Βρισκόμαστε ακριβώς στο μέσο της προεκλογικής περιόδου και είναι σαφές πλέον ότι υπάρχει μια ουσιώδης διαφορά στην εξέλιξη της ιδεολογικοπολιτικής αντιπαράθεσης και διαπάλης από την πλευρά της αστικής τάξης σε σχέση με όλη την προηγούμενη περίοδο της οικονομικής κρίσης.
Από το 2010, όταν η Ελλάδα τέθηκε επίσημα υπό διεθνή οικονομικό και πολιτικό έλεγχο, η αστική τάξη και τα κόμματά της έθεταν υπό τη μορφή απειλής, εκβιασμού και εκφοβισμού στον ελληνικό λαό τη στρατηγική τους για την παραμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ, προκειμένου να ανταπεξέλθουν την πίεση που ασκούσε η αμφισβήτηση των λαϊκών μαζών στην πολιτική των μνημονίων. Αυτό συνέβη και το 2012 και το Γενάρη του 2015.
Σε όλη αυτή την προηγούμενη περίοδο της οικονομικής κρίσης η αστική τάξη προσάρμοσε την τακτική της για την υπεράσπιση του βασικού της στόχου, την παραμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ, πάνω στην πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος αμφισβητούσε την πολιτική της λιτότητας και των μνημονίων, ωστόσο δεσμευόταν κυρίως για ανατροπή αυτής της πολιτικής εντός των ορίων της Ευρωζώνης με αλλαγή των όρων λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στη διακυβέρνηση απέδειξε τη χρεοκοπία αυτής της γραμμής και η κατάληξη αυτής της πορείας στην υπογραφή του τρίτου μνημονίου από σύσσωμο το αστικό κοινοβουλευτικό μπλοκ και τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος οδηγήθηκε ολοκληρωτικά στο στρατόπεδο της αστικής τάξης, υποχρεώνει την τελευταία να αλλάξει άρδην τους όρους διεξαγωγής της ιδεολογικοπολιτικής διαπάλης για να υπερασπιστεί την επιλογή της για «πάση θυσία παραμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ».
Η βασική διαφοροποίηση των όρων διεξαγωγής της ιδεολογικοπολιτικής διαπάλης καθορίζεται κυρίαρχα από το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μετά την ψήφιση του τρίτου μνημονίου έχει υποχρεωθεί, παρά τα προπαγανδιστικά του τερτίπια, να γίνεται ο βασικός απολογητής του μονόδρομου των μνημονίων και της «ευρωπαϊκής πορείας της χώρας» για λογαριασμό της αστικής τάξης.
Αλλά, αυτή η διαφοροποίηση στο πολιτικό σκηνικό φέρνει και άλλες σοβαρές εξελίξεις στο πλαίσιο της προσπάθειας της αστικής τάξης να διαχειριστεί την πολιτική της κρίση, μπροστά στην επίδραση που εξασκεί αυτή η διαφοροποίηση του πολιτικού σκηνικού στις λαϊκές μάζες, στην εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα. Αυτή η κατάσταση υποχρεώνει την αστική τάξη και στη διαμόρφωση ενός διαφορετικού κομματικού τοπίου.
Ο ριζοσπαστισμός των μαζών έχει βαθύνει. Γίνεται πιο εύκολα κατανοητό από ευρύτερες μάζες ότι η αμφισβήτηση της πολιτικής των μνημονίων δεν χωράει στα ασφυκτικά πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ευρωζώνης. Αυτή τη γενική τάση και προσανατολισμό των μαζών εξέφρασε σε αδρές γραμμές το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος κάτω από τις συνθήκες στις οποίες επικράτησε με συντριπτικό ποσοστό το ΟΧΙ.
Αυτό που πρέπει να κρατήσουμε είναι ότι οι λαϊκές μάζες έδειξαν περισσότερο να απαντούν αντιστρόφως ανάλογα με τις απαντήσεις, που έδινε η αστική τάξη, οι παράγοντες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα αστικά κόμματα στα διλήμματα που έθεταν, παρά να απαντούν σ’ αυτό καθ’ αυτό το τυπικό του ερωτήματος, που έθεσε η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα. Ταυτόχρονα οι λαϊκές μάζες βρίσκονται σε φάση αναμονής και αναζήτησης διαβλέποντας ότι δεν υπάρχει αξιόπιστη εναλλακτική ριζοσπαστική και ανατρεπτική πρόταση «από τα αριστερά», μετά τη αστική μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό εισπράττει από τη στάση των μαζών και το ΚΚΕ και η ΛΑΕ, αλλά και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ για διαφορετικούς λόγους η κάθε πολιτική δύναμη.
Χωρίς αυτή τη διαπίστωση για τις κυοφορούμενες διεργασίες μέσα στις μάζες δεν μπορεί να γίνει κατανοητή η πολιτική κατάσταση όπως διαμορφώνεται σήμερα και δείχνει ότι η πολιτική κρίση της αστικής τάξης θα συνεχιστεί. Γιατί, παρά τα ελέγξιμα, για την εγκυρότητά τους αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων, ένα πράγμα δεν μπορούν να κρύψουν: Τη βαθιά ψυχική και πολιτική απόσταση των ψηφοφόρων από το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του. Στο πλαίσιο αυτό, κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο οι εκλογές να αποδειχτούν επιζήμιες και να δημιουργήσουν και στον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα περισσότερα προβλήματα από όσα υποτίθεται πάνε να λύσουν με τη διαμόρφωση όρων πολιτικής σταθερότητας με κυρίαρχο το «νέο ΣΥΡΙΖΑ».
Το κυρίαρχο λοιπόν στοιχείο της νέας πολιτικής κατάστασης είναι η τάση που τείνει να κατασταλάζει στη συνείδηση των λαϊκών μαζών ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ είναι ένας από τους βασικότερους παράγοντες του προβλήματος και όχι της λύσης και της διεξόδου από την κρίση. Αυτό είναι και το κύριο πρόβλημα της αστικής τάξης. Πάνω στην προσπάθεια υπέρβασης αυτού του προβλήματος γίνονται οι όποιες κινήσεις για το μετεκλογικό κομματικό τοπίο, που όλα τα ως τώρα δεδομένα ρέπουν προς μια κυβέρνηση συνεργασίας, όπου είναι αριθμητικά σχεδόν αδύνατο να προκύψει χωρίς την συμμετοχή και του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ.
Σ’ αυτό το φόντο η αστική τάξη μελετάει κινήσεις για ανασύνταξη των δυνάμεών της «από τα δεξιά», προκειμένου να προσαρμοστούν στις πολιτικές ανάγκες της νέας κατάστασης. Εδώ πρέπει να ενταχθούν δύο παράμετροι αυτής της κινητικότητας. Η πρώτη αφορά τις διεργασίες που έχουν εμφανιστεί για την ενσωμάτωση της Χρυσής Αυγής στο «συνταγματικό τόξο» και τις «φιλοευρωπαϊκές» δυνάμεις. Η δεύτερη παράμετρος αφορά τις διεργασίες εντός της Νέας Δημοκρατίας, όπου είναι ανοιχτό το ζήτημα να προκύψει μια νέα πολιτική δύναμη μέσω διάσπασης, που θα επιχειρήσει να καλύψει το χώρο ανάμεσα στη Νέα Δημοκρατία και τη Χρυσή Αυγή. Το πώς θα εξελιχτούν αυτές οι κινήσεις, αν θα καρποφορήσουν, για το αν είναι σε αντιπαράθεση ή αν θα συναντηθούν στην πορεία είναι ένα ερώτημα ανοιχτό στο πλαίσιο των γενικότερων εξελίξεων και ανακατατάξεων με τις οποίες αλληλεπιδρούν.
Αυτό που πρέπει να κρατήσουμε αυτή τη στιγμή είναι η προσπάθεια από τα ίδια τα στελέχη της νεοναζιστικής οργάνωσης της Χρυσής Αυγής να εκπέμψουν ένα διαφορετικό πολιτικό στίγμα με δύο βασικά χαρακτηριστικά το τελευταίο τρίμηνο:
- Το ένα είναι η ανοιχτή και χωρίς περιστροφές στήριξη που δίνουν στην αστική τάξη ως προς την υπεράσπιση της στρατηγικής της για την παραμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ. «Η Ελλάδα δεν μπορεί να πάει τώρα στη δραχμή γιατί δεν διαθέτει εθνική παραγωγή» είναι η φράση που ακούμε συχνά το τελευταίο διάστημα και στο πλαίσιο αυτό κεντρικό προεκλογικό σύνθημα της Χρυσής Αυγής είναι οι εγγυήσεις που δίνει για «σκληρή δουλειά των Ελλήνων για την ανάπτυξη της εθνικής παραγωγής».
Ήταν αποκαλυπτικός ο αρχηγός της Χρυσής Αυγής Νίκος Μιχαλολιάκος πριν από λίγες μέρες στο contra channel: «Με την Ευρωπαϊκή Ένωση σαν ιδέα θα μπορούσα να πω ότι θα συμφωνούσαμε εφόσον βλέπαμε την Ευρώπη δίπλα μας, αλλά δεν την έχουμε δει δίπλα μας» λέει αρχικά στο ερώτημα αν συμφωνεί με την Ευρωπαϊκή Ένωση και όταν του τίθεται το ερώτημα αν τάσσεται υπέρ της εξόδου απαντά αρνητικά: «Δεν είμαι (σ.σ. υπέρ του) να φύγουμε, γιατί δεν μπορείς να φύγεις έτσι εύκολα από τη στιγμή που βρίσκεσαι 34 ακριβώς χρόνια και η ελληνική οικονομία έχει σήμερα διάρθρωση σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Ένωση (…) ούτε από το ευρώ αυτή τη στιγμή».
- Το άλλο είναι η αλλαγή ρητορικής της Χρυσής Αυγής με την εγκόλπωση στο λεξιλόγιό της μιας πρωτόγνωρης για την ταυτότητά της φρασεολογίας που περιλαμβάνει τις έννοιες δημοκρατία και σύνταγμα, απευθύνοντας στις άλλες πολιτικές δυνάμεις κατηγορίες για «αντιδημοκρατική» συμπεριφορά απέναντί της. Είναι χαρακτηριστική η φράση του Χρήστου Παππά ότι «το πολιτικό πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι πρόβλημα πολιτεύματος αλλά προσώπων», το οποίο υιοθετεί τώρα τελευταία η Χρυσή Αυγή, αλλά και οι υποκριτικές δηλώσεις αποστασιοποίησης, που κάνει ο Νίκος Μιχαλολιάκος, για την προηγούμενη τραμπούκικη και δολοφονική δράση της στο όνομα του ότι «δεν προσέφεραν κάτι».
Η δεύτερη παράμετρος που αφορά στις εξελίξεις μέσα στη Νέα Δημοκρατία δεν καθιστούν τυχαίο γεγονός ότι αμέσως μετά το δημοψήφισμα βρίσκεται με «μεταβατικό» αρχηγό. Αρχίζουν πια να εμφανίζονται δημοσιεύματα σε κυριακάτικες εφημερίδες που κάνουν λόγο για δημιουργία νέου κόμματος στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας («που θα καλύπτει το χώρο ανάμεσα στη ΝΔ και τη ΧΑ») με βασικούς εκφραστές στελέχη ακροδεξιάς προέλευσης (κατά κύριο λόγο, χωρίς να εξαντλείται σ’ αυτά), αλλά απόλυτα ταυτισμένα με την κυρίαρχη πολιτική των μνημονίων, που δηλώνουν ότι πιστεύουν στα μνημόνια.
Ωστόσο, από την ανθρωπογεωγραφία αυτών των στελεχών διακρίνουμε ένα αξιοσημείωτο γεγονός, που έγκειται στην άποψη των περισσότερων από αυτά τα στελέχη, που εισηγούνταν στον Βαγγέλη Μεϊμαράκη να μην ψηφιστεί το τρίτο μνημόνιο από τη Νέα Δημοκρατία, προκειμένου να το χρεωθεί αποκλειστικά ο ΣΥΡΙΖΑ και όσοι άλλοι θα το ψήφιζαν. Αλλά και τώρα τάσσονται κατά μιας κυβέρνησης συνεργασίας που περιλαμβάνει την ταυτόχρονη συμμετοχή της Νέας Δημοκρατίας και του ΣΥΡΙΖΑ (πχ Βορίδης), που είναι βασική θέση της ηγεσίας της αξιωματικής αντιπολίτευσης σ’ αυτές τις εκλογές για την μετεκλογική πολιτική σταθερότητα.
Το κοινό στοιχείο που έχουν αυτές οι δύο παράμετροι στα δεξιά του πολιτικού συστήματος είναι ότι συναντιούνται από διαφορετικούς δρόμους στη λογική του «ευρώ και ξερό ψωμί» και ταυτόχρονα αποστασιοποιούνται δημαγωγικά από το τρίτο «αριστερό» μνημόνιο, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Δεν είναι χωρίς σημασία από αυτή την άποψη και η στάση της Χρυσής Αυγής τόσο στο δημοψήφισμα όσο και στην ψηφοφορία εντός της βουλής, όσο και οι διαρροές των στελεχών της Νέας Δημοκρατίας που έπαιξαν στο σενάριο της καταψήφισης του «μνημονίου Τσίπρα».
Σε κάθε περίπτωση πάντως μετά τη χρεοκοπία της μικροαστικής γραμμής του ΣΥΡΙΖΑ για αμφισβήτηση της κυρίαρχης πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στη μετατροπή του σε αριστερό ψάλτη της αναγκαιότητας αυτής της πολιτικής, η αστική τάξη ψάχνει και από τα δεξιά της ανάλογους ψάλτες και εφεδρείες για να κρατήσει υπό τον έλεγχό της τις εξελίξεις, επαναφέροντας σ’ αυτό το πλαίσιο το σενάριο, με όποια μορφή θα μπορούσε να προκύψει, της «σοβαρής Χρυσής Αυγής».
Ήδη από την πρώτη Αυγούστου είχε εμφανιστεί και σχετική αρθρογραφία σε φιλικά διακείμενες προς τη Χρυσή Αυγή ιστοσελίδες, που μιλούν για την ανάγκη ενός «συνεδρίου επανίδρυσης» και «ανανέωσης» της Χρυσής Αυγής που «θα αποκηρύξει τη ρετσινιά ότι είναι νεοναζιστικό κόμμα», που θα συμβάλλει ώστε η Χρυσή Αυγή να καθιερωθεί ως «ένα πατριωτικό εθνικιστικό κόμμα με ευρωπαϊκό προσανατολισμό» και «να περάσει από το στάδιο της καταγγελίας στο στάδιο των προτάσεων».
Μάλιστα στο συγκεκριμένο άρθρο τοποθετείται και χρονικός ορίζοντας ενός-δύο ετών το πολύ, γι’ αυτήν την «ανανέωση» και σε «πρόσωπα» και σε «ιδέες», ενώ γίνεται και μια «πρόβλεψη», που αξίζει καταγραφής και δεν αφορά τίποτε άλλο παρά την εξέλιξη της δίκης της Χρυσής Αυγής:
«Η Χρυσή Αυγή – και αυτό το ξέρουν όλοι – θα αθωωθεί όταν και όποτε πραγματοποιηθεί το πολιτικό δικαστήριο της Χρυσής Αυγής.
Εξαιρώντας 2-3 περιπτώσεις ανθρώπων που έχουν κάνει αξιόποινες πράξεις, είναι 100% βέβαιο ότι η ηγεσία πολιτικά και ηθικά θα δικαιωθεί από την δικαιοσύνη. Το ξέρουν όλοι και ο μόνος λόγος που θα καθυστερήσει η απόφαση θα είναι ακριβώς αυτός, να καθυστερήσουν την αθώωση της Χρυσής Αυγής».
Σε αυτή την «προφητεία» -ειδικά δε αν επιβεβαιωθεί- δεν έχουμε παρά να θυμηθούμε πως μέχρι πριν από λίγους μήνες η αστική τάξη «δαιμονοποιούσε» το ΣΥΡΙΖΑ και τη Χρυσή Αυγή ως τα «δύο άκρα» και μιλούσε στο όνομα του «ευρωπαϊκού δημοκρατικού και συνταγματικού τόξου», ενώ τώρα προστρέχει να χαιρετίσει τη στροφή στο ρεαλισμό του ΣΥΡΙΖΑ, εκφράζει την προτίμησή της σε μια πρωθυπουργία του Αλέξη Τσίπρα σε κυβέρνηση συνεργασίας και καλεί τη Χρυσή Αυγή να αποτινάξει τη «ρετσινιά» και από ένα «κόμμα αντιπολίτευσης και διαμαρτυρίας» να μετατραπεί σε «εναλλακτική κυβερνητική λύση».
Τι άλλο να πούμε για την αστική υποκρισία από τη στιγμή που η αστική δημοκρατία αποδεικνύεται για ακόμα μια φορά ιδιαίτερα στοργική και ευρύχωρη για να χωρέσει ακόμα και τα «άκρα» και τι άλλο να αναφωνήσουμε εκτός από το στίχο ενός παλιού τραγουδιού: «βρε πως αλλάζουν οι καιροί»;
COMMENTS