Μπροστά στη νέα χρονιά

Μέσα από τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος το επόμενο διάστημα, ολοκληρώνεται βασικά η διαδικασία βίαιης διευθέτησης του συνόλου των εργασιακών σχέσεων και των όρων ζωής και διαβίωσης της εργατικής τάξης, μια διαδικασία που ξεκίνησε πριν από την έναρξη της οικονομικής κρίσης το 2009, η οποία εκδηλώνονταν με αργά βήματα για όσο επέτρεπαν αυτή την αναβολή οι οικονομικοί δείκτες της χώρας.

Από το 2010 μέχρι σήμερα το συνολικό ΑΕΠ της χώρας έχει συρρικνωθεί άνω του 25%, με την κρατική μισθολογική και συνταξιοδοτική δαπάνη αλλά και οι δαπάνες υγείας και πρόνοιας να έχουν προσαρμοστεί σε αντίστοιχο επίπεδο μειώσεων ή και ακόμα μεγαλύτερο ενώ το ύψος των κρατικών δαπανών συναρτάται από το συνολικό μέγεθος του ΑΕΠ.

Ο ίδιος ο χαρακτήρας του ασφαλιστικού συστήματος μετατρέπεται μέσα από συνεχή βήματα σε κεφαλαιοποιητικός. Με το κράτος να εγγυάται μόνο ένα τμήμα της σύνταξης και το υπόλοιπο να εξαρτάται από τις προσωπικές εισφορές του ασφαλισμένου και ο υπολογισμός των συντάξεων να λογίζεται ως συνάρτηση επί του ύψους των μισθών όλου του εργάσιμου βίου, ανοίγει ταυτόχρονα η πόρτα στον συμπληρωματικό «τρίτο πυλώνα» της ιδιωτικής ασφάλισης για όσους βεβαίως έχουν αυτή τη δυνατότητα. Η δε προνοιακή πολιτική δεν εξασφαλίζει ούτε το στοιχειώδες κατώτατο όριο επιβίωσης έχοντας οδηγήσει μεγάλες μάζες πληθυσμού στην απόλυτη εξαθλίωση.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι βάση παλαιότερων εκτιμήσεων του ΟΟΣΑ, του ΔΝΤ και της ΕΕ η χώρα μας οφείλει να προσαρμόσει το κόστος της κοινωνικής ασφάλισης στο 12-13% του ΑΕΠ όσο δηλαδή και ο ευρωπαϊκός μέσος όρος. Για την επίτευξη του παραπάνω, απαιτήθηκε η δραστική αύξηση των ορίων ηλικίας, η μείωση των πρόωρων συντάξεων και των αναπηρικών, η περικοπή του ύψους των συντάξεων, η λεηλασία των επικουρικών και των εφάπαξ και μια ολόκληρη σειρά μέτρων που προηγούμενό τους δεν υπήρξε στη μεταπολεμική ιστορία της χώρας.

Παράλληλα, το κόστος υγείας καθηλώθηκε γύρω στο 8-9% του ΑΕΠ με τη μείωση να υπερβαίνει το 25% επί των δημοσίων δαπανών από το 2009 ενώ η αντίστοιχη πραγματική δαπάνη να μεταβιβάζεται από το δημόσιο στα νοικοκυριά επιβαρύνοντας απευθείας τα λαϊκά στρώματα με περίπου 2 δις Ευρώ.

Γίνεται σαφές ότι είναι πέρα για πέρα ψευδής και υποκριτική η στάση της κυβέρνησης αλλά και του συνόλου των αστικών κομμάτων, τα οποία υποκρύπτουν τόσο την ουσία των μεταρρυθμίσεων όσο και το βάθος τους, ως προσαρμογή στη νέα πραγματικότητα της εποχής μετά την οικονομική κρίση. Μια πραγματικότητα εντεινόμενης φτωχοποίησης για τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα της χώρας μας και κυρίως μια διαδικασία η οποία θα συνεχίζεται επ’ αόριστον και για όσο συνεχίζεται η συρρίκνωση των οικονομικών μεγεθών.

Αυτή η συνεχής διαδικασία φτωχοποίησης δεν αφορά μόνο στη χώρα μας αλλά το σύνολο των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τις ρίζες της οποίας θα πρέπει να αναζητήσουμε στα οικονομικά αδιέξοδα του ευρωπαϊκού καπιταλιστικού οικοδομήματος. Από την απαρχή της δημιουργίας της Ευρωζώνης η πραγματική αύξηση των οικονομικών μεγεθών είναι γύρω στο 1% σε ετήσια βάση. Στην ουσία έχουμε μια παρατεταμένη οικονομική στασιμότητα που στην πραγματικότητα σημαίνει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται εδώ και χρόνια ουσιαστικά σε οικονομική κρίση για την οποία το κοινό νόμισμα δεν μπόρεσε να αποτελέσει διέξοδο.

Με τη Γερμανική οικονομία να αποφεύγει τεχνητά και δια μέσω του Ευρώ μέχρι στιγμής να βυθίζεται στην κρίση, μεταβιβάζοντας την ύφεση στα υπόλοιπα κράτη, δεν αποκρύπτεται η οδυνηρή πραγματικότητα ότι το σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης τρίζει στα οικονομικά της θεμέλια, πράγμα που τροφοδοτεί και τις διαμάχες στο εσωτερικό της για το χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την ακολουθούμενη πολιτική με τις δύο κύριες τάσεις να διαμορφώνονται –αυτή του περεταίρω συγκεντρωτισμού αφενός ή των φυγόκεντρων τάσεων αφετέρου, εξέλιξη που ερμηνεύει τις εντεινόμενες αντιθέσεις, παράδειγμα οι διαμάχες μεταξύ του Ρέντζι και της Μέρκελ, αλλά και ως ένα βαθμό και η άνοδος της ακροδεξιάς.

Με οξύτατα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που έρχονται διαρκώς στο προσκήνιο, με ένα ολοένα και πιο γερασμένο οικονομικό πληθυσμό ο οποίος ακόμα διατηρεί ένα σχετικά ανεκτό επίπεδο βασιζόμενο στην περιορισμένη αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, με τις αναπτυσσόμενες χώρες να αναλαμβάνουν ολοένα και πιο σημαντικό μερίδιο στο παγκόσμιο ΑΕΠ, ο νέος παγκόσμιος οικονομικός καταμερισμός φέρνει τον ευρωπαϊκό καπιταλισμό -όπως και τις ΗΠΑ- εμφανώς αποδυναμωμένο, τάση που υπάρχει εδώ και δεκαετίες και που ενισχύθηκε μετά την καπιταλιστική κρίση και που σημαίνει ότι η δυνατότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ενσωματώνει πολιτικά τις κοινωνικές αντιδράσεις είναι σαφώς μειωμένη.

Και ενώ οι προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές συνεχίζονται ασταμάτητες, σαν μια αναπόφευκτη πραγματικότητα, ουδεμία ανακούφιση από τα οικονομικά αδιέξοδα μπορούν να προσφέρουν μέσω της έντασης της εκμετάλλευσης των προσφύγων, ενώ τροφοδοτούν παράλληλα τη δυσαρέσκεια των χειμαζόμενων εργατικών μαζών της Ευρώπης.

Με την αστική τάξη της χώρας μας να διαπιστώνει το αδιέξοδο που την έχει οδηγήσει η ίδια η στρατηγική της και την αδυναμία να βρει λύση στην πολιτική κρίση εκπροσώπησης που εκπορεύεται από την άθλια κατάσταση της οικονομίας, η χώρα παραμένει σε παρατεταμένο οικονομικό κώμα βιώνοντας τη χειρότερη κρίση στη μεταπολεμική ιστορία της και αδυνατώντας να εκτιμήσει ένα πραγματικό ορίζοντα εξόδου από αυτήν. Η πραγματικότητα είναι συγκεκριμένη. Η αστική τάξη χρεοκόπησε τη χώρα και το πολιτικό της σύστημα είναι σε παρατεταμένη κρίση.

Από την άλλη τα λαϊκά στρώματα μέσα από τη διάψευση των όποιων ελπίδων τους και μπροστά στην απουσία της σωστής πολιτικής πρότασης από πλευράς του Κόμματος, κάνοντας παράλληλα την οδυνηρή διαπίστωση ότι η επίλυση των οξύτατων προβλημάτων που αντιμετωπίζουν είναι ένα σύνθετο και δυσεπίλυτο ζήτημα, οδηγήθηκαν προσωρινά στην απογοήτευση. Αυτό δε σημαίνει αναγκαστικά ότι δεν υπάρχουν οι αγωνιστικές διαθέσεις των λαϊκών μαζών. Σημαίνει, κατά κύριο λόγο, την απουσία πολιτικής έκφρασης.

Με την «ευρωπαϊκή ιδέα» να έχει πια ξεθωριάσει ανεπιστρεπτί στα μάτια των ευρωπαϊκών λαών, με την Ευρωπαϊκή Ένωση να ταυτίζεται με τη φτώχια και την εξαθλίωση των εργαζομένων της σε όλο το μήκος και πλάτος της Ευρώπης, όλο και περισσότερο προβάλει η πολιτική αναγκαιότητα για τα Κομμουνιστικά Κόμματα -και πρωτίστως για το δικό μας- για τη διαμόρφωση μιας πολιτικής πρότασης, που θα πατάει πάνω στα πιο οξυμένα προβλήματα της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, πάνω στην οποία θα οικοδομηθεί η κοινωνική συμμαχία της εργατικής τάξης και των φτωχών μικροαστικών στρωμάτων, με βασικό άξονα το αίτημα της εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση και με βάση την οποία στην πορεία θα επιδιωχθούν και οι όποιες αντίστοιχες πολιτικές συμμαχίες, εάν και εφόσον προκύψουν, πρόταση για την οποία έχει κατ’ επανάληψη μιλήσει η «Νέα Σπορά» σε παλαιότερη αρθρογραφία της.

Το κύριο, που πρέπει να γίνει κατανοητό, είναι ότι το ΚΚΕ πρέπει να γίνει ο εκφραστής των ελπίδων των πλατιών λαϊκών μαζών. Στην κατεύθυνση αυτή θα προκύψει και η κοινωνική συμμαχία της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων, κατώτερων και μεσαίων, και η ίδια η δυναμική του Κινήματος θα φέρει και τις πολιτικές συμμαχίες.

Η υιοθέτηση ενός τέτοιου πολιτικού προγράμματος, στη βάση του οποίου θα επιτευχθεί η συσπείρωση της εργατικής τάξης και των μικρομεσαίων στρωμάτων, θα θέσει στο επίκεντρο της πολιτικής του και το ζήτημα της κατάληψης της πολιτικής εξουσίας για λογαριασμό αυτών των κοινωνικών δυνάμεων, διεκδικώντας την υλοποίηση αυτού του πολιτικού της προγράμματος μετά την απόσπαση της πολιτικής εξουσίας από την αστική τάξη.

Το βασικό αίτημα της εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, πλαισιωμένο από μια δέσμη αιτημάτων, θα αποτελεί ένα ολοκληρωμένο οικονομικό και πολιτικό πρόγραμμα που θα περνάει μέσα από την εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος, των βασικών επιχειρήσεων στις μεταφορές, την ενέργεια και τις επικοινωνίες, τους κρίσιμους οικονομικούς και βιομηχανικούς κλάδους και θα επεκτείνεται σε κάθε του λεπτομέρεια στην κατεύθυνση της επίλυσης των οξυμένων προβλημάτων των λαϊκών στρωμάτων.

Αυτή η πολιτική πρόταση δεν έχει ουδεμία σχέση με την επιστροφή των δικαιωμάτων και των κατακτήσεων σε μια προ-κρίσης εποχή. Δεν είναι άμυνα. Είναι επίθεση με κύριο στόχο την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας, που θα ανοίξει το δρόμο και σε ριζικότερες ανατροπές στην κατεύθυνση του σοσιαλισμού.

Απεναντίας, έρχεται σε άμεση αντίθεση με τον πυρήνα της στρατηγικής του κεφαλαίου αποτελώντας ένα σύνολο αιτημάτων που πατάνε στις οξυμένες ανάγκες και τις συνθήκες τις εποχής μας. Με αυτήν την πολιτική θα μετατίθεται το πλαίσιο των αγώνων από ένα αμυντικό πλέγμα προστασίας του ελάχιστου των δικαιωμάτων στην κατεύθυνση της απόσπασης της εξουσίας από την αστική τάξη, την αμφισβήτηση της ικανότητάς της να οδηγήσει σε διέξοδο από τη χρεοκοπία και την καταστροφική οικονομική κρίση των μνημονίων και των δανειστών.

Με βάση τα παραπάνω απαιτείται μια πραγματική αυτοκριτική εκτίμηση της πορείας του Κόμματος τα προηγούμενα χρόνια, καθώς οι προγραμματικές επεξεργασίες και η τακτική του κόμματος στο Εργατικό Κίνημα έχουν δοκιμαστεί στην πράξη και για όσο διαρκεί η οικονομική κρίση, χωρίς να μπορεί μέχρι σήμερα το Κόμμα μας να δώσει διέξοδο στο Εργατικό και Λαϊκό κίνημα από την κατάσταση που βρίσκεται.

Από την πλευρά μας θα συμβάλουμε στο βαθμό των δυνατοτήτων μας τη νέα χρονιά στην ανάδειξη της παραπάνω αναγκαιότητας, ως μιας ολοκληρωμένης πρότασης που απευθύνεται στα λαϊκά στρώματα της χώρας μας και η οποία μπορεί να τροφοδοτήσει την ανασύνταξη του Κομμουνιστικού και Εργατικού Κινήματος στη χώρα μας και να συμβάλει με τη σειρά του στην αλλαγή του διεθνούς συσχετισμού των δυνάμεων προς όφελος των Κομμουνιστικών Κομμάτων και της υπόθεσης του Σοσιαλισμού.

COMMENTS