Η Νέα Δημοκρατία εμφανίζεται πλέον ως ένα αποφασισμένο και ενωμένο κόμμα γύρω από το νέο του αρχηγό, να προσπαθεί να δρομολογήσει εκείνες τις εσωτερικές αλλαγές για να καταστεί ένα «πραγματικό κεντροδεξιό κόμμα», να αρθρώσει ένα σύγχρονο πολιτικό λόγο, που τα αστικά ΜΜΕ σπεύδουν να χαρακτηρίσουν ότι αποτελεί εκσυγχρονισμό του πολιτικού λόγου, ένα κόμμα που παρουσιάζεται ως ικανό να ανταγωνιστεί στα ίσα το ΣΥΡΙΖΑ για την κυβερνητική εξουσία και «ο Μητσοτάκης να κερδίσει τον Τσίπρα».
Από τα παραπάνω αν υπάρχει κάτι που είναι αλήθεια είναι ότι η Νέα Δημοκρατία διεκδικεί να είναι η επόμενη κυβέρνηση και στην κατεύθυνση αυτή προετοιμάζεται εντατικά προσπαθώντας να αποκαταστήσει ένα δημόσιο προφίλ και μια ρητορική, που είναι εξόχως παραπλανητικά, μια πολύ παλιά πολιτική «τέχνη» των αστικών κομμάτων.
Η Νέα Δημοκρατία ούτε ενωμένη είναι, απλώς επικρατούν συνθήκες ανακωχής μεταξύ των διάφορων πτερύγων της, ούτε σηματοδοτεί μια νέα πολιτική, που θα τη χαρακτηρίζει η κοινωνική ευαισθησία. Αντίθετα, πατώντας πάνω στη δυσαρέσκεια του κόσμου, που έχει προκαλέσει η πολιτική της σημερινής κυβέρνησης, και ιδιαίτερα με το ασφαλιστικό, προσπαθεί να σερβίρει την ίδια μνημονιακή πολιτική με ένα νέο περιτύλιγμα.
Όλα δείχνουν ότι η πολιτική ρητορική, που υιοθετεί η Νέα Δημοκρατία, έχει συγκεκριμένη στόχευση, η οποία, επίσης, δεν πέρασε απαρατήρητη από τον αστικό τύπο και γενικά δε μπορεί να περάσει απαρατήρητη. Κατευθύνεται άμεσα στη «μεσαία τάξη», όπως ονομάζει η ίδια τα μεσαία στρώματα, αλλά, ταυτόχρονα απευθύνεται και σε τμήματα της εργατικής τάξης.
Υπόσχεται στην αστική τάξη ότι είναι ικανή να στοιχίσει αυτά τα κοινωνικά στρώματα με την πολιτική της και κατ’ επέκταση στην πολιτική των αντιδραστικών μεταρρυθμίσεων, χτίζοντας με αυτό τον τρόπο την ταξική συναίνεση ως βάση πάνω στην οποία θα πατήσει η αναστήλωση του αστικού πολιτικού συστήματος. Τα όρια της πολιτικής της Νέας Δημοκρατίας είναι συγκεκριμένα. Τα έχει ψηφίσει μαζί με τα άλλα αστικά κόμματα στη βουλή και μαζί με τα κόμματα της σημερινής κυβέρνησης.
Έχει σημασία να τονίσουμε ότι αυτή η βαθιά ταξική στόχευση της Νέας Δημοκρατίας προς τα μικροαστικά στρώματα αλλά και τα σε τμήματα της εργατικής τάξης, πατάει πάνω στην ευρεία απογοήτευση των λαϊκών μαζών από την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ.
Βασικό στοιχείο της κρίσης της Νέας Δημοκρατίας ήταν άλλωστε το γεγονός ότι σημαντικές μάζες ψηφοφόρων, που παραδοσιακά τη στήριζαν, μετά τις δραματικές ανατροπές, που επέφεραν τα μνημόνια στη ζωή τους, είχαν αποκολληθεί από αυτήν –όπως προηγούμενα είχαν αποκολληθεί από το ΠΑΣΟΚ- με ένα τμήμα τους να κατευθύνεται σε πιο αντιδραστική κατεύθυνση, προς την ακροδεξιά, ενώ ένα μικρότερο αλλά αξιοσημείωτο ποσοστό να κατευθυνθεί προς το ΣΥΡΙΖΑ.
Η ιδιαίτερη τακτική της Νέας Δημοκρατίας επικεντρώνεται πρωτίστως σε αυτά ακριβώς τα κοινωνικά στρώματα, στην απογοήτευση των οποίων επενδύει η Νέα Δημοκρατία σπεκουλάροντας και αντιπαραθέτοντας ένα «εκσυγχρονισμένο» δεξιό λαϊκισμό, καλώντας τα σε επαναπατρισμό, ώστε με την ενσωμάτωση ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων στην αντιδραστική πολιτική να της ανοίξει το δρόμο για την κυβερνητική εξουσία σε ένα, ταυτόχρονα, πιο σταθεροποιημένο πολιτικό σύστημα.
Με βασικό χαρακτηριστικό ότι θα έχει ανασχηματιστεί ο δικομματισμός με τη μορφή του διπολισμού και συνολικά το πολιτικό σύστημα θα έχει μετακινηθεί προς συντηρητικότερη κατεύθυνση, αφού δε θα αμφισβητείται από τους κύριους πυλώνες του η πολιτική των μνημονίων.
Η αστική τάξη στηρίζει ολόπλευρα την ανασυγκρότηση της Νέας Δημοκρατίας. Το ίδιο κάνουν και ισχυροί κύκλοι εξωτερικών δυνάμεων. Αυτό δε σημαίνει ότι έχει αποσύρει ήδη τη στήριξή της προς το ΣΥΡΙΖΑ.
Με την αναστύλωση της Νέας Δημοκρατίας και του διπολισμού έχει τη δυνατότητα να πιέσει πρωτίστως την κυβέρνηση για την ικανοποίηση των απαιτήσεών της, για την ταχεία προώθηση των αντιδραστικών μεταρρυθμίσεων και των προσαρμογών που απαιτούνται. Το ίδιο συμβαίνει και με τους κυρίαρχους κύκλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι καθυστερεί η αξιολόγηση, γιατί προηγείται η ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων.
Από την άλλη, με εμπροσθοφυλακή την αντιδραστική ρητορική της Νέας Δημοκρατίας, τη «δεξιά στροφή» που συνολικά επιδιώκεται, επιχειρεί να ξεπεράσει τα όποια εμπόδια που θέτει το Λαϊκό κίνημα, κρύβοντάς το στόχο της πίσω απ’ τη φιλολογία για τον «αριστερό λαϊκισμό» του ΣΥΡΙΖΑ, αποκαλύπτοντας ότι η ουσιαστική πρόθεσή της είναι το τελικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών με το Εργατικό Κίνημα, ώστε να επιτευχθεί η αναστήλωση του πολιτικού συστήματος σε νέες πιο αντιδραστικές βάσεις, νομίζοντας ότι θα ξεπεράσει και την πολιτική κρίση.
Ασφαλώς όλη αυτή η τακτική της Νέας Δημοκρατίας πιέζει την κυβέρνηση, γιατί και γι’ αυτήν δεν υπάρχουν δρόμοι διαφυγής μετά τη ψήφιση του τρίτου μνημονίου, έστω και εάν εξασφάλισε και τη συγκατάθεση της Νέας Δημοκρατίας και των άλλων αστικών κομμάτων. Την ίδια πίεση αισθάνονται ο ΣΥΡΙΖΑ και η κυβέρνηση από τους κυρίαρχους κύκλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και για τον ίδιο στόχο.
Με το ΣΥΡΙΖΑ να αντιλαμβάνεται ότι η πίεση αυτή είναι υπαρκτή αλλά και επικίνδυνη γι’ αυτόν, επείγεται να σταθεροποιήσει το δικό του «στρατόπεδο» κάνοντας το δικό του άνοιγμα προς το «κέντρο». Όλα δείχνουν ότι λοξοκοιτάζει προς το ΠΑΣΟΚ, το οποίο, με τη σειρά του, αντιλαμβάνεται, επίσης, ότι κινδυνεύει να εξαφανιστεί.
Την ίδια στιγμή ο ΣΥΡΙΖΑ είναι υποχρεωμένος να παίξει τα πολιτικά του χαρτιά βασιζόμενος στο απλοϊκό επιχείρημα ότι αυτός είναι σε θέση να εφαρμόσει μια καλύτερη εκδοχή για τα λαϊκά στρώματα των μνημονιακών μεταρρυθμίσεων, με τη βάση των επιχειρημάτων να καταλήγει στην ελπίδα της ελάφρυνσης του χρέους, η οποία όμως θα συζητηθεί –αν συζητηθεί- μετά την υλοποίηση της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, των προαπαιτουμένων και της αξιολόγησης της πορείας υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων από το κουαρτέτο, με το χρονικό ορίζοντα αυτής να τοποθετείται όπως όλα δείχνουν στο δεύτερο τρίμηνο του έτους.
Η μνημονιακή πραγματικότητα, όμως, δεν αφορά αποκλειστικά το ΣΥΡΙΖΑ, αλλά είναι η ίδια και για τη Νέα Δημοκρατία. Και δεν αλλάζει. Τα προβλήματα των εργαζομένων παραμένουν και θα οξύνονται ακόμη περισσότερο. Κανείς δε δικαιούται να ισχυριστεί ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα γίνει περισσότερο «επιεικής» προς τη χώρα μας με τη Νέα Δημοκρατία στην κυβέρνηση. Όπως και κανείς δε δικαιούται να ισχυριστεί ότι με βάση την πολιτική της Νέας Δημοκρατίας μπορεί να αθωώσει την πολιτική της σημερινής κυβέρνησης.
Με την επιχειρούμενη καθιέρωση του διπολισμού, στη βάση της από κοινού ευθυγράμμισης με τη μνημονιακή πολιτική και της αποδοχής των αντιδραστικών μεταρρυθμίσεων, ολόκληρο το πολιτικό σκηνικό θα τείνει να μετατρέπεται σε παιχνίδι ολοένα και βαθύτερης μετατόπισης προς τα συντηρητικότερα, όπου και οι δύο πυλώνες θα κινούνται στους ρυθμούς και με την ταχύτητα που θα καθορίζει ο κινητήρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Έτσι, ο ψευδεπίγραφος εκσυγχρονισμός με τον οποίο ντύνει η αστική τάξη το δεξιό λαϊκισμό της Νέας Δημοκρατίας, προκειμένου να επιτύχει την πολυπόθητη ανασύνταξη του πολιτικού συστήματος, δεν είναι τίποτα περισσότερο από την παλιά δοκιμασμένη και χωρίς φτιασιδώματα πολιτική της Νέας Δημοκρατίας, που έζησαν τα λαϊκά στρώματα όλα τα προηγούμενα χρόνια. Σ’ αυτήν την κατεύθυνση κινούνται και τα αστικά ΜΜΕ, που προσπαθούν να αναβαπτίσουν την πολιτική της Νέας Δημοκρατίας. Σ’ αυτό το παιχνίδι σιγοντάρουν και οι πρώτες, καθ’ όλα αναμενόμενες, δημοσκοπήσεις.
Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, διαφαίνεται ανάγλυφα ότι είναι υπαρκτός ο κίνδυνος να στοιχηθούν λαϊκές δυνάμεις πίσω από τη Νέα Δημοκρατία ως αντίδραση στην απογοήτευση από το ΣΥΡΙΖΑ, με σοβαρές και μακροχρόνιες συνέπειες για το Εργατικό Κίνημα και αυτό το ζήτημα αφορά ιδιαίτερα το ΚΚΕ.
Την ίδια στιγμή, όμως, αυτό το σκηνικό, που έχει ήδη δρομολογηθεί, είναι ένα εξαντλημένο σκηνικό. Μπορεί να ανατραπεί με την αποφασιστική παρέμβαση του ΚΚΕ και του Εργατικού Κινήματος, να οδηγήσει στην απελευθέρωση λαϊκών μαζών, υπό την προϋπόθεση ότι το Κόμμα θα καταθέσει μια συγκεκριμένη πρόταση εξόδου από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία, γιατί η εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής έχει φέρει τις λαϊκές μάζες σε οριακή κατάσταση.
COMMENTS