Πολιτική κρίση και το ΚΚΕ
Το βασικό ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί, κατά τη γνώμη μας, για το ΚΚΕ και για το χρονικό διάστημα που αναφερόμαστε είναι: ποιος ήταν αυτός ο καθοριστικός παράγοντας, που το ΚΚΕ δε μπόρεσε όχι μόνο να κερδίσει νέες δυνάμεις με την πολιτική του, σε μια περίοδο παρατεταμένης οικονομικής και πολιτικής κρίσης, αλλά και εξ αιτίας αυτής της πολιτικής, που ακολούθησε, να χάσει σημαντικό μέρος των δυνάμεών του;
Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα συγκεντρώνεται στο παρακάτω πολιτικό ζήτημα: το ΚΚΕ δε μπόρεσε να δώσει απάντηση ή να ωριμάσει μέσα στις λαϊκές μάζες μιαν απάντηση στο πρόβλημα της πολιτικής εξουσίας, σε μια περίοδο, που ήταν φανερό ότι οι λαϊκές μάζες είχαν γυρίσει τις πλάτες στο δικομματισμό.
Ασφαλώς και μπορεί να υπάρξει ένσταση στην παραπάνω εκτίμηση, γιατί θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι το Κόμμα είχε και έχει απάντηση στο ζήτημα της πολιτικής εξουσίας, η οποία συμπυκνώνεται στο γνωστό σύνθημά του: «αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, μονομερής διαγραφή του χρέους, κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων, λαϊκή εξουσία».
Η «Νέα Σπορά» δεν αμφισβητεί ότι η συγκεκριμένη πρόταση είναι πρόταση εξουσίας. Είναι. Αμφισβητεί ότι είναι η σωστή απάντηση στο πρόβλημα της κατάκτησης της εξουσίας, παίρνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες συνθήκες, που επικρατούν διεθνώς αλλά και στη χώρα μας.
Θεωρεί, όμως, ότι είναι μια πρόταση, που «πηδάει» πάνω από τις συγκεκριμένες συνθήκες, τόσο τις διεθνείς όσο και τις εσωτερικές, ότι δεν ανταποκρίνεται στη βασική Λενινιστική αρχή για τη «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης», πράγμα που στην πράξη βάζει επί τάπητος το ζήτημα της επαναστατικής τακτικής.
Και μ’ αυτήν την έννοια η «Νέα Σπορά» ισχυρίζεται ότι η ηγεσία του Κόμματος δε δίνει απάντηση στο πρόβλημα της εξουσίας, δηλαδή, δε δίνει και τη σωστή απάντηση. Και προσθέτει στα παραπάνω και μια άλλη πολύ πιο σημαντική εκτίμηση: ο τρόπος που αντιμετωπίζει αυτό το πρόβλημα η ηγεσία του Κόμματος απομακρύνει την εργατική τάξη και τους συμμάχους της από την κατάκτηση της εξουσίας, δε δίνει τη δυνατότητα στην ίδια την εργατική τάξη να πρωταγωνιστήσει (παίρνοντας υπόψη και την εργατική πολιτική, που προωθεί στο Εργατικό Κίνημα η ηγεσία του Κόμματος) στην κατεύθυνση της κατάκτησης της εξουσίας.
Και κάτι περισσότερο: στο πολιτικό επίπεδο η επιχειρηματολογία, που αναπτύσσει η ηγεσία του Κόμματος, αντί να λύνει απορίες δημιουργεί πολύ περισσότερες, δημιουργεί σύγχυση ως προς το τι επιδιώκει το ΚΚΕ. Πρόκειται για ένα πρόβλημα, που όχι μόνο εκφράζεται στη στάση των λαϊκών μαζών, με τις αλλεπάλληλες «απειθαρχίες» στη γραμμή του Κόμματος, αλλά τείνει να οξυνθεί ακόμη περισσότερο.
Και αυτό το ζήτημα των συγχύσεων, που έχουν οι λαϊκές μάζες για τη στάση του Κόμματος, δε μπορεί να προσπερνιέται σα να μην υπάρχει. Η ηγεσία του Κόμματος, σχεδόν, έχει ασπαστεί την άποψη περί «καθυστερημένων» λαϊκών μαζών στη στάση τους απέναντι στις πολιτικές εξελίξεις.
Και μια πρώτη απόδειξη για τους ισχυρισμούς μας για όλα τα παραπάνω είναι ότι: σε μια περίοδο παρατεταμένης οικονομικής και πολιτικής κρίσης, που έχουν περάσει πέντε κυβερνήσεις και έχουν διεξαχθεί αντίστοιχα πέντε εκλογικές αναμετρήσεις, που η γραμμή του Κόμματος δοκιμάστηκε αντίστοιχες φορές το αποτέλεσμα για το εάν «περνάει» η πολιτική του Κόμματος μέσα στις λαϊκές μάζες δε μπορεί να κριθεί, σε καμία περίπτωση, ως ικανοποιητικό. Ούτε μπορεί να εξηγηθεί με βάση την «καθυστέρηση» των λαϊκών μαζών.
Το επιχείρημα – δικαιολογία, που συνήθως επιστρατεύεται από την πλευρά της ηγεσίας του Κόμματος, ότι οι λαϊκές μάζες υποκύπτουν στη δύναμη των διλημμάτων, που θέτουν οι πολιτικοί του αντίπαλοι, σε συνδυασμό με τις αυταπάτες, που τρέφουν οι ίδιες οι λαϊκές μάζες δε μπορεί, πλέον, να εξηγήσει τις απώλειες δυνάμεων, που σημείωσε το Κόμμα.
Εμείς δεν πρόκειται να υποτιμήσουμε τη δύναμη των πλαστών διλημμάτων, που συνηθίζουν να βάζουν στις λαϊκές μάζες τα αστικά και μικροαστικά κόμματα, αλλά, ταυτόχρονα, δεν πρόκειται να υποτιμήσουμε και τα πραγματικά διλήμματα, που έβαζε και βάζει η ίδια η ζωή στις λαϊκές μάζες, που με αυτά, εάν η πολιτική στάση της ηγεσίας του Κόμματος ήταν η ανάλογη, θα μπορούσε να τα ξεπεράσει και να προωθήσει την πολιτική του Κόμματος.
Θα λέγαμε μάλιστα ότι το επιχείρημα αυτό το «τελείωσε», από μία άποψη, η ίδια η ηγεσία του Κόμματος με την εκτίμησή της ότι το «ΟΧΙ» του πρόσφατος δημοψηφίσματος περιέχει «ριζοσπαστισμό». Άλλωστε με την τελευταία ανακοίνωση της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος απευθύνεται στου ριζοσπάστες αγωνιστές και τους καλεί σε συμπόρευση με το ΚΚΕ. Και αυτή η πρόσκληση έρχεται προφανώς σε αντίθεση με την «καθυστέρηση».
Από την πλευρά μας σε πολλά από τα άρθρα μας έχουμε καταθέσει την εκτίμηση ότι οι λαϊκές μάζες, που ακολουθούσαν ειδικά το ΣΥΡΙΖΑ, και θα λέγαμε όχι μόνο αυτές, δεν είχαν ενσωματωθεί στην κυρίαρχη αστική πολιτική. Δεν είχαν φτάσει, βέβαια, και στο σημείο να την απορρίψουν με έναν τρόπο ξεκάθαρο και καθολικό.
Το κυρίαρχο, όμως, ζήτημα ήταν ότι δεν είχαν ενσωματωθεί και επομένως το πρόβλημα, που είχε να αντιμετωπίσει το Κόμμα μας ήταν διπλό: ποια στάση θα κρατούσε ως Κόμμα απέναντι στις λαϊκές μάζες, εργατικές και μικροαστικά στρώματα, που ακολουθούσαν το ΣΥΡΙΖΑ και με ποια συγκεκριμένη πρόταση εξουσίας θα προσπαθούσε να τις συσπειρώσει.
Ουσιαστικά μιλάμε για τη στάση της εργατικής τάξης απέναντι στα μικροαστικά στρώματα και σε τμήματα της εργατικής τάξης, που έχουν συμμεριστεί τις μικροαστικές αντιλήψεις.
Σ’ αυτό ακριβώς το ζήτημα η ηγεσία του Κόμματος απάντησε με τον άμεσο σοσιαλισμό, ως πρόταση εξουσίας. Και εδώ πρέπει να διευκρινίσουμε και κάτι ακόμη, που σχετίζεται με την κρατούσα αντίληψη της ηγεσίας του Κόμματος για τις αυταπάτες των λαϊκών μαζών.
Θεωρούμε πολύ σοβαρό λάθος να νομίζει κανείς ότι οι λαϊκές μάζες γενικά, και αυτές που ακολουθούσαν το ΣΥΡΙΖΑ ειδικά, δεν «καταλάβαιναν» τι τους έλεγε το ΚΚΕ. Βλέποντας έτσι τα πράγματα είναι πολύ συζητήσιμο για το εάν οι λαϊκές μάζες χαρακτηρίζονταν από εκείνες τις αυταπάτες για τις οποίες τις κατηγορούσε η ηγεσία του Κόμματος και η συνθηματολογία του ή από έναν «πραγματισμό», μη αποδεκτό βέβαια, αλλά που αναδείκνυε και ένα πραγματικό πολιτικό αδιέξοδο, που οδηγούσε στο «ρεαλισμό» του εφικτού.
Μπορεί η ηγεσία του ΚΚΕ να μίλαγε για αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση με λαϊκή εξουσία, μονομερή διαγραφή του χρέους και κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων, για κεντρικό σχεδιασμό, χωρίς να αναφέρει ούτε μία φορά τη λέξη «σοσιαλισμός», οι λαϊκές μάζες, όμως, καταλάβαιναν πολύ καλά ότι επρόκειτο και πρόκειται για τον άμεσο σοσιαλισμό.
Και για να είμαστε πλήρως ξεκάθαροι σ’ αυτό το ζήτημα. Εμείς δεν υποστηρίξαμε και δεν υποστηρίζουμε την άποψη ότι οι λαϊκές μάζες αποκλείεται να μην παρασυρθούν από αυταπάτες που τρέφουν, από ψεύτικες ελπίδες και υποσχέσεις, που αφειδώς τους παρέχονται από αστικά και μικροαστικά κόμματα.
Θα προσθέταμε ότι το κύριο καθήκον για ένα επαναστατικό κόμμα, σ’ αυτήν την περίπτωση, ήταν και είναι να αποκαλύψει στις λαϊκές μάζες τη στάση των άλλων κομμάτων, την πολιτική τους, να καταπολεμήσει και τον αστικό ρεφορμισμό και το σοσιαλρεφορμισμό. Γι’ αυτό και μιλήσαμε για κάθετο διαχωρισμό με την πολιτική της κυβέρνησης και κάθε πολιτικής, που μοιραία οδηγεί στο μνημονιακό εγκλωβισμό.
Και αυτό το ζήτημα σχετίζεται, ασφαλώς, τόσο με την ιδιαίτερη επιχειρηματολογία για την αποκάλυψη της πολιτικής των άλλων κομμάτων όσο και με τη διέξοδο που προτείνει ένα επαναστατικό κόμμα.
Ωστόσο υποστηρίζουμε την άποψη ότι το κύριο πρόβλημα βρίσκεται στην πολιτική του Κόμματος και όχι στη στάση των λαϊκών μαζών.
Και εδώ πρέπει να αναφερθούμε στις ίδιες τις αντιφάσεις της πολιτικής του Κόμματος, που ορισμένες φορές παίρνουν οξύτατη μορφή και έρχονται σε ισχυρή αντίθεση τόσο με την πραγματικότητα της χώρας μας όσο και με τα αισθήματα των εργαζομένων, που οπωσδήποτε και αυτοί έχουν αντίληψη της πραγματικότητας που ζουν και συγκρούονται μ’ αυτήν και διαμορφώνουν την πολιτική τους συνείδηση και είναι σε θέση να αντιλαμβάνονται και να κρίνουν τις συγκεκριμένες προτάσεις που κατατίθενται για τη διέξοδο από την κρίση και τη χρεοκοπία, τις προτάσεις εξουσίας.
Αυτό το θέμα, όμως, θα το επεξεργαστούμε στην επόμενη συνέχεια αυτού του άρθρου.
COMMENTS