Ο Ριζοσπάστης της Κυριακής (01/11/2015) δημοσίευσε την Απόφαση της τελευταίας Ολομέλειας της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος. Διευκρινίζουμε ευθύς εξ αρχής ότι την Απόφαση αυτή, επειδή τη θεωρούμε πολύ σημαντική για την πορεία του Κόμματος, θα τη σχολιάσουμε, με βάση τη θεματολογία στην οποία αναφέρεται, στα πιο βασικά της σημεία.
Το άρθρο αυτό, όμως, αποσκοπεί στο να επικεντρώσει σε ορισμένες καίριες παρατηρήσεις, που έχουν να κάνουν με τη «Νέα Σπορά», μια και η Απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής της κάνει την τιμή να την αναφέρει ανοικτά (ή και να την υπονοήσει σε άλλες περιπτώσεις) και μάλιστα να προχωρήσει και στην ανάλογη πολιτική κατάταξη της «Νέας Σποράς» μεταξύ των αντιπάλων του Κόμματος.
Παρατήρηση πρώτη: Θα ήταν περιττό να υπενθυμίσουμε μια πάγια θέση μας ότι η «Νέα Σπορά» δεν είχε «καμία όρεξη» να βγει στο «διαδικτυακό κλαρί» εάν δεν ήταν απολύτως πεπεισμένη ότι η πολιτική του Κόμματος είναι λαθεμένη και εάν η ηγεσία του Κόμματος είχε τη διάθεση να τηρήσει τους Λενινιστικούς κανόνες λειτουργίας του Κόμματος.
Προτίμησε τα τετελεσμένα. Προτίμησε να μετέρχεται τα ίδια μέσα που μετέρχονταν και οι αναθεωρητές, που εγκατέλειψαν το Κόμμα και τώρα υπηρετούν από κυβερνητικές θέσεις την αστική τάξη. Προτίμησε τα ιδεολογικά πραξικοπήματα.
Μαθαίναμε το πώς θα διαρθρωθεί το Κόμμα και το πώς προβλέπεται να διαμορφωθεί, περίπου, το νέο καταστατικό του από διαλέξεις, που δίνονταν στο …Μεξικό! Ακούγαμε και διαβάζαμε για θέσεις, που ποτέ η ηγεσία του Κόμματος δε μπήκε στον κόπο να εξηγήσει και να τεκμηριώσει, όπως είναι η θεωρία για την ιμπεριαλιστική πυραμίδα.
Η «Νέα Σπορά» έχει αποδείξει ότι η θεωρία αυτή είναι ένα θεωρητικό νοητικό κατασκεύασμα, που κανένας, από τους υποστηρικτές αυτής της θεωρίας, δεν έκανε την απόπειρα να της ανταπαντήσει, ούτε και η ηγεσία αποπειράθηκε ποτέ να καταπιαστεί με το θέμα και να δώσει μια πειστική απάντηση. Παρ’ όλα αυτά εξακολουθεί ακόμα και σήμερα η ηγεσία να μιλάει για την ιμπεριαλιστική πυραμίδα με βάση την οποία όλες οι χώρες είναι ιμπεριαλιστικές και μάλιστα χωροθετημένες οικονομικά σε μια πυραμίδα! Αν είναι δυνατόν η ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση να υπακούει σε μια τέτοια οικονομική πυραμιδική κανονικότητα! «Πάει περίπατο» η Λενινιστική θέση για τον ιμπεριαλισμό ότι «μια χούφτα ιμπεριαλιστικών δυνάμεων» εκμεταλλεύεται τα υπόλοιπα έθνη.
Ποτέ δεν εξηγήθηκε το γιατί εγκαταλείφθηκε η λενινιστική επεξεργασία για τον κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό πάνω στην οποία στηρίχτηκε όλη η προγραμματική προετοιμασία του Μπολσεβίκικου Κόμματος, πάνω στην οποία στηρίχτηκε η Λενινιστική επαναστατική τακτική, που οδήγησε στη νικηφόρα Οκτωβριανή Επανάσταση του ’17.
Η «Νέα Σπορά» δε μπορούσε να μείνει αδιάφορη σε φαινόμενα τα οποία αλλοίωναν την ιδεολογία του Κόμματος, την κοσμοθεωρητική του συγκρότηση και ακολούθησε και σ’ αυτό το θέμα τη Λενινιστική θέση.
Απευθύνθηκε στα μέλη του Κόμματος, στα στελέχη του, στον κόσμο του ΚΚΕ αναλαμβάνοντας αυτήν την ευθύνη κατά το Λενινιστικό παράδειγμα. Και αυτήν την ευθύνη την ανέλαβε από θέση στήριξης του Κόμματος αλλά και κριτικής στάσης απέναντι στην ηγεσία του, και την προηγούμενη και την τωρινή. Ουδέποτε κράτησε στάση διαχωρισμού από το Κόμμα. Και όταν εννοούμε ηγεσία του Κόμματος αναφερόμαστε και στα ηγετικά του στελέχη αλλά και στην ίδια την Κεντρική Επιτροπή.
Η ηγεσία του Κόμματος, παρά το γεγονός ότι ο ρόλος της είναι σημαντικός, από την ίδια την αποστολή της, διαπράττει κατ’ επανάληψη το λάθος να ταυτίζει τον εαυτό της με το ίδιο το Κόμμα. Γι’ αυτό το λόγο επιτρέπει στον εαυτό της να χρησιμοποιεί έναν απαράδεκτο πολιτικό λόγο, καθόλου πειστικό, που αποσκοπεί περισσότερο να καλλιεργήσει την έχθρα απέναντι σε μια κριτική που ασκείται από τη «Νέα Σπορά» με υπεύθυνο τρόπο και λόγο.
Στο πλαίσιο αυτό επιχειρεί υπερβάσεις και μεθοδεύσεις που δεν την τιμούν καθόλου ως Κομμουνιστική ηγεσία. Ανάλογα φαινόμενα γνωρίσαμε κατά τον προσυνεδριακό διάλογο του 19ου Συνεδρίου, ανάλογα φαινόμενα περιέχονται σε κάθε κείμενο σε κριτική που ασκείται στην ηγεσία του Κόμματος δια της μεθόδου του τσουβαλιάσματος, ενός τσουβαλιάσματος που πάντα αφορά σε διαφορετικές τοποθετήσεις, σε διαφορετικές αναφορές, που δεν αφορούν στη «Νέα Σπορά». Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με την πρόσφατη Απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής.
Η ηγεσία του Κόμματος μπορεί μ’ αυτόν τον τρόπο να «δικαιολογείται» στα μέλη του Κόμματος, να μη δίνει σαφείς εξηγήσεις για διαφορετικές κριτικές που δέχεται, να συγκαλύπτει λάθη της, τα οποία δεν έχει το θάρρος να τα παραδεχτεί, να ελπίζει στη δικαίωση μιας πολιτικής γραμμής, που μέχρι τώρα, τουλάχιστον, δεν έχει δικαιωθεί.
Αντιλαμβανόμαστε ότι είναι πολύ δύσκολο πλέον να δικαιολογούνται θέσεις και καταστάσεις. Αλλά, επειδή βρισκόμαστε στον πέμπτο χρόνο της μνημονιακής πολιτικής και στον όγδοο χρόνο της οικονομικής κρίσης της χώρας μας, μιας οικονομικής κρίσης με μεγάλο βάθος και αντίστοιχη έκταση, θα πρέπει να καταλάβει η ηγεσία του Κόμματος ότι η κριτική που ασκεί η «Νέα Σπορά» δεν είναι επινόησή της. Αντανακλά πραγματικές καταστάσεις μέσα στην κοινωνία και ιδιαίτερα στον κόσμο του ΚΚΕ. Γι’ αυτό το λόγο στενεύουν και τα δικά της περιθώρια.
Παρατήρηση δεύτερη: Στην Απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής αναφέρεται:
«Και στην προεκλογική περίοδο και στη μετεκλογική, τώρα, είναι εντυπωσιακή η επίθεση και κυρίως η ταύτιση γνωστών αστών, ακροδεξιών, αριστερών, οπορτουνιστών, σοσιαλδημοκρατών, ενάντια στο Κόμμα, κυρίως όσον αφορά το σοσιαλισμό, τη στρατηγική μας στόχευση, όχι μόνο μέσω της συκοφάντησης του σοσιαλισμού που γνωρίσαμε και του παραδοσιακού χοντρού αντικομμουνισμού, αλλά από τη σκοπιά της διαστρέβλωσης – μέχρι εκχυδαϊσμού – των θέσεών μας ότι δήθεν το σοσιαλισμό – κομμουνισμό τον βάζουμε ως άμεσο σκοπό μέσα στις αστικές βουλευτικές εκλογές. Στην κατεύθυνση αυτή, ιδιαίτερα συμβάλλουν οι αποχωρήσαντες και διαγραμμένοι από το Κόμμα, που είναι στον «Εργατικό Αγώνα», στο «Σύλλογο Κορδάτου», στη «Νέα Σπορά» κ.α. Ακόμα και όταν αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα πολιτικής ζύμωσης του σοσιαλισμού, την αντιδιαστέλλουν με τη γραμμή υπεράσπισης των εργατικών – λαϊκών δικαιωμάτων και αναγκών στον καπιταλισμό μέσω της ταξικής πάλης. Αναπαράγουν τη λογική των σταδίων, της συμμετοχής ή στήριξης κυβέρνησης στο έδαφος της οικονομικής κυριαρχίας του κεφαλαίου κ.λπ».
Σ’ ό,τι αφορά τη «Νέα Σπορά» και την αναφορά σ’ αυτήν, εντυπωσιάζει το γεγονός της διατύπωσης μιας τέτοιας εκτίμησης. Είναι λυπηρό και ταυτόχρονα απαράδεκτο, για να μην πούμε ανήθικο, να φέρνει η Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος τη «Νέα Σπορά» πλάι – πλάι μ’ αυτούς που κάνουν «χοντρό αντικομμουνισμό», που συκοφαντούν «τη στρατηγική στόχευση» του κόμματος, το «σοσιαλισμό που γνωρίσαμε»!
Εδώ, υπό κανονικές συνθήκες, θα αρκούσε να διατυπώσουμε την άποψη ότι το παραπάνω απόσπασμα «δε σηκώνει καμία κριτική», γιατί είναι η ίδια η ηγεσία του Κόμματος, που κατ’ επανάληψη έχει εκφράσει τη θέση ότι τις αστικές εκλογές (και στο πρόσφατο δημοψήφισμα το ίδιο έκανε) τις αντιμετωπίζει «ως ευκαιρία» για να εκλαϊκεύσει τη στρατηγική του Κόμματος.
Πράγμα που σημαίνει πολύ καθαρά ότι η ηγεσία πάει στις εκλογές με τη στρατηγική του Κόμματος. Διαφορετικά πως θα την εκλαΐκευε; Τα γραπτά μένουν. Και από την πλευρά μας δεν έχουμε πάρει είδηση – και ούτε κανείς άλλος, ότι στις εκλογές το Κόμμα, στο ζήτημα της εξουσίας, κατεβαίνει με κάποια διαφορετική πρόταση πέρα από αυτήν που προβλέπει η στρατηγική του.
Η Κεντρική Επιτροπή, απολύτως συνειδητά, θολώνει τα κριτήρια της στάσης της «Νέας Σποράς». Η διαφωνία της «Νέας Σποράς» δεν είναι αυτή που παρουσιάζεται από την Απόφαση. Ποτέ η «Νέα Σπορά» δε διαφώνησε με τη στρατηγική του Κόμματος. Το αντίθετο μάλιστα.
Θεωρεί ότι η βασική αντίθεση οξύνεται, ότι από την άποψη των αντικειμενικών συνθηκών το καθήκον του σοσιαλισμού είναι άμεσο για τη χώρα μας και για όλες τις χώρες της Ευρώπης. Και μακάρι το πέρασμα στο σοσιαλισμό να γινόταν ειρηνικά, ακόμη και με εκλογές – η «Νέα Σπορά» έχει τοποθετηθεί πάνω σ’ αυτό το ζήτημα με βάση τη Λενινιστική τακτική και δεν εξαρτά το πέρασμα στο σοσιαλισμό από τη μορφή του. Η εργατική τάξη θα εξαντλήσει κάθε προσπάθεια για την κατάκτηση της εξουσίας με ειρηνικό τρόπο. Θα προετοιμάζεται, όμως, για όλες τις μορφές πάλης, γιατί η τελική στάση της στο ζήτημα της κατάκτησης της εξουσίας θα εξαρτηθεί από τη στάση της αστικής τάξης.
Ταυτόχρονα, όμως, θεωρεί ότι, ενώ οι αντικειμενικές συνθήκες είναι ώριμες, ο υποκειμενικός παράγοντας είναι ανέτοιμος (πράγμα που καταφαίνεται «δια γυμνού οφθαλμού» από την κατάσταση του ίδιου του Κομμουνιστικού και Εργατικού Κινήματος – και όχι μόνο στη χώρα μας) και ότι η βασική αντίθεση δε μπορεί να επιλυθεί ερήμην της κυρίαρχης αντίθεσης. Αυτήν την κυρίαρχη αντίθεση, που η Κεντρική Επιτροπή την πετάει ασυλλόγιστα στο καλάθι των αχρήστων, αγνοώντας το γεγονός ότι καμία Επανάσταση μέχρι τώρα δεν πραγματοποιήθηκε χωρίς την αξιοποίηση της κυρίαρχης αντίθεσης. Με δυο λόγια η «Νέα Σπορά» διαφωνεί στην τακτική του Κόμματος.
Γι’ αυτό άλλωστε, ακολουθώντας τη Λενινιστική επαναστατική τακτική, προσαρμοσμένη στις σύγχρονες συνθήκες, θεωρεί ότι το άμεσο καθήκον του Κόμματος είναι να βοηθήσει στην ωρίμανση του υποκειμενικού παράγοντα με την κατάθεση μιας συγκεκριμένης προγραμματικής πρότασης εξόδου από την κρίση και τη χρεοκοπία, που θα στηρίζεται στην κυρίαρχη αντίθεση, με κύρια αιχμή την αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τους άλλους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, αλλά θα είναι σε άμεση διαλεκτική ενότητα με τη βασική, θα την ωριμάζει αντικειμενικά και υποκειμενικά, για να μπορέσουμε να φτάσουμε στην αλλαγή των τάξεων στην εξουσία και στο τελικό αποτέλεσμα: στην επίλυση της βασικής αντίθεσης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Αυτή θα είναι μια ενιαία επαναστατική διαδικασία και δεν περιέχει κανένα στάδιο.
Αυτή η πρόταση είναι που θα θέσει σε κίνηση τις λαϊκές μάζες, θα τις διαφωτίζει, θα τις οργανώνει, θα τις καθοδηγεί στις διεκδικήσεις τους και στους αγώνες τους. Μέσα από αυτήν τη διαδικασία οι λαϊκές μάζες θα συνειδητοποιήσουν την ανάγκη του σοσιαλισμού. Με την έννοια αυτήν πως είναι δυνατόν η «Νέα Σπορά να φέρει σε αντίθεση τις άμεσες διεκδικήσεις των εργαζομένων με την ίδια την υπόθεση του σοσιαλισμού; Το αντίθετο ακριβώς υποστηρίζει.
Το πρόβλημα, λοιπόν, που βρίσκεται; Βρίσκεται στο γεγονός ότι το Κόμμα δεν έχει στα χέρια του αυτήν τη στιγμή μιαν ανάλογη συγκεκριμένη πρόταση, που θα προβλέπει την αλλαγή των τάξεων στην εξουσία, μια εξουσία με μια κυβέρνηση της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων, κατώτερων και μεσαίων, που δε θα είναι αστική. Αυτή η πρόταση θα εκλαϊκεύεται ότι στην εξέλιξή της θα οδηγήσει στο σοσιαλισμό. Δε μιλάμε, επομένως, για συμμετοχή σε μια αστική κυβέρνηση. Μιλάμε για μια κυβέρνηση της Λαοκρατικής Δημοκρατίας.
Το ζήτημα που υπάρχει είναι ότι η ηγεσία του Κόμματος αναγνωρίζει τη Λαοκρατική Δημοκρατία ως αστική δημοκρατία. Δε βλέπει τον ταξικό της χαρακτήρα ως εξουσία της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων, κατώτερων και μεσαίων για να μπορέσει να δει και την εξέλιξή της στο σοσιαλισμό. Δεν αναγνωρίζει ότι σ’ ένα Λαϊκοδημοκρατικό καθεστώς μπορεί οι κύριοι τομείς της οικονομίας να κρατικοποιηθούν, να αναπτυχθούν οι παραγωγικοί συνεταιρισμοί στην αγροτική οικονομία, να δημιουργηθούν οι οικονομικές κατηγορίες, που θα αποτελέσουν την υλική βάση του σοσιαλισμού με την προϋπόθεση ότι η εργατική τάξη και οι πιο κοντινοί της σύμμαχοι θα προχωρούν πάντα μπροστά, στην εξέλιξη της Λαοκρατικής Δημοκρατίας σε Δικτατορία του Προλεταριάτου, γιατί η ταξική πάλη δε σταματάει.
Και επειδή έχει γίνει κουραστική η αναφορά για συμμετοχή ή στήριξη κυβέρνησης «στο έδαφος της οικονομικής κυριαρχίας του κεφαλαίου» αυτό από μόνο του αναδεικνύει την αντιστροφή των πολιτικών και οικονομικών όρων της επαναστατικής διαδικασίας. Είναι η κατάληψη της εξουσίας, ως πολιτικό γεγονός, που θα φέρει την ανατροπή των οικονομικών όρων και όχι το αντίθετο. Επομένως η αλλαγή των τάξεων στην εξουσία στο πλαίσιο της Λαοκρατικής Δημοκρατίας αποτελεί ένα αποφασιστικό χτύπημα «της οικονομικής κυριαρχίας του κεφαλαίου», χτύπημα που στην εξέλιξή του οδηγεί στο σοσιαλισμό.
Παρατήρηση τρίτη: Γράφεται επίσης στην Απόφαση της κεντρικής Επιτροπής ότι:
«Η υπεράσπιση του καπιταλισμού και η επιδίωξη της καπιταλιστικής ανάπτυξης από τα κόμματα του συστήματος τροφοδοτούν και την υιοθέτηση προπαγανδιστικών στοιχείων, τα οποία αποτελούν πραγματικό δηλητήριο για την εργατική – λαϊκή συνείδηση. Εξέχοντα ρόλο στην προπαγάνδα αυτών των κομμάτων έχει η επίκληση της αναγκαιότητας εθνικής ενότητας, ομοψυχίας και πολιτικής σταθερότητας – με λίγα λόγια της αναγκαιότητας ταξικής συνεργασίας – ως προϋπόθεσης αυτής της ανάπτυξης, ενώ στην ιδεολογία και την πολιτική εμφανίζεται ο εθνικισμός, το «έθνος» με «αριστερό» πλέον προσωπείο.
Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, όλα αυτά τα κόμματα προβάλλουν ως βασική πολιτική διαχωριστική γραμμή όχι αυτή που τέμνει την ελληνική κοινωνία σε δύο βασικά αντίπαλα στρατόπεδα, αυτό της αστικής και αυτό της εργατικής τάξης, αλλά αυτή ανάμεσα στην Ελλάδα, από τη μια, και τους Γερμανούς, τους μερκελιστές, τους ξένους δανειστές, από την άλλη. Πρόκειται για γραμμή υποταγής της εργατικής τάξης στην αστική τάξη, καλυμμένη με «δημοκρατικό», «λαϊκό» και «πατριωτικό» μανδύα.
Αυτή η εθνικοπατριωτική επιχειρηματολογία, η οποία με διάφορες παραλλαγές έχει εμφανιστεί πολλές φορές στο παρελθόν, με οδυνηρές για τους λαούς συνέπειες, προτάσσει σε πρώτη γραμμή τις σχέσεις ενός καπιταλιστικού έθνους – κράτους με τα υπόλοιπα κράτη και βάζει σε δεύτερη μοίρα – ή αποκρύπτει τελείως – τις ταξικές διαφορές στο εσωτερικό του κάθε ξεχωριστού αστικού κράτους. Επίσης, συγκαλύπτει ότι όλες οι ιμπεριαλιστικές συμμαχίες διέπονται από τον ανταγωνισμό και τις ανισότιμες σχέσεις των κρατών – μελών τους και κατ’ επέκταση ότι αυτή η ανισοτιμία δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί παρά μόνο με την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού σε κάθε χώρα.
Ιδιαίτερα επικίνδυνο είναι το γεγονός ότι, ενώ αυτή η επιχειρηματολογία διαπερνά όλα τα κόμματα του συστήματος, είναι ακόμα πιο έντονη σε σοσιαλδημοκρατικά και οπορτουνιστικά κόμματα που έχουν αναφορές στο εργατικό και λαϊκό κίνημα. Οι απόψεις περί κατοχής, περί μερκελισμού, περί Δ’ Ράιχ, περί εθελοδουλίας κ.λπ. διαπερνούν, με την αντίστοιχη προσαρμογή στον κάθε φορέα και την κάθε συγκυρία, τις αναλύσεις τόσο του ΣΥΡΙΖΑ όσο και των ΛΑΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά και το «Σύλλογο Κορδάτου», τον «Εργατικό Αγώνα», τη «Νέα Σπορά» κ.λπ. Αυτές οι απόψεις, μαζί με όλες τις άλλες (με προγράμματα δήθεν φιλολαϊκής διαχείρισης του καπιταλισμού, απόψεις περί της αστικής δημοκρατίας ως το ύψιστο αγαθό, περί του αναγκαστικού σημερινού μονόδρομου της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής κ.λπ.) που ανοιχτά διακηρύσσουν οι ΣΥΡΙΖΑ και ΛΑΕ, συμβάλλουν ιδιαίτερα στον εκμαυλισμό λαϊκών συνειδήσεων, ακόμα και συνειδήσεων εργαζομένων με αγωνιστικές διαθέσεις».
Η αλήθεια είναι ότι η αστική τάξη και τα κόμματά της επιχειρούν να μιλήσουν για εθνική ενότητα. Όπως επίσης στις αντιπαραθέσεις τους χρησιμοποιούν διάφορα επιχειρήματα, τα οποία, βεβαίως, δεν έχουν καμία σχέση με την ανάδειξη του ταξικού ζητήματος στη χώρα μας. Αυτό αφορά και μικροαστικά κόμματα.
Επειδή, όμως, η ηγεσία του Κόμματος αποδίδει την ίδια κατηγορία και στη «Νέα Σπορά», που φτάνει αυτή η κατηγορία μέχρι στο ότι αυτή συντελεί στον εκμαυλισμό των συνειδήσεων, μπορεί η ηγεσία του Κόμματος να μας υποδείξει έστω και μία γραμμή κειμένου της «Νέας Σποράς» με εθνικοπατριωτικό περιεχόμενο, με αναφορά την εθνική ενότητα και τις άλλες απαράδεκτες και συνειδητά παραπλανητικές κατηγορίες που μας αποδίδει;
Αντίθετα, όλες οι αναλύσεις και η αρθρογραφία της «Νέας Σποράς» έχουν ως αφετηρία τις σχέσεις των τάξεων. Δηλαδή προσπαθεί να αναδείξει το ταξικό πρόβλημα της χώρας στην προοπτική του σοσιαλισμού.
Τώρα εάν μέσα από όλη την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στη χώρα μας από τη συμμετοχή της σε ιμπεριαλιστικές ενώσεις και ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς η ηγεσία του Κόμματος δε μπορεί να δει ότι έχει ενταθεί η πολιτική και οικονομική εξάρτηση της χώρας μας αυτό δεν είναι πρόβλημα δικό μας.
Κλείνοντας αυτό το άρθρο θα θέλαμε να συστήσουμε στην ηγεσία του Κόμματος να έχει υπόψη της ότι τα πολιτικά αδιέξοδα δεν καλύπτονται ποτέ δια της μεθόδου της μετακύλισης και του αντιπερισπασμού. Θα βρουν, αργά ή γρήγορα, τρόπο να εκφραστούν. Και η Απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής εκτός του απολογητικού της χαρακτήρα εκφράζει τα αδιέξοδα της γραμμής του Κόμματος. Αλλά γι’ αυτά τα αδιέξοδα θα μιλήσουμε διεξοδικά στη συνέχεια της αρθρογραφίας μας.
COMMENTS