Θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε με την άποψη του πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, ότι το ταξικό ζήτημα της χώρας μας γίνεται όλο και πιο καθαρό, «αποκρυσταλλώνεται». Άποψη, που εκφράστηκε στο λόγο για τον πρώτο χρόνο διακυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ στην εκδήλωση, που πρόσφατα πραγματοποίησε ο ΣΥΡΙΖΑ.
Γνωρίζουμε, όμως, από πολύ παλιά, από τους Κλασσικούς μας, ότι οι διάφορες αποχρώσεις του αστικορεφορμισμού και του σοσιαλρεφορμισμού αναγνωρίζουν την ύπαρξη της ταξικής πάλης, την επικαλούνται, κατά περίπτωση, βέβαια, αλλά γνωρίζουμε, επίσης, και ότι βασικός τους στόχος είναι να τη χειραγωγήσουν, να την παρουσιάσουν κατά τα δικά τους «μέτρα και σταθμά», να την αμβλύνουν, να τη μετατρέψουν σε ταξική συνεργασία.
Και αυτό έκανε με την ομιλία του ο Αλέξης Τσίπρας ομολογώντας, όμως, και τη μισή αλήθεια, γιατί πράγματι το ταξικό ζήτημα στη χώρα μας και έχει οξυνθεί και είναι καθαρότερο από προηγούμενες φορές. Το «μπάσιμο» του Αλέξη Τσίπρα στο ταξικό ζήτημα ήταν μια πολύ σαφής και συνειδητή επιλογή, η οποία δεν αντιμετωπίζεται με το γνωστό «άλλα μας τάξατε άλλα μας κάνετε».
Με την ευκαιρία, λοιπόν, των κινητοποιήσεων των αγροτών, το πρώτο που έχουμε να επικαλεστούμε είναι μια φράση του Β. Ι. Λένιν, από το 1905, άμεσης επικαιρότητας, που αφορά στη στάση των τάξεων: «όλες οι τάξεις είναι στο προσκήνιο και παίρνουν θέση». Και αυτό το γεγονός αφορά και στις πολιτικές δυνάμεις αντίστοιχα.
Όσο, όμως, το ταξικό ζήτημα γίνεται όλο και πιο πολύ κατανοητό σε πλατιές λαϊκές μάζες, ώστε να φτάνει να το αναγνωρίζει και να το επικαλείται ακόμη και ο πρωθυπουργός της χώρας, που ακολουθεί και έχει ενσωματωθεί στην αστική πολιτική, άλλο τόσο πρέπει να πούμε ότι καταβάλλονται προσπάθειες από τις αστικές πολιτικές δυνάμεις να αποπροσανατολιστεί η ταξική πάλη. Αυτός, όμως, ο αποπροσανατολισμός στηρίζεται και σε πραγματικές καταστάσεις, που αφορούν στις σχέσεις των τάξεων και στη στάση των αστικών κομμάτων, κατά πρώτο λόγο. Τις οποίες, βέβαια, προσπαθούν να εκμεταλλευτούν για τους δικούς τους λόγους ο καθένας, τόσο ο Αλέξης Τσίπρας όσο και ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Την ίδια στιγμή, που ο Αλέξης Τσίπρας κατονομάζει τους μεγαλοαγρότες, που νέμονται τις αγροτικές επιδοτήσεις μαζί με την υπόλοιπη αστική τάξη, που πήγαν στο «ΝΑΙ» στο δημοψήφισμα, παρουσιάζεται ως υπερασπιστής των μικρομεσαίων αγροτών. Την ίδια στιγμή που καταγγέλλει το «κίνημα της γραβάτας» παρουσιάζεται ως υπερασπιστής των επιστημόνων με μπλοκάκια. Ακόμη και την ηγεσία της ΓΣΕΕ και της ΠΑΣΕΓΕΣ κατάγγειλε, γιατί υπερασπιστήκανε ανοιχτά το «ΝΑΙ» στο δημοψήφισμα, στο οποίο στάθηκε ιδιαίτερα, ρίχνοντας δίχτυα για να αλιεύσει από τη δεξαμενή του «ΟΧΙ», ακυρώνοντας το νόημα της ψήφου του λαού και παρακάμπτοντας το γεγονός ότι αυτό το «ΟΧΙ» το μετέτρεψε σε «ΝΑΙ» σε μια νύχτα και με συμπαραστάτες αυτούς, που σήμερα καταγγέλλει. Διαμορφώνει την ταξική αντίθεση στα «πολιτικά του μέτρα», στην πολιτική κατεύθυνση που επιθυμεί.
Από τη μια κάνει μια απεγνωσμένη και απολύτως καιροσκοπική προσπάθεια να παρουσιαστεί ως ο εκπρόσωπος των μικροαστικών στρωμάτων, που καταπιέζονται από την αστική τάξη, από την άλλη επιδιώκει να προσεταιριστεί την εργατική τάξη. Στο σύνολό της, όμως, η μνημονιακή πολιτική, που εφαρμόζει, φορτώνει στις πλάτες των εργαζομένων και των μικροαστικών στρωμάτων – κατώτερων και μεσαίων κατά βάση, την πολύχρονη οικονομική κρίση και τις συνέπειές της, τη χρεοκοπία της χώρας, που οφείλεται στην αστική τάξη και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Παράλληλα, κυρίως ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η Νέα Δημοκρατία, αλλά και τα άλλα αστικά κόμματα προσβλέπουν στις αγροτικές κινητοποιήσεις (και όχι μόνο) γι’ αυτό και κινητοποιούν την αστική τάξη του χωριού, η οποία κινείται σε δύο επίπεδα: από τη μια να συσπειρώσει τη μικρή και μεσαία αγροτιά και να τη στρέψει ενάντια στην κυβέρνηση, που ικανοποιεί τον άμεσο πολιτικό στόχο της Νέας Δημοκρατίας και των άλλων αστικών κομμάτων, από την άλλη γίνεται προσπάθεια να συγκαλυφθούν οι ευθύνες των προηγούμενων κυβερνήσεων και πάνω απ’ όλα να συγκαλυφθούν η μνημονιακή πολιτική και γενικότερα οι κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που πριν απ’ όλα καταστρέφουν τους μικρούς και μεσαίους αγρότες και εξαθλιώνουν την εργατική τάξη. Γεγονός, βέβαια, που είναι προς το συμφέρον της αστικής αγροτιάς.
Μ’ αυτόν τον τρόπο το δίλημμα, που διατύπωσε ο Αλέξης Τσίπρας στην ομιλία του, που το περιορίζει κατά ψευδεπίγραφο τρόπο στο σχήμα: Δεξιά – Αριστερά, δηλαδή ανάμεσα στο ΣΥΡΙΖΑ και τη Νέα Δημοκρατία, δεν εκφράζει τις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, που αντιμάχονται την πολιτική της κυβέρνησης, πολιτική που στηρίζει και η Νέα Δημοκρατία – και τα άλλα αστικά κόμματα, αφού όλα τα αστικά κόμματα ψήφισαν «μετά βαΐων και κλάδων» το μνημόνιο και στηρίζουν την παραμονή της χώρας μας στο ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Από την άποψη αυτή το άμεσο καθήκον του Κόμματος, σε ό,τι αφορά τις αγροτικές κινητοποιήσεις (αλλά και τις κινητοποιήσεις επιστημονικών σωματείων και συλλόγων), είναι η προσπάθεια να ωριμάσει και να φανεί στην πράξη ο σαφής διαχωρισμός ανάμεσα στην αστική αγροτιά και τους μικρομεσαίους αγρότες, ο διαχωρισμός γενικότερα με την αστική πολιτική και την αστική τάξη, που εκφράζουν τόσο η κυβέρνηση όσο και η αστική αντιπολίτευση. Να μην παρασυρθούν τα μικροαστικά στρώματα από την αστική πολιτική.
Και αυτός ο διαχωρισμός δε μπορεί παρά να σηματοδοτηθεί μέσα από το περιεχόμενο των αιτημάτων και την οργάνωση της πάλης, αλλά και την εκλαΐκευση της θέσης για την ίδια την πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την ΚΑΠ. Με την ανάπτυξη της αυτοτελούς πολιτικής διαπάλης και δράσης του ΚΚΕ. Της εκλαΐκευσης της ανάγκης της αποδέσμευσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ήδη αυτός ο διαχωρισμός εκφράζεται ανάμεσα στα μπλόκα των αγροτών με τη διαφοροποίηση των αιτημάτων. Μπορεί όχι ολοκληρωμένα, αλλά εκφράζεται. Η επιμονή στα αιτήματα των μικρών και μεσαίων αγροτών, η οργάνωση του αγώνα τους, η συσπείρωση γύρω από αυτά τα αιτήματα όσο το δυνατόν περισσότερων μπλόκων θα κρίνει και την πορεία των αγροτικών κινητοποιήσεων.
Το κυριότερο που θα κριθεί είναι το εάν οι κινητοποιήσεις των μικρομεσαίων αγροτών θα μπουν στη ζυγαριά του διλήμματος, που διατύπωσε ο Αλέξης Τσίπρας και βολεύει και τα άλλα αστικά κόμματα με πρώτη τη Νέα Δημοκρατία ή θα ματαιώσει την κυβερνητική πολιτική. Μια πολιτική, που τη προσδιόρισε πολύ καλά ο ίδιος ο υπουργός γεωργίας, που σχολιάζοντας τα αιτήματα των αγροτών ομολόγησε ότι τα αιτήματα αυτά έρχονται σε ευθεία αντίθεση με τη μνημονιακή συμφωνία και η ικανοποίησή τους απαιτεί τη ματαίωση του μνημονίου και την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το βάθεμα της κατανόησης αυτής της πραγματικότητας και η έκφρασή της σε αίτημα διεκδίκησης των μικρών και μεσαίων αγροτών είναι αδήριτη ανάγκη. Αυτήν την πραγματικότητα το ΚΚΕ δε μπορεί να την αντιμετωπίσει με μια φυγή προς τα μπροστά.
Ταυτόχρονα, όμως, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι μια τυφλή αντικυβερνητική στάση δε βοηθάει στον απεγκλωβισμό των μικροαστικών στρωμάτων, εάν αυτή η στάση δε συνοδεύεται με την αποκάλυψη και της πολιτικής των άλλων αστικών κομμάτων αλλά παράλληλα και με την αποκάλυψη της κυβερνητικής πολιτικής και των ελιγμών της, της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όπως επίσης, αποδεικνύεται σαφώς σήμερα, ότι κανείς δε μπορεί «να υπερπηδήσει πάνω από τους μικροαστούς» – για να χρησιμοποιήσουμε μια φράση του Β. Ι. Λένιν πάλι ειπωμένη το 1905.
Αυτήν την πλευρά της κοινωνικής δράσης δε μπορεί να μην την πάρει υπόψη του το ΚΚΕ. Και αυτή είναι μια μεγάλη δυσκολία. Αλλά αυτή η μεγάλη δυσκολία επιβάλλει στο ΚΚΕ να εξηγεί στα μικροαστικά στρώματα την πραγματική τους θέση και που πρέπει να αναζητήσουν και τις πραγματικές συμμαχίες.
Στην κατεύθυνση αυτή πρέπει να ματαιωθεί το τράβηγμα της μικρομεσαίας αγροτιάς από την αστική αγροτιά, όπως επίσης το ίδιο ακριβώς πρέπει να συμβεί και με τα επιστημονικά σωματεία και τους συλλόγους. Τα συμφέροντα όσων τάχτηκαν με το «ΝΑΙ» στο δημοψήφισμα, με την παραμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και υποστήριξαν το μνημόνιο δε συμπίπτουν ούτε με τη μικρομεσαία αγροτιά ούτε με το επιστημονικό προλεταριάτο και τα μικρομεσαία στρώματα της πόλης.
Παρ’ όλο, όμως, που υπάρχουν ορισμένες κινητοποιήσεις της εργατικής τάξης η μεγάλη έλλειψη, η οποία είναι φανερή από την πρώτη στιγμή είναι: ενώ η αγροτιά έχει μπει μαζικά στους αγώνες, με τις συνθήκες που ήδη περιγράψαμε, δε συμβαίνει το ίδιο με την εργατική τάξη, δεν υπάρχει η αντίστοιχη έκταση και ένταση. Οι αγώνες της βρίσκονται σημαντικά πίσω από τις ανάγκες και τις απαιτήσεις της πάλης. Πολύ περισσότερο βρίσκονται πίσω από το να αποτελέσει η εργατική τάξη τον κορμό των αγώνων των λαϊκών μαζών, μαζί και των μικρομεσαίων στρωμάτων της πόλης και του χωριού.
Θεωρούμε ότι η κριτική, που έχουμε ασκήσει, ως «Νέα Σπορά», μέχρι τώρα στην ηγεσία του Κόμματος – και για την εργατική πολιτική και τη γενικότερη πολιτική, που έχει εφαρμόσει είναι και δικαιολογημένη και δικαιωμένη. Το γεγονός ότι η εργατική τάξη αυτήν τη στιγμή δεν αποτελεί τον κύριο φορέα των αγώνων των λαϊκών μαζών γύρω από την οποία θα συσπειρωθούν και τα μικροαστικά στρώματα είναι μια άλλη πρόσθετη δυσκολία στο να εξασφαλιστεί ο σωστός προσανατολισμός της πάλης των λαϊκών μαζών.
Το αποτέλεσμα είναι σε βάρος της κοινωνικής συμμαχίας και της ίδιας της εργατικής τάξης. Τα μικροαστικά στρώματα δε διακρίνονται για τη σταθερότητά τους. Αυτή εξασφαλίζεται μόνο όταν η εργατική τάξη γίνει το στήριγμά τους, ο στυλοβάτης των αγώνων τους.
Και το πρόβλημα αυτό έχει να κάνει με την αντίληψη του κόμματος, την τακτική που ακολούθησε μέχρι τώρα στο Εργατικό Κίνημα και στις κοινωνικές συμμαχίες, στην αντιμετώπιση της ταξικής και πολιτικής συνείδησης των λαϊκών μαζών. Από την πλευρά μας δεν έχουμε καμία πρόθεση να υποτιμήσουμε ούτε τα προβλήματα, που υπάρχουν, ούτε τις δυσκολίες, που παρεμβάλλουν άλλες δυνάμεις. Από την άλλη πλευρά, όμως, ο χρόνος, που έχει διαρρεύσει από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, είναι αρκετός για να βγουν χρήσιμα συμπεράσματα. Τα οποία δε βγαίνουν. Η σημερινή πραγματικότητα, όμως, αποτελεί ένα σημαντικό μάθημα για όλους τους κομμουνιστές, τα μέλη του Κόμματος, τους φίλους και ψηφοφόρους του. Και για την ηγεσία.
Η ανάπτυξη της πάλης της εργατικής τάξης πρέπει να στηριχτεί στα άμεσα και καυτά προβλήματα που αντιμετωπίζει. Μπροστά της πρέπει να βάζει ώριμα προβλήματα προς λύση. Και αυτήν τη στιγμή μπορεί να συσπειρωθεί γύρω από προβλήματα, που ξεσηκώνουν τα μικροαστικά στρώματα, γιατί είναι ακριβώς τα ίδια, προβλήματα που προσπαθεί να τα εκμεταλλευτεί ακόμη και η αστική τάξη προς όφελός της.
Το κλειδί του διαχωρισμού σ’ αυτήν την περίπτωση είναι η αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ. Το ΚΚΕ, το Εργατικό Κίνημα, το Αγροτικό Κίνημα έχουν ένα βασικό πλεονέκτημα. Οι αστικές δυνάμεις σύσσωμες έχουν ταχθεί υπέρ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχουν ψηφίσει το τρίτο μνημόνιο. Υπάρχει η αιτία υπάρχει και το αποτέλεσμα, που αντιπαλεύουν η εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα της πόλης και του χωριού.
Οι λαϊκές μάζες περισσότερο από κάθε άλλη φορά μπορούν τώρα να κατανοήσουν την αιτία. Το καθήκον του ΚΚΕ είναι να περάσει το σύνολο της πολιτικής του ιδεολογικοπολιτικής διαπάλης και δράσης μέσα από τον κρίκο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της μνημονιακής πολιτικής, που είναι η έκφραση της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη χώρα μας. Όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι λαϊκές μάζες κατανοούνται πλέον ως προβλήματα, που προέρχονται από το μνημόνιο και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Και εδώ το ΚΚΕ και γενικότερα το Λαϊκό Κίνημα έχει ένα δεύτερο πλεονέκτημα. Και η κυβέρνηση και η αστική αντιπολίτευση δε μπορούν να ξεπεράσουν τα όρια, που τα θέτει η δική τους πραγματικότητα. Η κυβέρνηση δε μπορεί να δημαγωγεί χωρίς κόστος, γιατί η άμεση πραγματικότητα τη διαψεύδει. Το ίδιο συμβαίνει και με τη Νέα Δημοκρατία και τα άλλα αστικά κόμματα.
Επομένως ο Τσίπρας και ο αντι-Τσίπρας, ο Αλέξης και ο Κυριάκος, ο ΣΥΡΙΖΑ και η Νέα Δημοκρατία, η Δεξιά και η Αριστερά – κατά Τσίπρα και Μητσοτάκη, ως διλήμματα, δεν πατάνε καλά στο έδαφος μιας βάρβαρης πραγματικότητας και δεν αποτελούν τα ισχυρά αντίδοτα στο να αμβλύνουν τις αγωνιστικές διαθέσεις των λαϊκών μαζών.
Το ΚΚΕ δε μπορεί να περάσει πάνω από αυτήν την κατάσταση. Με βασικό όπλο την πραγματικότητα, που έχει διαμορφώσει η μνημονιακή πολιτική, η πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρέπει να προβάλει εκείνη την πολιτική πρόταση, που θα συσπειρώσει σε λαϊκή κοινωνική συμμαχία την εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα, τα κατώτερα και μεσαία. Και αυτή η πρόταση πρέπει να είναι και πρόταση εξουσίας και διακυβέρνησης της χώρας μας αυτών των κοινωνικών δυνάμεων. Άλλος δρόμος δεν υπάρχει. Στο δρόμο αυτόν πρέπει να εκλαϊκεύσει την πραγματική κατάσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για να σπάσουν επιτέλους οι μύθοι, που κρύβουν την κακή οικονομική κατάσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Και από αυτήν την άποψη το κύριο καθήκον του ΚΚΕ είναι, ναι μεν η ανάπτυξη της αλληλεγγύης προς τους μικρομεσαίους αγρότες με κάθε τρόπο, αλλά το πιο βασικό, το πιο επείγον είναι η ανάπτυξη της δράσης και της πάλης της ίδιας της εργατικής τάξης. Επομένως θέσεις και απόψεις, που περιόριζαν την πολιτική παρέμβαση του ΚΚΕ σε μια γενικολογία, που ορισμένες φορές έπαιρνε και τη μορφή μιας εκρηκτικής αντικυβερνητικής στάσης, που εκ των πραγμάτων παραλληλιζόταν με την αντίστοιχη στάση των αστικών κομμάτων, πρέπει να εγκαταλειφτούν. Το ΚΚΕ διαθέτει από την ίδια την πραγματικότητα τα επιχειρήματα να σταθεί απέναντι στο νέο διπολισμό με τις αξιώσεις ενός κόμματος που θα αλλάξει την καταθλιπτική πραγματικότητα που βιώνουν οι λαϊκές μάζες.
COMMENTS