Ο ΣΥΡΙΖΑ και η επόμενη ημέρα

Η επίλυση του προβλήματος ηγεσίας στη Νέα Δημοκρατία με την εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη, η δρομολόγηση συνεδρίου του κόμματος, η προωθούμενη κομματική ανασυγκρότηση αλλά και η πολιτική διεύρυνσης, πυροδοτούν, ως πολιτικό αντίβαρο, αντίστοιχες πολιτικές προσαρμογές και στο κυβερνόν κόμμα.

Έχοντας απέναντί του μια Νέα Δημοκρατία η οποία θα επιχειρήσει την ανασυγκρότηση του πολιτικού της χώρου βασιζόμενη στην ένταση της ίδιας με την προηγούμενη πολιτική της, με την «κρίση ταυτότητας», όπως έχουμε ήδη αναδείξει να μην μπορεί να επιλυθεί, δεδομένης της πρόσδεσης της χώρας στα μνημόνια και τις αναδιαρθρώσεις, ο ΣΥΡΙΖΑ καλείται να απαντήσει στη Νέα Δημοκρατία, έχοντας μπροστά του ακριβώς το ίδιο πρόβλημα: Την οικοδόμηση μιας πολιτικής απάντησης με δεδομένη την πολιτική προσαρμογή στα μνημόνια και τις συμφωνίες με το κουαρτέτο, οι οποίες αποτελούν μια πέρα από κάθε αμφισβήτηση πολιτική σταθερά.

Την «επίλυση» αυτού του προβλήματος για λογαριασμό του ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε ο Γιάννης Δραγασάκης μέσα από την Κυριακάτικη Αυγή, σε συνέντευξη που παραχώρησε, όπου ανέλυσε τους άξονες της τακτικής με την οποία θα κινηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ από εδώ και στο εξής.

Με κύριο στοιχείο αυτής της τακτικής, όπως δηλώνει και ο τίτλος με τον οποίο παρουσιάζεται στην Αυγή η συνέντευξη του αντιπροέδρου της κυβέρνησης, την επιδίωξη για την οικοδόμηση «μιας κοινωνικής συμμαχίας για τη μεταμνημονιακή Ελλάδα» θα επιχειρήσει ο ΣΥΡΙΖΑ να αντιπαρατεθεί στην επιχειρούμενη ανασυγκρότηση της Νέας Δημοκρατίας.

Πρέπει να επισημάνουμε – πράγμα που προκύπτει και από τη συνέντευξη του Γιάννη Δραγασάκη, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ συναντά σημαντικές δυσκολίες, που ενδεχομένως να τον φέρουν αντιμέτωπο ακόμη και με τον κίνδυνο της κυβερνητικής πτώσης, με δεδομένη την ισχνή κυβερνητική πλειοψηφία, τις πιέσεις που υφίσταται για το σχηματισμό κυβέρνησης ευρύτερων δυνάμεων ή οικουμενικής, ανάγκη που προκύπτει από τη σφοδρότητα των μέτρων, που πρόκειται να παρθούν το επόμενο διάστημα.

Πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι η Νέα Δημοκρατία και παρά την υποτιθέμενη όξυνση της αντιπολιτευτικής τακτικής απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ, που οδηγεί η εκλογή Κυριάκου Μητσοτάκη στην αρχηγία του κόμματος, εκ των πραγμάτων θα μετρήσει πάρα πολύ την ένταση των τόνων απέναντι στην κυβέρνηση, δεδομένης της κοινής των δύο κομμάτων στρατηγικής, της προώθησης των αντιδραστικών μεταρρυθμίσεων, που θεωρούνται από κοινού αναγκαίες και κυρίως από τις πιέσεις που θα ασκηθούν από πλευράς Ευρωπαϊκής Ένωσης στην επίτευξη πολιτικής συναίνεσης.

Οι μέχρι τώρα πολιτικές αντιδράσεις δείχνουν ότι υπάρχει ανταπόκριση στο κάλεσμα Μητσοτάκη για πολιτική διεύρυνση της Νέας Δημοκρατίας, αλλά, ταυτόχρονα, υπάρχει και διαχωρισμός, όπως προκύπτει και από τις δηλώσεις της Φώφης Γεννηματά. Σε κάθε περίπτωση όλες αυτές οι εξελίξεις τελούν υπό την αίρεση της στάσης του Εργατικού Κινήματος και της ανάπτυξης των αγώνων του.

Μπορούμε να πούμε ότι και τα δύο κόμματα προετοιμάζονται για το χτίσιμο ενός πολιτικού αφηγήματος αντιπαράθεσης του ενός προς το άλλο, που αφενός έχουν παρόμοιο περιεχόμενο αλλά και τους ίδιους αποδέκτες. Με διακηρυγμένο στόχο την ενσωμάτωση των λαϊκών στρωμάτων στη μνημονιακή πολιτική και με ιδιαίτερη στόχευση στα υπό κατάρρευση μεσαία στρώματα, επιχειρείται η ανάπτυξη και των αντίστοιχων πολιτικών και κοινωνικών συμμαχιών, με το ΣΥΡΙΖΑ να διατυπώνει ανοικτά την πρόσκληση σε συμμαχία στη σοσιαλδημοκρατία.

Το διαφαινόμενο πολιτικό δίπολο που θα επιχειρηθεί, βασισμένο στην αναπαραγωγή του χιλιοειπωμένου στο παρελθόν διλήμματος «ΣΥΡΙΖΑ ή μια παλινορθωμένη και ρεβανσιστική Δεξιά», όπως το εξέφρασε και ο Γιάννης Δραγασάκης, οδηγεί σε οξύτατο πρόβλημα τα ενδιάμεσα αστικά κόμματα, τα οποία είναι υποχρεωμένα να αντιμετωπίσουν το διαφαινόμενο διεμβολισμό τους μπροστά στον επιχειρούμενο διπολισμό.

Αναπαράγοντας το παραπάνω δίπολο, ο ΣΥΡΙΖΑ θα επιχειρήσει να υποχρεώσει τις «υγιείς»(!!!) -όπως λέει- δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας είτε με ενσωμάτωση στο κυβερνητικό σχηματισμό, είτε στην απόσπαση της πολιτικής τους συναίνεσης, προκειμένου ενισχυθεί η σταθερότητα της κυβέρνησης μπροστά στις συμπληγάδες των οικονομικών προβλημάτων και των αντιδραστικών μεταρρυθμίσεων, που έρχονται, αυξάνοντας τις πιθανότητες πολιτικής επιβιωσιμότητας όχι μόνο για το ΣΥΡΙΖΑ αλλά και το πολιτικό σύστημα. Πρέπει να τονίσουμε ότι, παρά τις διαβεβαιώσεις περί του αντίθετου, η αγωνία στο κυβερνητικό στρατόπεδο για την κυβερνητική σταθερότητα είναι παρούσα.

Με τις πιέσεις από πλευράς κουαρτέτου για περισσότερα επώδυνα μέτρα, με τις πιέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την πραγματοποίηση κυβέρνησης ευρύτερης πολιτικής στήριξης, μπροστά στις επώδυνες αναδιαρθρώσεις, η εκλογή της νέας ηγεσίας στη Νέα Δημοκρατία και του πολιτικού λόγου που αρθρώνει, των στελεχών που προωθεί στην αναδιοργάνωση του κόμματος, κάνει το ΣΥΡΙΖΑ να πιστεύει πως η αναβίωση του πολιτικού διπολισμού, ακόμη και υπό το κλασσικό σχήμα «Δεξιά – Αντιδεξιά» μπορεί, στο πλαίσιο της ίδιας στρατηγικής με τη Νέα Δημοκρατία, να ξεπεράσει τους δύσκολους κάβους ειδικά των πρώτων μηνών του ’16.

Όπως χαρακτηριστικά δήλωσε ο Δημήτρης Παπαδημούλης στον Real FM: «η εκλογή του ηγέτη της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αν κάτι θα βάλει στο μπαούλο, είναι αυτά τα περίεργα σενάρια περί οικουμενικής».

Υπό αυτές τις συνθήκες είναι πιθανό ο ΣΥΡΙΖΑ να αποσπάσει, κάτω από ορισμένους όρους, τη στήριξη άλλων δυνάμεων σοσιαλδημοκρατικής κατεύθυνσης, αφού ο Γιάννης Δραγασάκης φροντίζει να υπενθυμίσει, ότι μια τέτοια στήριξη από άλλα κόμματα της Σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση την έχει εξασφαλίσει. Γιατί όχι, τότε, και στην Ελλάδα.

Η «κρίση ταυτότητας» της Νέας Δημοκρατίας, επεκτείνεται με τον ίδιο τρόπο σε «κρίση ταυτότητας» του ΣΥΡΙΖΑ και όλων των υπόλοιπων αστικών κομμάτων, πράγμα που είναι υποχρεωμένος να πάρει υπόψη του ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος είναι επίσης μέρος του πολιτικού προβλήματος. Μια κρίση ταυτότητας που δεν είναι τίποτα παραπάνω παρά η κρίση του αστικού πολιτικού συστήματος, για την οποία έχουμε μιλήσει κατ’ επανάληψη στο παρελθόν και η οποία θα συνεχιστεί.

Με δεδομένη την αποδοχή της μνημονιακής πολιτικής από μέρους του συνόλου των αστικών κομμάτων, των οικονομικών αδιεξόδων που αντιμετωπίζει η χώρα μας, την έκφραση της οικονομικής κρίσης στο πολιτικό εποικοδόμημα, που αντανακλάται στα αστικά κόμματα ως κρίση πολιτικής εκπροσώπησης, προκύπτει ότι ο στόχος του ΣΥΡΙΖΑ για την παρεμβολή πολιτικών διλημμάτων και την οικοδόμηση κοινωνικής συμμαχίας, που επιδιώκει, βασισμένων στην αποδοχή αυτής της πολιτικής από πλευράς των λαϊκών στρωμάτων, είναι δύσκολο να επιτευχθεί για όσο η οικονομική πραγματικότητα βάζει τη σφραγίδα της στις πολιτικές εξελίξεις. Υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι το Εργατικό Κίνημα θα αναπτύξει τους αγώνες του, και το πιο σημαντικό, ότι το ΚΚΕ θα αντιτάξει μια κατανοητή εναλλακτική πρόταση, που θα την αγκαλιάσουν οι λαϊκές μάζες.

Από αυτήν την άποψη και με δεδομένη την πείρα που έχουν οι εργαζόμενοι δεν είναι τόσο εύκολη υπόθεση η επίτευξη της ενσωμάτωσης των λαϊκών στρωμάτων στη διατυπωμένη «κοινωνική συμμαχία» του ΣΥΡΙΖΑ, που τον οδηγεί στην επιδίωξη της συμμαχίας με τη σοσιαλδημοκρατία, μια σχέση που δεν μπορεί να του εξασφαλίσει αυτήν την κοινωνική συμμαχία. Υποχρεωτικά ο χαρακτήρας αυτής της προσπάθειας από πλευράς του ΣΥΡΙΖΑ θα κατευθύνεται προς τα φθαρμένα και απαξιωμένα αστικά κόμματα, βυθίζοντας τον ίδιο το ΣΥΡΙΖΑ στην ανυποληψία και στην απαξίωση, επομένως θα προσφέρει και τη δυνατότητα της απελευθέρωσης και χειραφέτησης των λαϊκών μαζών.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το κυβερνητικό σχέδιο για το ασφαλιστικό και παρά την προσπάθεια από πλευράς κυβέρνησης να το εμφανίσει ως την πλέον ισορροπημένη πρόταση, που έχει τη στήριξη από πλευράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης (αν την έχει), ως την πλέον ικανή στο να συνδυάσει τόσο τις μνημονιακές μεταρρυθμίσεις όσο, από την άλλη, να είναι ταυτόχρονα και «δίκαιο» απέναντι στα λαϊκά στρώματα, αμβλύνοντας τις συνέπειες αυτής της προσαρμογής, δεν φαίνεται να εξασφαλίζει την αποδοχή των λαϊκών μαζών. Αντίθετα έχει εντείνει τη λαϊκή δυσαρέσκεια.

Όλα δείχνουν ότι η προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελεί παρά ένα δόλωμα βασισμένο στην υπόσχεση μιας «μεταμνημονιακής Ελλάδας», την ίδια στιγμή, που η χώρα εξακολουθεί να πλήττεται από την κρίση, τη διεθνή οικονομική κατάσταση να είναι κάθε άλλο παρά ελπιδοφόρα και διέξοδος για τη χώρα μας να μη φαίνεται στον ορίζοντα, ούτε καν στην ελάφρυνση αυτής της πολιτικής.

Όλα δείχνουν ότι ο αποφασιστικός καταλύτης για την πορεία των πολιτικών διεργασιών το επόμενο διάστημα θα είναι το Εργατικό Κίνημα και οι αγώνες του, η στάση του ΚΚΕ.

Με τον αστικό κόσμο να εξακολουθεί να μαστίζεται από την πολιτική κρίση, την οικονομική κρίση να είναι παρούσα, τις μέχρι τώρα πολιτικές εξελίξεις να διευκολύνουν την παραπέρα αποκάλυψη των αστικών πολιτικών δυνάμεων, το ΚΚΕ οφείλει να παίξει τον πρωτοπόρο ρόλο του, να αξιοποιήσει τις αγωνιστικές διαθέσεις των λαϊκών μαζών, που υπάρχουν και αναζητούν πολιτική διέξοδο, να συσπειρώσει την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα προβάλλοντας μια Αντιιμπεριαλιστική, Αντιμονοπωλιακή, Δημοκρατική αυτοτελή πολιτική πρόταση, που θα δώσει τη δυνατότητα ανάπτυξης των αγώνων του Εργατικού Κινήματος, να ματαιώσει τις προσπάθειες ανασύνταξης του αστικού πολιτικού συστήματος, τόσο από «δεξιά» όσο και από «αριστερά», δίνοντας τη δική του απάντηση στην οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία της χώρας, για την αναγκαιότητα της οποίας έχουμε κατ’ επανάληψη αναφερθεί.

COMMENTS