας μας, πάντα υπό την υψηλή εποπτεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, των άλλων ιμπεριαλιστικών οργανισμών, αλλά και με την «προθυμία» γειτονικών χωρών, που θα υποκινούνταν από «συμμάχους» και «φίλους» της χώρας μας, εάν το επίδικο ζήτημα ήταν όχι απλώς η έξοδος από το ευρώ αλλά η έξοδος συνολικά από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τους άλλους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς.
Το πρώτο συμπέρασμα, που πρέπει να βγάλουμε απ’ όλη αυτήν τη φιλολογία, που αναπτύχθηκε γύρω από την υπόθεση του Γιάννη Βαρουφάκη, ανεξάρτητα από τις λεπτομέρειες της, που ασφαλώς σ’ αυτές κρύβονται διάφορες σκοπιμότητες, αφού ακόμη υπάρχουν πολλά κρυφά χαρτιά και άγνωστα ακόμη σημεία, είναι ότι η αστική τάξη δεν είναι ανόητη να ακολουθεί τις «θεωρίες περί παιγνίων», με τις οποίες φουσκώνουν ορισμένοι τα μυαλά των φοιτητών μας και των νέων επιστημόνων μας και ότι θα υπερασπιστεί με πολύ πιο «πεζά» μέσα τις στρατηγικής σημασίας επιλογές της. Μέχρι τέλους. Δηλαδή: με «εθνικό διχασμό». Τουτέστιν: με εμφύλια σύρραξη. Πράγμα που δείχνει το πόσο σοβαρά πρέπει να παίρνει κανείς τη στάση της αστικής τάξης, η οποία δεν παραιτείται ποτέ από τους στόχους της, γιατί διαθέτει πολύ πιο ισχυρή ταξική συνείδηση ακόμη και από την εργατική τάξη, μια και η κινητήρια δύναμη της ταξικής της συνείδησης είναι η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και η ιδιοποίηση της εργασίας της εργατικής τάξης, δηλαδή η δύναμη του κέρδους.
Το δεύτερο συμπέρασμα, που πρέπει να βγάλουμε είναι ότι από την πλευρά της εργατικής τάξης πρέπει να υπάρχει ένα καλά οργανωμένο Εργατικό Κίνημα με συγκεκριμένο πρόγραμμα δράσης, με συμμαχίες και τακτική, με ξεκάθαρους στόχους, που να ανταποκρίνονται στο επίπεδο ταξικής, πολιτικής και γενικότερα κοινωνικής συνείδησης των εργαζομένων, να μπορεί να δρα παίρνοντας υπόψη τις πραγματικές αντιθέσεις, που επικρατούν στην κοινωνία, στο σύνολό τους, και με την καθοδήγηση της πρωτοπορίας της να τις ωριμάζει στην κατεύθυνση του σοσιαλισμού, στην επίλυση της βασικής αντίθεσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία. Εδώ, φυσικά, αποφασιστικής σημασίας είναι η αυτοτελής ιδεολογικοπολιτική διαπάλη, που διεξάγει η επαναστατική πρωτοπορία, που με τη σειρά της έχει ως καθοδηγητική δύναμη το Μαρξισμό – Λενινισμό, μια και βρισκόμαστε σε μια εποχή, που μπορούμε να γνωρίζουμε την εξάντληση όλων των άλλων ιδεολογικοπολιτικών ρευμάτων, που επιδίωξαν να υποκαταστήσουν τη Μαρξιστικολενινιστική ιδεολογία. Με την έννοια αυτή χρειάζεται η επεξεργασία της επαναστατικής τακτικής, στο πλαίσιο της στρατηγικής της πρωτοπορίας, να γίνεται κατανοητή στις λαϊκές μάζες, να μην υπάρχει σύγχυση ανάμεσα στην τακτική και τη στρατηγική, γιατί η τακτική είναι επεξεργασμένη πολιτική, που υπηρετεί τη στρατηγική, για να μπορεί να αντιμετωπίζει η επαναστατική πρωτοπορία μη «καθαρές» καταστάσεις, καταστάσεις που είναι ιδιαίτερα περίπλοκες, πολύ περισσότερο όταν συνδυάζονται με μετακινήσεις λαϊκών μαζών, με καταστροφή εκτεταμένων μικροαστικών στρωμάτων, και το κυριότερο, για να αντιμετωπίζει καταστάσεις, όταν η αστική τάξη θα δημιουργεί χαώδεις συνθήκες, μια απαλή γεύση των οποίων, αυτών των συνθηκών, πήραμε με το κλείσιμο των τραπεζών από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης με αποτέλεσμα τον οικονομικό στραγγαλισμό της χώρας. Από την άποψη αυτή η στρατηγική δε μπορεί να υποκαθιστά την τακτική και ένα σαφές δείγμα υποκατάστασης της τακτικής από τη στρατηγική είναι η θέση του Κόμματος ως προς την αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία, σε τελική ανάλυση, υποβοηθούμενη και με θέσεις περί καταστροφής της χώρας και των εργαζομένων στην περίπτωση εξόδου από το ευρώ, δεν υπηρετεί τη στρατηγική του Κόμματος, αντίθετα τη φρενάρει, σπέρνοντας σύγχυση μέσα στους εργαζόμενους.
Το τρίτο συμπέρασμα, που πρέπει να βγάλουμε είναι ότι όλες αυτές οι εξελίξεις γίνονται με μια «ευκολία» από την πλευρά της αστικής τάξης και των αστικών πολιτικών δυνάμεων, πράγμα που οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι το Κόμμα μας έχοντας σύγχυση στο πως μια επαναστατική τακτική υπηρετεί τη στρατηγική, την πορεία προς το σοσιαλισμό, δε μπορεί να καθορίσει σωστά τη στάση του απέναντι σε δυνάμεις, που υπηρετούν μεν την αστική πολιτική, αλλά, ταυτόχρονα στηρίζονται από εκτεταμένα μικροαστικά στρώματα και μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης. Στο βάθος αυτής της έλλειψης κρύβεται η μη ικανότητα του Κόμματος να καθορίσει τη στάση της εργατικής τάξης ως προς τα μικροαστικά στρώματα, να μπορέσει να δημιουργήσει συνθήκες κοινής δράσης και πραγματοποίησης της κοινωνικής συμμαχίας και μάλιστα σε συνθήκες μακρόχρονης και ιδιαιτέρως οξυμένης οικονομικής κρίσης και χρεοκοπίας της χώρας. Και το αποτέλεσμα είναι γνωστό. Το Εργατικό Κίνημα, ενώ υπάρχουν οι αγωνιστικές διαθέσεις, να βρίσκεται πίσω από τις απαιτήσεις της ταξικής πάλης, και όχι μόνο αυτό, αλλά να φαίνονται ότι τραβάνε μπροστά τους αγώνες τα μικροαστικά στρώματα, που καταστρέφονται από την εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής, που, όμως, είναι ευάλωτα πολιτικά εάν δε βρουν στήριγμα στην εργατική τάξη. Θα φέρουμε ένα παράδειγμα συγκεκριμένο για να γίνουμε κατανοητοί. Όταν γινόταν η διαπραγμάτευση και η κυβέρνηση έφτασε να μιλάει ότι οι εταίροι την εκβιάζουν με άμεσο στόχο να πέσει, το Κόμμα μας δε βγήκε με το σύνθημα της αποχώρησης από τη διαπραγμάτευση, έτσι, ώστε να «σπρώξει» τις λαϊκές μάζες μπροστά, να τις ωριμάσει, να δημιουργήσει και να διευρύνει ρήγματα ανάμεσα στην κυβέρνηση και την Ευρωπαϊκή Ένωση, ακόμη και στην ίδια την κυβέρνηση και το ΣΥΡΙΖΑ με τις λαϊκές μάζες που τον ακολουθούσαν. Θεώρησε ότι μια τέτοια στάση θα ήταν πρωταρχικά στήριξη της κυβέρνησης, ενώ θα ήταν, στην πραγματικότητα στήριξη και ωρίμανση των λαϊκών μαζών, που αντιμάχονταν την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά δεν είχαν φτάσει ακόμη στο επίπεδο της πλήρους απόρριψής της. Θα μπορούσαμε, επίσης, να αναφερθούμε και στο δημοψήφισμα.
Κλείνουμε αυτό το άρθρο μας με ορισμένες σημαντικές αλήθειες που είπε ο Γιάννης Βαρουφάκης στο πλαίσιο της άσκησης των υπουργικών του καθηκόντων και του βασικού διαπραγματευτή με τους λεγόμενους εταίρους. Κατ’ αρχάς επιβεβαίωσε την έλλειψη δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πράγμα που επιβεβαιώνει, επίσης, την πάγια θέση του ΚΚΕ για τον αντιδραστικό χαρακτήρα της. Επιβεβαίωσε, επίσης, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν αποτελεί μια Ένωση που χαρακτηρίζεται από την πολιτική ισοτιμία των μελών – κρατών. Ότι υπάρχουν αφεντικά σ’ αυτήν την Ένωση, που κυριαρχούν και επιβάλλουν πολιτικές, που αποβαίνουν σε βάρος των πιο αδύναμων μελών – κρατών. Επιβεβαίωσε τις αντιθέσεις και την αυξητική έντασή τους. Απομυθοποίησε τις συμμαχίες της χώρας μας, μέλη – κράτη, τα οποία, υποτίθεται κρατάνε φιλική στάση απέναντι στη χώρα μας, όπως π.χ. η Γαλλία του Φρανσουά Ολάντ. Περιέγραψε δηλαδή μια πραγματικότητα, που δικαιώνει πλήρως τη θέση της αποδέσμευσης της χώρας μας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και για το λόγο ότι επιβάλλει πολιτικές στην Ελλάδα, που δε μπορούν να έχουν αποτέλεσμα και διαιωνίζουν τη θέση του «αγκιστρωμένου ψαριού». Ο ίδιος, βέβαια, υποστηρίζει την παραμονή της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ποντάροντας στο στόχο του εκδημοκρατισμού της και της «κατάκτησης από τα μέσα», θέση που είναι και της κυβέρνησης, θέση, όμως, που ιστορικά έχει αποδειχτεί ουτοπική και απραγματοποίητη. Και όλα αυτά τα ισχυρίζεται σε μια εποχή, που στα αστικά ΜΜΕ γίνεται όλο και πιο συχνά λόγος για τους κινδύνους, κατά την ομολογία των κυρίαρχων κύκλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ολοένα και μεγαλώνουν πιο πολύ, που υπάρχουν και οδηγούν την Ευρωπαϊκή Ένωση προς τη διάλυση, παρά προς την ενίσχυση της ενότητάς της. Από αυτήν την άποψη χρειάζεται μια προσοχή, γιατί όλη αυτή η φιλολογία του Γιάννη Βαρουφάκη είναι μέρος ενός διακριτού πολιτικού ρεύματος, που υπάρχει στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και που διατείνεται ότι δεν πρέπει να επιδιώκουμε ούτε την έξοδο από το ευρώ ούτε την αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, πολύ περισσότερο τη διάλυσή της, γιατί στο βάθος υπονομεύεται ο σοσιαλισμός. Αυτή η άποψη είναι από πάνω μέχρι κάτω αστική άποψη και δεν έχει καμία σχέση με το Επαναστατικό Κίνημα και την πορεία προς το σοσιαλισμό.
COMMENTS