Και τώρα τι  (πρέπει να)  κάνουμε; (4.2)

Πολιτική κρίση και ο (μνημονιακός πλέον) ΣΥΡΙΖΑ

Μετά τις εκλογές του ’12 τρία είναι τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την πολιτική κατάσταση στη χώρα μας. Το πρώτο αφορά στη ριζοσπαστικοποίηση των λαϊκών μαζών, μια ριζοσπαστικοποίηση, που κατά πρώτο λόγο στρέφεται ενάντια στο δικομματισμό και τη μνημονιακή πολιτική, που όμως δεν έχει φτάσει να απορρίπτει την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ, αλλά αρχίζει  ατελώς να στρέφεται ενάντιά τους. Το δεύτερο αφορά στην αδύναμη θέση του δικομματισμού, που για να σχηματίσει κυβέρνηση καταφεύγει σ’ ένα κατασκευασμένο από την αστική τάξη κόμμα, τη ΔΗΜΑΡ, που δεν προσδίδει καμία ιδιαίτερη βαρύτητα στη νέα κυβέρνηση. Το τρίτο αφορά στην αδύναμη θέση του ΚΚΕ, που στη συνέχεια μεταφράζεται σε αδυναμία του Εργατικού Κινήματος να αναπτύξει τους αγώνες του.

Στο πλαίσιο αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ εντείνει στο έπακρο την αντιμνημονιακή του ρητορεία και την ίδια στιγμή αρχίζει να χρησιμοποιεί δάνειες εκφράσεις από τη συνθηματολογία του ΚΚΕ και ιδιαίτερα από τη συνθηματολογία που έχει εγκαταλείψει το ΚΚΕ. Είναι φανερό, από τη μια μεριά,  ότι η τακτική του ΣΥΡΙΖΑ αποσκοπεί στο να επικεντρώσει την πολιτική του αντιπαράθεση στο μνημόνιο, μιλώντας για ανατροπή μιας τέτοιας πολιτικής, αφήνοντας πάντα να αιωρείται το σύνθημα «όχι πάση θυσία στο ευρώ», από την άλλη μεριά, καταγγέλλει την κυβέρνηση για υποτέλεια και ότι παραδίδει τη χώρα στα ξένα συμφέροντα.

Την τακτική αυτή ο ΣΥΡΙΖΑ την κρατάει μέχρι και τις ευρωεκλογές του Μάη του ’14 όπου προσπαθεί να αξιοποιήσει κάθε πλευρά της κυβερνητικής πολιτικής. Ταυτόχρονα, όμως, έχει αρχίσει να αποδεσμεύεται σταδιακά από κάθε ριζοσπαστικό στοιχείο του εκλογικού προγράμματος, που παρουσίασε στις εκλογές του Μάη του ’12.

Παράλληλα ο ΣΥΡΙΖΑ στο συνδικαλιστικό κίνημα δεν παίρνει καμία πρωτοβουλία για την ανάπτυξη των διεκδικητικών του αγώνων. Είναι προφανές ότι δεν επιθυμεί να βρεθεί σε κυβερνητική θέση με ένα συνδικαλιστικό κίνημα που θα διεκδικεί την επίλυση των άμεσων και καυτών του προβλημάτων. Ακολουθεί μια τακτική καλλιέργειας της ελπίδας των εργαζομένων ότι η άνοδός του στην κυβέρνηση θα είναι αυτή που θα φέρει και την επίλυση των προβλημάτων τους.

Στις ευρωεκλογές του Μάη του ’14 ο ΣΥΡΙΖΑ έρχεται πρώτο κόμμα, με μια μικρή κάμψη σε σχέση με τις εκλογές του Ιούνη του ’12. Ο δικομματισμός επιβεβαιώνει το μεγάλο χτύπημα, που έχει δεχτεί από τις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις, δείχνοντας ότι δε μπορεί να ανακάμψει, ενώ η ΔΗΜΑΡ, που χρησίμευσε ως το κόμμα συμπλήρωμα στην κυβερνητική πολιτική καταποντίζεται. Τη θέση του στο κομματικό σύστημα, για τον ίδιο ρόλο, έχει έρθει να τον παίξει το Ποτάμι.

Η σημασία του αποτελέσματος των ευρωεκλογών συγκεντρώνεται στο γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αναδεικνύεται σε κόμμα, που εν δυνάμει διεκδικεί την κυβέρνηση πλέον ανοιχτά, ενώ ο δικομματισμός της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ, δείχνει πλέον ότι εξαντλεί τις κυβερνητικές του αντοχές.

Η εκτίμηση αυτή δεν πρέπει να υποτιμηθεί και ως προς τον αντίκτυπο που είχε και στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, στους ηγετικούς της κύκλους. Ήταν υποχρεωμένοι να αντιμετωπίσουν μια κυβερνητική αλλαγή και μάλιστα με το άμεσο ενδεχόμενο σε προσφυγή σε εκλογές το Φθινόπωρο του’14, κάτι που ειδικά η Νέα Δημοκρατία δεν το ομολογούσε ανοιχτά αλλά και δεν το απέκλειε.

Μετά τις ευρωεκλογές η τακτική του ΣΥΡΙΖΑ επικεντρώνεται στο να ζητάει εθνικές εκλογές. Το επιχείρημα που χρησιμοποιεί είναι ότι υπάρχει πλέον δυσαρμονία με το λαϊκό αίσθημα, μια και ο ΣΥΡΙΖΑ αναδείχτηκε πρώτο κόμμα. Αυτήν την τακτική ο ΣΥΡΙΖΑ θα την κρατήσει μέχρι τέλους, μέχρι και την προκήρυξη των εκλογών του Γενάρη του ’15.

Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να δώσουμε σημασία σε τρεις βασικές εξελίξεις. Η μία είναι οικονομική. Από τις ευρωεκλογές και μετά σταματάει η χρηματοδότηση της χώρας μας από τους δανειστές της, ενώ οι συνομιλίες που έχει η κυβέρνηση με την τρόικα δεν καταλήγει με αποτέλεσμα μέχρι και το τέλος του ’14 να μην έχει πραγματοποιηθεί η αξιολόγηση από την τρόικα.

Κατά τη γνώμη μας αυτή η εξέλιξη έχει να κάνει και με τη στάση των ηγετικών κύκλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι στην κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου, έχει να κάνει με το γεγονός των αντοχών της κυβέρνησης αλλά και την εκλογή του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας, που στην περίπτωση μη εκλογής του θα έπρεπε να προκηρυχτούν εθνικές εκλογές.

Η δεύτερη είναι ότι αλλάζει η ρητορική της κυβέρνησης, της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ. Παρουσιάζονται, οι δυνάμεις αυτές, για να αντισταθμίσουν την αντιμνημονιακή ρητορεία του ΣΥΡΙΖΑ, σαν οι δυνάμεις που βγάζουν πλέον την Ελλάδα από το μνημόνιο. Γίνεται ένας διαγκωνισμός μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και των κυβερνητικών κομμάτων για το ποιος «σχίζει» τα μνημόνιο.

Στο μεταξύ η κυβέρνηση έχει μεταφέρει τις διαπραγματεύσεις στο Παρίσι, γιατί η παρουσία της τρόικα προκαλεί έντονες αντιδράσεις στον Ελληνικό λαό, που καταφανώς ευνοούν την άνοδο της επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ. Παραπέρα διαπραγματεύεται την ένταξη της χώρας μας σ’ ένα νέο πρόγραμμα, της λεγόμενης πιστωτικής γραμμής, που στην πραγματικότητα σημαίνει, όπως και αποκαλύπτεται και από τα αστικά ΜΜΕ πλέον, ένα νέο μνημόνιο. Σ’ όλο αυτό το διάστημα των διαπραγματεύσεων αυτό που παραμένει σταθερό σημείο αναφοράς είναι οι απαιτήσεις της τρόικα έτσι όπως έχουν διαμορφωθεί από τον Οκτώβρη του ’14 με τα 19 σημεία.

Η τρίτη εξέλιξη είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μετά τις ευρωεκλογές εγκαταλείπει πλέον κάθε ριζοσπαστικό στοιχείο του εκλογικού του προγράμματος. Στην Έκθεση της Θεσσαλονίκης το Σεπτέμβρη του ’14 παρουσιάζει το κυβερνητικό του πρόγραμμα, υποτίθεται εντελώς κοστολογημένο. Στρέφεται αποφασιστικά προς την επιλογή της σταθεροποίησης της οικονομίας, γεγονός που σημαίνει στη γλώσσα της αστικής πολιτικής οικονομίας συνέχιση της λιτότητας, με αντιμετώπιση των λεγόμενων ακραίων φαινομένων της φτώχιας.

Στο μεταξύ ο ΣΥΡΙΖΑ μετά τις ευρωεκλογές έχει αρχίσει συστηματικές επαφές με το ΣΕΒ, με ηγετικούς κύκλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, με κύκλους των ΗΠΑ, αλλά κρατάει και μια διαφοροποιημένη στάση απέναντι σε τμήματα της Νέας Δημοκρατίας, που διαφωνούν ανοιχτά με την τακτική αντιμετώπισης του ΣΥΡΙΖΑ από την πλευρά του Αντώνη Σαμαρά, που παρουσιάζει το ΣΥΡΙΖΑ σαν μια ακραία πολιτική δύναμη.

Οι εκλογές της 25ης του Γενάρη αναδεικνύουν το ΣΥΡΙΖΑ πρώτο κόμμα με 149 έδρες, που σπεύδει να σχηματίσει κυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ, μια εθνικιστική πολιτική δύναμη, που καλύπτει τον εθνικισμό της πίσω από την αντιμνημονιακή της ρητορεία και που εκφράζει τμήματα του κεφαλαίου περισσότερο προσανατολισμένα προς το δολάριο.

Με τις διαπραγματεύσεις, που αρχίζουν αμέσως με τους δανειστές, μέσα από μία παρελκυστική τακτική, που αποσκοπεί στο να διασώσει το αντιμνημονιακό πρόσωπο του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά που δε μπορεί να αποκρύψει το φανερό εγκλωβισμό του στην αστική στρατηγική, έρχεται η συμφωνία της 20ης του Φλεβάρη, όπου πρακτικά η νέα κυβέρνηση αναγνωρίζει ότι θα τηρήσει όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την προηγούμενη συμφωνία. Αυτήν την αλήθεια η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, παρά τις προσπάθειες που κάνει, δε θα μπορέσει να την αντιστρέψει.

Η «δημιουργική ασάφεια» του ΣΥΡΙΖΑ δεν τον βοηθάει να αποκρύψει την πραγματικότητα, παρόλο που προσπαθεί να εξασφαλίσει συμμαχίες μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και στις ΗΠΑ, παρόλο που προσπαθεί να αποσπάσει ένα πρόγραμμα που πολιτικά θα τον διασώζει.

Αποδείχτηκε από τα ίδια τα πράγματα, ακόμη και εάν θέλει να αναγνωρίσει κανείς ότι πραγματικά η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ήθελε να απαλλαγεί από μια προηγούμενη πολιτική, ότι η στάση των λεγόμενων εταίρων δεν παρουσίασε καμία μετατόπιση σε σχέση με τις αρχικές τους απαιτήσεις.

Και εδώ έχουμε να σημειώσουμε ορισμένες πλευρές της στάσης της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ που έχουν γενικότερο ενδιαφέρον:

Πρώτη: Όσο περισσότερο «βυθιζόταν» η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ στην αστική στρατηγική, δίνοντας διαβεβαιώσεις για το γεωστρατηγικό προσανατολισμό της χώρας μας τόσο περισσότερο η στάση των δανειστών γινόταν άτεγκτη και ταυτόχρονα οδηγούσε σε αδιέξοδο την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ.

Δεύτερη: Όλα τα «πολιτικά χαρτιά» της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ οι δανειστές τα «έκαψαν» ένα προς ένα. Η λειτουργία π.χ. της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε θεσμικό επίπεδο, η διεθνοποίηση του «Ελληνικού ζητήματος», η εξασφάλιση συμμαχιών μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και έξω από αυτήν, οι συναντήσεις κορυφής δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα.

Τρίτη: Αποδείχτηκε περίτρανα ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, δια μέσου των εκχωρημένων οικονομικών εργαλείων από τη χώρα μας προς αυτήν, μπορεί ανά πάσα στιγμή, μέσω της Κεντρικής Ευρωπαϊκής Τράπεζας να στραγγαλίσει οικονομικά τη χώρα μας. Υπάρχει ο απόλυτος έλεγχος του τραπεζικού συστήματος της χώρας μας και συνολικά της οικονομικής ζωής της.

Τέταρτη: Κατέρρευσε παντελώς κάθε αυταπάτη της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να αλλάξει από τα μέσα. Αποδείχτηκε περίτρανα ότι ο αντιδραστικός χαρακτήρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι δεδομένος.

Πέμπτη: Ο πολιτικός «εκβιασμός» ότι η αποχώρηση της Ελλάδας μόνο από το ευρώ, και με την έννοια αυτή η πρόκληση κρίσης μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αποδείχτηκε ότι έγινε επιλογή και των ηγετικών κύκλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε βάρος της χώρας μας για μια πιο επώδυνη συμφωνία, με δεδομένο ότι τον οικονομικό έλεγχο της χώρας μας, και σ’ αυτήν την περίπτωση, τον κρατάνε στα χέρια τους οι λεγόμενοι εταίροι μας και το ΔΝΤ.

Έκτη: Αποδείχτηκε με τον πιο απτό τρόπο η πολιτική και οικονομική εξάρτηση της χώρας μας σε έκταση και σε βάθος. Αποδείχτηκε ότι οι λεγόμενοι εταίροι μας και όχι μόνον αυτοί μπορούν να επηρεάζουν, ακόμη και να δρομολογούν πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις στη χώρα μας κατά τις δικές τους γεωστρατηγικές επιλογές.

Το τελικό συμπέρασμα από όλη αυτήν την πορεία που διήνυσε ο ΣΥΡΙΖΑ, από την ανάδειξή του ως αξιωματική αντιπολίτευση, από την πορεία των διαπραγματεύσεων από τη στιγμή που ανέλαβε ο ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ τη διακυβέρνηση της χώρας, ως αντιμνημονιακές δυνάμεις, είναι ότι όχι μόνο είναι αδιέξοδη για την ίδια τη χώρα μας αλλά είχε ως αποτέλεσμα το ξέσπασμα της κρίσης και μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ. Καταδείχτηκε ότι η χώρα μας έχει μία και μοναδική επιλογή: Την αποδέσμευση της χώρας μας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ, απ’ όλους τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς.

COMMENTS