Η Άνγκελα Μέρκελ εξέφρασε την αισιοδοξία της ότι «μετά το αποτέλεσμα των εκλογών (Σ.Σ. στη χώρα μας) θα μπορέσει να προχωρήσει η εφαρμογή του μνημονίου, γιατί αποτελεί μια καλή συμφωνία». Δε γνωρίζουμε που βασίζει αυτήν την αισιοδοξία της η καγκελάριος, αλλά το βέβαιο είναι ότι κάτι θα ξέρει παραπάνω απ’ ότι γνωρίζουμε εμείς.
Την ίδια στιγμή ο Γιάννης Πρετεντέρης, σε σχόλιό του στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του Mega, τα «έριξε» κανονικά στη Νέα Δημοκρατία και το ΣΥΡΙΖΑ αλλά και στα άλλα μνημονιακά κόμματα, γιατί ενώ τσακώνονται «για το τίποτα» δε λένε κουβέντα για το τι θα κάνουν αυτά τα κόμματα, κυρίως η Νέα Δημοκρατία και ο ΣΥΡΙΖΑ, για το γεγονός ότι μέχρι την 31η του Δεκέμβρη πρέπει η χώρα μας να αποπληρώσει δόσεις για το χρέος ύψους 11.5δισ. ευρώ.
Μάλλον ο Γιάννης Πρετεντέρης επιθυμεί να πέσουν οι τόνοι μεταξύ του «παλιού», της Νέας Δημοκρατίας, και του «νέου», του ΣΥΡΙΖΑ, που ως «παλιόνεο» συναντήθηκαν στην ψήφιση του νέου του μνημονίου, γιατί, ως πιο πρακτικό και ρεαλιστικό πνεύμα, αναρωτιέται ότι: αφού υπάρχει η νέα συμφωνία – μνημόνιο, ψηφισμένο και από το «παλιό» αλλά και από το «νέο» και μάλιστα με πρωτοβουλία του «νέου», για ποιο λόγο αυτός ο «τσακωμός»;
Ίσως, πάλι, γιατί πρέπει να συμβάλει στην προετοιμασία ενός μετεκλογικού σκηνικού, που θα προβλέπει μια κυβέρνηση συνεργασίας, η οποία θα πρέπει να πάρει, με βάση το μνημόνιο, πολύ σκληρά μέτρα – τον Γολγοθά για τον οποίο μίλησε ο Γιάννης Πρετεντέρης, που πρέπει να περάσουν και δεν πρόκειται με τίποτα να τον αποφύγουν οι εργαζόμενοι – και που γι’ αυτό το λόγο η πολιτική αντιπαράθεση πρέπει να κινείται σε ορισμένα «κόσμια» όρια, γιατί η επόμενη ημέρα από τις εκλογές πρέπει να είναι ημέρα «συνεννόησης».
Από πρώτη άποψη, λοιπόν, η αισιοδοξία της Άνγκελα Μέρκελ μπορεί να φαίνεται σε αντίθεση με το σχόλιο και την «κατσάδα» του Γιάννη Πρετεντέρη αλλά μάλλον έχουν κοινή κατάληξη. Έτσι τώρα μπορούμε να δώσουμε και μια πιο «προχωρημένη» εξήγηση, γιατί τα αστικά ΜΜΕ διαφήμισαν τόσο πολύ το «τετ α τετ» του Αλέξη Τσίπρα με τον Ευάγγελο Μεϊμαράκη στην Κρήτη.
Φυσικά ο Αλέξης Τσίπρας επιμένει στη στοχευμένη πολεμική του ρητορεία ενάντια στη Νέα Δημοκρατία και στο προπαγανδιστικό του σχήμα ότι το «νέο» πρέπει να «τελειώνει και να ξεριζώσει» το «παλιό», αφήνοντας, όμως, και ένα παράθυρο ανοιχτό για συνεργασίες, ανάλογα με το εκλογικό αποτέλεσμα, υπονοώντας σαφώς το Ποτάμι και το ΠΑΣΟΚ.
Παράλληλα κινείται και ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης ποντάροντας στην κατάκτηση της πρώτης θέσης στις εκλογές, όπως και ο Τσίπρας, προετοιμάζοντας μια κυβέρνηση συνεργασίας, που δεν αποκλείει ακόμη και το ΣΥΡΙΖΑ. Και αυτός αφήνει το ίδιο παράθυρο ανοιχτό προς το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι. Ο κοινός παρονομαστής που προκύπτει έτσι κι αλλιώς είναι η κυβέρνηση συνεργασίας.
Και εάν τώρα φέρουμε στο μυαλό μας τα όσα είπε ο Αλέξης Τσίπρας στην τηλεοπτική του συνέντευξη στον «ΑΛΦΑ», που δεν απέκλειε κυβέρνηση συνεργασίας χωρίς αυτός να είναι πρωθυπουργός, τότε, ως προέκταση αυτής της εκδοχής, γιατί να μην προκύψει μια κυβέρνηση συνεργασίας χωρίς Τσίπρα ή Μεϊμαράκη;
Σε κάθε περίπτωση το ζητούμενο είναι η σταθεροποίηση του αστικού πολιτικού συστήματος, η οποία, όμως, δε φαίνεται να προκύπτει εύκολα.
Ο λόγος, ο βασικότερος, που δε φαίνεται να προκύπτει η σταθεροποίηση του αστικού πολιτικού συστήματος είναι ότι το «παλιό» και το «νέο» είναι μια εικονική διαμάχη, που οι λαϊκές μάζες την έχουν αντιληφθεί και έχουν αποστασιοποιηθεί, μέχρι ενός βαθμού, γιατί ακόμη και με την απλή λαϊκή λογική έχουν καταλάβει ότι υπάρχει η βάση της ενοποίησης του «παλιού» και του «νέου», το μνημόνιο, τις συνέπειες του οποίου καταλαβαίνουν, αλλά και όλοι τις το λένε, ότι θα τις φορτωθεί.
Ουδείς εργαζόμενος σ’ αυτήν τη χώρα δεν πιστεύει ότι η θέση του θα καλυτερεύσει μετά τις εκλογές. Αντίθετα όλοι πιστεύουν ότι η θέση τους θα χειροτερεύσει. Και αυτό ομολογείται πλέον απ’ όλους και έτσι εξηγείται και η «κατσάδα» του Γιάννη Πρετεντέρη προς τις αστικές πολιτικές δυνάμεις για «συνεννόηση», μια και ανοιχτά και αυτός μιλάει για το Γολγοθά, που θα περάσουν οι εργαζόμενοι.
Από μία άποψη αυτό δείχνουν και οι δημοσκοπήσεις, που έχουν εμφανιστεί μέχρι τώρα, ανεξάρτητα από το εάν παρουσιάζουν την προεκλογική διαπάλη της Νέας Δημοκρατίας και του ΣΥΡΙΖΑ, αυθεντικά ή όχι, ως ντέρμπι. Αυτό δείχνει και η ζωντανή καθημερινότητα από την επαφή με τον κόσμο, ο οποίος έχοντας πρακτικό νου αναρωτιέται γιατί να ψηφίσει το «παλιό» ή το «νέο» αφού και τα δύο θα φέρουν το «παλιό», το μνημόνιο, που θα είναι ακόμη χειρότερο.
Γίνεται, δηλαδή, μια προσπάθεια να επανέλθει το πολιτικό σύστημα στους δύο βασικούς πολιτικούς πυλώνες του με συμπληρωματικές πολιτικές δυνάμεις το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι, αλλά αυτό δε σημαίνει και ότι το αστικό πολιτικό σύστημα θα σταθεροποιηθεί, από την άποψη ότι οι λαϊκές μάζες δε φαίνεται να παρακολουθούν «κατά γράμμα» αυτό το εγχείρημα.
Το γεγονός ότι μέχρι τώρα δεν έχει εμφανιστεί στον ορίζοντα, κατά έναν πιο καθαρό τρόπο, μια άλλη πολιτική δύναμη, που να μπορεί να συσπειρώσει τις λαϊκές μάζες σαν το αντίπαλο δέος του αστικού κομματικού συστήματος είναι το δεύτερο στοιχείο, που πρέπει να κρατήσουμε.
Επομένως εδώ αναδεικνύεται μια άλλη πλευρά του πολιτικού προβλήματος της χώρας μας ότι οι λαϊκές μάζες αισθάνονται να μην αντιπροσωπεύονται από μια εναλλακτική πρόταση, που θα τις βγάλει από την οικονομική κρίση, τη χρεοκοπία και την εξαθλίωση.
Και αυτό, κατά τη γνώμη μας, είναι το σοβαρότερο στοιχείο, που προκύπτει από την ανάλυση αυτής της περιόδου, γεγονός που πρέπει να προβληματίσει ιδιαίτερα την ηγεσία του ΚΚΕ για την εκλογική τακτική, που έχει υιοθετήσει.
Σημειώνουμε αυτό το γεγονός, γιατί πιστεύουμε ότι υπάρχουν έντονες διεργασίες μέσα στις λαϊκές μάζες, που δεν βρίσκουν έκφραση και που η ηγεσία του Κόμματος δε δείχνει να μπορεί να αποκαταστήσει μια επαφή μαζί τους και να τις εκφράσει, να τραβήξει αυτές τις λαϊκές μάζες με την πολιτική του Κόμματος. Κάποτε πρέπει να σκεφτεί ότι δε φταίει πάντα ο …γιαλός. Ότι δεν είναι …στραβός.
Και το σοβαρότερο. Αυτές οι διεργασίες δεν αφήνουν «απ’ έξω» το ΚΚΕ και τις δυνάμεις του. Είναι περισσότερο σύνθετες και σε καμία περίπτωση δε σημαίνει ότι δε σημειώνονται ανακατατάξεις και στις δικές του δυνάμεις. Και ίσως στον άμεσο περίγυρό του.
Οι λαϊκές μάζες βρίσκονται μπροστά σε ένα σοβαρό δίλημμα: Τι ακριβώς να ψηφίσουν; Από τη μια μεριά βρίσκονται όλα τα μνημονιακά κόμματα. Οι λαϊκές μάζες γνωρίζουν ότι κάτω από οποιοδήποτε μείγμα «συνεννόησης» των μνημονιακών δυνάμεων το Γολγοθά δε θα τον αποφύγουν.
Από την άλλη βρίσκεται το ΚΚΕ, η Λαϊκή Ενότητα και η Χρυσή Αυγή, η οποία φροντίζει συστηματικά να ψαρεύει σε θολά νερά και από αυτήν την άποψη αποτελεί κίνδυνο με μια πιθανή αύξησή της.
Η Λαϊκή Ενότητα με μη κατασταλαγμένη πολιτική πρόταση και με μία ετερογένεια στη σύνθεσή της προσπαθεί να εκφράσει τους απογοητευμένους με την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είναι βέβαιο ότι θα τα καταφέρει.
Το γενικό πνεύμα, όμως, των βαθύτερων διεργασιών που συντελούνται στις λαϊκές μάζες, οι οποίες έχουν πολύ περισσότερες εμπειρίες απ’ ότι προηγούμενα, θα έπρεπε να τις εκφράσει το ΚΚΕ. Από τις μέχρι τώρα δημοσκοπήσεις δεν προκύπτει. Ελπίζουμε να προκύψει από το εκλογικό αποτέλεσμα.
COMMENTS