Για τις πολιτικές εξελίξεις


Σ
το επίκεντρο των πολιτικών εξελίξεων αυτήν τη στιγμή είναι το εάν η κυβέρνηση θα αντέξει μπροστά στην εφαρμογή του προγράμματος (του μνημονίου), που έχει συμφωνήσει. Οι απαιτήσεις των δανειστών είναι «ακατέβατες» σε ό,τι αφορά το ασφαλιστικό, τα κόκκινα δάνεια, γενικότερα τη δεύτερη δέσμη των προαπαιτουμένων, γεγονός που όλοι οι πολιτικοί παρατηρητές προεξοφλούν ότι θα φέρουν κοινωνικές αντιδράσεις.

Αυτά τα ζητήματα θίχτηκαν και στη συνέντευξη, που παραχώρησε ο πρωθυπουργός στην ΕΡΤ προεξοφλώντας ότι θα «ξεπεράσει τους δύσκολους κάβους» για να μπει η χώρα μας από το πρώτο εξάμηνο του ’16 σε αναπτυξιακή τροχιά. Την ίδια στιγμή δεσμευόταν ότι δεν πρόκειται να καταπατήσει τις «κόκκινες γραμμές», που έχει βάλει η κυβέρνηση. Ο μόλις πρόσφατα ψηφισθείς προϋπολογισμός φυσικά τον διαψεύδει.

Και ενώ η συζήτηση για το εάν η κυβέρνηση θα αντέξει κάτω από το βάρος των μέτρων που θα υποχρεωθεί να πάρει «καλά κρατεί» προέκυψαν και νέα ζητήματα. Κεντρική θέση στην πολιτική ατζέντα κατέστη η «αντιπαράθεση» μεταξύ Αθήνας και Βερολίνου γύρω από την υλοποίηση των προαπαιτουμένων του προγράμματος και τη συμμετοχή του ΔΝΤ σε αυτό.

Στις δηλώσεις του ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε υπαινίχθηκε «ισχνή πλειοψηφία» τροφοδοτώντας με τη σειρά του τη συζήτηση για την ικανότητα της κυβέρνησης να φέρει σε πέρας τα συμφωνημένα. Πάντως επέμενε στην αυστηρή τήρηση των συμφωνηθέντων. Οπότε το αποτέλεσμα είναι προδιαγραμμένο.

Σημειώνουμε ότι είχε προηγηθεί ένα δημοσίευμα της γερμανικής εφημερίδας Die Welt σύμφωνα με το οποίο υπάρχει έκθεση της Γερμανικής πρεσβείας, η οποία παρουσιάζει την χώρα μας ως «ακυβέρνητη πολιτεία», εκφράζοντας φόβους για την ικανότητα της κυβέρνησης να υλοποιήσει τις μεταρρυθμίσεις στο ασφαλιστικό και τα υπόλοιπα προαπαιτούμενα. Ο εκπρόσωπος της Γερμανικής κυβέρνησης αρνήθηκε να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει την ύπαρξή της.

Με αυτήν την έννοια η συνέντευξη του Αλέξη Τσίπρα απευθύνονταν πρωτίστως στο εσωτερικό της χώρας και λιγότερο προς το Βερολίνο. Μάλιστα η «Αυγή» σε άρθρο της με τίτλο «Ασφαλής κυβερνητική πλειοψηφία, η κυβέρνηση αυτή είναι τετραετίας» ομολογεί ουσιαστικά την αγωνία της για την αντοχή της κυβέρνησης, αγωνία που, κατά τη γνώμη μας, είναι υπαρκτή και απασχολεί και την αστική τάξη της χώρας.

Η αιτία για τη συζήτηση της αντοχής της κυβέρνησης βρίσκεται στο γεγονός ότι οι δανειστές επιδιώκουν την παροχή «εγγυήσεων» για την εφαρμογή των εξαιρετικά σκληρών μέτρων που έρχονται. Εγγυήσεις, που κατά την άποψή τους, εξασφαλίζονται με την επίτευξη ευρύτατης πολιτικής συναίνεσης μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων στη βάση της αποδοχής των μεταρρυθμίσεων.

Αν και οι σκέψεις για την επίτευξη «οικουμενικής κυβέρνησης» δεν είναι καινούργιες, εντούτοις, τόσο η Die Welt, όσο και το πρακτορείο Ρόιτερ, το οποίο μίλησε για «πρόβλημα εμπιστοσύνης με την ελληνική κυβέρνηση», έδειξαν ότι η σχετική απαίτηση από μέρους των δανειστών πρέπει να είναι επιτακτική. Ήδη ο βασικός πρόθυμος για αυτήν την εξέλιξη είναι το κόμμα του Λεβέντη, το οποίο, μάλιστα, εξελίσσεται σε «κράχτη» προς τα άλλα κόμματα και ειδικότερα τη Νέα Δημοκρατία.

Το παραπάνω ενδεχόμενο, από την άλλη, φαίνεται να δημιουργεί σοβαρή κρίση ταυτότητας στην Νέα Δημοκρατία, με το Βαγγέλη Μεϊμαράκη να δηλώνει στον Real-FΜ πως «άλλο συνεννόηση, άλλο συναίνεση, άλλο στήριξη και άλλο οικουμενική. Απαιτείται όμως συνεννόηση. Δε μπορεί να στέλνουμε στο εξωτερικό ότι δεν μιλάμε καθόλου».

Εντούτοις η αντίφαση που προκύπτει είναι εμφανής για τη Νέα Δημοκρατία, η οποία έχει οικοδομήσει την πολιτική της πάνω στην αναγκαιότητα των μεταρρυθμίσεων, από τη μια, ενώ, από την άλλη αρνείται να ψηφίσει τα μέτρα, που καταθέτει η κυβέρνηση – κατ’ απαίτηση των δανειστών, τα οποία, βέβαια περιλαμβάνονται στο μνημόνιο, το οποίο ψήφισε η Νέα Δημοκρατία και τα άλλα μνημονιακά κόμματα.

Την ίδια στιγμή η αντιπαράθεση μεταξύ των υποψήφιων προέδρων της Νέας Δημοκρατίας έχει ως επίκεντρο τη στάση της απέναντι στην κυβέρνηση και το ΣΥΡΙΖΑ, γεγονός που αντικατοπτρίζει και τις αντιθέσεις στο εσωτερικό όχι μόνο της Νέας Δημοκρατίας αλλά και της αστικής τάξης.

Έτσι, δεν φαντάζει ανεξήγητη η δήλωση του Νίκου Δένδια στον Real – FM πως: «Σαν Νέα Δημοκρατία αντιμετωπίζουμε υπαρξιακό πρόβλημα ως κόμμα». Την ίδια στιγμή ζήτησε τη διεξαγωγή συνεδρίου για τον καθορισμό μιας νέας πολιτικής πρότασης από μέρους της Νέας Δημοκρατίας. Παράλληλα με εύγλωττο τρόπο απέδωσε την κατάσταση που επικρατεί στη Νέα Δημοκρατία. Αναφερόμενος στις επικείμενες εκλογές δήλωσε: «Τι να σας πω. Και εγώ το σταυρό μου κάνω, μεταξύ μας»!!!

Με τα σενάρια για διάσπαση της Νέας Δημοκρατίας να «δίνουν και να παίρνουν» η Νέα Δημοκρατία οδηγείται (με ποια βεβαιότητα κανείς δεν ξέρει ακόμη) στις κάλπες στις 20 του Δεκέμβρη με ένα κερματισμένο εσωτερικό τοπίο, με έντονες αντιθέσεις, χωρίς κανείς να μπορεί να διαβεβαιώσει τι θα γίνει την επόμενη των εκλογών.

Αν και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εμφανίζει την ίδια κατάσταση με τη Νέα Δημοκρατία αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν εντάσεις στο εσωτερικό του. Το κυβερνητικό επιτελείο ανησυχεί για διαρροές, ιδιαίτερα, όταν θα ψηφίζεται το ασφαλιστικό. Γι’ αυτό και ο Αλέξης Τσίπρας έσπευσε να χαρακτηρίσει κάθε διαφοροποίηση ως «ύποπτη».

Αυτή η κατάσταση δεν μας δείχνει τίποτα παραπάνω από αυτό που έχει ήδη επισημάνει σε προηγούμενη αρθρογραφία της η «Νέα Σπορά». Πως η πολιτική κρίση είναι παρούσα, κρίση που τροφοδοτείται κυρίως από τις οικονομικές εξελίξεις και τις πιέσεις για βίαιη προσαρμογή της χώρας μας στις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις του μνημονίου, στις απαιτήσεις των δανειστών.

Με την αξιωματική αντιπολίτευση ουσιαστικά να παραπαίει, την κυβέρνηση να φθείρεται και να είναι αντιμέτωπη με σοβαρές δυσχέρειες στην πραγματοποίηση του μνημονίου, τις προοπτικές για την οικονομία να είναι ζοφερές για την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και για τη χώρα μας αυτό που βγαίνει ως εικόνα είναι ότι βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα χρεοκοπημένο αστικό πολιτικό σύστημα. Συνεπώς υπάρχει έντονη ανησυχία στα επιτελεία της αστικής τάξης για το πώς μπορεί να εγγυηθεί την ομαλή συνέχεια των πολιτικών πραγμάτων.

Ήδη βλέπουμε να έρχεται και να επανέρχεται η συζήτηση ακόμα και για ένα grexit, παρά το ότι όλοι το ξορκίζουν, ενδεχόμενο το οποίο σαφώς χρησιμοποιείται και για να επιταχύνει τις πολιτικές διεργασίες αλλά και για αποπροσανατολιστικούς λόγους.

Από την άλλη, η συζήτηση για τη συμμετοχή ή όχι του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα, με τη Γερμανική πλευρά, και όχι μόνο, να ξεκαθαρίζει ότι δεν υφίσταται τέτοιο ζήτημα, εντούτοις, αντανακλά σε ένα βαθμό την έντονη συζήτηση εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ανάγκη ενίσχυσης του ρόλου της ή καλύτερα για τον τρόπο με τον οποίο η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορέσει να δώσει διέξοδο στα οξυμένα προβλήματα που αντιμετωπίζει.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι μόνο τυχαία δεν είναι η προχθεσινή δήλωση του Μάρτιν Σουλτς –οι απόψεις του οποίου είναι γνωστές από το παρελθόν- για τον «κίνδυνο διάλυσης» της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την αναγκαιότητα μεγαλύτερου συγκεντρωτισμού για τον περιορισμό των φυγόκεντρων τάσεων. Τα άρθρα για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης με επίκεντρο τη διάλυση σταθερά πληθαίνουν.

Τον ίδιο φόβο φαίνεται να συμμερίζεται και η επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας Φεντερίκα Μογκερίνι με αφορμή το προσφυγικό πρόβλημα, το οποίο όμως αντανακλά και τη γενικότερη, πάνω απ’ όλα, οικονομική κατάσταση, στην οποία βρίσκονται τα σημαντικότερα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παρόμοιες απόψεις για τους κινδύνους που αντιμετωπίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει εκφράσει με τον πλέον επίσημο τρόπο και το ΔΝΤ.

Σε αυτές τις συνθήκες, προβάλει πιο επίκαιρη από ποτέ η αναγκαιότητα για το Κόμμα μας να επεξεργαστεί μια πολιτική πρόταση εξόδου από την οικονομική κρίση, λαμβάνοντας υπόψη τις συνολικές οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις στη χώρα μας και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το επίπεδο των λαϊκών μαζών και την κατάσταση του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, για την οποία έχει κατ’ επανάληψη μιλήσει η «Νέα Σπορά», και με μια τέτοια πρόταση να απευθυνθεί στις λαϊκές μάζες, να τις συσπειρώσει, να τις οργανώσει, προκειμένου να δοθεί απάντηση από την πλευρά της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων – των κατώτερων και μεσαίων, στην οικονομική και πολιτική κρίση.

COMMENTS