Να γυρίσουμε σελίδα

Το εκλογικό αποτέλεσμα του Κόμματος έφερε μεγάλη απογοήτευση στον κόσμο του ΚΚΕ, στα μέλη και τα στελέχη του. Πρόκειται για μια καθαρή ήττα, που υποχρεωτικά μας βάζει μπροστά στο καθήκον να προβληματιστούμε για τις αιτίες της. Όλοι, μηδέ εξαιρουμένης και της ηγεσίας του Κόμματος, περιμέναμε ένα καλύτερο αποτέλεσμα. Αυτό, όμως, δεν ήρθε.

Μετά από μια μακροχρόνια οικονομική και πολιτική κρίση, όπου οι εργαζόμενοι έχουν υποστεί τεράστιες απώλειες στα εισοδήματά τους, με την ανεργία στα ύψη, την έλλειψη κάθε εργασιακής ελπίδας για τη νεολαία, τη μετανάστευση να φουντώνει και οι κοινωνικές κατακτήσεις να αφαιρούνται η μία μετά την άλλη, είναι φανερό ότι η πολιτική του Κόμματος δεν αγγίζει τα πλατιά λαϊκά στρώματα. Του έχουν γυρίσει την πλάτη, και όχι μόνο αυτό, αλλά χάνει και δυνάμεις στα αστικά κέντρα, όπου ζει και εργάζεται η εργατική τάξη.

Η ηγεσία του Κόμματος δεν έχει πια καμία απολύτως δικαιολογία. Δε μπορεί να επικαλεστεί ούτε καν τη δικαιολογία των αυταπατών, που, υποτίθεται, ότι τρέφουν οι εργαζόμενοι, τα μικροαστικά στρώματα, γιατί, πλέον, έχουν ζήσει ήδη δύο μνημόνια με καταλυτικές και καταστροφικές συνέπειες γι’ αυτούς και τώρα γνωρίζουν, εκ των προτέρων, έχοντας την εμπειρία των δύο προηγούμενων, ότι θα ζήσουν τις ίδιες συνέπειες, αν όχι χειρότερες, θα βρεθούν στη μέγγενη ενός τρίτου μνημονίου.

Το συμπέρασμα είναι ότι ο «γιαλός δεν είναι στραβός». Στραβή είναι η πολιτική του Κόμματος, που αδυνατεί να συσπειρώσει και να ενώσει τις βασικές δυνάμεις της κοινωνικής συμμαχίας, που είναι ο κύριος στόχος του Κόμματος για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας, της Λαϊκής Εξουσίας, που επιδιώκει.

Η πολιτική του Κόμματος στηρίζεται σε μια γενική αλήθεια, ότι οι αντικειμενικές, υλικές συνθήκες στη χώρα μας είναι ώριμες για το πέρασμα στο σοσιαλισμό. Σ’ αυτήν τη γενική αλήθεια στηρίχτηκε και η πολιτική του παρουσία και σ’ αυτήν την προεκλογική περίοδο, ζητώντας η ηγεσία του Κόμματος την ενίσχυσή του, στο «δρόμο για την ανατροπή του καπιταλισμού» και για να παρεμποδίσει την εφαρμογή των μέτρων του τρίτου μνημονίου.

Και ενώ ζητάει την ενδυνάμωση του Κόμματος «στο δρόμο για την ανατροπή του καπιταλισμού», για την αντιμετώπιση των συνεπειών της μνημονιακής πολιτικής, για την αναπλήρωση των απωλειών των εργαζομένων, για να μπορέσουν οι εργαζόμενοι να σημειώσουν μερικές κατακτήσεις, όλη η άμεση επιχειρηματολογία του – κεντρικός σχεδιασμός, κατάργηση της ιδιοκτησίας στα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής, κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων, και ως αποτέλεσμα αυτών, η μονομερής διαγραφή του χρέους και η αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, το ΝΑΤΟ και τους άλλους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς – αφορούν στον άμεσο σοσιαλισμό.

Είναι τόσο σαφής αυτή η πολιτική επιλογή της ηγεσίας του Κόμματος, που και μετά το εκλογικό αποτέλεσμα αναφέρεται στην Απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής για την εκτίμηση του εκλογικού αποτελέσματος: «Έκανε προσπάθεια (Σ.Σ., το ΚΚΕ) να προβάλει την εναλλακτική πρόταση εξουσίας που μπορεί να οδηγήσει στον πραγματικά διαφορετικό, όχι μόνο εναλλακτικό, αλλά ανώτερο τύπο οργάνωσης της οικονομίας και της κοινωνίας, με κατάργηση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, με κεντρικό σχεδιασμό, εργατικό έλεγχο, για ολοένα διευρυνόμενη λαϊκή ευημερία. Αυτές είναι οι προϋποθέσεις για έξοδο από την ΕΕ, προς όφελος του λαού, για μονομερή διαγραφή του χρέους και λύτρωση από τη μέγγενη των αγορών του κεφαλαίου. Σ’ αυτόν το δρόμο ο λαός μπορεί να αποτρέψει τα χειρότερα, να διεκδικήσει βελτίωση της ζωής του».

Δηλαδή, με δυο λόγια: πρώτα θα γίνει η σοσιαλιστική επανάσταση, πρώτα θα γίνει η κατάργηση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, πρώτα θα γίνει η κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, πρώτα θα γίνει ο κεντρικός σχεδιασμός, πρώτα θα γίνει ο εργατικός έλεγχος, πρώτα θα γίνει η ολοένα διευρυνόμενη λαϊκή ευημερία και μετά, αφού υπάρξουν αυτές οι προϋποθέσεις, θα πραγματοποιηθεί η έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η μονομερής διαγραφή του χρέους, η λύτρωση από τις αγορές του κεφαλαίου. Και μετά από όλα αυτά «ο λαός (θα) μπορεί να αποτρέψει τα χειρότερα». Αλήθεια, ποια χειρότερα, αφού θα έχουν πραγματοποιηθεί τα καλύτερα;

Οι γενικές αλήθειες, όμως, όταν πρέπει να εφαρμοστούν στην πράξη, υπόκεινται στον απαράγραπτο νόμο της Λενινιστικής παρακαταθήκης, της «συγκεκριμένης ανάλυσης της συγκεκριμένης κατάστασης».

Γι’ αυτό άλλωστε και ο μεγάλος επαναστάτης, όταν ρωτήθηκε εάν είναι υπέρ του άμεσου σοσιαλισμού, σε μια συγκεκριμένη περίοδο, απάντησε αρνητικά και μάλιστα σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης, με το λαό ξεσηκωμένο στο δρόμο και οπλισμένο και σε συνθήκες οξύτατης ταξικής πάλης.

Την ίδια στιγμή είχε απέναντι την αστική τάξη και τις κατασταλτικές της δυνάμεις σε πλήρη επίθεση, με προσπάθειες για πραξικοπήματα, που θα αφόπλιζαν τις λαϊκές μάζες και εάν πετύχαιναν τους στόχους τους θα έβαζαν την υπόθεση της Επανάστασης στο γύψο μιας αντιδραστικής εξουσίας. Αυτός, όμως, επέμενε στις πολιτικές επιλογές του με επίκεντρο την οργάνωση της εργατικής τάξης στα Σοβιέτ, την ανάπτυξη της πολιτικής διαφώτισης για την ανάγκη της Λαοκρατικής Δημοκρατίας.

Ουσιαστικά, λοιπόν, η γενική αλήθεια, στην οποία στηρίζεται όλη η πολιτική της ηγεσίας του Κόμματος, είναι η μισή αλήθεια, γιατί σε συνθήκες, που ούτε επαναστατική κατάσταση υπάρχει, που το Εργατικό Κίνημα, κατά την εκτίμηση της ίδιας της ηγεσίας του Κόμματος βρίσκεται σε ύφεση, που οι διεθνείς συνθήκες είναι αυτές που είναι, που το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα «ψάχνεται», τότε, πως δικαιολογείται το παραπάνω απόσπασμα της Απόφασης της Κεντρικής Επιτροπής;

Εάν ερμηνεύσουμε το αποτέλεσμα των εκλογών, κατά την αντίληψη του Καρλ Μαρξ και με την προϋπόθεση έτσι όπως αναπτύσσει την πολιτική του Κόμματος η ηγεσία του, ως προς το τι αναδεικνύει αυτό, σε σχέση με την ταξική και πολιτική συνείδηση της εργατικής τάξης, τότε, το συμπέρασμα θα πρέπει να είναι ότι η εργατική τάξη και γενικότερα ο εργαζόμενος λαός απορρίπτει τον άμεσο σοσιαλισμό. Και μάλιστα με συντριπτικό ποσοστό και με το ΚΚΕ να χάνει παραπέρα δυνάμεις από την εργατική τάξη.

Το συμπέρασμα αυτό, βέβαια, θα είναι σωστό, αλλά ταυτόχρονα θα είναι και κόντρα στη γενική αντίληψη των εργαζομένων για το σοσιαλισμό, γιατί οι εργαζόμενοι στη χώρα μας δεν τρέφουν εχθρικά αισθήματα γι’ αυτόν. Αντίθετα το εκλογικό αποτέλεσμα αναδεικνύει μια άλλη πραγματικότητα. Αναδεικνύει την αντίθεση των εργαζομένων στη συγκεκριμένη πρόταση της ηγεσίας του Κόμματος.

Προς επίρρωση των όσων ισχυριζόμαστε έρχεται να μας επαληθεύσει το ακροτελεύτιο απόσπασμα της Απόφασης, που μας λέει ότι: «Αυτή η πρόταση συζητήθηκε πιο πλατιά, πιο βαθιά μέσα στο λαϊκό κόσμο». Πάνω σ’ αυτήν την εκτίμηση της Κεντρικής Επιτροπής, που από την πλευρά μας δεν έχουμε κανένα λόγο να την αμφισβητήσουμε, προκύπτει ένα ερώτημα.

Πως γίνεται μια πρόταση, που συζητιέται «πιο πλατιά, πιο βαθιά», πράγμα, που δείχνει, ότι ο εργαζόμενος λαός δεν αρνείται να συζητήσει για το σοσιαλισμό, να φέρνει ένα τέτοιο απογοητευτικό εκλογικό αποτέλεσμα;

Αυτό συμβαίνει, κατά την άποψή μας, γιατί από τη συζήτηση αυτή δεν προκύπτει μια γενική άρνηση για το σοσιαλισμό, αλλά μια συγκεκριμένη άρνηση για την άμεση πρόταση και την πολιτική της ηγεσίας του Κόμματος.

Ύστερα από όλα αυτά πως η Κεντρική Επιτροπή βρίσκει την πολιτική βούληση να επιμένει στην ίδια κατεύθυνση, και μάλιστα ως «καθήκον άμεσης προτεραιότητας», σα να μην έχει συμβεί τίποτα; Το αποτέλεσμα δεν προβληματίζει την ηγεσία του Κόμματος και την Κεντρική Επιτροπή ότι κάτι δεν πάει καλά; Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:

«Οι θέσεις αυτές και η συνολική πολιτική μας πρόταση μπορούν να γίνουν αντικείμενο συστηματικής συζήτησης μέσα στους τόπους δουλειάς, στις σχολές, στις γειτονιές, αξιοποιώντας και την πολύτιμη πείρα του προηγούμενου διαστήματος. Αποτελεί ευθύνη και καθήκον άμεσης προτεραιότητας, από την Κεντρική Επιτροπή έως την κάθε Οργάνωση του Κόμματος και της ΚΝΕ, να συνεχιστεί η προσπάθεια διεύρυνσης των αγωνιστικών δεσμών με νέες εργατικές – λαϊκές δυνάμεις, εκλαϊκεύοντας την πολιτική πρόταση του ΚΚΕ σε όλους αυτούς που το ψήφισαν στις εκλογές»;

Η αντίφαση είναι προφανής και δεν είναι η μόνη. Στην ίδια την απόφαση γίνεται εκτίμηση για τις τάσεις, που επικράτησαν στο εκλογικό σώμα και λέγεται ότι: «Το γενικό εκλογικό αποτέλεσμα εκφράζει σταθεροποίηση της αναδίπλωσης, της παθητικής αναμονής και συντηρητικοποίησης ενός μεγάλου τμήματος του λαού. Είναι σε βάρος των εργαζομένων, μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων, των ανέργων, των παιδιών τους, των συνταξιούχων. Το αποτέλεσμα, σε μεγάλο βαθμό, αναπαράγει το συσχετισμό ανάμεσα στα κόμματα του αστικού πολιτικού συστήματος που υπήρχε και στις προηγούμενες εκλογές, πριν από 8 μήνες, αποτυπώνει συμβιβασμό απέναντι στην επίθεση του κεφαλαίου σε συνθήκες οικονομικής κρίσης και την απατηλή ελπίδα στην αναδιάρθρωση της σοσιαλδημοκρατίας από το ΠΑΣΟΚ προς τον ΣΥΡΙΖΑ».

Από το παραπάνω απόσπασμα προκύπτει μια σειρά ερωτημάτων:

Πρώτο: Με βάση ποιες εκτιμήσεις τεκμηριώνει η ηγεσία του Κόμματος την άποψη περί «συντηρητικοποίησης ενός μεγάλου τμήματος του λαού»; Γιατί δεν αναφέρονται αυτές οι εκτιμήσεις, ώστε το συμπέρασμα να μας πείθει για την εκτίμηση της Απόφασης;

Δεύτερο: Αν υπάρχει συντηρητική στροφή «ενός μεγάλου τμήματος του λαού», τότε, γιατί επιμένει στην πολιτική που ακολουθεί και μάλιστα της δίνει προτεραιότητα «άμεσου καθήκοντος»; Η ηγεσία του Κόμματος δε θα πάρει υπόψη της αυτήν τη συντηρητική στροφή στην τακτική της;

Τρίτο: Η ηγεσία του Κόμματος δεν αναλογίζεται ότι: όταν η ίδια παραδέχεται τα περί συντηρητικής στροφής, τότε, η πολιτική του Κόμματος θα έχει να αντιμετωπίσει πολύ περισσότερες δυσκολίες, όχι μόνο για τον άμεσο σοσιαλισμό αλλά και για τα άλλα καθήκοντα του Κόμματος, όπως είναι η ανασυγκρότηση του Εργατικού κινήματος και η ανάπτυξη των αγώνων του;

Τέταρτο: Ένα εκλογικό αποτέλεσμα που είναι «σε βάρος των εργαζομένων» για το ίδιο το Κόμμα και την πολιτική του τι είναι; Γιατί η Κεντρική Επιτροπή δεν παίρνει θέση σ’ αυτό το θέμα; Ένα αρνητικό αποτέλεσμα για τους εργαζόμενους δεν είναι αρνητικό και για το Κόμμα, πολύ περισσότερο όταν επιβεβαιώνει τη στασιμότητά του και την απώλεια δυνάμεων;

Είναι προφανές ότι η ηγεσία του Κόμματος και η Κεντρική Επιτροπή χτίζουν τις δικαιολογίες τους και για το εκλογικό αποτέλεσμα αλλά και για τις καινούργιες δυσκολίες που θα φέρει. Θα θυμίσουμε εδώ, ότι η «Νέα Σπορά» είχε επισημάνει τις πρόσθετες δυσκολίες, που θα έφερνε στο Εργατικό Κίνημα το εκλογικό αποτέλεσμα των εκλογών του Ιούνη του ’12. Και επαληθεύτηκε.

Δυστυχώς η ηγεσία του Κόμματος και η Κεντρική Επιτροπή επιμένουν σε μια πολιτική, που φανερά πια δε βρίσκει ανταπόκριση στους εργαζόμενους και τα μικροαστικά στρώματα, και με την έννοια αυτή τινάζει στον αέρα και το στόχο του Κόμματος για το χτίσιμο της κοινωνικής συμμαχίας.

Η ηγεσία του Κόμματος αποδεικνύεται ότι δεν προβληματίζεται για την κατάσταση του Κόμματος, αποφεύγει να αναλάβει τις ευθύνες της, αναζητάει δικαιολογίες, που δεν αντέχουν ούτε στους κανόνες της τυπικής λογικής και αλαζονικά επιμένει στις πολιτικές της επιλογές.

Και αφού θεωρεί ότι δεν έχει κάνει λάθος, μια και δεν υπάρχει ίχνος αυτοκριτικής στην Απόφαση, ουσιαστικά φταίνε οι εργαζόμενοι, που δεν αντιλαμβάνονται την πολιτική της. Αλλά και έτσι να είναι τα πράγματα το γεγονός που αναδεικνύεται είναι ότι η ηγεσία του Κόμματος αποτυγχάνει να εκλαϊκεύσει τη σωστή πολιτική της. Τότε για ποιο λόγο την έχει ανάγκη το Κόμμα;

Ο κόσμος του Κόμματος, τα μέλη και τα στελέχη του δε θα αποθαρρυνθούν από το εκλογικό αποτέλεσμα. Θα ξεπεράσουν την απογοήτευση, γιατί έτσι πρέπει να γίνει, θα απορρίψουν κάθε ιδέα αποστράτευσης και θα αναλάβουν να αντιμετωπίσουν τις λαθεμένες απόψεις της ηγεσίας του Κόμματος και της πολιτικής που εφαρμόζει. Αυτό που έχει προτεραιότητα είναι το καθήκον να γυρίσει η σελίδα στην πολιτική του Κόμματος. Να υπακούει στις συγκεκριμένες συνθήκες της χώρας μας. Για να συνεχίσει να υπάρχει το ΚΚΕ και για να «γυρίσει ο ήλιος»!

COMMENTS