Είναι συστηματική η προσπάθεια της ηγεσίας του Κόμματος να δικαιολογήσει το πρόσφατο εκλογικό αποτέλεσμα. Και επειδή δε θέλει με κομμουνιστική αυτοκριτική στάση να αναλάβει την ευθύνη «για ένα κακό εκλογικό αποτέλεσμα» επιδίδεται σε διάφορες πολιτικές και ιδεολογικές ακροβασίες, οι οποίες, τελικά, σπέρνουν μεγαλύτερη σύγχυση στον κόσμο του Κόμματος και υποσκάπτουν το κύρος του γενικότερα μέσα στον εργαζόμενο λαό.
Πριν απ’ όλα αυτές οι πολιτικές και ιδεολογικές ακροβασίες αδρανοποιούν τη σκέψη του Κόμματος. Βολεύονται οι «από πάνω», γιατί δε θέλουν να παραδεχτούν ότι εφαρμόζουν μια λαθεμένη πολιτική, χωρίς να εξηγούν – στη συνέχεια, το γιατί επιμένουν σε μια λαθεμένη πολιτική, οδηγούνται οι «από κάτω» στο να μην αναζητούν τις πραγματικές αιτίες ενός φανερά κακού αποτελέσματος για το ΚΚΕ, με αποτέλεσμα όλη η κομματική διαδικασία να οδηγείται σ’ ένα τέλμα, σε μια τυπικότητα, που ακυρώνει τη λειτουργία του Κόμματος, γιατί στηρίζεται σε ανυπόστατα επιχειρήματα, τα οποία καταρρίπτουν ακόμη και την τυπική λογική.
Το χειρότερο είναι να επιστρατεύονται «επιχειρήματα», που απευθύνονται σε οπαδούς και ψηφοφόρους του Κόμματος, από ηγετικά στελέχη του, τα οποία δεν υποψιάζονται καν ότι δε μπορούν να διατυπώνουν αλληλοαναιρούμενες σκέψεις και οι οποίες στο τέλος – τέλος δεν πρέπει καν να διατυπώνονται, γιατί απέχουν από την πραγματικότητα.
Παράδειγμα: «Όπως θα είδατε στην ανακοίνωση της ΚΕ, μιλάμε για ένα κακό εκλογικό αποτέλεσμα. Αυτό δεν αφορά τη στασιμότητα που έδειξε το Κόμμα στις εκλογές. Είμαι βέβαιη ότι τα ίδια θα γράφαμε αν είχαμε 7%, γιατί παίρνουμε υπόψη όλους τους παράγοντες. Βεβαίως, αν είχαμε ένα 7% – το λέω σαν παράδειγμα – θα είχαμε ένα μεγαλύτερο περίγυρο “ετοιμοπόλεμο”, απ’ ό,τι μπορεί να έχουμε τώρα. Βέβαια κι αυτά είναι σχετικά»,(Αλέκα Παπαρήγα, «Ρ» 9/10/2015).
Ερώτημα πρώτο: Πως γίνεται ένα κακό εκλογικό αποτέλεσμα για την εργατική τάξη να μην αφορά τη στασιμότητα του Κόμματος στις εκλογές; Η στασιμότητα του Κόμματος δεν αντανακλά και τη δουλειά του Κόμματος, την αξιοπιστία της πολιτικής του μέσα στην εργατική τάξη; Όταν χάνεις δυνάμεις από την εργατική τάξη αυτός δεν είναι ένας αρνητικός δείκτης για την πολιτική του Κόμματος;
Ερώτημα δεύτερο: Τα ίδια θα λέγαμε εάν το ποσοστό του Κόμματος ήταν 7% ή και παραπάνω; Με ποια λογική θα λέγαμε τα ίδια; Είναι το ίδιο πράγμα να είσαι κολλημένος στο 5.5% από το να ξεκολλήσεις από το «πενταράκι» και να φτάσεις το 7%; Θα μπορούσαμε, γιατί θα είχαμε ένα επιχείρημα τουλάχιστον, να απαντούσαμε σαν Κόμμα στις συνεχείς ερωτήσεις των δημοσιογράφων, που μας ρωτούσαν επίμονα για την καθήλωση του Κόμματος σε χαμηλά ποσοστά. Θα τους λέγαμε ότι αυξηθήκαμε και ότι η πολιτική μας βρίσκει απήχηση ή αρχίζει να βρίσκει απήχηση.
Και ας μην ισχυριστεί η ηγεσία του Κόμματος ότι ήταν ανυποψίαστη για τη στασιμότητα του Κόμματος, γιατί εκτός από τις ιστοσελίδες, που συνεχώς εξυμνούν την πολιτική της ηγεσίας του Κόμματος – «είτε χιονίζει, είτε βρέχει, είτε ήλιο κάνει» – υπάρχει και η «Νέα Σπορά», που σε αλλεπάλληλα άρθρα της έχει κάνει λόγο για το σοβαρό κίνδυνο που υπάρχει όχι μόνο για τη στασιμότητα του Κόμματος αλλά και για την ίδια την ύπαρξή του με την πολιτική που ακολουθεί.
Ερώτημα τρίτο: Αν όλα αυτά είναι «σχετικά», δηλαδή τι 5% τι 7%, τότε γιατί στο εκλογικό αποτέλεσμα των ευρωεκλογών κάνουμε λόγο για τάση επανασυσπείρωσης των δυνάμεων του Κόμματος; Μια τάση επανασυσπείρωσης των δυνάμεων του Κόμματος δεν πρέπει να θεωρείται θετικό γεγονός ή μπαίνει στη χωρία της «σχετικότητας»;
Λογικά τώρα δε θα έπρεπε να κάνουμε λόγο για τάση αποσυσπείρωσης με δεδομένη την απώλεια των ψήφων;
Γιατί αυτού του είδους η σχετικότητα μπορεί να χρησιμεύει ως καταφύγιο, αλλά θυμίζει, ταυτόχρονα, πολύ την πονηρή αλεπού, που ότι δεν έφτανε τα έκανε κρεμαστάρια, θυμίζει έντονα μια τεχνητή προσπάθεια να διασκεδαστούν οι ανησυχίες του κόσμου του ΚΚΕ, η απογοήτευση από το εκλογικό αποτέλεσμα.
Ερώτημα τέταρτο: Τώρα που έχουμε απώλειες σε ψήφους, και μάλιστα κυρίως στα αστικά κέντρα, τώρα που ένα μεγάλος αριθμός ψηφοφόρων οδηγήθηκε με αναντίρρητα πολιτικό τρόπο στην αποχή, ούτε τώρα θα αναρωτηθούμε εάν η πολιτική του Κόμματος ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα που ζούμε; Και αυτό το γεγονός θα το εντάξουμε στη «σχετικότητα»; Θα αλλοιώσουμε και το πολιτικό νόημα των αριθμών;
Γιατί πράγματι. Η διαφορά ανάμεσα στο 5.5% και στο 7%, παρόλο που είναι ουσιώδης και αριθμητικά και πολιτικά, θα μπορούσε να πει κανείς ότι δεν είναι μεγάλη, παρά το γεγονός ότι από την πλευρά μας δε συμφωνούμε με τέτοιες «πολιτικές αριθμητικές».
Αλλά εάν πάρουμε το ένα εκατομμύριο της πρόσθετης αποχής σε σύγκριση με τις ψήφους του Κόμματος, τότε, τα πολιτικά συμπεράσματα δεν αλλάζουν ριζικά; Δε διαφοροποιούνται εντελώς; Η στασιμότητα που καταδεικνύουν οι αριθμοί είναι πολιτικό γεγονός.
Ερώτημα πέμπτο: Μήπως εάν το ΚΚΕ έπαιρνε στις εκλογές ένα ποσοστό της τάξης του 7%, που θα σήμαινε ταυτόχρονα και μια αύξηση ψήφων, η ηγεσία του Κόμματος δε θα έκανε τώρα τέτοιου είδους αναλύσεις, αλλά θα πανηγύριζε, θα μίλαγε για επαλήθευση των θέσεών της και θα έδινε και μια «αποστομωτική» απάντηση σε όσους διαφωνούν με την πολιτική του Κόμματος;
Ερώτημα έκτο: Τέλος, μήπως νομίζει η ηγεσία του Κόμματος ότι μ’ αυτά τα «επιχειρήματα» μπορεί να πείσει τον κόσμο του ΚΚΕ; Περνάει από το μυαλό της ότι αυτός ο κόσμος καταλαβαίνει πιο πολλά απ’ όσα νομίζει η ίδια; Ότι αναρωτιέται για ότι κάτι δεν πάει καλά, ότι έχει αρχίσει να το λέει φωναχτά, ότι αγωνιά για την πορεία του Κόμματος;
Μπορεί ο απλός κόσμος του ΚΚΕ να μην έχει «σπουδάσει» Μαρξισμό – Λενινισμό, αλλά είναι βέβαιο ότι η εμπειρία της ζωής τον κάνει να αντιλαμβάνεται, ότι οι ταξικοί συσχετισμοί δεν πέφτουν από τον ουρανό ούτε είναι άσχετοι από τη δουλειά, τη δράση, την οργανωτική κατάσταση και την πολιτική του Κόμματος.
Το απόσπασμα στο οποίο αναφερθήκαμε αφορά σε μια ανάλυση του εκλογικού αποτελέσματος που αναδεικνύει ένα τεράστιο πολιτικό αδιέξοδο της ηγεσίας του Κόμματος.
Η ουσία του ζητήματος βρίσκεται στο ότι γίνεται προσπάθεια να αναλυθεί ένα εκλογικό αποτέλεσμα, που αντικατοπτρίζει πράγματι ένα ταξικό συσχετισμό δυνάμεων ερήμην, όμως, των όρων που προσδιορίζουν τον ταξικό συσχετισμό.
Και ένας από αυτούς τους όρους είναι η ίδια η δράση του Εργατικού Κινήματος, που επηρεάζεται σαφώς από την εργατική πολιτική του Κόμματος, τη στάση του Κόμματος στο Εργατικό Κίνημα, την αντίληψή του γι’ αυτό και τους ίδιους τους γενικότερους στόχους του Κόμματος, δηλαδή την τακτική και τη στρατηγική του.
Η «Νέα Σπορά» σε αλλεπάλληλα άρθρα της έχει αρθρογραφήσει γι’ αυτό το θέμα και έχει αποδείξει ότι η τακτική του Κόμματος αδυνατεί να υπηρετήσει τη στρατηγική του. Και αυτός είναι ο βασικότερος παράγοντας, που επιδρά στην ανάπτυξη της ταξικής πάλης, που με τη σειρά της έρχεται να διαφοροποιήσει ή όχι τους συσχετισμούς των δυνάμεων μεταξύ των τάξεων, να προσελκύσει ή όχι τις ενδιάμεσες κοινωνικές δυνάμεις, τα μικροαστικά στρώματα, να βάλει τα θεμέλια της κοινωνικής συμμαχίας, σε τελική ανάλυση να καθορίσει τις σχέσεις των τάξεων στη χώρα μας και μάλιστα σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης και χρεοκοπίας της χώρας μας, που έχει οδηγήσει και σε μια αντίστοιχη παρατεταμένη πολιτική κρίση.
Με την έννοια αυτή δεν είναι δυνατό να ικανοποιούν τις ανάγκες μιας ανάλυσης τα όσα μέχρι τώρα αναφέρονται από την πλευρά της ηγεσίας του Κόμματος, που να πείθουν τα μέλη του Κόμματος και γενικότερα τον κόσμο του ΚΚΕ, την εργατική τάξη και τον εργαζόμενο λαό.
Εξακολουθούν να υπάρχουν τα αναπάντητα ερωτήματα για το γιατί η πολιτική του Κόμματος δεν αποδίδει και δεν είναι ικανή να κερδίσει τις λαϊκές μάζες με το μέρος του Κόμματος. Ούτε επίσης είναι δυνατό να εμπνέουν αισιοδοξία για το μέλλον της δράσης του Κόμματος τα συμπεράσματα αυτής της ανάλυσης, ότι το Κόμμα, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, ήρθε σε επαφή με πλατύτερες μάζες, όπου συζήτησε την πολιτική του και την πρόταση διεξόδου από την οικονομική κρίση, την πρόταση εξουσίας που παρουσιάζει, γεγονός που του επιτρέπει να δημιουργήσει τις συνθήκες επιτυχίας των στόχων του σε χρόνο που έρχεται.
Αφού ήρθε σε επαφή με πλατύτερο κόσμο, αφού αυτός ο κόσμος μας άκουσε, τότε γιατί δεν τον πείσαμε τώρα και τι είναι αυτό που θα τον πείσει στο μέλλοντα χρόνο;
Και επειδή αυτό το γεγονός είναι και το σημαντικότερο για την πορεία του Κόμματος θα επανέλθουμε με νεότερο άρθρο μας στο ίδιο κείμενο που δημοσίευσε ο «Ρ», μια και αυτό αποκαλύπτει και το πώς στάθηκε το Κόμμα στην περίοδο από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, της υιοθέτησης των μνημονίων, το πώς κατανόησε τις πολιτικές εξελίξεις και το τι βλέπει για τη συνέχεια.
COMMENTS