Και τώρα τι (πρέπει να) κάνουμε; (3)

Πολιτική κρίση και αστικά μνημονιακά κόμματα

Ήδη, στην προηγούμενη συνέχεια, περιγράψαμε τους βασικούς όρους, που έχουν φέρει σε κρίση το αστικό πολιτικό σύστημα. Η οικονομική κρίση στη χώρα μας, η χρεοκοπία της, η οικονομική κατάσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η προφανή της αδυναμία να επιλύσει τα οξύτατα οικονομικά της προβλήματα, με πρώτο το τεράστιο χρέος, και οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, τόσο στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και γενικότερα, είναι οι βασικοί όροι, που έφεραν σε κρίση το αστικό πολιτικό σύστημα της χώρας μας.

Οι τρεις αυτοί όροι συμπυκνώθηκαν και εκφράστηκαν μέσα από τις Δανειακές Συμβάσεις και τα μνημόνια, που υπέγραψαν οι μέχρι τώρα κυβερνήσεις, που έφεραν τη χώρα μας σε καθεστώς υπό διεθνή οικονομικό έλεγχο, εκ μέρους των δανειστών, και, ιδιαίτερα, από τη στιγμή, που το δημόσιο χρέος μετατράπηκε σε διακρατικό χρέος, η χώρα μας τέθηκε υπό το στενό οικονομικό έλεγχο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Κομισιόν, γεγονός που σημαίνει, ότι η χώρα μας περιήλθε παράλληλα σε καθεστώς περιορισμένης εθνικής ανεξαρτησίας και κυριαρχίας, δηλαδή σε καθεστώς έντασης της οικονομικής και πολιτικής εξάρτησης.

Ουσιαστικά, όμως, όλη αυτή η εξέλιξη, στην πραγματικότητα, εκφράζει τη στρατηγική της ντόπιας αστικής τάξης σε πλήρως οριακές συνθήκες για την ίδια, για την ακρίβεια, σε συνθήκες κατάρρευσης αυτής της στρατηγικής. Και αυτήν τη στιγμή ο Ελληνικός λαός έχει μπροστά του την πιο απτή απόδειξη για την κατάρρευση της αστικής στρατηγικής, που είναι η χρεοκοπία της χώρας μας και το γεγονός ότι περιέρχεται σε καθεστώς ελεγχόμενης χρεοκοπίας διαρκείας και υπαγόρευσης της πολιτικής, που πρέπει να εφαρμόσει, από τους δανειστές της.

Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι, ειδικά την περίοδο της οικονομικής κρίσης, τα πολιτικά κόμματα της αστικής τάξης ανέδειξαν στην πολιτική διαμάχη ως κύριο διακύβευμα της πολιτικής τους δράσης τη διάσωση της αστικής στρατηγικής, που τη συμπύκνωσαν στο δίλημμα «ευρώ ή δραχμή», ή αλλιώς διατυπωμένο, «μέσα ή έξω από την Ευρωπαϊκή Ένωση».

Μόνο που τώρα τα αστικά πολιτικά κόμματα είναι σαφώς σε πολύ πιο δύσκολη θέση για να πείσουν με την επιχειρηματολογία τους, γιατί έχουν απολέσει την όποια ιδεολογικοπολιτική υπεροχή την οποία, υποτίθεται, διέθεταν, γιατί η πραγματικότητα, που βιώνουν οι εργαζόμενοι και τα μικροαστικά στρώματα, είναι η πιο καταλυτική μαρτυρία για την αποτυχία της αστικής στρατηγικής, μιας στρατηγικής που στοίχισε και σ’ αυτήν την ίδια με τη μερική καταστροφή της.

Και λέμε ότι υποτίθεται ότι διέθεταν ιδεολογικοπολιτική υπεροχή, γιατί η διαπάλη για το γεωστρατηγικό προσανατολισμό της χώρας μας ήταν πάντα παρούσα και σ’ αυτήν τη διαπάλη έπαιζε πρωταγωνιστικό ρόλο το ΚΚΕ, που αμφισβητούσε τη στρατηγική της αστικής τάξης, και όχι μόνο την αμφισβητούσε αλλά έδειχνε στις λαϊκές μάζες και μια άλλη πορεία για τη χώρα μας, έξω από την ΕΟΚ, το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, μια πρόταση που απέκτησε σοβαρά ερείσματα μέσα στον Ελληνικό λαό.

Όλη αυτή η διαπάλη που διεξήγαγε το ΚΚΕ εκφράστηκε, έστω ατελώς, στο πρόσφατο δημοψήφισμα, όπου ο Ελληνικός λαός απέρριψε το μνημόνιο, έχοντας στο μυαλό του και τη ρήξη, γι’ αυτό το λόγο το δημοψήφισμα περιέκλειε και λαϊκό ριζοσπαστισμό στην έκφρασή του, ανεξάρτητα από το πώς χειρίστηκε αυτό το θέμα η ηγεσία του Κόμματος (γι’ αυτό το θέμα έχουμε ήδη μιλήσει στη σχετική μας αρθρογραφία).

Εδώ πρέπει να πούμε ότι η στάση της αστικής τάξης απέναντι στη δικιά της στρατηγική ήταν ενιαία και εξέφραζε την αγωνία της, ταυτόχρονα, να τη διασώσει και να την κατοχυρώσει.

Αυτό το διαπιστώνουμε με δύο τρόπους: Πρώτο, έσπευσε να επικεντρώσει την πολιτική διαπάλη στην καρδιά του προβλήματος, στην παραμονή της χώρας μας στο ευρώ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεύτερο, προσπάθησε και το κατόρθωσε, παρά τις όποιες αντιθέσεις μεταξύ των αστικών κομμάτων, να δημιουργήσει κυβερνήσεις συνεργασίας, που έφεραν τη σφραγίδα και την απαίτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και φυσικά αυτό το έκανε για να εξασφαλίσει το πέρασμα, στην εφαρμογή τους, των μνημονιακών πολιτικών.

Έτσι προέκυψε η κυβέρνηση του Λουκά Παπαδήμου, με τη στήριξη του ΠΑΣΟΚ, της Νέας Δημοκρατίας και του ΛΑΟΣ, στη συνέχεια η κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά, με τη στήριξη της Νέας Δημοκρατίας, του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ και, τέλος, η κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά, με τη στήριξη της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ.

Να σημειώσουμε ότι όλες αυτές οι προσπάθειες για τη σταθεροποίηση του αστικού πολιτικού συστήματος, προκειμένου να περάσουν οι μνημονιακές αντιλαϊκές πολιτικές, δεν ήταν χωρίς δυσκολίες και προβλήματα για την αστική τάξη. Και αυτό φάνηκε ιδιαίτερα στις εκλογές του ’12, όπου ο κλασσικός δικομματισμός δέχτηκε ένα συντριπτικό χτύπημα, που από τότε δεν κατόρθωσε να συνέλθει.

Και επειδή η αστική τάξη είχε πλήρη επίγνωση του τι συνέβαινε στο πολιτικό σύστημα της χώρας μας, πράγμα που το αναγνώριζε επιδιώκοντας την αναδιάταξή του, γεγονός που μέχρι τώρα δεν το έχει καταφέρει, δοκίμαζε, ταυτόχρονα, και άλλες λύσεις, πολύ πιο αντιδραστικές, που πρόβλεπαν ακόμη και τη συμμετοχή της Χρυσής Αυγής στη διακυβέρνηση της χώρας. Αυτό ακριβώς εξέφραζαν οι μυστικές συνομιλίες μεταξύ του Πάνου Μπαλτάκου με στελέχη της Χρυσής Αυγής.

Οι προσπάθειες αυτές, βέβαια, ματαιώθηκαν από τη λαϊκή κατακραυγή που προκάλεσαν και τελικά κατέρρευσαν. Και μάλιστα προκάλεσαν και ισχυρές αντιπαραθέσεις μέσα στην ίδια τη Νέα Δημοκρατία, που στοίχισαν ακριβά σε πολιτικό κόστος για τη Νέα Δημοκρατία και τον πολιτικό λόγο που εξέπεμπε. Η σημερινή κατάσταση της Νέας Δημοκρατίας, που προσομοιάζει με εκείνη του ΠΑΣΟΚ, είναι το αποτέλεσμα συνολικά και της μνημονιακής πολιτικής που εφάρμοζε και του πολιτικού λόγου που διατύπωνε.

Όλη αυτή η κατάσταση που περιγράψαμε πολύ σύντομα, δεν αναδεικνύει τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο παρά τη μακρόχρονη πολιτική κρίση, που ενέσκυψε στη χώρα μας μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης και της πολιτικής των μνημονίων, που έφεραν σε πλήρη αποδιοργάνωση τα αστικά κόμματα και σε δυσαρμονία με το λαϊκό αίσθημα.

Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στη διακυβέρνηση της χώρας οφείλεται ακριβώς σ’ αυτήν την πολιτική κρίση, στη δυσαρέσκεια, που προκάλεσε η πολιτική των αστικών κομμάτων, που είχε ως αποτέλεσμα την πρωτοφανή εξαθλίωση των λαϊκών μαζών και την καταστροφή των μικροαστικών στρωμάτων.

Πρέπει, όμως, εδώ να κάνουμε και μια αναφορά στην ενδυνάμωση της Χρυσής Αυγής, ως αστικού φασιστικού και εγκληματικού κόμματος, που και αυτή είναι αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης, της κατάστασης που περιήλθαν οι λαϊκές μάζες, που οι πιο καθυστερημένες από αυτές προσανατολίστηκαν προς αυτήν, αφού εκμεταλλεύτηκε την πολιτική κρίση του αστικού πολιτικού συστήματος και με άμεση επιδίωξη τη στροφή της Ελληνικής κοινωνίας προς την πολιτική αντίδραση, προς το φασισμό.

Η τακτική της Χρυσής Αυγής ήταν να εκμεταλλεύεται τη δυσαρέσκεια των λαϊκών μαζών, να διατυπώνει ένα υποκριτικό αντισυστηματικό πολιτικό λόγο, πατώντας πάνω σε ζητήματα που αφορούσαν την εθνική ανεξαρτησία και κυριαρχία της χώρας μας, όσο και στην καλλιέργεια ξενοφοβικών αισθημάτων μέσα στον Ελληνικό λαό. Την ίδια στιγμή βέβαια δεν αμφισβήτησε ποτέ την κυρίαρχη αστική στρατηγική. Και υπέρ της παραμονής στην Ευρωπαϊκή Ένωση τάσσεται και υπέρ του ευρώ.

Σε κάθε περίπτωση, όμως, πρέπει να πούμε ότι εάν προκύπτει ένα συμπέρασμα απ’ όλη την πορεία του αστικού πολιτικού συστήματος και τη στάση των αστικών κομμάτων, από τότε που ξέσπασε η οικονομική κρίση, είναι ότι η πολιτική κρίση, που εξακολουθεί να εξελίσσεται, έφερε στην επιφάνεια και την έκανε κύριο πρόβλημα της πολιτικής διαπάλης την αστική στρατηγική, τη θέση της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και κατά τη δική μας εκτίμηση, αυτή δέχτηκε πολύ ισχυρά χτυπήματα, γεγονός, που ενδυνάμωσε κατά πολύ την αμφισβήτησή της από τις λαϊκές μάζες, ανεξάρτητα από το γεγονός εάν αυτή η αμφισβήτηση δεν έχει βρει ακόμη την πρακτική πολιτική της έκφραση. Αυτό είναι έργο του ΚΚΕ να το πραγματοποιήσει και κατά τούτο υπάρχουν ευθύνες για την ηγεσία του.

COMMENTS