Κάθε ημέρα που περνάει στη Συρία γίνεται και πιο φανερό ότι το ΝΑΤΟ, οι ΗΠΑ και οι άλλες εμπλεκόμενες χώρες στη Συρία, που επιδιώκουν την ανατροπή του Μπασάρ αλ Άσαντ, εκφράζουν πλέον την ανοικτή αντίθεσή τους έως την εχθρική τους στάση στην στρατιωτική ανάμειξη της Ρωσίας, μετά από την πρόσκληση που δέχτηκε από την κυβέρνηση της Συρίας.
Γίνεται κατανοητό ότι έχουν αλλάξει οι ισορροπίες, ότι η Ρωσία, σ’ ένα βαθμό, έχει πάρει την πρωτοβουλία των κινήσεων στην περιοχή και αυτό το γεγονός δυσκολεύει την πραγματοποίηση των στόχων της Δυτικής συμμαχίας.
Ήδη οι ΗΠΑ ζήτησαν συντονισμό των αεροπορικών επιχειρήσεων, την ίδια στιγμή που σταθερά κατηγορούν τη Ρωσία ότι επιχειρεί σε περιοχές, που ελέγχονται από τις Συριακές δυνάμεις της αντιπολίτευσης προς τον Άσαντ και σε κατοικημένες περιοχές και όχι σε περιοχές που ελέγχονται από τον ISIS.
Λογικά, το να ζητούν οι ΗΠΑ συντονισμό στις πολεμικές επιχειρήσεις και από την άλλη να κατηγορούν τη Ρωσία ότι χτυπάει τους «δικούς της» είναι τουλάχιστον αντιφατικό, δείχνει ότι αναγκαστικά πρέπει να αναγνωρίσουν το ρόλο της Ρωσίας.
Το διπλωματικό επεισόδιο, που σημειώθηκε μεταξύ της Ρωσίας και της Τουρκίας, και που επαναλήφθηκε, με αφορμή την εμπλοκή των αεροπορικών δυνάμεών τους στην παραμεθόρια περιοχή μεταξύ Συρίας και Τουρκίας, έστω και εάν η Ρωσία αναγνώρισε την παραβίαση, δείχνει, από τη μια, ότι η ένταση αυξάνεται, και από την άλλη, ότι η Τουρκία πήρε τις πρώτες προειδοποιήσεις για την πολεμική της δραστηριότητα σε εδάφη της Συρίας. Η Τουρκία είναι από τις δυνάμεις, που παίζουν σοβαρό ρόλο στα διαδραματιζόμενα στη Συρία, με άμεση ανάμειξη στην υποστήριξη του ISIS.
Τα αναφέρουμε όλα αυτά για να τονίσουμε ότι η κατάσταση στη Συρία περιπλέκεται ακόμη περισσότερο και αυτή η εξέλιξη «τεντώνει ακόμη πιο πολύ το σκοινί» και κάνει, από μια πρώτη ματιά, ακόμη πιο δύσκολο το γεγονός να πάρει κανείς μια σαφή και συγκεκριμένη θέση, πέρα από μια γενική θέση, που να καταδικάζει την ιμπεριαλιστική επέμβαση γενικά και να εύχεται να αφεθεί ελεύθερος ο Συριακός λαός να επιλύσει από μόνος του τα εσωτερικά του προβλήματα. Και εδώ πλέον είναι απολύτως απαραίτητο να δούμε τις εξελίξεις στη Συρία πολύ συγκεκριμένα.
Θα αποφύγουμε να κάνουμε μια αναδρομή, που θα ξεκινάει από τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο, όπου Γαλλία και Μ. Βρετανία μοίραζαν το τι περιοχές θα ελέγχουν και καθόριζαν τα σύνορα στη Μέση Ανατολή και ευρύτερα κατά τα συμφέροντά τους. Θα περιοριστούμε στην πρόσφατη περίοδο.
Σήμερα έχουμε μια πολύ καθαρή κατάσταση, όπου η ιμπεριαλιστική ανάμειξη των ΗΠΑ στην περιοχή ακόμη και με την επίσημη κάλυψη του ΟΗΕ δεν προβλέπει αλλαγή συνόρων. Οι ΗΠΑ δεν επεμβαίνουν στην περιοχή με επίσημη δικαιολογία την αλλαγή των συνόρων για να επιλυθούν, έστω, εθνικά ζητήματα. Ποτέ άλλωστε και σε καμία ιμπεριαλιστική επέμβασή τους δεν έφεραν μια τέτοια δικαιολογία.
Οι ΗΠΑ επικαλούνται διάφορα προσχήματα για να δικαιολογήσουν την ανάμειξη – όπως στην περίπτωση του Ιράκ που έφτασαν να επικαλούνται την πρόθεση του Σαντάμ Χουσεΐν να κατασκευάσει πυρηνικά όπλα – προσχήματα που δε διαθέτουν ίχνος αλήθειας, αλλά ήδη έχουν αποδειχτεί ή αποδεικνύονται παντελώς ψευδή. Η πραγματικότητα είναι άλλη.
Οι ΗΠΑ σαφώς επιδιώκουν την αλλαγή των συνόρων στην περιοχή, κάτι που και τα Αμερικάνικα think tanks ομολογούν ευθέως, κυκλοφορώντας ακόμη και χάρτες με τη μελλοντική αναδιάταξη της ευρύτερης περιοχής και παράλληλα επιδιώκουν να απαλλαγούν από μια κυβέρνηση, που δεν ξέρουμε εάν θα έχει την τύχη, που είχε η αντίστοιχη κυβέρνηση του Σαντάμ Χουσεΐν.
Την ίδια στιγμή εδάφη της Συρίας, τα υψώματα του Γκολάν, βρίσκονται υπό κατοχή από το Ισραήλ, που είναι σύμμαχος των ΗΠΑ και που με την ανοικτή στήριξή τους ακόμη και σήμερα δέχονται να κατέχει τα εδάφη αυτά της Συρίας. Και όχι μόνο αυτό. Ποτέ μέχρι τώρα η Παγκόσμια Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας δεν έχει κάνει ελέγχους στο Ισραήλ για τη δυνατότητα κατασκευής πυρηνικών όπλων, όπως π.χ. έκανε παλαιότερα στο Ιράκ και τα τελευταία χρόνια στο Ιράν, παρά τα όσα κυκλοφορούν γι’ αυτό το θέμα για το Ισραήλ.
Βρισκόμαστε μπροστά στο φαινόμενο, για να φέρουμε ορισμένα παραδείγματα, όπως έγινε με το Ιράκ και την εκτέλεση του Σαντάμ Χουσεΐν και των άλλων κυβερνητικών στελεχών, όπως έγινε με τη Γιουγκοσλαβία και το Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς και τη φυλάκισή του, που κατέληξε στο θάνατό του μέσα στις φυλακές, όπως έγινε με τη Λιβύη και την εκτέλεση του Μουαμάρ αλ Καντάφι, να επεμβαίνει ο Δυτικός ιμπεριαλισμός και όχι μόνο να αλλάζει κυβερνήσεις, αλλά να στέλνει στο απόσπασμα αρχηγούς κρατών και ολόκληρες κυβερνήσεις. Το ίδιο έκανε παλιότερα στο Αφγανιστάν.
Το ίδιο έκανε πρόσφατα στην Ουκρανία, με άλλο τρόπο, που κατάργησε μια νόμιμη κυβέρνηση για να τοποθετήσει μια άλλη στη θέση της, το ίδιο έκανε και με τις άλλες πρώην σοσιαλιστικές χώρες. Εκμεταλλεύεται τον αρνητικό συσχετισμό που έχει προκύψει μετά τις αντεπαναστατικές ανατροπές στο σοσιαλιστικό σύστημα.
Η Συρία σήμερα βρίσκεται μπροστά στο ίδιο πρόβλημα. Οι ΗΠΑ απαιτούν και επιδιώκουν την απομάκρυνση του Άσαντ και μαζί με την απομάκρυνση του Άσαντ επιδιώκουν να επαναχαράξουν τα σύνορα στην περιοχή.
Από την άλλη η Ρωσία, μια άλλη ιμπεριαλιστική δύναμη, και μετά από πρόσκληση της κυβέρνησης Άσαντ, έχει επέμβει στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας, τον οποίο έχει υποκινήσει και προκαλέσει ο Δυτικός ιμπεριαλισμός. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η Ρωσία ενδιαφέρεται για τα δικά της συμφέροντα στην περιοχή, τα οποία τα συναρτά και με την παραμονή του Άσαντ στην εξουσία.
Αυτό που φαίνεται πεντακάθαρο είναι ότι οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας, έχουν φτάσει στην κορύφωσή τους, τουλάχιστον για την περιοχή της Μέσης Ανατολής και όχι μόνο.
Το ερώτημα είναι. Τις αντιθέσεις αυτές πρέπει ή δεν πρέπει να τις αξιοποιήσει το επαναστατικό κίνημα με στόχο να ηττηθεί στην πράξη η επιδίωξη του Δυτικού ιμπεριαλισμού να αλλάξει τα σύνορα στην περιοχή και να μην αλλάζει κυβερνήσεις κατά τη θέλησή του;
Η άποψή μας είναι ότι πρέπει να αξιοποιήσει αυτές τις αντιθέσεις, προκειμένου μέσα από αυτές να επιχειρήσει να κατοχυρώσει την εθνική κυριαρχία της χώρας που εκπροσωπεί. Και με την έννοια αυτή το Κομμουνιστικό Κίνημα πρέπει να πάρει μια ανάλογη θέση. Αυτή η θέση θα ωφελήσει τη Συρία να προφυλάξει την εθνική της ακεραιότητα, θα ωφελήσει και την εργατική τάξη στα άμεσα και μακροπρόθεσμα καθήκοντά της.
Και για να είμαστε και ιστορικά σαφείς θα θυμίσουμε ότι ο Β. Ι Λένιν αξιοποίησε τις αντιθέσεις μεταξύ των εμπόλεμων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων για την πτώση του τσαρισμού, αξιοποίησε αυτές τις αντιθέσεις για να κατακτήσει την εξουσία (και αναφέρει, παραπέρα, αυτήν την αξιοποίηση ως έναν από τους βασικούς παράγοντες που δε νικήθηκε η σοσιαλιστική επανάσταση), αξιοποίησε αυτές τις αντιθέσεις, όταν πρότεινε την ενοικίαση των εδαφών της νεαρής Σοβιετικής Ρωσίας, που είχαν κατακτήσει οι Ιάπωνες στην Άπω Ανατολή, στους Αμερικάνους, ασχέτως εάν τελικά δεν πραγματοποιήθηκε.
Το ίδιο ακριβώς συνέβη και με τον Ι. Στάλιν, που αξιοποίησε τις αντιθέσεις μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων για να υπερασπίσει την κυριαρχία της Σοβιετικής Ένωσης και όχι μόνο αυτό, αλλά για να μετατρέψει έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο σε βάρος της σε επαναστατικό πόλεμο απελευθέρωσης χωρών και της ίδιας της εργατικής τάξης αυτών των χωρών.
Φυσικά το Κομμουνιστικό Κίνημα τόσο στη Συρία αλλά και διεθνώς, που δε βρίσκεται και στις καλύτερες στιγμές του, δεν πρέπει και δε μπορεί να παραιτηθεί από τους δικούς του στόχους. Ούτε μπορεί να θυσιάσει, στη Συρία συγκεκριμένα – αλλά και σε οποιαδήποτε άλλη χώρα, το δικό του πρόγραμμα.
Μπορεί, όμως, κρατώντας τη δικιά του αυτοτελή πολιτική δράση, το δικό του πολιτικό πρόγραμμα, να συνδυάσει την αξιοποίηση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων προς όφελος της αντιιμπεριαλιστικής πάλης, έτσι όπως εκφράζεται συγκεκριμένα αυτήν τη στιγμή στη Συρία και στην ευρύτερη περιοχή, ως μέρος των γενικότερων σκοπών της εργατικής τάξης της για να ματαιώσει το στόχο της ιμπεριαλιστικής επέμβασης των ΗΠΑ για την επαναχάραξη των συνόρων, για διαμελισμό της Συρίας.
Είναι απολύτως σαφές ότι μια τέτοια στάση δεν αγνοεί το γεγονός το τι εκπροσωπεί η κυβέρνηση Άσαντ, ούτε αγνοεί το γεγονός ότι η Ρωσία είναι μια ιμπεριαλιστική δύναμη με τους δικούς της στόχους. Δεν αγνοεί, επίσης, ότι το Μπάαθ ως Κίνημα της δεκαετίας του ’60 και ’70 δεν έχει και πολύ μεγάλη σχέση με τη σημερινή κυβέρνηση.
Από την άλλη, όμως, είναι λάθος να μην παίρνει κανείς υπόψη ότι μια ήττα της Συρίας, που την απομόνωσαν σχεδόν όλες οι άλλες Αραβικές χώρες και που είναι μια χώρα, που δεν κατάφερε μέχρι τώρα να τη βάλει στο χέρι ο Αμερικάνικος ιμπεριαλισμός, θα σημάνει και το άνοιγμα του δρόμου για την πλήρη επίτευξη των στόχων του Δυτικού ιμπεριαλισμού στην ευρύτερη περιοχή.
Και αυτή η εξέλιξη δε μπορεί να ικανοποιεί τα συμφέροντα της εργατικής τάξης ούτε της Συρίας, ούτε της ευρύτερης περιοχής. Και στην ευρύτερη περιοχή περιλαμβάνεται και η χώρα μας.
COMMENTS