Και τώρα τι (πρέπει να) κάνουμε; (5.2)

Οι αντιφάσεις της πολιτικής του ΚΚΕ

Έχει σημασία να καθορίσουμε την κύρια αιτία των αντιφάσεων που παρουσιάζει στην πολιτική του το Κόμμα μας, το ΚΚΕ. Και αυτή δεν είναι άλλη από το γεγονός ότι η ηγεσία του Κόμματος δε μπορεί να καθορίσει και να συνδυάσει το σύστημα των αντιθέσεων διεθνώς και πως αυτές εκφράζονται συγκεκριμένα στη χώρα μας. Αυτό το γεγονός την παρασύρει στο να μη μπορεί να αποτυπώσει, στη συνέχεια, συγκεκριμένα τις σχέσεις των τάξεων και στη χώρα μας και, κατά προέκταση, να καθορίσει και τα αντίστοιχα καθήκοντα.

Αυτή η αδυναμία, βέβαια, είναι το παράγωγο πρακτικό αποτέλεσμα μιας γενικότερης ιδεολογικοπολιτικής αντίληψης της ηγεσίας του Κόμματος, που έχει να κάνει με το πώς αντιμετωπίζει το σύγχρονο ιμπεριαλισμό.

Αν π.χ. θεωρείς ότι ο σύγχρονος καπιταλισμός έχει εξελιχτεί σε μια «ιμπεριαλιστική πυραμίδα», εγκαταλείποντας ουσιαστικά τη θεωρία του Β. Ι. Λένιν για τον ιμπεριαλισμό, τότε αλλάζεις και τη θέση και το ρόλο της χώρας στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα και αντίστοιχα αλλάζεις και τη σχέση της ντόπιας αστικής τάξης με τις άλλες αστικές τάξεις των άλλων χωρών.

Αυτό δε σημαίνει ότι από την πλευρά μας υποτιμάμε την επιδίωξη της ντόπιας αστικής τάξης να επεκταθεί σε άλλες χώρες. Δεν είναι αυτός καινούργιος στόχος της αστικής τάξης της χώρας μας.

Ούτε υποτιμάμε το γεγονός ότι ο Ελληνικός καπιταλισμός βρίσκεται στο μονοπωλιακό στάδιο εξέλιξης του καπιταλισμού. Ίσα – ίσα, που με βάση αυτήν την εξέλιξη θέση μας είναι ότι οι αντικειμενικές συνθήκες είναι ώριμες για το πέρασμα στο σοσιαλισμό.

Η απολυτοποίηση ότι ο Ελληνικός καπιταλισμός βρίσκεται στο στάδιο του μονοπωλιακού καπιταλισμού, όμως, δε σημαίνει, ταυτόχρονα, ότι βασικά χαρακτηριστικά του Ελληνικού καπιταλισμού, όπως είναι η πολιτική και οικονομική εξάρτηση, έχουν πάψει να υπάρχουν και όχι μόνο να υπάρχουν αλλά και να δυναμώνουν.

Κάνοντας, επομένως, μια συγκεκριμένη ανάλυση για τον Ελληνικό καπιταλισμό δε μπορείς παρά να περιλαμβάνεις το σύνολο των αντιθέσεων που τον χαρακτηρίζουν, ιδιαίτερα εκείνες, που έχουν βαθιά ριζωθεί στην Ελληνική κοινωνία και χαρακτηρίζονται ως ιδιομορφίες του Ελληνικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού. Να υποτάσσεις το σύνολο των αντιθέσεων στη βασική αντίθεση. Η παράλειψη μιας τέτοιας θεώρησης σε οδηγεί σε λάθη τόσο στον οικονομικό όσο και στον πολιτικό τομέα της δράσης σου.

Το λάθος που γίνεται εδώ από την πλευρά της ηγεσίας του Κόμματος είναι ότι δεν παίρνει υπόψη του το σύνολο των αντιθέσεων. Στέκεται μόνο στη βασική αντίθεση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, γεγονός που την οδηγεί να υποτιμάει όλες τις άλλες αντιθέσεις. Και φυσικά αυτή η θεώρηση εμφανίζεται τόσο στις οικονομικές επεξεργασίες του Κόμματος όσο και στις πολιτικές.

Ας παραθέσουμε ορισμένα συγκεκριμένα παραδείγματα για να διαπιστώσουμε το πώς εξελίχτηκαν οι θέσεις του Κόμματος σε συγκεκριμένους σταθμούς τα χρόνια της οικονομικής κρίσης, της χρεοκοπίας και της μνημονιακής πολιτικής:

  • Το γεγονός ότι η ηγεσία του Κόμματος ουσιαστικά απομακρύνθηκε από τη θεωρία του Β. Ι. Λένιν για τον ιμπεριαλισμό την οδήγησε να αντιμετωπίζει την Ελλάδα ως ιμπεριαλιστική δύναμη, αγνοώντας τη Λενινιστική υπόδειξη ότι ιμπεριαλιστική δύναμη είναι εκείνη, η οποία μπορεί, με το παγκόσμιο ρόλο που παίζει, να ανακατανέμει την παγκόσμια αγορά.

Τέτοια δύναμη η χώρα μας δε διαθέτει. Δε μπορεί να ανακατανέμει την παγκόσμια αγορά. Γι’ αυτό το λόγο και η αστική τάξη αναζητάει συγκεκριμένο στρατηγικό εταίρο ή συγκεκριμένους στρατηγικούς εταίρους. Η Ελλάδα είναι μια «τραβηγμένη» χώρα στην ιμπεριαλιστική πολιτική, γι’ αυτό το λόγο έχει γίνει «μπαλάκι» ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Γερμανία και τους γεωστρατηγικούς τους σχεδιασμούς. Αυτό τώρα το ξέρουμε πολύ καλά.

Και αυτή η αναζήτηση στρατηγικού εταίρου έχει δεσμεύσει και εγκλωβίσει τη χώρα μας σε συγκεκριμένες συμμαχίες, που δεν επιτρέπουν ούτε και μια επίσκεψη στη Μόσχα, γιατί διαταράσσονται οι σχέσεις των συμμάχων!

Αυτή η θεώρηση είχε ως αντικειμενικό αποτέλεσμα να παρουσιάζει, στηριγμένη και στο γενικό χαρακτήρα της εποχής, μια τάση ενοποίησης της παγκόσμιας οικονομίας με βάση το γεγονός ότι οι χώρες – που βρισκόταν στο στάδιο του μονοπωλιακού καπιταλισμού και έκαναν εξαγωγή κεφαλαίων, ήταν ιμπεριαλιστικές. Μάλιστα γινόταν μια αυθαίρετη επέκταση σ’ όλες τις χώρες.

Πέρα από το γεγονός ότι η εξαγωγή κεφαλαίων έχει αρχίσει πολύ πιο πριν τη διαμόρφωση του ιμπεριαλισμού, ως γενικού σταδίου του καπιταλισμού, και επομένως δεν είναι το ασφαλές κριτήριο (από μόνο του) για να χαρακτηριστεί μια χώρα ιμπεριαλιστική, η θεώρηση αυτή έφερε και μια υποτίμηση στο τι συνέβαινε με την πραγματική εξέλιξη της οικονομίας της χώρας μας, στα βασικά χαρακτηριστικά που παρουσίαζε.

Υποτιμήθηκε στην πράξη το γεγονός ότι η παραγωγική βάση της χώρας μας παρουσίαζε σοβαρά φαινόμενα αποδιάρθρωσης και προπαντός συρρίκνωσης των παραγωγικών της δυνάμεων, που είχαν άμεσες συνέπειες πάνω στους εργαζόμενους, παρά τη σχετική καταγραφή στα ντοκουμέντα του Κόμματος αυτής της εξέλιξης.

Όλη αυτή η συγκεκριμένη θεώρηση, που πρακτικά παρουσιαζόταν στον πολιτικό λόγο του Κόμματος πριν ακόμη το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, οδήγησε στη διατύπωση ενός αντίστοιχου πολιτικού λόγου με βάση τα γενικά χαρακτηριστικά της εποχής, έστω και εάν αντιμετωπίζονταν λαθεμένα.

Δηλαδή. Αφού βρισκόμαστε στην ιμπεριαλιστική εποχή, εποχή περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, αφού η χώρα μας είναι ιμπεριαλιστική, μια και διαθέτει μονοπωλιακό καπιταλισμό, το καθήκον το οποίο απορρέει είναι το πέρασμα στο σοσιαλισμό. Το συμπέρασμα, έστω και με λάθη, είναι σωστό αλλά μόνο ως γενική διατύπωση. Το έχουμε ξαναγράψει.

Ας θυμηθούμε μιαν ανάλογη διατύπωση που έκανε ο Β. Ι. Λένιν στην παρουσίαση του αναθεωρημένου προγράμματος του Κόμματος των Μπολσεβίκων. «Η εποχή των σοσιαλιστικών επαναστάσεων άνοιξε». Μόνο που από τη διατύπωση της γενικής εκτίμησης αμέσως πέρασε στη συγκεκριμενοποίηση αυτού του καθήκοντος.

Το νέο αναθεωρημένο πρόγραμμα των Μπολσεβίκων περιελάμβανε το γενικό στρατηγικό στόχο, το πέρασμα στο σοσιαλισμό, αλλά, ταυτόχρονα περιελάμβανε τα άμεσα και μεταβατικά αιτήματα, που χρησίμευαν στο να μετατρέψουν την «ασύγγνωστη ευπιστία» των λαϊκών μαζών σε δυσπιστία και άρνηση της αστικής κυβέρνησης και των οπορτουνιστικών δυνάμεων, που στήριζαν την αστική τάξη, για να αλλάξουν οι συσχετισμοί των δυνάμεων και κατ’ επέκταση οι σχέσεις των τάξεων.

Παραπέρα χρησίμευαν για να αντιμετωπίσουν τα άμεσα προβλήματα των λαϊκών μαζών, ενώ τα μεταβατικά μέτρα αφορούσαν, ταυτόχρονα, και τα άμεσα προβλήματα των λαϊκών μαζών, αλλά θα έπαιζαν τον κύριο ρόλο τους με την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας εκ μέρους της εργατικής τάξης και των συμμάχων τους κατά τη μεταβατική περίοδο.

Το κυρίαρχο γεγονός για να αλλάξουν οι συσχετισμοί, για να αποκαλυφθεί ο ρόλος των οπορτουνιστικών δυνάμεων, για να αποκαλυφθεί η αδυναμία της αστικής τάξης να δώσει λύση στα καυτά προβλήματα, που αντιμετώπιζαν οι λαϊκές μάζες, για να συνειδητοποιήσουν οι λαϊκές μάζες την ανάγκη να κατακτήσει η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της την πολιτική εξουσία, ήταν η μεταφορά όλης της αντιπαράθεσης στα κυρίαρχα προβλήματα που απασχολούσαν τις λαϊκές μάζες σε συνδυασμό με την προοπτική της κατάκτησης της εξουσίας από τις ίδιες τις λαϊκές μάζες.

Η ηγεσία του Κόμματος παρέμεινε και εξακολουθεί να παραμένει σ’ αυτήν τη γενική θεώρηση και ανάλυση με αποτέλεσμα να μη μπορεί να παρακολουθήσει την κίνηση των λαϊκών μαζών. Και κάτι χειρότερο. Μετέφερε αυτούσια αυτήν την ανάλυση στο Εργατικό Κίνημα με αποτέλεσμα να ακυρώσει και το ρόλο του ΠΑΜΕ.

  • Εκεί, όμως, που αυτή η γενική θεώρηση γύρω από το ζήτημα του ιμπεριαλισμού έπαιξε καταλυτικό ρόλο ήταν με την παγκόσμια οικονομική κρίση. Ενώ η συζήτηση για την οικονομική κρίση είχε ανοίξει από πολλά χρόνια πριν, ενώ από το 2007 παίρνονταν μέτρα για την αντιμετώπισή της, πριν το ξέσπασμα τον Οκτώβρη του 2008, η ηγεσία του Κόμματος θεωρούσε όλη αυτήν τη συζήτηση προσχηματική για να παίρνονται μέτρα σε βάρος της εργατικής τάξης.

Έχασε τα όρια ανάμεσα στο πραγματικό γεγονός της οικονομικής κρίσης, που οδηγεί σε καταστροφικά φαινόμενα για την ίδια την παραγωγική διαδικασία, την εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα και στη διαρκή πρόθεση των αστικών τάξεων να παίρνουν μέτρα, που να μειώνουν τις αποδοχές των εργαζομένων με διάφορους τρόπους.

Αυτό το γεγονός βρήκε το Κόμμα και το Εργατικό Κίνημα τόσο ανέτοιμο, που δεν υπήρξε κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης. Οι αγώνες που ξεσπάνε ιδιαίτερα τη διετία ’10 – ’12 ήταν η άμυνα της εργατικής τάξης απέναντι στα μέτρα που παίρνονταν και όχι η επίθεση της εργατικής τάξης για έξοδο από την οικονομική κρίση.

Και εδώ έρχονται και συναντώνται δύο γεγονότα. Η υποτίμηση των οικονομικών εξελίξεων από τη δεκαετία του ’80 και οι επιπτώσεις τους πάνω στην παραγωγική βάση της χώρας μας και η νέα όξυνση που προσδίδει στην οικονομική κρίση της χώρας μας η παγκόσμια οικονομική κρίση.

Και τα δύο αυτά τα γεγονότα η ηγεσία του Κόμματος προσπαθεί να τα αντιμετωπίσει μεταφέροντας τη συζήτηση από το πραγματικό πεδίο της οικονομικής κρίσης στο τι μέτρα θα πάρει η σοσιαλιστική εξουσία, ακριβώς γιατί δε μπορεί να παρουσιάσει ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα με κατεύθυνση το σοσιαλισμό, που θα αντιμετωπίζει την οικονομική κρίση και που η έξοδος απ’ αυτήν θα είναι ο σοσιαλισμός.

Εδώ γίνεται ένα άλμα στη σκέψη της ηγεσίας του Κόμματος και νομίζει ότι ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης, που καταστρέφει και εξαθλιώνει την εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα, είναι να πείσει τους εργαζόμενους για το τι καθεστώς θα επικρατεί για τους αυτούς στο σοσιαλισμό.

Η σκέψη αυτή είναι αποδεικτική του ότι έχουμε τη διάσπαση του άμεσου με το μακροπρόθεσμο, τη διάσπαση της κυρίαρχης αντίθεσης με τη βασική. Δεν υπάρχει σύνδεση, δεν υπάρχει διαλεκτική ενότητα, δεν υπάρχει υποταγή του άμεσου και της κυρίαρχης αντίθεσης στο μακροπρόθεσμο και στη βασική αντίθεση, αντίθετα υπάρχει μόνο το μακροπρόθεσμο και η βασική αντίθεση.

Δεν περνάει από το μυαλό της ηγεσίας του Κόμματος ότι η εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης βρίσκονταν σε μια συγκεκριμένη κατάσταση – οικονομική, πολιτική, ιδεολογική, η συνέχεια είναι η εξαθλίωση και η καταστροφή, που επιτείνονται με τα μνημόνια, και ότι για να φτάσουν να συνειδητοποιήσουν την ανάγκη εξόδου από την οικονομική κρίση με σοσιαλισμό απαιτείται να διανύσουν μιαν απόσταση, στο επίπεδο της πολιτικής και ταξικής συνείδησης, που η ταχύτητα των γεγονότων και η ουσία τους βοηθάνε στο να «μαθαίνουν» οι λαϊκές μάζες σε πολύ λίγο χρόνο, όσα θα μάθαιναν σε πολλά χρόνια, όμως, αυτή η απόσταση αντιστοιχεί σε συγκεκριμένα βήματα, σε αντίστοιχα μέτρα και σε αντίστοιχες οικονομικές και πολιτικές πρωτοβουλίες.

  • Στο ίδιο πλαίσιο πρέπει να αντιμετωπιστεί και η στάση της ηγεσίας του Κόμματος απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την αποδέσμευση. Αναγνωρίζει ως τη μόνη ορθή πολιτική την αποδέσμευση της χώρας μας από την Ευρωπαϊκή Ένωση με άμεσο σοσιαλισμό.

Αυτή η θέση της ηγεσίας του Κόμματος την έχει φέρει σε τραγικά αδιέξοδα. Έχει φτάσει να συμπέσει στην επιχειρηματολογία της με την επιχειρηματολογία των θιασωτών της παραμονής στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ευρώ. Θεωρεί ότι η καταστροφή της χώρας μας, από οικονομική άποψη, θα είναι χειρότερη εάν υπάρξει αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ χωρίς σοσιαλιστική εξουσία.

Τελευταία έχει ενσωματώσει στην πολιτική της επιχειρηματολογία τα περί υποτίμησης του εθνικού νομίσματος, μείωσης των μισθών των εργαζομένων, αλματώδους αύξησης του πληθωρισμού, κ.α., που είναι και η βασική επιχειρηματολογία των υπερασπιστών του ευρώ.

Φροντίζει, βέβαια, να διευκρινίζει ότι όλα αυτά θα αποφευχθούν με τον άμεσο σοσιαλισμό, γιατί η λαϊκή εξουσία θα έχει πάρει τα κλειδιά της οικονομίας στα χέρια της.

Που βρίσκεται το λάθος; Το λάθος βρίσκεται ότι και στην περίπτωση ενός Grexit ή και αποδέσμευσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση η ηγεσία του Κόμματος δε μπορεί να εντάξει τη νέα κατάσταση που θα δημιουργηθεί στην πάλη με κατεύθυνση το σοσιαλισμό. Έτσι προτιμάει να παραμείνει μέσα στο ευρώ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση μέχρι να δημιουργηθούν οι συνθήκες αποδέσμευσης της χώρας μας με άμεσο σοσιαλισμό.

Αλλά δεν υπάρχει μόνο αυτό το λάθος. Μπορεί να μας εγγυηθεί η ηγεσία του Κόμματος ότι θα αποδεσμεύσει τη χώρα με άμεσο σοσιαλισμό χωρίς να υπάρξει υποτίμηση του εθνικού νομίσματος, πληθωρισμός και άλλες οικονομικές δυσκολίες έως ότου η παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας μας φτάσει σε τέτοιο σημείο ώστε να εξαλείψει αυτά τα φαινόμενα; Μέχρι σήμερα καμία σοσιαλιστική ή προοδευτική επανάσταση δεν απέφυγε τέτοιες καταστάσεις. Επομένως δε μπορεί να υπάρξει και καμία εγγύηση από την πλευρά της ηγεσίας του Κόμματος.

Νομίζουμε ότι έχουμε εκφράσει τις πιο βασικές πλευρές των οικονομικών αντιφάσεων της πολιτικής του Κόμματος. Αυτό που απομένει να δούμε είναι το πώς εκφράζονται αυτές στο πολιτικό επίπεδο. Αυτό θα είναι και το θέμα της επόμενης συνέχειας.

COMMENTS