Ανάπτυξη! Ποια ανάπτυξη;…

Η ανάγνωση των προγραμματικών δηλώσεων από την πλευρά της κυβέρνησης εστιάστηκε κυρίως στην προσπάθειά της να αποδείξει ότι, με την υλοποίηση της νέας συμφωνίας – μνημονίου και με την (υποτιθέμενη) πολιτική σταθερότητα που εξασφαλίζει, ανοίγει ο δρόμος για τη διευθέτηση του χρέους και επομένως δίνει τη δυνατότητα να επανέλθει η οικονομία σε ανάπτυξη.

Παίρνοντας υπόψη τα όσα αναφέρονται στο προσχέδιο του προϋπολογισμού, τουλάχιστον για το ’15 και το ’16 τέτοια περίπτωση αποκλείεται. Εάν δε πάρουμε υπόψη τις προβλέψεις του ΔΝΤ θα χρειαστούν και άλλα μέτρα, για το ’15 – ’16 της τάξης του 1.35δισ. ευρώ για να επιτευχθούν τα περίφημα πλεονάσματα.

Εάν, επίσης, πάρουμε υπόψη και τα όσα είπε ο πρώην υπουργός Γιάννης Βαρουφάκης σε συνέντευξή του ότι «το πρόγραμμα φτιάχτηκε για να μην πετύχει», λόγια τα οποία τα έβαλε στο στόμα του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, σε συνομιλία που είχαν ως αρμόδιοι υπουργοί επί των οικονομικών, τότε πολύ αμφιβάλουμε ότι θα έρθει η ανάπτυξη, τουλάχιστον κατά τους υπολογισμούς της κυβέρνησης.

Όλοι αυτοί οι ισχυρισμοί της κυβέρνησης πολύ γρήγορα μένουν να αποδειχθούν. Ήδη στα αστικά ΜΜΕ εμφανίζονται προβλέψεις ότι ένα πολύ σημαντικό τμήμα των φορολογουμένων δε θα μπορέσει να πληρώσει τον ΕΝΦΙΑ.

Επομένως μπαίνει πρόβλημα στην κυβέρνηση για το κατά πόσο θα μπορέσει να εισπράξει τα προσδοκώμενα ποσά για να κατορθώσει να εμφανίσει τα δημοσιονομικά πλεονάσματα που επιδιώκει.

Το πιο σοβαρό ζήτημα που προκύπτει από την ανάγνωση των προγραμματικών δηλώσεων, κατά την κυβέρνηση, είναι ότι η εφαρμογή της νέας συμφωνίας – μνημονίου κατέστη πλέον το μόνο μέσο και η μόνη λύση, που θα οδηγήσει στην ανάπτυξη. Και μάλιστα με την επίκληση της λαϊκής επιβεβαίωσης.

Η κυβέρνηση αποδέχτηκε να θεσμοθετήσει όλα τα προαπαιτούμενα για να μπορέσει να φτάσει στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, που θεωρεί ότι θα είναι το κλειδί για να παίξουν το ρόλο τους οι τράπεζες για την ανάπτυξη. Μάλιστα έφτασε να υποσχεθεί ότι αφού η ανακεφαλαιοποίηση θα γίνει με κεφάλαια που θα τα φορτωθεί το Ελληνικό δημόσιο ανάλογη θα είναι και η διοίκηση.

Εδώ μπαίνουν τα παρακάτω ζητήματα:

Πρώτο: Όσα περισσότερα κεφάλαια θα χρειαστούν για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών – Γερμανία και ΔΝΤ πιέζουν για μια ανακεφαλαιοποίηση της τάξης των 17 – 18δισ. ευρώ, τόσο γίνεται βέβαιο ότι ο έλεγχος των τραπεζών θα περάσει στον έλεγχο του ESM. Κατά προέκταση και στον έλεγχο των Γερμανικών και Γαλλικών τραπεζών.

Δεύτερο: Η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών συνοδεύεται αναγκαστικά και από τη ρύθμιση των κόκκινων δανείων που υπερβαίνουν τα 100δισ. ευρώ. Το μεγαλύτερο ποσοστό, υπολογίζεται περίπου στο 60%, αφορά μη εξυπηρετούμενα δάνεια από επιχειρήσεις.

Όπως γίνεται φανερό μέσα από τον έλεγχο των τραπεζών από τον ESM και τη ρύθμιση των δανείων ουσιαστικά θα μπουν στο χέρι των ξένων τραπεζών και οι επιχειρήσεις, ορισμένες εκ των οποίων θα κλείσουν, τροφοδοτώντας την αύξηση της ανεργίας.

Το υπόλοιπο μέρος των κόκκινων δανείων (35% αφορά τα οικιστικά μη εξυπηρετούμενα δάνεια και το 5% τα καταναλωτικά δάνεια) θα περάσει στα χέρια των ξένων Funds, με την παράλληλη απελευθέρωση των πλειστηριασμών.

Το πρώτο ερώτημα που μπαίνει είναι: κατά πόσο η Ελληνική οικονομία μπορεί να μπει σε ρυθμούς ανάπτυξης όταν το τραπεζικό σύστημα της χώρας μας θα ελέγχεται πλέον πλήρως από τον ESM και μαζί με τις τράπεζες θα ελέγχονται και μια σειρά επιχειρήσεων;

Το δεύτερο ερώτημα αφορά στις επενδύσεις, που οι μέχρι τώρα κυβερνήσεις τις κατανοούσαν ως επενδύσεις συναρτημένες με τις ιδιωτικοποιήσεις. Ποια ανάπτυξη μπορεί να προκύψει από το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, όταν αυτή δεν αφορά στην κατασκευή νέων παραγωγικών μονάδων αλλά περιορίζεται στην εκμετάλλευση των ήδη υπαρχόντων δημοσίων επιχειρήσεων, που θα εκποιηθούν για ένα κομμάτι ψωμί;

Το τρίτο ερώτημα που προκύπτει αφορά στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Όλες οι κυβερνήσεις μέχρι τώρα καθόριζαν ως απόλυτη αναγκαιότητα την κατάρτιση ενός εθνικού σχεδίου ανάπτυξης που θα προέβλεπε στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας μας.

Όταν η οικονομική εξάρτηση της χώρας μας εντείνεται, όταν τα κλειδιά της οικονομίας έχουν εκχωρηθεί, πως είναι δυνατόν να υπάρξει ένα εθνικό σχέδιο ανάπτυξης και παραπέρα παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας μας;

Το τέταρτο ερώτημα αφορά στη γενικότερη οικονομική κατάσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι καιρός πια να κατανοηθεί ότι είναι ένας μύθος ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μια εύρωστη οικονομικά Ένωση. Το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει. Τα οικονομικά της προβλήματα συνεχώς οξύνονται και η εξαθλίωση των εργαζομένων επεκτείνεται. Πως, λοιπόν, μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη για τη χώρα μας, όταν με τη μνημονιακή πολιτική που επιβάλλεται σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αυτή δε μπορεί να ξεπεράσει ακόμη τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης που την έπληξε;

Μας δίνεται η δυνατότητα να καταλήξουμε, με τα όσα αναφέραμε παραπάνω, σε δύο καίριες επισημάνσεις. Πόσο περιοριστικός παράγοντας για την επίλυση του αναπτυξιακού προβλήματος της χώρας μας έχει καταστεί πλέον η Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτή είναι η πρώτη επισήμανση.

Η δεύτερη αφορά σ’ ένα καίριο θέμα, που βρίσκεται στην άμεση επικαιρότητα και αναφέρεται στο τραπεζικό σύστημα και τα ελεγχόμενα απ’ αυτό κόκκινα δάνεια. Θα το αναφέρουμε ως παράδειγμα για την ανάπτυξη αλλά κατ’ αντιστροφή.

Επί της ουσίας οι τράπεζες ανήκουν στο Ελληνικό δημόσιο έστω και εάν οι μετοχές τους έχουν εκχωρηθεί στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Στήριξης. Η νέα ανακεφαλαιοποίηση θα γίνει και πάλι με κεφάλαια, που θα δανειστεί το Ελληνικό κράτος. Οι τράπεζες, δηλαδή, έχουν στηριχτεί αποκλειστικά και μόνο από το δημόσιο χρήμα.

Αν υποθέσουμε ότι οι τράπεζες κρατικοποιούνται, δηλαδή πάρει το κράτος στα χέρια του τις μετοχές που του ανήκουν από το ΤΧΣ, ταυτόχρονα οι τράπεζες αυτές θα ελέγχουν και ένα μεγάλο αριθμό, δικαιωματικά, λόγω των μη εξυπηρετούμενων δανείων, από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις.

Αν τώρα στη θέση του αστικού κράτους τοποθετήσουμε το κράτος της Λαοκρατικής Δημοκρατίας, δηλαδή το κράτος της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων – κατώτερων και μεσαίων, και επεκτείνουμε τις κρατικοποιήσεις και σε άλλους καίριους τομείς της οικονομίας, όπως π.χ. της ενέργειας, των επικοινωνιών, των μεταφορών, του ορυκτού πλούτου κ.α.. Επαναφέρουμε σε συνεταιριστική ή και κρατική μορφή ιδιωτικοποιημένες μονάδες της αγροτικής οικονομίας, προωθήσουμε τον παραγωγικό συνεταιρισμό στους φτωχούς και μεσαίους αγρότες, τότε, με την παράλληλη έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ, τους άλλους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, με τη μονομερή διαγραφή του χρέους, θα έχουμε κάνει ένα αποφασιστικό βήμα προς το σοσιαλισμό.

Δε ισχυριζόμαστε ότι θα έχουμε περάσει στο σοσιαλισμό, ούτε ότι θα έχουμε ένα κράτος, που θα αντιστοιχεί στην πολιτική εξουσία της εργατικής τάξης. Ισχυριζόμαστε, όμως, ότι θα έχει ανατραπεί η αστική τάξη, ότι την εξουσία θα την έχει καταλάβει η εργατική τάξη με τα μικροαστικά στρώματα και ότι όλα αυτά τα μέτρα στην εξέλιξή τους οδηγούν στο σοσιαλισμό.

Αυτή είναι η συγκεκριμένη πρόταση διεξόδου από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία για την οποία μιλάει η «Νέα Σπορά», η οποία βασίζεται στη Λενινιστική επαναστατική τακτική και η οποία βάζει και τα θεμέλια για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας μας εξασφαλίζοντας και μια φιλολαϊκή ανάπτυξη, που θα απαλλάξει τους εργαζόμενους και τα μικροαστικά στρώματα από τους μονόδρομους των μνημονίων.

Μια ανάπτυξη η οποία θα βάλει τέρμα στη συρρίκνωση των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας μας, θα εκμεταλλευτεί τα συγκριτικά της αναπτυξιακά πλεονεκτήματα, θα την απελευθερώσει από την οικονομική και πολιτική εξάρτηση, θα δώσει τη δυνατότητα για την ολόπλευρη αξιοποίηση του σημαντικού επιστημονικού δυναμικού που διαθέτει, της έμπειρης εργατικής τάξης και των φυσικών της πόρων.

Αυτή η πρόταση πρέπει να γίνει υπόθεση του Εργατικού Κινήματος και των συμμάχων του, να αποτελέσει τη βάση της ανάπτυξης της πάλης και των διεκδικήσεών τους, των αγώνων που θα συμβάλουν και στην ανασυγκρότηση γενικότερα του Λαϊκού Κινήματος, που ως πλειοψηφικό ρεύμα και με σφυρηλατημένη ενότητα θα διεκδικήσει ταυτόχρονα και την πολιτική εξουσία.

Είναι φανερό ότι αυτή η συγκεκριμένη πρόταση το μόνο κόμμα που μπορεί να την προωθήσει είναι το ΚΚΕ, που δυστυχώς η ηγεσία του της έχει γυρίσει την πλάτη, χωρίς να δείχνει κανένα σημάδι να βγάλει τα αναγκαία συμπεράσματα από τη μέχρι τώρα πολιτική που εφαρμόζει. Η πραγματικότητα όμως δεν αλλάζει γι’ αυτήν.

Είναι αυτή η πραγματικότητα, που αυξάνει τις ευθύνες της και που της έχει αφαιρέσει κάθε δικαιολογία για την πορεία του Κόμματος. Οι όποιες αναφορές στις υπαρκτές δυσκολίες δε μπορούν να χρησιμεύουν ως άλλοθι για μια πολιτική, που κατ’ εξακολούθηση κρίθηκε.

COMMENTS