Η εκλογική αναμέτρηση τελείωσε, ο ΣΥΡΙΖΑ ξαναβγήκε πρώτο κόμμα με μεγάλη διαφορά από τη Νέα Δημοκρατία (7.36%) και ετοιμάζεται να σχηματίσει κυβέρνηση με τους Ανεξάρτητους Έλληνες, ίσως και με ορισμένες προσωπικότητες, που ανήκουν σε άλλους πολιτικούς χώρους, αλλά δε θα έλεγαν όχι σε μια υπουργοποίηση.
Τα αποτελέσματα από πρώτη ματιά δείχνουν να είναι επανάληψη των αποτελεσμάτων του περασμένου Γενάρη με μικρές διαφοροποιήσεις ως προς τα εκλογικά ποσοστά. Αυτή η διαπίστωση αφορά κυρίως τα δύο πρώτα κόμματα, αλλά μπορούμε να την επεκτείνουμε και στα περισσότερα υπόλοιπα κόμματα.
Μια προσεκτικότερη, όμως, ματιά στα εκλογικά αποτελέσματα βγάζει στην επιφάνεια πολύ ουσιαστικότερα συμπεράσματα, σε σχέση και με τις εκλογές του Γενάρη του 2015 και του Ιούνη του 2012, τα οποία αποτυπώνουν την πορεία των κομμάτων ακριβέστερα, αλλά και διαφοροποιούν μια πρώτη εκτίμηση, που επεκράτησε, περί γενικής στροφής του εκλογικού σώματος προς συντηρητικότερη κατεύθυνση.
Ασφαλώς δε μπορεί κανείς να αγνοεί ότι (με ενσωμάτωση 100% των εκλογικών τμημάτων) ΣΥΡΙΖΑ και Νέα Δημοκρατία αθροιστικά πήραν στις πρόσφατες εκλογές ένα ποσοστό 63.56% έναντι του 64.15% των εκλογών του περασμένου Γενάρη.
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι υπάρχει μια μικρή, πολύ μικρή μείωση των δύο κομμάτων αθροιστικά (0.59%), που τώρα βρέθηκαν στην ίδια θέση από πολιτική άποψη, γιατί ψήφισαν από κοινού το μνημόνιο, ενώ στις εκλογές του περασμένου Γενάτη ο ΣΥΡΙΖΑ διατύπωνε έναν αντιμνημονιακό πολιτικό λόγο.
Αυτό και μόνο το γεγονός μπορεί να οδηγήσει στη σκέψη ότι το εκλογικό σώμα κινήθηκε σε συντηρητικότερη κατεύθυνση και έχει μια ορισμένη, κατ’ αρχήν, βάση αυτή η σκέψη. Την ίδια στιγμή, όμως, πρέπει να πούμε, ότι ένα μεγάλο τμήμα του ΣΥΡΙΖΑ, που δε μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια, αλλά δεν παύει να είναι μεγάλο, δεν ψήφισε το κόμμα αυτό στη βάση της αποδοχής του μνημονίου.
Το ψήφισε στη βάση της ανοχής και της «δεύτερης ευκαιρίας», που στον έναν ή τον άλλο βαθμό περιέχει και την απόρριψη του μνημονίου ταυτόχρονα με την ελπίδα ότι, τελικά, ο ΣΥΡΙΖΑ, ως κυβέρνηση, θα καταφέρει να ξεπεράσει, μέσα από άλλους δρόμους, τους μνημονιακούς σκοπέλους.
Και εδώ σημειώνουμε τη διαφορά ανάμεσα στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και των ψηφοφόρων του, οι οποίοι έδειξαν ιδιαίτερα δυσαρεστημένοι με τη ψήφιση του μνημονίου εκ μέρους της ηγεσίας.
Αυτό, βέβαια, που ελπίζουν οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ είναι αδύνατον να συμβεί, αλλά, παρά το γεγονός ότι δεν παύει να υπάρχει η αντίφαση μεταξύ ανοχής και ελπίδας, δε σημαίνει ότι οι λαϊκές μάζες αποδέχτηκαν τη μνημονιακή πολιτική. Είναι μια τάση συμβιβασμού, που συνυπάρχει με την τάση αμφισβήτησης της μνημονιακής πολιτικής, στη βάση της δεύτερης ευκαιρίας.
Και εμείς νομίζουμε ότι η τάση αμφισβήτησης της μνημονιακής πολιτικής στους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ είναι ακόμη ισχυρή σε σχέση με την τάση συμβιβασμού, γιατί, ο λόγος είναι συγκεκριμένος, η καταστροφή στα μικροαστικά στρώματα και στα τμήματα της εργατικής τάξης, που εκφράζει ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι ισχυρή και ουδείς ψηφοφόρος του ΣΥΡΙΖΑ δεν αγνοεί την πραγματικότητα που επέρχεται.
Κατά προέκταση για να προσδιορίσουμε ακριβώς τη συμπεριφορά του εκλογικού σώματος πρέπει να πάρουμε υπόψη πολύ περισσότερες παραμέτρους για να καταλήξουμε τελικά εάν το βασικό συμπέρασμα της ετυμηγορίας του Ελληνικού λαού είναι η συντηρητικοποίηση του εκλογικού σώματος, επειδή ποσοστιαία οι πολιτικές μνημονιακές δυνάμεις προσεγγίζουν ένα πολύ υψηλό ποσοστό.
Βασικό μας κριτήριο στην εκλογική περιγραφή των πολιτικών δυνάμεων είναι η δύναμή τους σε ψήφους, γιατί εκεί εκφράζονται οι πραγματικές αλλαγές στην πορεία τους και στη συμπεριφορά του εκλογικού σώματος.
1.Ο ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Γενάρη του ’15 (Γ’15) απέσπασε 2.245.978 ψήφους και ένα ποσοστό 36,34%. Στις εκλογές του Σεπτέμβρη του ’15 (Σ’15) απέσπασε 1.925.904 ψήφους, δηλαδή, απώλεσε 320.074 ψήφους. Παρουσιάζει μια μικρή ποσοστιαία πτώση (0,88%).
Ο ΣΥΡΙΖΑ πήγε με βασικό σύνθημα την ισχυρή διαπραγμάτευση, την οποία και προσωποποίησε στο πρόσωπο του Αλέξη Τσίπρα σε σχέση με το Βαγγέλη Μεϊμαράκη. Αυτή η προσωποποίηση ευνόησε τον Αλέξη Τσίπρα, σε συνδυασμό με τη σταθερή μνημονιακή στάση της Νέας Δημοκρατίας, για να αποσπάσει ψήφο ανοχής και δεύτερης ευκαιρίας σε συνάρτηση με την υποτιθέμενη, μάχη που θα δώσει για τα ισοδύναμα ανακουφιστικά μέτρα για περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη στην κατανομή των βαρών και σε συνάρτηση με την υποτιθέμενη μάχη, που θα δώσει ενάντια στη ντόπια ολιγαρχία.
Το δεύτερο βασικό σύνθημα του ΣΥΡΙΖΑ ήταν η αλλαγή πορείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που στάθηκε πάρα πολύ σ’ αυτό το σημείο και που τη συνδύασε με τις προσεχείς εκλογικές διαδικασίες σε άλλες χώρες – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γεγονός που άγγιξε τμήματα του εκλογικού σώματος για να διασκεδαστεί η έντονη δυσαρέσκεια από τη στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να ξαναζωντανέψει την ελπίδα της αλλαγής πορείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Με δυο λόγια ποντάρισε πολύ στην πολιτική ανωριμότητα μεγάλου τμήματος των λαϊκών μαζών, που αυτές αισθάνονται ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση εξακολουθεί να είναι ένα «αποκούμπι» μπροστά στη «μοναχική» πορεία της χώρας μας εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης και ευρώ.
Σημειώνουμε, όμως, ότι η τάση αμφισβήτησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη χώρα μας, και μέσα στον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και γενικά μέσα στις λαϊκές μάζες δυναμώνει και κατανοείται όλο και περισσότερο από τις λαϊκές μάζες ότι μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση «δε γίνεται τίποτα». Και αυτή είναι μια ελπιδοφόρα τάση αμφισβήτησης της στρατηγικής της αστικής τάξης.
Το τρίτο σύνθημα του ΣΥΡΙΖΑ ήταν η μάχη ενάντια στη διαφθορά, στην προσπάθειά του να οξύνει τα αντανακλαστικά των λαϊκών μαζών ενάντια, κυρίως, στη Νέα Δημοκρατία, αλλά και ενάντια στη Δημοκρατική Συμπαράταξη, που, όμως, άφηνε ανοιχτό το παράθυρο συνεργασίας εάν και εφόσον απαλλαγεί από τα «βαρίδια» του παρελθόντος.
Παράλληλα ο ΣΥΡΙΖΑ επανέφερε στη ρητορεία του την αντιγερμαμανική στάση με αναφορές στην Άνγκελα Μέρκελ και στο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, που την πολιτική τους τη χρέωνε, ταυτόχρονα στη Νέα Δημοκρατία, δείχνοντας έτσι και τη γεωπολιτική του αντίληψη ως προς τις αντιθέσεις μεταξύ των ΗΠΑ και της Γερμανίας.
Η Νέα Δημοκρατία στις εκλογές του Σ’15 διατήρησε γενικά τα ποσοστά της, είχε μια πολύ μικρή αύξηση (0,29%), έλαβε 1.526.205 ψήφους, αλλά σε σχέση με τις εκλογές του Γ’15 απώλεσε, όμως, 192.489 ψήφους, γεγονός που δείχνει, ότι δε μπορεί να αποτελέσει μια εναλλακτική πολιτική λύση για τη διακυβέρνηση της χώρας, τουλάχιστον για αυτήν την περίοδο, γιατί ο πολιτικός της λόγος παρουσιάζεται μη πειστικός και εξαντλημένος, περιορίζεται ως υπερασπίστρια δύναμη αποκλειστικά και μόνο, επί της ουσίας, της μνημονιακής πολιτικής, πράγμα που αναδεικνύει το πολιτικό συμπέρασμα, ότι οι διαθέσεις των λαϊκών μαζών δε δείχνουν τάση επιστροφής σ’ αυτήν. Ο παράγοντας αυτός δείχνει και ένα ορισμένο πάνω όριο στην πολιτική επιρροή αυτού του κόμματος.
Το βασικό της σύνθημα ήταν η δημιουργία κυβέρνησης μνημονιακής ενότητας, η πιστή τήρηση των μνημονιακών δεσμεύσεων μέχρι το τέλος του ’15 για να δοθεί, στη συνέχεια, η δυνατότητα επαναδιαπραγμάτευσης πλευρών του μνημονίου, πράγμα που δεν της έδωσε την ευκαιρία να ανακτήσει τις χαμένες της δυνάμεις και από μία άποψη αυτό το γεγονός, που δεν πρέπει να υποτιμηθεί, είναι δείκτης δυσαρέσκειας όχι μόνο για την ίδια και την πολιτική που ακολουθεί, ως κόμματος εξουσίας, αλλά και γενικότερα για την αποστροφή των λαϊκών μαζών απέναντι στη μνημονιακή πολιτική και μέσα στους συντηρητικούς ψηφοφόρους.
Οι εξελίξεις στη Νέα Δημοκρατία είναι εντελώς ανοιχτές και αυτές σχετίζονται με το γεγονός της σταθεροποίησης της Νέας Δημοκρατίας ως του δεύτερου πυλώνα του αστικού πολιτικού συστήματος, γεγονός, όμως, που δείχνει, κατ’ αντίστροφη φορά, ότι το αστικό πολιτικό σύστημα δεν έχει σταθεροποιηθεί ή με άλλα λόγια οι λόγοι για τη συνέχιση της πολιτικής κρίσης δεν έχουν εκλείψει.
Η Χρυσή Αυγή παρουσίασε μια μικρή ποσοστιαία αύξηση (0,71), έλαβε 379.581 ψήφους, αλλά σε σχέση με τις εκλογές του Γ’15 απώλεσε 8.806 ψήφους. Παρουσιάζει μια σχετική σταθερότητα στις δυνάμεις της γενικά, αλλά δε μπορούμε να μη σημειώσουμε ότι σε σχέση με τις εκλογές του Ιούνη του ’12 (Ι’12) που έλαβε 426.025 ψήφους, σε σχέση με τις εκλογές του Γ’15, που έλαβε 388.188 ψήφους έχει συνολικές απώλειες 46.444 ψήφους, γεγονός που δείχνει ότι τα σχέδιά της να παίξει ένα ρόλο «σοβαρής» Χρυσής Αυγής, μετά και την ανάληψη της πολιτικής ανάληψης για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, όπως το κόμμα της Μαρίν Λεπέν στην Γαλλία, δεν είναι εύκολο να περάσουν.
Η Δημοκρατική Συμπαράταξη (ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ) έλαβε 341.390 ψήφους και ένα ποσοστό 6,28%. Το αποτέλεσμα αυτό η ηγεσία της Δημοκρατικής Συμπαράταξης προσπάθησε να το παρουσιάσει ως επιτυχία, ως το πρώτο σοβαρό βήμα για την ανασυγκρότηση της Κεντροαριστεράς.
Η πραγματικότητα, όμως, είναι εντελώς διαφορετική και η παρουσίαση αυτή αποτελεί ένα τέχνασμα της ηγεσίας της Δημοκρατικής Συμπαράταξης. Αν πάρουμε υπόψη τη δύναμη του ΠΑΣΟΚ (289.469 ψήφοι), του Κινήματος Δημοκρατικών Σοσιαλιστών – Γιώργος Παπανδρέου (152.557 ψήφοι), εκπρόσωποι των οποίων συμμετείχαν ως υποψήφιοι στη Δημοκρατική Συμπαράταξη, και της ΔΗΜΑΡ (29.820 ψήφοι) στις εκλογές του Γ’15, αυτές οι ψήφοι αθροιζόμενες ανέρχονται σε 471.846 ψήφους. Επομένως αυτός ο χώρος, που παρουσιάστηκε ως ο Κεντροαριστερός πόλος απώλεσε στην πραγματικότητα στις εκλογές του Σ’15 130.456 ψήφους σε σχέση με τις εκλογές του Γ’15.
Η Δημοκρατική Συμπαράταξη παρ’ όλο που παρουσιάστηκε ως ο εγγυητής μιας πορείας ρήξης με το παρελθόν και σταδιακής αποδέσμευσης από τη μνημονιακή πολιτική, παρ’ όλο που σήκωσε διαχωριστικές γραμμές προς τη Νέα Δημοκρατία και την παρουσίασε ως το «λύκο με την προβιά» δε μπόρεσε να πετύχει το βασικό της στόχο να είναι το τρίτο κόμμα σε κοινοβουλευτική δύναμη.
Οι προοπτικές αυτού του χώρου δε μπορούν να θεωρούνται βέβαιες, παρά την αισιοδοξία που προσπαθεί η ηγεσία αυτού του χώρου να καλλιεργήσει, γιατί είναι βαθιά χαραγμένη στην κοινωνική συνείδηση η στάση του ΠΑΣΟΚ – σε συνεργασία με τη Νέα Δημοκρατία, στην εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής.
Το ΚΚΕ έλαβε 301.632 ψήφους στις εκλογές του Σ’15 έναντι των 338.188 ψήφων, που έλαβε στις εκλογές του Γ’15, δηλαδή είχε μια απώλεια 36.556 ψήφων, ενώ σημείωσε μια ασήμαντη ποσοστιαία αύξηση (0,08%) παίρνοντας ένα ποσοστό 5.55% και αυτό λόγω της αποχής, όπως και οι άλλες πολιτικές δυνάμεις που σημείωσαν ποσοστιαία αύξηση.
Η ηγεσία του Κόμματος παρουσίασε τη γραμμή του Κόμματος στην πιο πλήρη της ανάπτυξη. Έβαλε πιο καθαρά από ποτέ το ζήτημα της ανατροπής του καπιταλισμού, ενώ όλη η επιχειρηματολογία της απέναντι στις άλλες πολιτικές δυνάμεις και στη μνημονιακή πολιτική ήταν να περιγράφει τις συνέπειες, που θα υποστούν οι λαϊκές μάζες από την εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής και της ένταξης της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (κάτι που οι λαϊκές μάζες το γνωρίζουν ήδη) και που παρέπεμπε την αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση με την πραγματοποίηση της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Τρία είναι τα βασικά ζητήματα, που πρέπει να επισημάνει κανείς στην πολιτική προεκλογική επιχειρηματολογία της ηγεσίας του Κόμματος:
Πρώτο: Μετά από επτά χρόνια οικονομικής κρίσης, μετά από πέντε χρόνια μνημονιακής πολιτικής, μετά από μια μακροχρόνια πολιτική κρίση, μετά από την τόση μεγάλη δυσαρέσκεια, που εξέφρασαν οι λαϊκές μάζες για την πολιτική που εφαρμόζεται, το Κόμμα όχι μόνο δε μπόρεσε να εισπράξει σε ψήφους μία αύξηση των δυνάμεών του αλλά σημείωσε και νέες απώλειες σε ψήφους, έχοντας καταγράψει το δεύτερο χειρότερο εκλογικό αποτέλεσμα μετά τις εκλογές του Ιούνη του ’12, που έλαβε 277.227 ψήφους και ποσοστό 4,50%.
Το Κόμμα σταθεροποιείται σε μικρά ποσοστά με την πολιτική που εφαρμόζει, γεγονός, που αναδεικνύει μία πολιτική στασιμότητα, που διαψεύδει – και κατ’ επανάληψη, την ορθότητα της πολιτικής που εφαρμόζει και μεταφέρει τα αίτια της μη ανάπτυξης των δυνάμεών του σε εξωγενείς παράγοντες και όχι στην ίδια την πολιτική του.
Στοιχείο ιδιαίτερης σημασίας για το Κόμμα είναι και το γεγονός ότι σημειώνει απώλειες στα αστικά κέντρα, απόδειξη ότι αποδυναμώνονται οι δεσμοί του με την εργατική τάξη.
Δεύτερο: Χρησιμοποιεί τις εκλογές βασικά σαν ευκαιρία να προπαγανδίσει την ανατροπή του καπιταλισμού ως πρόταση διεξόδου από την οικονομική κρίση, κάτι που στη γενική του σύλληψη είναι σωστό αλλά πολύ μακριά από τη σημερινή πραγματικότητα σ’ ό,τι αφορά τις υποκειμενικές διαθέσεις των λαϊκών μαζών, μη δίνοντας ουσιαστικά και καμία πολιτική απάντηση (με βάση τις σχέσεις των τάξεων, την αλλαγή των τάξεων στην εξουσία, τους διεθνείς συσχετισμούς, την κατάσταση του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος) στις αναζητήσεις των λαϊκών μαζών.
Μ’ αυτόν τον τρόπο δε δημιουργεί και τις συνθήκες για την ανάκαμψη του Εργατικού Κινήματος, το οποίο το επικαλείται συνεχώς για να παίξει το ρόλο του ανασχετικού παράγοντα στην πολιτική που εφαρμόζεται, να παρεμποδίσει τα μέτρα που παίρνονται, να διεκδικήσει λύσεις στα άμεσα προβλήματα των λαϊκών μαζών.
Τρίτο: Η ηγεσία του Κόμματος, με τις επεξεργασίες της, έχει εγκαταλείψει όλη την επιχειρηματολογία με βάση την οποία θα μπορούσε να αντιτάξει έναν ουσιαστικό πολιτικό λόγο ενάντια στις άλλες πολιτικές δυνάμεις, και ειδικά απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ, που τον ακολουθούν μικροαστικές και εργατικές μάζες κατά βάση, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στις άλλες πολιτικές δυνάμεις να καλλιεργούν τη μοιρολατρία, την ηττοπάθεια, τους μονόδρομους του μνημονίου, την ανάπτυξη συμβιβαστικών τάσεων μέσα στις λαϊκές μάζες. Ουσιαστικά με την πολιτική της τροφοδοτεί και αυτή την ανάπτυξη συμβιβαστικών τάσεων μέσα στις λαϊκές μάζες.
Θα φέρουμε μερικά βασικά παραδείγματα:
Α. Με την εγκατάλειψη της θέσης για την εξάρτηση, θέση που απορρέει από την επεξεργασία της ηγεσίας του Κόμματος για την ιμπεριαλιστική Ελλάδα, δε μπορεί να αντιμετωπίσει τη φανερή ιμπεριαλιστική παρέμβαση σε όλα τα επίπεδα, που εφαρμόζεται σε βάρος της χώρας μας, τη θέση υποτέλειας από τις άλλες πολιτικές δυνάμεις, που δείχνουν απέναντι στις ιμπεριαλιστικές παρεμβάσεις.
Β. Η έλλειψη επεξεργασιών για τη γενικότερη κατάσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η αναγωγή όλων των αντιθέσεων στη βασική αντίθεση του στερεί τη δυνατότητα να αντιμετωπίζει καταστάσεις, που παρουσιάζονται και που μπορεί να τις χρησιμοποιήσει για την ωρίμανση του υποκειμενικού παράγοντα.
Δεν τόλμησε να ζητήσει τη διακοπή των διαπραγματεύσεων της Ελληνικής αντιπροσωπείας με την τρόικα, όταν η Ελληνική κυβέρνηση έβγαινε ανοικτά και ομολογούσε ότι εκβιάζεται.
Δε μπορεί να εντάξει στη γενικότερη πάλη για την αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση ένα Grexit, με πρωτοβουλία των κυρίαρχων δυνάμεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γιατί έρχεται σε αντίθεση με τη θέση για αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση με σοσιαλιστική επανάσταση. Έτσι παρουσιάζεται να υπερασπίζεται την παραμονή στο ευρώ, θεωρώντας και καταστροφή την έξοδο της χώρας μας από το ευρώ, τροφοδοτώντας με πολιτικά άλλοθι τις άλλες πολιτικές δυνάμεις που υπερασπίζονται την παραμονή της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ. Χαρακτηριστική από αυτήν την άποψη ήταν η άποψη του Μανώλη Γλέζου.
Γ.Έχει ουσιαστικά εγκαταλείψει την αντιιμπεριαλιστική πάλη, ξένες βάσεις –ΝΑΤΟ – ζητήματα εθνικής ανεξαρτησίας κλπ. – με αποτέλεσμα όταν ξέσπασε για τα καλά το προσφυγικό πρόβλημα να αναζητάει λύσεις εντός των τειχών. Η θέση που πήρε η ηγεσία του Κόμματος, για γρήγορη καταγραφή και προώθηση με τσάρτερς στις χώρες προορισμού που θα επιθυμούσαν οι πρόσφυγες είναι μια θέση, που θα μπορούσε να πάρει το οποιοδήποτε αστικό κόμμα, μακριά από μια προλεταριακή ανάλυση.
Το γενικό συμπέρασμα είναι ότι το Κόμμα έχει άμεση ανάγκη αλλαγής της πολιτικής του εάν θέλει να ξεφύγει από τη μονιμότητα της θέσης που βρίσκεται τώρα.
Το Ποτάμι έλαβε 222.166 ψήφους και ένα ποσοστό 4,09% έναντι 373.924 ψήφων και ενός ποσοστού 6,05% στις εκλογές του Γ’15, δηλαδή είχε απώλειες 151.758 ψήφων.
Το Ποτάμι, ως ειδικό κατασκεύασμα της αστικής τάξης για «έκτακτες ανάγκες» δείχνει να εξαντλείται πολύ γρήγορα και το μέλλον του, μάλλον, εξαρτάται από τους γενικότερους σχεδιασμούς της αστικής τάξης για το στήσιμο αναχωμάτων και την ανασυγκρότηση της Κεντροαριστεράς.
Η Λαϊκή Ενότητα έλαβε 155.242 ψήφους και ένα ποσοστό 2,85%. Παρά τις αρχικές του αισιόδοξες προοπτικές, με την αμφίσημη πολιτική που ακολούθησε, με το να μην ξεκαθαρίζει την πολιτική του σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ δε μπόρεσε να κατοχυρωθεί στη λαϊκή συνείδηση ως μια ριζοσπαστική πολιτική δύναμη, δείχνοντας ένα πρόσωπο ασαφές και στην καλύτερη περίπτωση ένα πρόσωπο ενός «καλού ΣΥΡΙΖΑ».
Το αποτέλεσμα ήταν οι ταλαντεύσεις του να του στερήσουν δυνάμεις από τη μόνη δεξαμενή ψήφων, που θα μπορούσε να πάρει, το ΣΥΡΙΖΑ, και να «κάψει» πολύ γρήγορα το μόνο «χαρτί» που διέθετε, την καταψήφιση της νέας συμφωνίας – μνημονίου, και μάλιστα από κυβερνητικές θέσεις.
Αρνήθηκε, τέλος, να βγάλει τα αναγκαία γενικότερα συμπεράσματα από την εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής μη ξεκαθαρίζοντας με σαφήνεια τον πολιτικό ρόλο που θα ήθελε να παίξει δίνοντας ένα πολιτικό στίγμα, που σε πρώτο βαθμό, τουλάχιστον, δεν ξεφεύγει από το πλαίσιο της αστικής διαχείρισης.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ -ΕΕΚ έλαβαν 46.096 ψήφους και ένα ποσοστό 0.85%. Αν λάβουμε υπόψη ότι στις εκλογές του Γ’15 η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είχε πάρει 39.497 ψήφους και ο εκλογικός του σύμμαχος 2.363 ψήφους η καθαρή αύξηση των δυνάμεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ – ΕΕΚ είναι 4.236 ψήφοι.
Ουσιαστικά και αυτή η αύξηση, η οποία προέρχεται κυρίως από «διαμαρτυρόμενους» ψηφοφόρους του ΚΚΕ, δε μπορεί να αποτελέσει μια διέξοδο για το συγκεκριμένο πολιτικό χώρο, που αναπαράγει, με διαφορετικό τρόπο απ’ ότι το ΚΚΕ, μια ανάλογη πολιτική λύση στο πολιτικό πρόβλημα της χώρας μας.
2.Εάν, τώρα, προχωρήσουμε σε ένα άθροισμα των εκλογικών απωλειών των μνημονιακών δυνάμεων παρατηρούμε ότι: τα δύο κόμματα ΣΥΡΙΖΑ και Νέα Δημοκρατία απώλεσαν 512.563 ψήφους και όλα μαζί απώλεσαν 888.037 ψήφους. Το τμήμα αυτό των απωλειών των μνημονιακών κομμάτων σχετίζεται άμεσα με την αύξηση της αποχής.
Από την πλευρά μας δε μπορούμε να χαρακτηρίσουμε όλες αυτές τις ψήφους ως, τουλάχιστον, αντιμνημονιακές στο σύνολό τους. Σαφώς, όμως είναι απώλειες, που αφορούν τα μνημονιακά κόμματα, είναι μια σαφής απομάκρυνση από αυτά, αν και στους λόγους, που η αποχή αυξήθηκε τόσο πολύ, πρέπει να συμπεριλάβουμε και οικονομικούς λόγους μετακίνησης.
Πρέπει, όμως, να τονίσουμε ότι στο δημοψήφισμα, που υπήρχαν οι ίδιοι λόγοι οικονομικής μετακίνησης, ταυτόχρονα υπήρχε πολύ ισχυρό πολιτικό πρόταγμα, η αποχή ήταν πολύ μικρότερη. Το ίδιο συμβαίνει και με τις εκλογές του Γ’15.
Επομένως αυτήν την αποχή και την απότομη άνοδό της δε μπορούμε να μην τη συνδυάσουμε και με μια ουσιαστική μορφή πολιτικής διαμαρτυρίας και αγανάκτησης απέναντι στα μνημονιακά κόμματα, έστω και εάν ακόμη πήρε τη μορφή του: «δε δίνω τα λεφτά μου για να πάω να ψηφίσω για κάτι που ξέρω ότι θα εφαρμοστεί».
Παίρνοντας υπόψη τη στασιμότητα του ΣΥΡΙΖΑ και της Νέας Δημοκρατίας, τις σαφείς απώλειες που σημείωσαν.
Παίρνοντας υπόψη τις απώλειες των άλλων μνημονιακών κομμάτων, που υποδηλώνουν εξάντληση των εφεδρειών του αστικού πολιτικού συστήματος.
Παίρνοντας, επίσης, υπόψη, ότι ο κόσμος του ΣΥΡΙΖΑ συνυπάρχει, ως προς την πολιτική του συνείδηση μέσα σ’ ένα πλέγμα διαψεύσεων, ελπίδων, ανοχής και της δεύτερης ευκαιρίας, χωρίς να αποδέχεται ακόμη τη μνημονιακή πολιτική.
Παίρνοντας υπόψη ότι το ποσοστό της Νέας Δημοκρατίας φαίνεται να αγγίζει ένα ταβάνι ως προς τις δυνατότητες αύξησής του, αλλά και την εσωτερική κατάσταση που έχει περιέλθει, τις αντιθέσεις που είναι έτοιμες ή σχεδόν έτοιμες να εκδηλωθούν, την αδυναμία της εκφοράς εναλλακτικού πολιτικού λόγου, εκτός του μνημονιακού μονόδρομου, που καθαρά στρέφεται ενάντια στα λαϊκά συμφέροντα.
Παίρνοντας υπόψη το χαρακτήρα της αποχής, που σαφώς στέλνει πολιτικό μήνυμα, τέτοιο, που να μην το αγνοούν τα αστικά πολιτικά κόμματα και να υπάρχουν πολιτικές εκτιμήσεις από την πλευρά τους ότι οι μελλοντικές εξελίξεις θα εξαρτηθούν και από τον κόσμο που απέσχε.
Παίρνοντας υπόψη, ακόμη, και το γεγονός πως σε τέτοιες συνθήκες οικονομικής κρίσης και χρεοκοπίας η Χρυσή Αυγή ουσιαστικά χάνει δυνάμεις, λίγες, αλλά χάνει, χωρίς να χάνουμε και εμείς από μπροστά μας την εκτίμηση ότι και με αυτές τις δυνάμεις αποτελεί σοβαρό πολιτικό κίνδυνο.
Παίρνοντας, τέλος, υπόψη και τις δυνάμεις που ακολούθησαν τη Λαϊκή Ενότητα με το μη σαφές πολιτικό στίγμα, ακόμη και την αύξηση των μικρών δυνάμεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ – ΕΕΚ.
Καταλήγουμε στην εκτίμηση, ότι στις εκλογές της 20ης του Σεπτέμβρη σημειώθηκε ένταση των συμβιβαστικών τάσεων, κυρίως στις δυνάμεις, που ακολουθούν το ΣΥΡΙΖΑ, αλλά μη τελεσίδικες.
Δε θεωρούμε ότι επήλθε συντηρητική στροφή στη στάση των λαϊκών μαζών, σε σχέση με το δημοψήφισμα, ένα σοβαρό πισωγύρισμα στην πολιτική τους συνείδηση, παρά το γεγονός ότι όλη η προσπάθεια των αστικών δυνάμεων αποσκοπούσε στο να εξοικειωθούν με το μονόδρομο του μνημονίου.
Η στάση των λαϊκών μαζών κρίθηκε από το γεγονός ότι δεν παρουσιάστηκε συγκεκριμένη προγραμματική πρόταση εξόδου από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία, όπως πολλές φορές έχει περιγράψει η «Νέα Σπορά» στην αρθρογραφία της, γεγονός που τις φέρνει σε στάση αναμονής.
Με την έννοια αυτή ούτε η σταθερότητα του αστικού πολιτικού συστήματος έχει κριθεί, ούτε οι αιτίες της πολιτικής κρίσης έχουν εκλείψει, πολύ περισσότερο, που η εφαρμογή του μνημονίου θα διαλύσει τις ανοχές του κόσμου του ΣΥΡΙΖΑ μπροστά στη σκληρότητα των μέτρων, που είναι προς υλοποίηση.
Κατά προέκταση οι δυνάμεις που συγκρατεί ακόμη το ΚΚΕ, και το ίδιο το ΚΚΕ, με την προϋπόθεση ότι η ηγεσία του Κόμματος θα προχωρήσει αποφασιστικά μπροστά στην αλλαγή πολιτικής, και το γεγονός αυτό καθορίζει πλέον τις ιστορικές της ευθύνες απέναντι στην ίδια την ύπαρξη του Κόμματος, ότι θα εγκαταλείψει τις επικίνδυνες εμμονές της, που περνάνε πάνω από το επίπεδο των πραγματικών προϋποθέσεων για τον άμεσο σοσιαλισμό, ότι θα εγκαταλείψει την αλαζονική της στάση και θα καθίσει να βγάλει τα αναγκαία συμπεράσματα, μπορούν – και το ίδιο το ΚΚΕ μπορεί, να αφυπνίσουν, να συσπειρώσουν, να ενώσουν την εργατική τάξη, να σφυρηλατήσουν την κοινωνική συμμαχία ανάμεσα στην εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα, τα κατώτερα και μεσαία, σε αντιιμπεριαλιστική αντιμονοπωλιακή δημοκρατική κατεύθυνση με στόχο την αλλαγή των τάξεων στην εξουσία, την έξοδο της χώρας μας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τη λαοκρατική δημοκρατία, που θα ανοίξει το δρόμο στο σοσιαλισμό.
COMMENTS