Γύρω από το δίλημμα : «Ευρώ ή δραχμή» (3.2)

Το επαναστατικό πρόγραμμα  και τα μεταβατικά αιτήματα

Περνάμε, τώρα,  στο βασικότερο ζήτημα του άρθρου μας, του πως μπορεί να διαμορφωθεί ένα συγκεκριμένο επαναστατικό πρόγραμμα στη χώρα μας, που θα ανταποκρίνεται στην ιστορική εξέλιξη της Ελληνικής κοινωνίας και της σημερινής πραγματικότητας της χώρας μας.

Ο πρώτος παράγοντας, που παίζει και τον καθοριστικότερο ρόλο στη σύνταξη ενός επαναστατικού προγράμματος, είναι η διαπίστωση ότι ο Ελληνικός κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός βρίσκεται στο στάδιο του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Συνέχεια αυτής της διαπίστωσης είναι ότι η κοινωνική σύνθεση της χώρας μας φέρνει την εργατική τάξη να είναι η πλειοψηφούσα τάξη σε σχέση με τα μικροαστικά στρώματα.

Από μόνο του αυτό το γεγονός υποδηλώνει την ωρίμανση των αντικειμενικών συνθηκών για το πέρασμα στο σοσιαλισμό, καθορίζει τον άμεσο στρατηγικό στόχο ενός επαναστατικού κόμματος (και σε σχέση με τον υποκειμενικό παράγοντα, την εργατική τάξη, ως πλειοψηφικής κοινωνικής δύναμης).

Όρος απαραίτητος για το πέρασμα στο σοσιαλισμό είναι η ολόπλευρη ιδεολογικοπολιτική προετοιμασία και η οργάνωση της εργατικής τάξης, η σφυρηλάτηση της κοινωνικής συμμαχίας της εργατικής τάξης με τους μισοπρολετάριους και τα πιο φτωχά μικροαστικά στρώματα της πόλης και του χωριού, η διεξαγωγή της ταξικής πάλης στον οικονομικό, τον πολιτικό και ιδεολογικό τομέα, γεγονός που προϋποθέτει και την αυτοτελή δράση της επαναστατικής πρωτοπορίας της εργατικής τάξης.

Ακριβώς τον ίδιο όρο τοποθέτησε και ο Β. Ι. Λένιν μετά την πραγματοποίηση της αστικοδημοκρατικής επανάστασης του Φλεβάρη του 1917 για το πέρασμα «από το πρώτο στάδιο της επανάστασης στο δεύτερο». Και μάλιστα, για να είμαστε και ιστορικά ακριβείς, αυτό το καθήκον το τοποθετεί στο άρθρο του: «Σχέδιο θέσεων της 4 (17) του Μάρτη 1917» (Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, Τόμος 30, σελ. 1-6).

Γράφει ο Β. Ι. Λένιν: «Γι’ αυτό, το επαναστατικό προλεταριάτο δεν μπορεί να βλέπει την επανάσταση της 1 (14), ΙΙΙ, παρά σαν μια πρώτη του, κάθε άλλο ακόμη πλήρη, νίκη στο μεγάλο δρόμο, δεν μπορεί παρά να βάζει σαν καθήκον του τη συνέχιση της πάλης για την κατάκτηση της λαοκρατικής δημοκρατίας και του σοσιαλισμού». Και συνεχίζει: «Μόνο με την κατατόπιση των πιο πλατιών μαζών του πληθυσμού και την οργάνωσή τους εξασφαλίζεται η πλήρης νίκη στο επόμενο στάδιο της επανάστασης και η κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική κυβέρνηση», για να καταλήξει «(…) είναι απαραίτητη η ιδεολογική και οργανωτική αυτοτέλεια του Κόμματος του επαναστατικού προλεταριάτου (…)» (στο ίδιο σελ. 5).

Οι διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των συνθηκών που επικρατούσαν στη τότε Ρωσία σε σχέση με τις σημερινές συνθήκες της χώρας μας είναι ότι στην πορεία περάσματος στο σοσιαλισμό δεν υπάρχει το πρώτο στάδιο, αυτό που καθορίστηκε ως αστικοδημοκρατικό και ότι η εργατική τάξη δεν είναι μειοψηφία στον πληθυσμό με πλειοψηφούσα κοινωνική δύναμη τα μικροαστικά στρώματα, τους αγρότες ιδιαίτερα.

Όπως εύκολα γίνεται κατανοητό από τη στιγμή που η αστική τάξη παίρνει την εξουσία ο άμεσος στρατηγικός στόχος της επαναστατικής πρωτοπορίας δε μπορεί να είναι άλλος παρά η προλεταριακή επανάσταση. Γι’ αυτό το λόγο είναι παντελώς συκοφαντική η κατηγορία, που έχει εκτοξευτεί, κατά καιρούς, από την ηγεσία του Κόμματος ενάντια στη «Νέα Σπορά» ότι ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό παρεμβάλλει κάποιον τρίτο (ποιον άραγε;) κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό.

Στη χώρα μας, επομένως, τόσο από την άποψη των υλικών, αντικειμενικών συνθηκών, πολύ περισσότερο, που η εργατική τάξη είναι η πλειοψηφούσα κοινωνική δύναμη, έχουν διαμορφωθεί οι συνθήκες για το πέρασμα στο σοσιαλισμό. Και όπως έχουμε γράψει σε άλλα άρθρα μας θεωρούμε ότι αυτές οι συνθήκες είναι ώριμες σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρώπης γενικότερα, για να περιοριστούμε στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο.

Αυτό που δεν έχει ωριμάσει – για διάφορους λόγους, που ήδη έχουμε αναπτύξει, αλλά θα τους επαναφέρουμε – είναι η ιδεολογικοπολιτική προετοιμασία της εργατικής τάξης και η οργάνωσή της για να επιτελέσει το ιστορικό της καθήκον.

Ένας άλλος παράγοντας που είναι άμεσα συνυφασμένος με τον προηγούμενο είναι η εμφάνιση του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού στη χώρα μας. Ως κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός από τον Β. Ι. Λένιν καθορίστηκε η «συνύφανση των μονοπωλίων με το κράτος». Αποτελεί γενικό χαρακτηριστικό των χωρών με μονοπωλιακό καπιταλισμό την εποχή του ιμπεριαλισμού.

Το συστηματικό λάθος που γίνεται σε σχέση με τον κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό είναι ότι αυτός συνδέεται αποκλειστικά και μόνο με την εμφάνιση των κρατικών μονοπωλίων. Μια τέτοια θέση οδηγεί μοιραία στην αντίληψη, ότι στην σημερινή περίοδο εξέλιξης του καπιταλισμού, που επιχειρούνται οι αποκρατικοποιήσεις, δεν ισχύει η επεξεργασία του Β. Ι. Λένιν για τον κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό.

Αυτή η θέση είναι θεμελιακά λάθος, γιατί δεν παίρνει υπόψη της ότι το κυρίαρχο στοιχείο στη Λενινιστική επεξεργασία είναι η συνύφανση του κράτους με τα μονοπώλια, γεγονός που στις μέρες μας έχει ενισχυθεί, ανεξάρτητα από τις αποκρατικοποιήσεις που γίνονται.

Θα προσθέταμε ότι και αυτές οι αποκρατικοποιήσεις είναι κρατικομονοπωλιακές ρυθμίσεις, γιατί το κράτος παίρνει μέτρα ενίσχυσης των μονοπωλίων, τα οποία δεν είναι απαραίτητα ιδιωτικά και κυρίως αφορούν αποκρατικοποιήσεις προς όφελος των ισχυρών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.

Γίνεται προσπάθεια, με πολύ μεγάλες δυσκολίες, που φαίνονται στους ρυθμούς ανάπτυξης, να διευκολυνθεί η αναπαραγωγή του κεφαλαίου (στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως θεσμοποιημένης διακρατικής καπιταλιστικής συμμαχίας, περισσότερο ευνοούνται από αυτές τις κρατικομονοπωλιακές ρυθμίσεις οι κυρίαρχες δυνάμεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης).

Τα κρατικά μονοπώλια δεν έχουν πάψει να υπάρχουν. Ένα πρώτο ενδεικτικό παράδειγμα μπορούμε να αναφέρουμε με τις αντίστοιχες εταιρείες τηλεφωνίας. Οι εταιρείες αυτές στη Γαλλία, στη Μ. Βρετανία, στη Γερμανία, στην Ισπανία, στην Ιταλία έχουν ως κύριο μέτοχο το αντίστοιχο κράτος. Μάλιστα μπορούμε να πούμε ότι με τα κέρδη από το «δικό» μας τον ΟΤΕ ανέκαμψε η Γερμανική εταιρεία τηλεφωνίας.

Ένα άλλο παράδειγμα. Τα 14 περιφερειακά αεροδρόμια της χώρας μας, που πρόκειται να ιδιωτικοποιηθούν, με βάση το μνημόνιο, από κρατική ιδιοκτησία θα αλλάξουν ιδιοκτησιακό καθεστώς και θα τα αναλάβει μια κρατική επιχείρηση της Γερμανίας.

Υπάρχει και άλλο παράδειγμα. Τα ιδιωτικά κολέγια, που λειτουργούν στη χώρα μας ως ιδιωτικές επιχειρήσεις, κατά το πλείστον, είναι παραρτήματα κρατικών πανεπιστημίων άλλων χωρών, κυρίως των μεγάλων δυνάμεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Παραπέρα. Ορισμένες τράπεζες, που έπεσαν έξω τον καιρό της οικονομικής κρίσης, ουσιαστικά κρατικοποιήθηκαν με την αγορά του μεγαλύτερου πακέτου των μετοχών εκ μέρους του κράτους (τώρα, βέβαια, θέλουν να τις αποκρατικοποιήσουν και πάλι, πρόσφατο παράδειγμα με τις κρατικοποιημένες τράπεζες στην Μ. Βρετανία).

Οι Ελληνικές ιδιωτικές συστημικές τράπεζες ανήκουν στην πραγματικότητα στο Ελληνικό κράτος αυτή τη στιγμή, γιατί κατέχουν το πολύ μεγάλο τμήμα των μετοχών τους.

Επομένως ούτε ο κρατικός τομέας της οικονομίας έχει εκλείψει, πολύ περισσότερο δεν έχει εκλείψει η βαθύτερη, στις μέρες μας, συνύφανση του κράτους με τα μονοπώλια. Ο κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός, λοιπόν είναι παρών σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρώπης γενικότερα, παρά τη διαδικασία των αποκρατικοποιήσεων, με αποδυνάμωση της κρατικής ιδιοκτησίας των πιο αδύναμων χωρών και παράλληλη ενίσχυση των ιδιωτικών και κρατικών μονοπωλίων των πιο ισχυρών δυνάμεων.

Το ζήτημα αυτό, της αποδοχής ή όχι της ύπαρξης του κρατικομονωπωλιακού καπιταλισμού στη χώρα μας, αλλά και γενικότερα, είναι μεγάλης σημασίας, γιατί την επιχειρηματολογία του ο Β. Ι. Λένιν για τα μεταβατικά αιτήματα τη στηρίζει πάνω στην επεξεργασία του για τον κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό.

Σπεύδουμε να διευκρινίσουμε, για να προλάβουμε ορισμένους από τους γνώριμους κριτές μας. Δεν τη στηρίζει μόνο στον κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό. Παίρνει υπόψη του και άλλους παράγοντες, που, εκτός από το γεγονός της αντικειμενικής θέσης του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού – πάντα σε σχέση με την εξέλιξη του καπιταλισμού σε μονοπωλιακό καπιταλισμό και το σοσιαλισμό (το γνωστό σκαλοπατάκι) – ουσιαστικοποιούν, επιταχύνουν και ταυτόχρονα διευκολύνουν το πέρασμα στο σοσιαλισμό.

Μερικοί από τους βασικότερους παράγοντες, που, επίσης, παίρνει υπόψη του είναι: οι σχέσεις των τάξεων και πως εξελίσσονται εκείνη τη στιγμή, ο βαθμός οργάνωσης και αυτοτέλειας της εργατικής τάξης, η κίνηση γενικά των λαϊκών μαζών και ιδιαίτερα της εργατικής τάξης, η κατάσταση της αστικής τάξης και οι διεθνείς σύμμαχοί της, η οικονομική κατάσταση της δοσμένης χώρας και σε σχέση με τη διεθνή οικονομική εξέλιξη, η στάση των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, η ύπαρξη θεσμών αντιπροσώπευσης γενικότερα των λαϊκών μαζών, ειδικότερα της εργατικής τάξης, που μπορούν να παίξουν το ρόλο των θεσμών κρατικής συγκρότησης της εργατικής τάξης, και γενικότερα των καταπιεσμένων λαϊκών μαζών, που αυτοί οι θεσμοί μπορούν να εξελιχθούν στο κράτος της εργατικής τάξης, τη δικτατορία του προλεταριάτου με τους πιο άμεσους συμμάχους της.

Δύο, όμως, παράγοντες θα τους ξεχωρίσουμε για την ιδιαίτερη σημασία που παίζουν. Ο πρώτος: Ο Β. Ι. Λένιν στεκόταν ιδιαίτερα στο κυρίαρχο γεγονός, που δέσποζε στη δοσμένη χρονική στιγμή, δηλαδή στον «παντοδύναμο “σκηνοθέτη”» (Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, Τόμος 31, σελ. 13), που έπαιζε συνολικά το ρόλο «του επιταχυντή» (στο ίδιο, σελ 13) των πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων. Και όχι μόνο. Αυτός ο παράγοντας έφερνε σε διαχωρισμό, γενικά, την άρχουσα τάξη με τις καταπιεζόμενες τάξεις και στρώματα. Δημιουργούσε το έδαφος και σφυρηλατούσε τις κοινωνικές συμμαχίες.

Ουσιαστικά μιλάμε για την κυρίαρχη αντίθεση, που χαρακτηρίζει τη δοσμένη περίοδο τη δοσμένη χώρα, που μπορεί να μην είναι μόνο για τη συγκεκριμένη χώρα αλλά να αφορά και ομάδα χωρών, που εμπλέκονται στην ίδια κυρίαρχη αντίθεση.

Και αυτό το γεγονός δεν έχει σημασία μόνο για τις αστικές τάξεις, που προσπαθούν να εξασφαλίσουν μια ενιαία στάση, μέσα από τις αντιθέσεις τους, απέναντι στις καταπιεζόμενες τάξεις και στρώματα.

Έχει σημασία και για τις καταπιεζόμενες τάξεις, που και αυτές πρέπει να αντιτάξουν τη δική τους συμμαχία απέναντι στις τάξεις που καταπιέζουν. Και αυτό το γεγονός δείχνει τη διεθνή σημασία του ίδιου «σκηνοθέτη» και του ίδιου «επιταχυντή» για την ενιαιοποίηση της πάλης ενάντια στον ίδιο αντίπαλο, το μονοπωλιακό κεφάλαιο, τον ιμπεριαλισμό.

Ο δεύτερος: Ο Β. Ι . Λένιν παίρνει υπόψη του το επίπεδο εξέλιξης της ταξικής πάλης, τη σχέση της με την αντίστοιχη οργάνωση και παρέμβαση της εργατικής τάξης. Τη συσχετίζει με την κυρίαρχη αντίθεση και την κατευθύνει στην επίλυση της βασικής αντίθεσης.

Γι’ αυτό το λόγο αρνείται, και σε περίοδο επαναστατικής κατάστασης, να εγκαταλείψει το μίνιμουμ πρόγραμμα και να υιοθετήσει ένα πρόγραμμα αποκλειστικά με μεταβατικά αιτήματα, που του πρότεινε ο Ν. Μπουχάριν, ενώ την ίδια στιγμή προετοιμάζει το Μπολσεβίκικο Κόμμα για την εξέγερση, μετά τη στάση που κράταγαν οι Μενσεβίκοι και οι Εσέροι απέναντι στην αστική κυβέρνηση.

Γι’ αυτό το λόγο φτάνει ακόμη και να προτείνει το σχηματισμό κυβέρνησης, αποκλειστικά από τους Μενσεβίκους και τους Εσέρους, αλλά μια κυβέρνηση που θα είναι εκφραστής της θέλησης των Σοβιέτ, που συσπειρώνεται η εργατική τάξη και η αγροτιά, με την προϋπόθεση ότι θα λυθεί το πρόβλημα της εξουσίας (της δυαδικής εξουσίας) σε βάρος της αστικής τάξης και υπέρ των Σοβιέτ. Με αυτόν τον τρόπο θα εξασφάλιζε και την ειρηνική εξέλιξη της επανάστασης.

Γι’ αυτό το λόγο δέχεται τη συνέχεια της διεξαγωγής της ταξικής πάλης μέσα στα Σοβιέτ, την εναλλαγή των κυβερνήσεων μέσα στα Σοβιέτ, τον πολυκομματισμό, δηλαδή, αλλά στο πλαίσιο της Σοβιετικής εξουσίας, με την προϋπόθεση ότι τα Σοβιέτ θα «προχωρήσουν μπροστά», δε θα μείνουν στατικά, δε θα εκφυλιστούν, δε θα παραχωρούν την εξουσία τους στην αστική τάξη, θα προχωρήσουν προς τη δικτατορία του προλεταριάτου.

Γι’ αυτό το λόγο, όταν αναφέρεται στον άμεσο σοσιαλισμό παίρνει αρνητική θέση και απαντάει στον Κάμενεφ ότι δεν είναι υπέρ του «άμεσου σοσιαλισμού» (για εκείνη την καθορισμένη στιγμή), την ίδια στιγμή, που προετοιμάζεται για την προλεταριακή επανάσταση, που οδηγεί συνολικά το επαναστατικό κίνημα στο πέρασμα στο σοσιαλισμό.

Γι’ αυτό το λόγο και συνδυάζει τα μεταβατικά αιτήματα με τις «μεταβατικές στιγμές», με τη «μεταβατική κατάσταση, την ίδια ώρα που κάνει λόγο για την αναγκαιότητα της «μεταβατικής περιόδου», όπως την ορίζουν οι «δάσκαλοι του μαρξισμού», την ίδια στιγμή, που διαχωρίζει τη θέση του από τους αναρχικούς, που δεν αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα ύπαρξης κράτους εργατικής τάξης, της δικτατορίας του προλεταριάτου.

Η Λενινιστική τακτική προσπαθεί να συνδυάσει τη γενική αντίληψη των μεταβατικών αιτημάτων κατά τη μεταβατική περίοδο με την ειδική κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στις «μεταβατικές στιγμές», «στη μεταβατική κατάσταση», στην πορεία εξέλιξης επίλυσης του προβλήματος της εξουσίας, μετάβασης από την λαοκρατική δημοκρατία (ή την προσπάθεια δημιουργίας λαοκρατικής δημοκρατίας), τύπου Κομμούνας και της πείρας της Επανάστασης του 1905, προς τη δικτατορία του προλεταριάτου, πάντα στο πλαίσιο των Σοβιέτ.

Πρέπει, δηλαδή, με πολύ προσοχή να παρακολουθούμε την εξέλιξη της Λενινιστικής τακτικής σε σχέση με την πραγματοποιημένη, τότε, – με το δικό της τρόπο – λαοκρατικής δημοκρατίας (Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμος 31, σελ. 131, Γράμματα για την τακτική) και την ταυτόχρονη προώθηση, ως προς το άμεσο καθήκον για «περισσότερη λαοκρατική δημοκρατία», της υπόθεσης της προλεταριακής επανάστασης.

Που «χάνεται» το όριο ανάμεσα στο ένα και το άλλο καθήκον, πως από το ένα περνάς στο άλλο, στο πλαίσιο μιας και μοναδικής ενιαίας επαναστατικής διαδικασίας. Επομένως εδώ δε μιλάμε για ξεχωριστά στάδια. Μιλάμε για το πώς επιλύεται το πρόβλημα της εργατικής εξουσίας στην πορεία μιας ενιαίας επαναστατικής διαδικασίας.

Για να γίνουμε πιο κατανοητοί θα φέρουμε ορισμένα παραδείγματα για το πώς την ίδια στιγμή γίνεται προσπάθεια να συνδυαστεί η κυρίαρχη αντίθεση με τη βασική, για το πώς γίνεται ο συνδυασμός των «μεταβατικών στιγμών» με τη «μεταβατική περίοδο», για το πώς η «λαοκρατική δημοκρατία» τύπου Κομμούνας θα προχωρήσει σε δικτατορία του προλεταριάτου.

  • Την ίδια στιγμή που οι Μπολσεβίκοι προσπαθούν να συσπειρώσουν την εργατική τάξη και την αγροτιά γενικά ενάντια στην αστική τάξη, στη βάση της γενικής τους αντίθεσης στον πόλεμο, που εξακολουθεί να συντηρεί η αστική τάξη, την ίδια στιγμή οι Μπολσεβίκοι προωθούν το διαχωρισμό μέσα στην αγροτιά και οργανώνουν σε διαφορετικά Σοβιέτ τους εργάτες γης και τους φτωχούς αγρότες, τους μισοπρολετάριους, γεγονός, που ξεπερνάει τη λαοκρατική δημοκρατία και προετοιμάζει την προλεταριακή επανάσταση.
  • Την ίδια στιγμή, που ο Β. Ι. Λένιν τάσσεται ενάντια στον άμεσο σοσιαλισμό, ενθαρρύνει, παράλληλα, πρωτοβουλίες των λαϊκών μαζών, ειδικά της εργατικής τάξης, να αναλαμβάνουν παραγωγικές μονάδες, που έχουν εγκαταλείψει οι ιδιοκτήτες τους και να τις λειτουργούν, τάσσεται αποφασιστικά υπέρ του να σχηματιστεί λαϊκή πολιτοφυλακή, οι αγρότες να προχωρήσουν στην εκδίωξη των γαιοκτημόνων και να αναλάβουν την καλλιέργεια της γης, οι εργάτες να προχωρήσουν στον έλεγχο της παραγωγής και της κατανομής, διευκρινίζοντας ότι αυτά δεν είναι σοσιαλιστικά μέτρα αλλά στην εξέλιξή τους οδηγούν στο σοσιαλισμό.
  • Την ίδια στιγμή, που με βάση την επεξεργασία του Β. Ι. Λένιν για τον κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό, τα πράγματα ωθούν στο άμεσο πέρασμα στο σοσιαλισμό, κυρίως εξ αιτίας του παντοδύναμου σκηνοθέτη, του ιμπεριαλιστικού πολέμου, στο νέο προτεινόμενο πρόγραμμα των Μπολσεβίκων συμπεριλαμβάνονται μεταβατικά αιτήματα, και γίνεται λόγος για «περισσότερη λαοκρατική δημοκρατία», και το πιο ουσιαστικό, την ίδια στιγμή έχει παρθεί η απόφαση για την προλεταριακή εξέγερση, λόγω της στάσης των Μενσεβίκων και των Εσέρων, που είχαν περάσει ολοκληρωτικά οι ηγεσίες τους στην αστική πολιτική.

Διαπιστώνουμε, δηλαδή, την ταυτόχρονη και πολυεπίπεδη, πολιτικοϊδεολογική και οργανωτική, προετοιμασία και δραστηριότητα των Μπολσεβίκων, σε συνθήκες πραγματοποιημένης λαοκρατικής δημοκρατίας, δυαδικής εξουσίας, να μπορούν να κινούνται στην κατεύθυνση της «περισσότερο προλεταριακής δημοκρατίας» και ταυτόχρονα της πραγματοποίησης της προλεταριακής επανάστασης.

Και εδώ, πλέον μπαίνουμε στην καρδιά του προβλήματος στις σύγχρονες συνθήκες, σε συνθήκες μονοπωλιακού καπιταλισμού στη χώρα μας, με απραγματοποίητη τη λαοκρατική δημοκρατία και αμφισβήτησης πάνω στην ύπαρξη ή όχι στις μέρες μας του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού, αν μπορεί το επαναστατικό κίνημα να βάλει στόχο τη λαοκρατική δημοκρατία (ή άλλως, κατά τη δική μας άποψη, την εξουσία του Αντιιμπεριαλιστικού, Αντιμονοπωλιακού, Δημοκρατικού Μετώπου) ως μορφής εργατικής εξουσίας τύπου Κομμούνας, με τους συμμάχους της εργατικής τάξης, τα μικροαστικά στρώματα της πόλης και του χωριού, κυρίως τα κατώτερα και μεσαία, στο πλαίσιο μιας ενιαίας επαναστατικής διαδικασίας για την πραγματοποίηση της προλεταριακής επανάστασης.

Στο ερώτημα αυτό η απάντηση της «Νέας Σποράς» είναι καταφατική και με αυτό ακριβώς το ζήτημα θα καταπιαστεί η επόμενη συνέχεια του άρθρου μας.

COMMENTS