Αντί επιλόγου
Η κορύφωση για το δίλημμα «ευρώ ή δραχμή» ήρθε κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου. Ο Αλέξης Τσίπρας «μόχθησε» πολύ για να υπερασπιστεί τη θέση ότι πραγματοποίησε το δημοψήφισμα όχι για να βγάλει τη χώρα από το ευρώ αλλά για να απορρίψει μια πρόταση, του Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ, για μια νέα συμφωνία – μνημόνιο, που θα ήταν χειρότερη από τη συμφωνία, που πέτυχε μετά το δημοψήφισμα και έφερε για ψήφιση στη βουλή, με τη έμπρακτη στήριξη όλων των μνημονιακών κομμάτων, που του απαιτούσαν να υπογράψει – και στα γρήγορα, ό,τι του πάσαραν οι αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Και λέμε ότι μόχθησε πολύ όχι γιατί η συμφωνία που έφερε ήταν καλύτερη από τις προηγούμενες. Το παιχνίδι με τους αριθμούς είναι πολύ γνωστό. Οι αριθμοί στα χέρια των αετονύχηδων μπορούν να ευημερούν ή και να «αποδεικνύουν» το συγκριτικό τους πλεονέκτημα σε σχέση με τους αριθμούς μιας προηγούμενης κατάστασης, μιας προηγούμενης συμφωνίας, την ίδια στιγμή που οι εργαζόμενοι δυστυχούν.
Έτσι ο Αλέξης Τσίπρας έκανε επιχείρημα ότι θα φέρει 86δισ. ευρώ – τα οποία βέβαια θα τα φορτώσει στις πλάτες των εργαζομένων και των μικροαστικών στρωμάτων, προπαντός θα τα «βγάλει» από τις τσέπες τους στην πραγματικότητα, και ότι θα φέρει μικρότερη δημοσιονομική επιβάρυνση σε σχέση με τα δύο προηγούμενα μνημόνια.
Ξέχασε, όμως, να κάνει μια πρόσθεση! Να προσθέσει την επιβάρυνση των δύο προηγούμενων μνημονίων και την επιβάρυνση του τρίτου μνημονίου στο οποίο πρωταγωνίστησε για την υπογραφή του. Με την πρόσθεση αυτή θα έβγαινε η συνολική επιβάρυνση, δηλαδή το κόστος της οικονομικής κρίσης και της χρεοκοπίας, που επωμίζονται οι εργαζόμενοι και τα μικροαστικά στρώματα.
Ένα κόστος που μεταφράζεται σε όφελος των δανειστών και της ντόπιας ολιγαρχίας, από οικονομική άποψη – αμοιβές εργαζομένων, ασφαλιστικό εργασιακές σχέσεις, εξασφάλιση ότι οι δανειστές θα πάρουν τα λεφτά τους πίσω, και στη δημιουργία πολιτικής σταθερότητας, από πολιτική άποψη, για να δοθεί η δυνατότητα ανάπτυξης κλίματος εμπιστοσύνης με τους διεθνείς επενδυτές – το ξένο κεφάλαιο δηλαδή, για να υπάρξουν οι αναγκαίες επενδύσεις και για να έρθει η περιβόητη ανάπτυξη.
Όλος αυτός ο μόχθος του Αλέξη Τσίπρα για να πείσει τον Ελληνικό λαό για την παραμονή στο ευρώ, για να του δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία και στην πραγματικότητα για να έρθει σε σύγκρουση όχι με τους δανειστές και την ντόπια ολιγαρχία, όπως είχε υποσχεθεί, αλλά με την ίδια την ετυμηγορία του Ελληνικού λαού στο δημοψήφισμα, σε εμάς δεν είναι δυσεξήγητος, γιατί από την πλευρά μας είχαμε «ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς μας» πολύ γρήγορα με το ΣΥΡΙΖΑ, από τότε, που δημοσιεύτηκε το πρόγραμμα των «δέκα σημείων».
Το κύριο χαρακτηριστικό αυτού του προγράμματος ήταν η «σταθεροποίηση» της οικονομίας, πράγμα που σήμαινε στην αστική πολιτική οικονομία, ότι εντός ευρώ θα δημιουργηθούν οι συνθήκες για να πάρουν τα λεφτά τους πίσω οι δανειστές, άρα ξεχνάμε το οποιοδήποτε κούρεμα του χρέους, εντός ευρώ θα προχωρήσουν οι ιδιωτικοποιήσεις, δηλαδή το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, εντός ευρώ θα υπάρξουν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις με τον «οδικό χάρτη» του ΟΟΣΑ.
Δηλαδή όλα αυτά, παρά την αντιμνημονιακή ρητορεία του ΣΥΡΙΖΑ, θα είχαν μία και μοναδική κατάληξη: τη συνέχεια και την εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής, με άλλα λόγια μνημόνια.
Υποτίθεται ότι όλα τα παραπάνω γίνονται για να σωθούμε ως χώρα! Για να βγούμε από την οικονομική κρίση! Για να αντιμετωπίσουμε τη χρεοκοπία! Για να ανοίξουν νέες θέσεις εργασίας! Γι’ αυτό το λόγο παραμένουμε στο ευρώ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση!
Στο μεταξύ η χώρα μας «στέγνωσε» εντός ευρώ. Η ρευστότητα, απόλυτα ελεγχόμενη από την Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα του κυρίου Μάριο Ντράγκι, εξαφανίστηκε. Ήρθαν τα capitol controls, για τα οποία κανείς δεν είναι σε θέση να μας διαβεβαιώσει για το πότε θα αρθούν, ενώ οι πάντες διαβεβαιώνουν ότι η Ελληνική οικονομία πήγε κατά διαβόλου. Πάντα εντός ευρώ.
Την ίδια στιγμή η Γερμανική ηγεσία, ενώ δέχεται την προώθηση της τραπεζικής ενοποίησης, απαγορεύει τον οποιοδήποτε έλεγχο στις τράπεζές της, ίσως, γιατί θα βρεθούν μερικά δισ. ή και τρισ. ευρώ με τη μορφή τοξικών ομολόγων.
Και η Γερμανία, φυσικά, εντός ευρώ είναι, αλλά μόνο από την Ελληνική οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία επωφελήθηκε 100δισ. ευρώ, την ώρα που μια κρατική της εταιρεία, με ψίχουλα, αποκτάει τα πιο κερδοφόρα Ελληνικά αεροδρόμια και άλλες εταιρείες της, κρατικές και μη, ελέγχουν βασικούς τομείς της οικονομίας της χώρας μας και επιδιώκουν να ελέγξουν ακόμη περισσότερους, όπως την ενέργεια.
Παράλληλα, «μεριμνά» εάν μια χώρα της ζώνης του ευρώ χρεοκοπεί, αυτή η χρεοκοπία να συμβαίνει εντός ευρώ. Και αυτό είναι ένα ζήτημα που κατ’ εξοχήν αφορά τη χώρα μας αλλά και άλλες μικρότερες χώρες που αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Επομένως και στην περίπτωση της χρεοκοπίας εντός ευρώ αυτό που έχει σημασία δεν είναι το ευρώ αλλά η χρεοκοπία.
Ας γίνει ξεκάθαρο, λοιπόν, για τους εργαζόμενους και τα μικροαστικά στρώματα. Ακόμη και για ένα τμήμα της αστικής τάξης, που καταστράφηκε από την ένταξη της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ευρώ. Η παραμονή της χώρας μας μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ευρώ δεν εξασφαλίζει κανέναν όρο για μια οικονομική ανάκαμψη, γιατί κανένας από αυτούς τους όρους δεν εξαρτάται αποκλειστικά από τη χώρα μας, αυτήν την καπιταλιστική Ελλάδα. Όλα τα οικονομικά εργαλεία έχουν εκχωρηθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στους «θεσμούς».
Πολύ περισσότερο δεν εξασφαλίζει καμία προοπτική φιλολαϊκής ανάπτυξης, γιατί όλοι οι όροι της προσδοκώμενης οικονομικής ανάκαμψης είναι αντιλαϊκοί. Και όχι γιατί υπάρχει η επιβράδυνση της οικονομίας της Κίνας, που επηρεάζει, όσο επηρεάζει, την οικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και που σαφώς θα έχει την επίδρασή της σε κάποιο βαθμό και στην παγκόσμια οικονομία.
Η οικονομία της Κίνας εξακολουθεί να «τρέχει» με ρυθμούς ανάπτυξης γύρω στο 7%. Η ηγεσία της Κίνας επενδύει τεράστια ποσά στην εσωτερική κατανάλωση, πράγμα, που θα την ωφελήσει και ως μια πολύ μεγάλη αυτόνομη αγορά και θα εκφραστεί και στο ΑΕΠ της και σε κάποια στιγμή μπορεί να εμφανίσει και σημεία «κόπωσης», για να χρησιμοποιήσουμε έναν αστικό οικονομικό όρο.
Η βασική αιτία για την έλλειψη ουσιαστικής οικονομικής ανάκαμψης στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η ίδια η οικονομική κατάστασή της. Υπάρχει οικονομικό βάλτωμα, το οποίο το αναγνωρίζουν επίσημα και οι πιο αντιπροσωπευτικοί αξιωματούχοι της.
Και εάν πάρει κανείς υπόψη ότι κλείνουν από το 2008, από το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, επτά χρόνια και οι συνέπειες αυτής της κρίσης δεν έχουν ξεπεραστεί, ενώ είναι πολύ πιθανόν να ξαναβρεθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, τότε, το ερώτημα για τις οικονομικές προοπτικές της χώρας μας εντός ευρώ γίνεται καίριο, παίρνοντας υπόψη και τη θέση της χώρας μας τόσο μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και στο διεθνή καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας.
Έτσι η χώρα μας, ενώ έχει στεγνώσει από ρευστότητα, ενώ οι τράπεζες ελπίζουν στα «σεντούκια», για να επιστρέψουν κεφάλαια, και στην ανακεφαλαιοποίηση, που θα τη φορτωθούν οι εργαζόμενοι, έχει, όμως, την «πολυτέλεια» να χρεοκοπήσει εντός ευρώ! Ταυτόχρονα έχει το «υψηλό προνόμιο» να γίνεται μπαλάκι ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στις ΗΠΑ, ανάμεσα στο δολάριο και το ευρώ σε ότι αφορά τις επενδύσεις.
Σε κάθε περίπτωση η οικονομική της επιβίωση, κατά τους θιασώτες της παραμονής στο ευρώ, εξαρτάται από τις ξένες επενδύσεις. Από οικονομική άποψη αυτό σημαίνει ότι ο Ελληνικός καπιταλισμός, οι παραγωγικές δυνάμεις της χώρας μας, με όρους καπιταλιστικής ανάπτυξης, δε μπορούν να εξασφαλίσουν την ανάκαμψη, γι’ αυτό το λόγο επανήλθε στη συζήτηση η ανάγκη ενός άτυπου σχεδίου Μάρσαλ.
Δίπλα στις «ελπίδες» για επενδύσεις και νέα προγράμματα Μάρσαλ με τον πιο καταφατικό τρόπο παραδίδονται μαθήματα υποτέλειας:
«Ο πρωθυπουργός αλλά και γενικότερα οι έλληνες πολιτικοί, είναι καιρός να συνειδητοποιήσουν ότι δεν μπορείς να απευθύνεσαι στη διεθνή κοινότητα, με μεθόδους και πρακτικές συνηθισμένες και αποδοτικές για την Ελλάδα, αλλά ανεδαφικές και αναποτελεσματικές για τον υπόλοιπο κόσμο. Σε ένα κόσμο ιδιαίτερα ανταγωνιστικό, για να μπορέσεις να σταθείς και να διεκδικήσεις τις ευκαιρίες που σου αναλογούν, δεν αρκούν τα ευχολόγια και οι αόριστες υποσχέσεις. Πρέπει να πείσεις αυτούς που θέλουν να επενδύσουν τα χρήματα τους, ότι είσαι μια χώρα με σταθερούς κανόνες, που σέβεται τις συμφωνίες της, μια χώρα που μπορείς να την εμπιστευθείς. Χρειάζεται δυστυχώς πολύ προσπάθεια ακόμα για να πείσει ο κ. Τσίπρας και η κυβέρνηση του, αλλά συνολικά και το πολιτικό μας σύστημα, ότι είμαστε μια χώρα που κατανοεί το διεθνές περιβάλλον, που αντιλαμβάνεται ότι η Ελλάδα δεν είναι το κέντρο του κόσμου. Είτε μας αρέσει είτε όχι ο διεθνής ανταγωνισμός είναι αμείλικτος, αλλά αν θέλουμε να επιβιώσουμε ,οφείλουμε να αναμετρηθούμε μαζί του και να σταματήσουμε να κυνηγάμε χίμαιρες…»!
Τι σημαίνει, λοιπόν, σ’ αυτές τις συνθήκες το δίλημμα «ευρώ ή δραχμή»;
Πριν απ’ όλα σημαίνει απόρριψη του ρόλου που επιφυλάσσει στη χώρα μας η ντόπια ολιγαρχία και οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Αυτό που οι αστοί δημοσιολόγοι το ονομάζουν «κατανόηση της θέσης μας». Αυτή η θέση είναι η ιδεολογικοποίηση της εξάρτησης.
Από την άποψη αυτή το δίλημμα «ευρώ ή δραχμή» ενέχει μία και μοναδική ερμηνεία, αυτή που έδωσε ο Ελληνικός λαός στο πρόσφατο δημοψήφισμα, έστω και όχι με πλέριο τρόπο – πάντως την έδωσε, ήταν ένα «συγκεκριμένο βήμα», έστω και εάν ο εξασκούμενος νεοδημαγωγός, κακέκτυπο του παπανδρεϊσμού, του άλλαξε το πολιτικό περιεχόμενο εν μία νυκτί: Σύγκρουση με την Ευρωπαϊκή Ένωση και αποδέσμευση απ’ αυτήν και το ευρώ.
Έτσι κατανόησε και η Ευρωενωσιακή νομεκλατούρα της Μέρκελ, του Γιουνκέρ, του Ντράγκι και των άλλων ηγετών της Ευρωπαϊκής Ένωσης το δίλημμα αυτό. Έτσι το κατανόησε και η ντόπια ολιγαρχία. Η εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα δεν έχουν κανένα λόγο να μην αποδεχτούν την αυθεντική ερμηνεία, που δίνουν οι πιο «αρμόδιοι». Όχι μόνο την αποδέχονται αλλά και την «τραβάνε» ακόμα παραπέρα. Σπάνε τα όρια μιας απλής εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ.
Γι’ αυτό και πάνω απ’ όλα το δίλημμα «ευρώ ή δραχμή» σημαίνει ότι η εργατική τάξη οργανώνεται, σε συμμαχία με τα μικροαστικά στρώματα, τα κατώτερα και μεσαία, σε μια κοινωνική συμμαχία, με τα δικά της αντιπροσωπευτικά όργανα, κατά το ιστορικό υπόδειγμα της Λαοκρατικής Δημοκρατίας, που είναι πλήρως επίκαιρο για τη χώρα μας – και που αναλύσαμε στις προηγούμενες συνέχειες, με την επαναστατική πρωτοπορία μπροστά και όσες πολιτικές δυνάμεις συμφωνούν σε μια τέτοια πορεία, για να διεκδικήσουν την πολιτική εξουσία και να απαλλαγούν από την αστική τάξη και την εξουσία της με στήριγμα τον άμεσα κινητοποιημένο εργαζόμενο λαό, για να ανοίξουν το δρόμο για το σοσιαλισμό.
COMMENTS