Πολιτική κρίση και ο (μνημονιακός πλέον) ΣΥΡΙΖΑ
Ο ΣΥΡΙΖΑ μέχρι το Μάη του ’12 ήταν ένα κόμμα που βρισκόταν μεταξύ κοινοβουλευτικής «φθοράς και αφθαρσίας». Έκανε αγωνιώδεις προσπάθειες να συνδεθεί με τις λαϊκές μάζες και να διευρύνει το λαϊκό του έρεισμα. Στην κατεύθυνση αυτή:
- Αξιοποίησε τις λαϊκές κινητοποιήσεις του συνδικαλιστικού κινήματος της περιόδου ’10 – ’12, πάντα με μια στάση «εντός, εκτός και επί τ’ αυτά» με τις δυνάμεις της ΓΣΕΕ, θέλοντας μ’ αυτόν τον τρόπο να έρθει σ’ επαφή με τις λαϊκές εργατικές και μικροαστικές μάζες, που ακολουθούσαν κυρίως το ΠΑΣΟΚ, που εκείνη την περίοδο, σαν κυβερνητική δύναμη, υποστήριζε την εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής και είχε ως αποτέλεσμα να προκαλεί έντονη δυσαρέσκεια στη λαϊκή του βάση.
- Παραπέρα προσπάθησε να αξιοποιήσει κάθε λαϊκή αντίδραση, όπως το «κίνημα των πλατειών», που βασικά δεν ήταν τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από τη ζωντανή έκφραση της εξαθλίωσης των λαϊκών μαζών και της καταστροφής των μικροαστικών στρωμάτων.
- Ταυτόχρονα έκανε κινήσεις να στεγάσει ένα στελεχικό δυναμικό, προερχόμενο κατά προτεραιότητα από το ΠΑΣΟΚ, που αποστασιοποιούνταν από την πολιτική του ΠΑΣΟΚ, αλλά και από άλλες δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς.
- Ακολούθησε, λίγο αργότερα από τα μέσα του’11 και μετά, μια επιθετική πολιτική που στηριζόταν σε δύο βασικές επιλογές: Πρώτο, αντέγραψε το αίτημα για εκλογές, που είχε διατυπώσει το ΚΚΕ, με την ομιλία της Αλέκας Παπαρήγα στην Ομόνοια τον Ιούνη του ’11, και δεύτερο καταδίκασε τη μνημονιακή πολιτική λανσάροντας το δίλημμα: «μνημόνιο – αντιμνημόνιο».
- Παρουσιαζόταν, με αλλεπάλληλα προσκλητήρια, ως δύναμη ενότητας της Αριστεράς, που θα αντιπάλευε τη μνημονιακή πολιτική, χωρίς, όμως, να αμφισβητεί την αστική στρατηγική, δηλαδή τη συμμετοχή της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ευρώ.
- Σε αντιστάθμισμα για τη θέση του αυτή, δηλαδή της συμμετοχής στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ευρώ, ανέπτυξε μια έντονη αντιμνημονιακή ρητορεία, που πατούσε και επάνω σε πραγματικές καταστάσεις, όπως ήταν η αντεργατική και γενικότερα η αντιλαϊκή πολιτική, που εφαρμοζόταν, η υποτελής στάση των δυνάμεων του δικομματισμού απέναντι στις κυρίαρχες δυνάμεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μόνο που αυτήν την αντιμνημονιακή ρητορεία την επένδυε σε μια αντινεοφιλελεύθερη καταγγελία, τονίζοντας ιδιαίτερα ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση εφαρμόζει μια νεοφιλελεύθερη πολιτική.
- Καλλιεργούσε, μ’ αυτόν τον τρόπο, το ιδεολόγημα ότι υπάρχει το περιθώριο να εφαρμοστεί μια άλλη πολιτική, αντινεοφιλελεύθερη στη θέση της νεοφιλελεύθερης, και, παράλληλα, σ’ ό,τι αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ, καλλιεργούσε την αυταπάτη, ότι μπορούσε να αλλάξει η Ευρωπαϊκή Ένωση, γι’ αυτό και μίλαγε για την «Ευρώπη των λαών», την «Ευρώπη των εργαζομένων».
Μ’ αυτόν τον τρόπο, υποτιμούσε και τον πραγματικό ρόλο του ευρώ, ως ενιαίου νομίσματος, και της χώρας μας, παραπλανώντας τον Ελληνικό λαό για τους πραγματικούς νομισματικούς λόγους, που επιβλήθηκε το ευρώ, τόσο σε σχέση με τις κυρίαρχες δυνάμεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ειδικά της Γερμανίας όσο και ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος, στο πλαίσιο του παγκόσμιου ανταγωνισμού και της επιδίωξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης να εξελιχτεί στην πρώτη αλλά και κυρίαρχη παγκόσμια οικονομική δύναμη.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο τη δυσαρέσκεια του Ελληνικού λαού, την πολιτική κρίση, που είχε δημιουργηθεί και που εκφραζόταν και με την αντίστοιχη κυβερνητική αστάθεια, και πάνω απ’ όλα την κινητικότητα των λαϊκών μαζών, που απομακρύνονταν μεν από τον παραδοσιακό δικομματισμό, αλλά, από την άλλη, η πολιτική και ταξική τους συνείδηση δεν είχε φτάσει στο επίπεδο να κατανοεί ότι και η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ ήταν αδιέξοδη.
Στην κατεύθυνση αυτή βοήθησε αποφασιστικά και η στάση της ηγεσίας του Κόμματος, που στάθηκε εντελώς ανίκανη να παρακολουθήσει τις οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις και που στο πλαίσιο της πραξικοπηματικής αλλαγής πολιτικής, που είχε κάνει σε σχέση με το Πρόγραμμα του 15ου Συνεδρίου, ενώ αυτό ίσχυε ακόμη, δεν ήταν σε θέση να προβάλει μια πραγματική εναλλακτική πρόταση, έτσι ώστε να αντιστοιχηθεί με την κινητικότητα των λαϊκών μαζών και τις μετατοπίσεις, που γίνονταν σε βάρος του δικομματισμού. Για τη στάση της ηγεσίας του ΚΚΕ θα υπάρξει ιδιαίτερη αναφορά σε επόμενη συνέχεια.
Έτσι φτάνουμε στις εκλογές της 6ης του Μάη του ’12, που ο ΣΥΡΙΖΑ αυξάνει θεαματικά τις δυνάμεις του και ο δικομματισμός δέχεται συντριπτικό και ανεπανόρθωτο χτύπημα. Από μόνο του αυτό το γεγονός και βοηθούσης και της ηγεσίας του ΚΚΕ, που έχει στο μεταξύ χάσει το έδαφος κάτω από τα πόδια της, ο ΣΥΡΙΖΑ πλέον προβάλει ως η μόνη πολιτική δύναμη απέναντι στο δικομματισμό.
Οι εκλογές της 12ης του Ιούνη επιβεβαιώνει αυτήν τη νέα κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στο πολιτικό σύστημα με μια σοβαρή «λεπτομέρεια». Το ΚΚΕ να έχει απολέσει το 50% περίπου των δυνάμεών του.
Από εκεί και μετά διαμορφώνεται μια νέα κυβερνητική λύση με μια τρικομματική κυβέρνηση, από τη Νέα Δημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ, που ο άμεσος στόχος της ήταν να συνεχίσει να εφαρμόζει τη μνημονιακή πολιτική, με στόχο, υποτίθεται, να αποφύγει την έξοδο της χώρας μας από το ευρώ, που στη συνέχεια θα οδηγούσε και στην έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Άλλωστε και στις δύο προεκλογικές περιόδους από την πλευρά του δικομματισμού το δίλημμα, που τέθηκε ως κυρίαρχο μπροστά στον Ελληνικό λαό, ήταν η παραμονή ή όχι στο ευρώ.
Και σ’ αυτό το δίλημμα ο ΣΥΡΙΖΑ απαντούσε διαβεβαιώνοντας ότι η πολιτική του αποσκοπεί στην παραμονή της χώρας μας στο ευρώ, αλλά πρόσθετε και το «όχι πάση θυσία στο ευρώ», όχι για να έχει πραγματικά ανοιχτό παράθυρο για έξοδο από το ευρώ, αλλά για να ενισχύει την αντιμνημονιακή του ρητορεία και το διαχωρισμό του από το νεοφιλελευθερισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της μνημονιακής πολιτικής. Να ενισχύει την εκδοχή της ύπαρξης εναλλακτικής οικονομικής πολιτικής.
Ως εναλλακτική οικονομική πολιτική ο ΣΥΡΙΖΑ εννοούσε την απόρριψη της περιοριστικής πολιτικής και της αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας, που προωθούσε η Γερμανία, την υιοθέτηση μιας οικονομικής πολιτικής ποσοτικής χαλάρωσης, κατά το πρότυπο των ΗΠΑ, που, υποτίθεται, θα έφερνε ανάπτυξη.
Δεύτερο στοιχείο αυτής της εναλλακτικής πρότασης ήταν η ρύθμιση του δημόσιου χρέους, που ήταν μη βιώσιμο, και πραγματικά ήταν. Ως προς το χρέος πρότεινε μια διάσκεψη σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης για να λυθεί αυτό το ζήτημα.
Το τρίτο στοιχείο αυτής της πρότασης ήταν η σταθεροποίηση της οικονομίας με αντιμετώπιση των υφεσιακών φαινομένων, που προκαλούσε η μνημονιακή πολιτική, με μερική τόνωση της κατανάλωσης, γι’ αυτό και πρότεινε την αύξηση του βασικού μισθού στα 751 ευρώ, και μόνο του βασικού, όπως και της επιστροφής της 13ης σύνταξης.
Η «Νέα Σπορά» είχε υποβάλει σε αυστηρή κριτική αυτές τις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ και είχε υποστηρίξει ότι τα όρια, μεταξύ της περιοριστικής πολιτικής της Γερμανίας και της πολιτικής της ποσοτικής χαλάρωσης των ΗΠΑ είναι δυσδιάκριτα, από την άποψη του οικονομικού περιεχομένου τους, δεδομένου ότι και οι δύο εκδοχές στηρίζονταν στην απομείωση της εργατικής δύναμης, στην υιοθέτηση αντεργατικών μέτρων, όπως την απελευθέρωση των απολύσεων και τον περιορισμό της συνδικαλιστικής δράσης. Περισσότερο αφορούσε δύο εκδοχές οικονομικής πολιτικής που είχε, βεβαίως, οικονομικό περιεχόμενο αλλά με γεωστρατηγικού χαρακτήρα διαφορές.
Στην πραγματικότητα η υιοθέτηση της οικονομικής πολιτικής της ποσοτικής χαλάρωσης αφορούσε περισσότερο στη διαφοροποίηση των οικονομικών ισορροπιών μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μεταξύ της Γερμανίας και των άλλων εταίρων – Γαλλίας, Ιταλίας κτλ., που θα επέφερε την αποδυνάμωση της Γερμανίας και φυσικά στις σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Γερμανίας.
Σ’ ό,τι αφορά τη ρύθμιση του χρέους μέσα από μια διάσκεψη σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης τη χαρακτήρισε ως ανεφάρμοστη, γιατί είναι απραγματοποίητη μια ρύθμιση του χρέους μ’ αυτούς τους όρους, εξ αιτίας των αντιθέσεων που επικρατούν μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ταυτόχρονα η «Νέα Σπορά», αμέσως μετά τις εκλογές της 12ης του Ιούνη, είχε εκτιμήσει: Πρώτο, ότι η πολιτική κρίση θα συνεχιστεί. Δεύτερο, ότι η πολιτική κρίση θα αφορά και στο ΣΥΡΙΖΑ. Τρίτο, ότι το Grexit δεν απομακρύνεται από το τραπέζι, όπως εξακολουθεί να εκτιμάει και τώρα. Τέταρτο, ότι η ριζοσπαστικοποίηση των λαϊκών μαζών είναι το νέο στοιχείο, που πρέπει να παίρνει υπόψη της μια ανάλυση, γι’ αυτό το λόγο έκανε λόγο, κατ’ επανάληψη, ότι οι λαϊκές μάζες, που ακολουθούσαν το ΣΥΡΙΖΑ, στο μεγαλύτερο μέρος τους, δεν έχουν ενσωματωθεί, παρά τη στάση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ και παρά τη συστηματική προπαγανδιστική εκστρατεία των αστικών ΜΜΕ και των αστικών κομμάτων, που στηριζόταν στην ακατάσχετη καλλιέργεια της κινδυνολογίας και της καταστροφολογίας.
Τις εκτιμήσεις αυτές τις αναφέρουμε, γιατί θα χρειαστούν να αναλύσουμε την παραπέρα πορεία του ΣΥΡΙΖΑ, μετά το σχηματισμό της τρικομματικής κυβέρνησης, την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ ως δυνάμει κυβερνητικού κόμματος, πάντα σε σχέση και με τη στάση των κυρίαρχων δυνάμεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις επιδιώξεις τους ως προς τη χώρα μας. Αυτό το ζήτημα θα το δούμε στην επόμενη συνέχεια.
COMMENTS