Οι αντιφάσεις της πολιτικής του ΚΚΕ
Αναδείξαμε, στην προηγούμενη συνέχεια, τη βάση πάνω στην οποία παρουσιάζονται οι πολιτικές αντιφάσεις στην πολιτική του ΚΚΕ. Αυτή δεν είναι άλλη από τη θεωρητική αντίληψη που έχει διαμορφώσει για το σύγχρονο στάδιο ανάπτυξης του καπιταλισμού, το ιμπεριαλιστικό, και τη θέση της Ελλάδας σ’ αυτό, που έχει ως συνέπεια να μη μπορεί να καθορίσει το σύστημα των κοινωνικών αντιθέσεων στο σύνολό τους και που το οδηγεί όλες οι πολιτικές του αναγωγές να αναφέρονται στη βασική αντίθεση της κοινωνίας, μία κατ’ αρχήν σωστή αναγωγή, που, όμως, έχει την σοβαρή έλλειψη στο να μη λαμβάνονται υπόψη και όλες οι άλλες αντιθέσεις στη διαλεκτική τους ενότητα με τη βασική αντίθεση.
Το γεγονός αυτό εκφράζεται ιδιαίτερα μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, τον Οκτώβρη του 2008, που υποχρεώνει την ηγεσία να πρέπει να αντιμετωπίζει τις πολιτικές εξελίξεις, με βάση τις αντίστοιχες οικονομικές, πολύ συγκεκριμένα. Αφορά και στην ίδια την παγκόσμια οικονομική κρίση, τη μελέτη της, το χαρακτήρα της, τη σχέση της με την οικονομική κρίση της χώρας μας, τις ιδιομορφίες, που παρουσιάζονται στην Ελλάδα. Το ερώτημα είναι εάν πράγματι η σκέψη του Κόμματος παρακολούθησε συγκεκριμένα την οικονομική κρίση ή την αντιμετώπισε μέσα από μια γενική αναφορά σ’ αυτήν, που όμως στα επί μέρους αναθεωρούσε ταυτόχρονα και σημαντικές Λενινιστικές θέσεις.
Ας παρακολουθήσουμε ορισμένα σημεία από την ομιλία της Αλέκας Παπαρήγα στη βουλή της 5ης του Δεκέμβρη του 2008, που γίνεται με την ευκαιρία μιας προ ημερήσιας διάταξης συζήτησης για την οικονομική κρίση.
Η βασική κατεύθυνση είναι: «Επομένως, το ζήτημα μπαίνει εδώ ως εξής: Υπάρχει κρίση. Αυτό δεν το αμφισβητεί κανείς. Ποια στάση πρέπει να κρατήσουν οι εργαζόμενοι; Και να ξεκαθαρίσω ποιοι εργαζόμενοι: Οι εργατοϋπάλληλοι, η μεγάλη πλειοψηφία των μισθωτών, που είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης από το κεφάλαιο και από όλο το σύστημα. Μιλάμε για τους φτωχούς αγρότες, τους μικροπαραγωγούς, που είναι στους δρόμους και αγωνίζονται. Μιλάμε για τους αυτοαπασχολούμενους, τους μικρούς επαγγελματίες και δεν ανακατεύουμε στη συγκεκριμένη περίπτωση τους μικρομεσαίους, γιατί υπάρχουν μεσαίοι και μεσαίοι. Λέμε, βεβαίως, εδώ ότι αναπόσπαστο τμήμα είναι οι μετανάστες. Είτε έχουν νομιμοποιηθεί είτε όχι, για εμάς είναι ένα πράγμα με τους εργαζόμενους της χώρας μας και μέσα εκεί βεβαίως εξειδικεύει κανείς νεολαία, γυναίκες κ.λπ.
Ποια στάση πρέπει να κρατήσουν αυτοί; Καμία συμμετοχή στη διαχείριση της κρίσης. Εμείς δε συμμετέχουμε. Δεν πρόκειται να κάνουμε προτάσεις και να ζητάμε από την κυβέρνηση να τις χρησιμοποιήσει για να βγει το κεφάλαιο από τα αδιέξοδά του. Εμείς θα κάνουμε προτάσεις, που σημαίνει διεκδικήσεις, με σαφή αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση. Όχι μόνο να μη μας πάρουν παραπάνω, αλλά πρέπει οι εργαζόμενοι να διεκδικήσουν και πρέπει να διεκδικήσουν εργάσιμο χρόνο, μισθούς, ασφαλιστικά ταμεία, στέγη κ.λπ».
Η τοποθέτηση αυτή υπακούει στην αρχή ότι οι προτάσεις του Κόμματος έχουν ως αποκλειστικό στόχο να οξύνουν την καπιταλιστική κρίση. Οι εργαζόμενοι θα διεκδικούν την επίλυση των άμεσων και καυτών προβλημάτων, που αντιμετωπίζουν από την οικονομική κρίση. Το αποτέλεσμα θα είναι και η καπιταλιστική κρίση να οξύνεται αλλά παράλληλα και η ταξική πάλη να οξύνεται το ίδιο. Σε ποια κατεύθυνση; Σε αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση.
Δεν πρόκειται, κατ’ αρχάς, για μια λάθος τοποθέτηση, μπορεί, όμως, εάν δεν ενταχθεί σε συγκεκριμένο πλαίσιο στόχων, που περιλαμβάνει τις σχέσεις των τάξεων, τις αντιθέσεις που αναπτύσσονται στη δοσμένη περίοδο συγκεκριμένα, να καταλήξει ακίνδυνη για την αστική τάξη.
Στην ίδια ομιλία η Αλέκα Παπαρήγα ξεκαθαρίζει και το πώς στέκεται το Κόμμα απέναντι σ’ ένα άλλο πρόβλημα: «Αλλά να δούμε και μια άλλη πλευρά. Δηλαδή, τι είναι οι τράπεζες; Εδώ έχουμε φτάσει στο σημείο να θεωρούμε τις τράπεζες ένα ξένο σώμα από την πραγματική οικονομία και από το καπιταλιστικό σύστημα.
Μα, οι τράπεζες προσφέρουν μεγάλη υπηρεσία στους καπιταλιστές. Για φέρτε εδώ στοιχεία, εσείς της κυβέρνησης, πόσα είναι τα ίδια κεφάλαια που βάζουν οι επενδυτές της πραγματικής οικονομίας σε σχέση με τα τραπεζικά δάνεια. Εμείς με έναν υπολογισμό που κάναμε το βρήκαμε 50 – 50, δηλαδή 50 ίδια κεφάλαια και 50 δάνειο της τράπεζας. Οπως και στις τράπεζες τοποθετούν όλοι οι καπιταλιστές το υπερπερίσσευμα που έχουν, για να κινηθεί στη χρηματαγορά και να αυξήσουν και από κει παραπέρα το κεφάλαιο. Εμαθα τουλάχιστον με στοιχεία του ΕΒΕΑ ότι είναι 40 – 60.
Ποιοι δανείζονται; Δηλαδή, η κρίση ήρθε από τους δανειολήπτες των Ηνωμένων Πολιτειών που δεν μπορούσαν να πληρώσουν τα στεγαστικά δάνεια; Μα, είναι αστείο. Ένα παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα να καταρρέει από τα στεγαστικά δάνεια ενός – δύο εκατομμυρίων Αμερικανών. Ούτε από το ότι δεν πληρώθηκαν οι πιστωτικές κάρτες. Το μεγαλύτερο πρόβλημα που ήρθε στο τραπεζικό σύστημα είναι ακριβώς γιατί δανείζουν στην πραγματική οικονομία – πέρα από το ότι κάνουν οι τράπεζες και τα κερδοσκοπικά παιχνίδια με τα διάφορα χρεόγραφα – δανείζουν και επιχειρήσεις που αναπτύσσονται και κερδίζουν, αλλά δανείζουν και επιχειρήσεις που, κάτω από τον ανταγωνισμό, δεν αντέχουν και λυγίζουν. Και δεν μπορεί μια τράπεζα – δεν είμαι υπερασπιστής τους – να δει μέσα από τον ανταγωνισμό ποια επιχείρηση θα μείνει και ποια δε θα μείνει.
Επομένως, εμείς δεν μπορούμε να πάρουμε μέρος σ’ αυτή τη διαχείριση του συστήματος. Βεβαίως, και παλέψαμε τις ιδιωτικοποιήσεις, βεβαίως και μιλάμε για δημόσιους φορείς, αλλά δεν μπορούμε να κοροϊδέψουμε ότι η επανακρατικοποίηση μιας δύο επιχειρήσεων στον τομέα της Κοινής Ωφέλειας και των τραπεζών θα λύσει το ζήτημα.
Ωραία, ας πούμε ότι γίνεται ένας όμιλος Εθνική, ΑΤΕ, και Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο. Αυτός ο τομέας θα είναι μόνο για να δανείζει αυτούς που θέλουν δάνεια ή δεν τους φτάνει ο μισθός; Δεν μπορεί να κάνει τέτοια η τράπεζα. Θα μπει στον επιχειρηματικό τομέα. Δεν μπορεί να μην κινηθεί όπως το υπόλοιπο τραπεζικό σύστημα, αφού όλες οι άλλες τράπεζες θα πέσουν στις χρηματαγορές, θα τζιράρουν. Θα κάνει το ίδιο. Και πώς η τράπεζα θα καθορίσει το πλάνο δουλειάς της, αυτός ο όμιλος, όταν έχει να κάνει με διεθνή συγκροτήματα;
Ας πούμε ότι κρατικοποιείται μια προβληματική επιχείρηση, ο ΛΑΝΑΡΑΣ. Πώς θα προγραμματιστεί η παραγωγή του, με βάση ποια αγορά, όταν έχει να κάνει με τόσους ανταγωνιστές; Εμείς διαφωνήσαμε και με τη Νέα Δημοκρατία και με το ΠΑΣΟΚ και με τον ΣΥΡΙΖΑ, ιδιαίτερα στο συνδικαλιστικό χώρο, που έστρεφαν όλο τον αγώνα των εργαζομένων, για να επιδοτηθεί ο ΛΑΝΑΡΑΣ. Εκεί πάμε και εκεί θα πάνε όλα τα άλλα κόμματα με την πολιτική που έχουν και όχι μόνο η κυβέρνηση, δηλαδή να επιδοτηθεί ο ΛΑΝΑΡΑΣ. Επιδοτήθηκε και παίρνει 35 εκατομμύρια ευρώ. Εχει πάρει το πρώτο μέρος 15 εκατομμύρια και του μένουν άλλα 20 εκατομμύρια. Και κάλεσε ο διευθύνων σύμβουλος – δεν έχει σημασία το όνομά του – τους εργάτες και τους είπε από τους εννιακόσιους θα απολυθούν τριακόσιοι. Πήρε 35 εκατομμύρια για να απολύσει τριακόσιους. Ενδεχομένως, να πει η κυρία Πετραλιά ή ο κ. Αλογοσκούφης, ναι αλλά κρατάει τους εξακόσιους. Και πάει λέγοντας αυτός ο εκβιασμός».
Από τα παραπάνω προκύπτουν τρία πράγματα: Το πρώτο, ότι η ηγεσία του κόμματος δεν είχε σαφή εικόνα για το πώς έχει προκύψει η οικονομική κρίση στις ΗΠΑ, που επεκτάθηκε πολύ γρήγορα σε ολόκληρο τον κόσμο, το τι ρόλο έπαιξε ο χρηματοπιστωτικός τομέας στο ξέσπασμα της κρίσης, το δεύτερο, ότι αλλοιώνει το νόημα του αντιμονοπωλιακού αγώνα σ’ ένα επίπεδο απόσπασης παροχών από τα μονοπώλια, το τρίτο, ότι υπάρχει σύγχυση γύρω από τις επανακρατικοποιήσεις και κάτω από ποιους όρους τις διεκδικεί το επαναστατικό κίνημα, ενώ ταυτόχρονα μέσα από αυτήν την αναφορά αναιρεί όλη τη θεωρία του Β. Ι. Λένιν για τον κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό.
Η ομιλία αυτή γίνεται (Δεκέμβρης 2008) λίγο πριν τη διεξαγωγή του 18ου Συνεδρίου του Κόμματος (Φλεβάρης 2009). Θα δούμε τώρα πως κατέληξε η συλλογιστική αυτή, που αναπτύχθηκε στην ομιλία της Αλέκας Παπαρήγα στη βουλή στα επίσημα ντοκουμέντα του Συνεδρίου.
Σε ό,τι αφορά στην οικονομική κρίση είμαστε υποχρεωμένοι να καταθέσουμε ολόκληρη την αναφορά, που γίνεται γι’ αυτήν, από την Εισήγηση της Κεντρικής Επιτροπής στο Συνέδριο, για να έχουν οι αναγνώστες μας την πλήρη εικόνα:
«Tο πρώτο γεγονός είναι το ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης που αγκάλιασε συγχρονισμένα τις HΠA, την EE, την Iαπωνία, είχε και θα έχει επιπτώσεις στην Kίνα, στη Pωσία, σε άλλες χώρες που είχαν τα τελευταία χρόνια αναπτύξει γοργούς ρυθμούς καπιταλιστικής ανάπτυξης. H απειλή είναι προ των θυρών και στην Eλλάδα, σε σύνδεση με την πορεία της κρίσης σε βαλκανικά κράτη και γενικά στη NA Eυρώπη, ενώ επισημαίνεται ότι θα είναι βαθιά και σχετικά μακρόχρονη. O χαρακτήρας της κρίσης, τα αίτια που την προκαλούν, άρα και η στάση του εργατικού, του γενικότερου λαϊκού κινήματος, είναι ζήτημα όχι απλά σημαντικό αλλά αρχής. Oι προτροπές που ακούγονται από τις κυβερνήσεις και γενικά τα φιλελεύθερα και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, αλλά και από τους φορείς της καπιταλιστικής εργοδοσίας, ότι πρέπει να εξασφαλιστεί σύμπνοια και συναίνεση ώστε “όλοι μαζί” να αντιμετωπίσουμε την κρίση, είναι απολύτως ψεύτικες, παραπλανητικές και ιδιαίτερα επικίνδυνες. Γιατί αποβλέπουν στον αφοπλισμό του εργατικού κινήματος, του κινήματος των λαϊκών κοινωνικών δυνάμεων, είναι κάλεσμα για νέες θυσίες, για υποταγή.
Tόσο η κυβέρνηση της NΔ όσο και το ΠAΣOK, με διαφορετικές φράσεις και συνθήματα, λένε ουσιαστικά το ίδιο πράγμα ότι πρέπει να εξασφαλιστεί η μέγιστη συνεργασία των κοινωνικών εταίρων, όλων των “παραγωγικών δυνάμεων”, ώστε η κρίση να περάσει όσο γίνεται πιο ομαλά. Tην ίδια ώρα, οι επιλογές και οι προτάσεις τους έχουν δύο βασικά αλληλοσυνδεόμενα χαρακτηριστικά: Μέτρα για την εξασφάλιση όσο γίνεται της πορείας της κερδοφορίας και μέτρα – “ασπιρίνες” για την ακραία φτώχεια. Παίζουν με τα επιτόκια και τους ανατοκισμούς, ώστε να διατηρηθεί η εξάρτηση εργαζομένων από τα στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια.
H NΔ ως κυβέρνηση, που σημαίνει ότι δεν έχει την ευχέρεια της αστικής αντιπολίτευσης, παραμένει σταθερή στην προώθηση των αντεργατικών σχέσεων που η EE έχει εκπονήσει με αφετηρία σήμερα το σχέδιο Σέρκας, με το διαχωρισμό του εργάσιμου χρόνου σε “ενεργό” και “μη ενεργό”, το χτύπημα του σταθερού ημερήσιου χρόνου εργασίας που θα οδηγήσει και στην κατάργηση των υπερωριών, θα κάνει ακόμα πιο φθηνή την τιμή της εργατικής δύναμης. H NΔ δίνει έμφαση στις επιπτώσεις της διεθνούς οικονομικής κρίσης, προκειμένου να συγκεράσει τα ιδιαίτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει εξαιτίας του διογκωμένου δημόσιου χρέους και να προωθήσει, εν μέσω της κρίσης, την απελευθέρωση των αγορών και με κάποιες ιδιωτικοποιήσεις, ώστε να ανταποκριθεί στο κάλεσμα του κεφαλαίου για προχώρημα των παραπέρα ανατροπών στην αγορά της εργατικής δύναμης.
Tο ΠAΣOK, αλλά και από την ιδιαίτερη πλευρά που βλέπουν τα πράγματα οι ΣYPIZA και ΛA.O.Σ. ασκούν αντιπολίτευση που δε βγαίνει έξω από τη λογική της διαχείρισης της κρίσης, με το βλέμμα στραμμένο στις εθνικές εκλογές.
Oι κρίσεις δεν μπορεί να ξεπεραστούν οριστικά με διαχειριστικά μέσα του τύπου μείωση των επιτοκίων, διευθέτηση ώστε ορισμένα δάνεια, να πληρωθούν σε μακρότερο χρονικό διάστημα, ή επανακρατικοποίηση ορισμένων επιχειρήσεων ή ακόμα και περισσότερων, όπως τραπεζών ή πρώην ΔEKO, με τη λογική της βαθμιαίας ανακατανομής με κρατική παρέμβαση στον έλεγχο των τιμών, με παροχές στην ακραία φτώχεια, με επιδόματα και ταμεία αλληλεγγύης. Kαι αυτού του τύπου η διαχείριση θα οξύνει προβλήματα, όπως τη λαϊκή φορολόγηση άμεσα ή μακροπρόθεσμα, θα οδηγήσει στη διόγκωση του δημόσιου χρέους. Πολύ περισσότερο, δεν έχει ουσιαστικό αντίκρισμα η θέση για ένταση του κρατικού ελέγχου στις τράπεζες και τις επιχειρήσεις, με δεδομένη την απελευθέρωση αγοράς, τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου και την όξυνση του ανταγωνισμού.
Tο Kόμμα μας από την πρώτη στιγμή υπογράμμισε ότι η οικονομική κρίση την οποία αρχικά εμφάνιζαν κυρίως ως πιστωτική, που, όπως ισχυρίζονται, στη συνέχεια επεκτάθηκε σε ορισμένους κλάδους της παραγωγής, είναι κρίση που οφείλεται στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.
Oι υπερασπιστές του καπιταλιστικού συστήματος, οι ρεφορμιστές και οπορτουνιστές ρίχνουν τις ευθύνες στη διαχείριση που επέλεξαν φιλελεύθερα ή σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, προκειμένου να αθωώσουν το καπιταλιστικό σύστημα, να εμφανίσουν το πρόβλημα της κρίσης ως αποτέλεσμα της υποκειμενικής επιλογής του ενός ή του άλλου αστικού κόμματος, ή σε παρέκκλιση από το δήθεν υγιές καπιταλιστικό σύστημα. Eξ ου και έγινε προκλητική κατάχρηση των όρων “καζινοκαπιταλισμός”, “ακραία ελεύθερη αγορά”, κ.λπ.
Eπιδιώκουν σταθερά να κρύψουν ότι οι κρίσεις είναι αναπόφευκτες γιατί στη φύση του καπιταλιστικού συστήματος είναι η αναρχία, η ανισομετρία στην ανάπτυξη των κλάδων και τομέων, η υπόσκαψη της αγοραστικής ικανότητας των εργαζομένων, το κυνήγι της ανταγωνιστικότητας. Tο ζήτημα δεν είναι, βέβαια, μόνο θεωρητικό, μέσα από την παραποίηση του χαρακτήρα της κρίσης, επιδιώκεται να συρθεί ο εργαζόμενος λαός στην αποδοχή των διαχειριστικών μέτρων που προτείνονται. Pίχνουν βάρος να εξασφαλίσουν τη συμμαχία των μεσαίων στρωμάτων.
H κρίση ανέδειξε ακόμα πιο γλαφυρά τα ιστορικά όρια του καπιταλιστικού συστήματος. Aπομυθοποίησε την αστική προπαγάνδα περί της ανταγωνιστικότητας, της επιχειρηματικότητας, της δυναμικής της παγκοσμιοποίησης και των περιφερειακών ενώσεων, μια σειρά ιδεολογήματα που είχαν διαδοθεί ότι είναι δυνατόν όλες οι χώρες από κοινού να αντιμετωπίζουν τους κοινούς κινδύνους. Eπίσης απομυθοποίησε την προπαγάνδα ότι η διαδικασία της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης διασφαλίζει την παγκόσμια, τάχα, ασφάλεια και σύμπνοια, γι’ αυτό και έχει σημασία να μην πηγαίνουν οι λαοί κόντρα, οι χώρες να μη διανοηθούν καν κάποια παρέκκλιση από τις επιλογές της.
Oι νεοκεϋνσιανές συνταγές υποστηρίζουν περισσότερη άμεση κρατική συμμετοχή σε κάποιες τράπεζες ή παραγωγικές επιχειρήσεις, αλλά με προσωρινό χρονικό ορίζοντα 2-3 χρόνων, όσο να ξεπεραστεί η ύφεση και, το κυριότερο, χωρίς επαναφορά των δημοσιοϋπαλληλικών εργασιακών σχέσεων που ίσχυαν πριν την ιδιωτικοποίηση. Oι όποιες προτάσεις υποστηρίζονται από τη NΔ, αλλά και τα άλλα κόμματα του ευρωμονόδρομου, όπως και οι ανάλογες στα πλαίσια της EE, δεν πρόκειται να οδηγήσουν στην άνοδο της τιμής της εργατικής δύναμης, όπως συνέβη στη μεταπολεμική Δυτική Eυρώπη.
Tα ιμπεριαλιστικά επιτελεία, βλέποντας το συγχρονισμένο χαρακτήρα της κρίσης, τη διάρκεια και το βάθος της, κάνουν κοινές προσπάθειες να αναζητηθούν λύσεις από τις πιο ισχυρές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, παρά τις μεταξύ τους αντιθέσεις και ανταγωνισμούς. Γι’ αυτό διευρύνθηκε το G7 σε G20. Tην ίδια ώρα, επιδιώκουν να εκμεταλλευτούν όσο γίνεται περισσότερο τις λιγότερο ισχυρές καπιταλιστικές χώρες. Aνάλογες προσπάθειες καταβλήθηκαν και καταβάλλονται στα πλαίσια της EE. Ωστόσο και εδώ φαίνεται πολύ καθαρά το αναπόφευκτο των ενδοϊμπεριαλιστικών διαφορών και ανταγωνισμών. Eνώ συμφωνούν στα αντεργατικά και αντιλαϊκά μέτρα, επιλέγουν το δικό τους δρόμο σε εθνικό επίπεδο, ιδιαίτερα οι κυβερνήσεις των ισχυρών ιμπεριαλιστικών χωρών. Για άλλη μια φορά, επιβεβαιώνεται πόσο αντιδραστική είναι η θέση που υιοθετούν οι οπορτουνιστές στη χώρα μας και στην Eυρώπη για την ανάγκη η Eυρώπη να συνενωθεί ομοσπονδιακά σε βάθος, για ενιαία πολιτική. Tο θέμα δεν είναι αν η πολιτική είναι ενιαία, αλλά ο ταξικός της χαρακτήρας.
Aκόμα και αν κάτω από την επίδραση της ταξικής πάλης και την ανάγκη περιορισμού αρνητικών αποτελεσμάτων, ιδιαίτερα όταν είναι κοντά οι εκλογές, γίνουν κάποιες παραχωρήσεις, αυτές δεν μπορούν να προσφέρουν βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, πολύ γρήγορα εξανεμίζονται. O νέος κύκλος της κρίσης θα ξεσπάσει, θα είναι χειρότερος, όπως και ο σημερινός είναι χειρότερος από τον προηγούμενο. Aυξάνονται, επίσης, οι κίνδυνοι ιμπεριαλιστικών πολεμικών επιθέσεων, ανάφλεξης νέων εστιών.
Σε συνθήκες κρίσης, συνυπάρχουν και οι δύο πιθανότητες, το εργατικό κίνημα να αποκτήσει δύναμη και δυναμική, σε συμμαχία με τους αυτοαπασχολούμενους και τους αγρότες, να πυροδοτήσει ριζοσπαστικές διεργασίες και ανακατατάξεις, αλλά και να βρεθεί στη γωνία, αφοπλισμένο να αντιμετωπίσει την καταιγίδα, να εμφανίσει στασιμότητα και υποχώρηση. Σήμερα ακριβώς αποκτά κρίσιμη σημασία η ένταση των προσπαθειών του Kόμματος για να δυναμώσει η κομματική οικοδόμηση στους χώρους δουλειάς και στους κλάδους, η ικανότητα να επιτυγχάνει τη μέγιστη δυνατή συσπείρωση δυνάμεων γύρω από αντιμονοπωλιακούς αντιιμπεριαλιστικούς στόχους.
Γίνεται ακόμα πιο επιτακτική ανάγκη να εκλαϊκευτεί και να κερδίσει έδαφος η συνολική πρόταση του Kόμματος, η σημασία της κοινωνικοποίησης, της συνεταιριστικοποίησης, του πανεθνικού σχεδιασμού, του εργατικού ελέγχου. Yψώνονται μπροστά μας νέες απαιτήσεις του ιδεολογικού αγώνα, της πάλης των ιδεών μέσα στις γραμμές του κινήματος, της ανάγκης να αδυνατίσουν οι αστικές αντιλήψεις και τα αστικά ιδεολογήματα, να δεχτούν ιδεολογικό και πολιτικό χτύπημα οι ρεφορμιστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις που εμποδίζουν τη ριζοσπαστικοποίηση, την ταξική ενότητα, την κοινωνική συμμαχία, τη διαμόρφωση ενός ενιαίου κοινωνικοπολιτικού μετώπου που οργανώνει την πάλη για την ανατροπή της εξουσίας των μονοπωλίων, υπέρ της Λαϊκής Εξουσίας και Οικονομίας (υπογραμμίσεις δικέ μας).
Όπως διαπιστώνουμε υπάρχουν ορισμένες σωστές επισημάνσεις, κυρίως πολιτικού χαρακτήρα, δεν υπάρχει, όμως, καμία συγκεκριμένη ανάλυση της κρίσης και μελέτης των βασικών χαρακτηριστικών της. Πολύ περισσότερο δεν υπάρχει καμία αναφορά σε σχέση με την οικονομική κρίση στη χώρα μας, τη θέση της στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τις επιπτώσεις. Υπάρχει μια πρόβλεψη για αύξηση του δημόσιου χρέους.
Επαναλαμβάνει τη γενική τοποθέτηση του Κόμματος γύρω από τις ιδιωτικοποιήσεις και τις επανακρατικοποιήσεις.
Απαντάει η συγκεκριμένη αναφορά στις πολιτικές, που θέλουν να εφαρμόσουν ή εφαρμόζονται από διάφορα ιδεολογικοπολιτικά ρεύματα, στέκεται για λίγο στη Νέα Δημοκρατία, που είναι κυβέρνηση και η οποία θέλοντας και μη πρέπει να συναρτήσει την πολιτική της, και με υπόδειξη των εταίρων, με το δημόσιο χρέος, κάτι που καθόρισε πρωταρχικά τις οικονομικές πολιτικές των αστικών κυβερνήσεων, για να σταθεί κυρίως σε τρία σημεία:
Το πρώτο, στο χαρακτήρα της κρίσης ότι είναι αποτέλεσμα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Δεν πρόκειται για πλήρη ορισμό. Η γενικολογία αυτή, που επισημαίνει κάτι θεωρητικά σωστό και μισό, αλλά παραβαίνει τη Μαρξική σύσταση, ότι κάθε οικονομική κρίση πρέπει να μελετιέται συγκεκριμένα, έχει τη σημασία της.
Το δεύτερο, απέναντι στην οικονομική κρίση αντιπαραθέτει τη συνολική πολιτική του Κόμματος, τη γενική του θέση και επικεντρώνει κυρίως στην εκλαΐκευση αυτής της θέσης του Κόμματος, δηλαδή, της στρατηγικής του. Και εδώ έγκειται η επισήμανση της έλλειψης της αναλυτικής τοποθέτησης απέναντι στην οικονομική κρίση διεθνώς και στη χώρα μας. Προσδιορίζει την κρίση μ’ ένα γενικό τρόπο και απαντάει με τη γενική πολιτική του Κόμματος.
Το τρίτο, είναι ότι σε καιρό κρίσης προβλέπει ότι το Εργατικό Κίνημα μπορεί να προχωρήσει αλλά μπορεί και να υποχωρήσει, να αφοπλιστεί, να αντιμετωπίσει καταιγίδα κλπ.. Η παρατήρηση αυτή είναι σημαντική, γιατί τώρα έχουμε διανύσει το χρόνο της κρίσης και έχουμε τα χειροπιαστά αποτελέσματα της πολιτικής του Κόμματος και επομένως μπορούμε να κρίνουμε πολύ συγκεκριμένα.
Τη σημασία των παραπάνω επισημάνσεων σε πολιτικό επίπεδο θα την αντιμετωπίσουμε στην επόμενη συνέχεια, στην οποία θα παραθέσουμε συγκεκριμένα την απάντηση του Κόμματος στην οικονομική κρίση, γεγονός που προδιέγραψε και την πολιτική του πορεία.
COMMENTS