Η «ιδιοκτησία» του Μνημονίου

Η πορεία από τη συμφωνία που επιτεύχθηκε στη σύνοδο κορυφής της Ευρωζώνης στις 12 του Ιούλη υποχρεώνει την αστική τάξη της χώρας σε εσωτερικές πολιτικές αναπροσαρμογές. Το κεντρικό πολιτικό πρόβλημα που έχει μπροστά της για την αντιμετώπιση της πολιτικής κρίσης και την αποσόβηση μιας οιονεί κρίσης διακυβέρνησης στο έδαφος της όξυνσης της οικονομικής κρίσης και της επιβολής του τρίτου μνημονίου προϋποθέτει μια νέα διάταξη των πολιτικών δυνάμεων της χώρας. Διάταξη που αφορά όχι μόνο στην κομματική γεωγραφία, αλλά κυρίως και πάνω απ’ όλα στην πολιτική επιχειρηματολογία, στο ρετουσάρισμα του αστικού πολιτικού λόγου, που σε τελική ανάλυση θα καθορίσει και το όποιο καινούργιο κομματικό τοπίο για την αστική τάξη.

Αυτό το κεντρικό πολιτικό πρόβλημα αντανακλάται στην αντιπαράθεση της αστικής αντιπολίτευσης και της κυβέρνησης, για την «ιδιοκτησία του προγράμματος», δηλαδή, για το σε ποιον ανήκει πολιτικά και ιδεολογικά η πολιτική του μνημονίου και η εφαρμογή των αντεργατικών και αντιλαϊκών μέτρων, που απορρέουν από το μνημόνιο. Βλέπουμε δηλαδή μια αντιπαράθεση-διαφοροποίηση μέσα στο πλαίσιο της κοινής στάσης τους-ενοποίησης που εκφράζεται με την από κοινού ψήφιση των νέων μνημονιακών δεσμεύσεων.

Από την πλευρά της κυβέρνησης και προσωπικά του πρωθυπουργού γίνεται εναγώνια προσπάθεια να διαφοροποιηθεί από την αστική αντιπολίτευση και κυρίως να διαχωριστεί από τις προηγούμενες αστικές κυβερνήσεις στη συνείδηση των λαϊκών μαζών, που αισθάνονται προδομένες από τις επιλογές της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ με το επιχείρημα που εξέθεσε ο Αλ. Τσίπρας στη βουλή με την εξής φράση: «Μπορεί να επιλέξαμε το συμβιβασμό, αλλά κανείς δεν μπορεί να μας αποδώσει την ιδιοκτησία του προγράμματος. Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι η ιδιοκτησία αυτού του προγράμματος είναι δική μας και ότι η έμπνευσή του ανήκει στην ελληνική πλευρά».

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο της επιχειρηματολογίας του ο Αλέξης Τσίπρας μίλησε για «ήττα» της κυβέρνησης και «πύρρειο νίκη» των δανειστών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην πραγματικότητα ο πρωθυπουργός παραδέχεται εμμέσως πλην σαφώς ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση και η ευρωζώνη, που υποσχόταν ο ΣΥΡΙΖΑ ότι θα άλλαζε, είναι μια ουτοπία και στο πλαίσιο αυτό θέλει να εμφανίσει τις επιλογές της κυβέρνησης ως ένα «αναγκαίο κακό», ως ένα «μνημονιακό διάλειμμα» για ένα αριστερό ριζοσπαστικό κόμμα, προκειμένου να κρατήσει υπό την επιρροή του τις λαϊκές μάζες, που τον ακολουθούν, να τις ενσωματώσει στην αστική πολιτική, να τον ακολουθήσουν στην μνημονιακή μετάλλαξή του, στην κατά το Γιάννη Δραγασάκη “βίαιη ωρίμανσή του”.

Το γεγονός αυτό από την άποψη της κίνησης και των αισθημάτων των λαϊκών μαζών στην πολιτική του προέκταση αφορά στο εσωτερικό ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως στο κομματικό δυναμικό και τη λαϊκή βάση του ΣΥΡΙΖΑ που αντιδρά, έχοντας δημιουργήσει μια κατάσταση de facto διάσπασης. Η ρητορική αυτή του Αλέξη  Τσίπρα που αποποιείται την «ιδιοκτησία» του μνημονίου, υπό μια έννοια συγκλίνει και με την «προσδοκία» (;) όπως θα μπορούσε με την ίδια έννοια να ερμηνευτεί και η ρητορική των διαφωνούντων στο ΣΥΡΙΖΑ, με πρώτη από όλους την «Αριστερή Πλατφόρμα» και τον Παναγιώτη Λαφαζάνη, που μιλούν στο όνομα της ενότητας του κυβερνώντος κόμματος με σκοπό, όπως διατείνονται δημόσια, να αποτελέσουν οι συγκεκριμένες κυβερνητικές επιλογές μια «μνημονιακή παρένθεση» για το ΣΥΡΙΖΑ.

Ακριβώς πάνω σ’ αυτή τη βάση η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ παραδέχεται την ήττα της και προσπαθεί να νεκραναστήσει τη χρεοκοπημένη αστική στρατηγική της με τον ισχυρισμό ότι, παρά την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ στη διαπραγμάτευση, αυτή η διαπραγματευτική τακτική δημιούργησε «ρωγμές» και οι «συντηρητικοί κύκλοι» της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχασαν την «αίσθηση της ηγεμονίας».

Ουσιαστικά ο Αλέξης Τσίπρας ως ο κυρίαρχος πια πόλος του αστικού πολιτικού συστήματος προσπαθεί να κρατήσει ζωντανή μια μικροαστική γραμμή με σκοπό να συγκρατήσει τις λαϊκές μάζες υπό την επιρροή του και να βάλει φρένο στο ριζοσπαστισμό τους, καθώς με αυτή τη γραμμή ο πρωθυπουργός θέλει να διατηρεί την αίσθηση ότι η προεκλογική υπόσχεσή του, που έδωσε την εκλογική νίκη στο ΣΥΡΙΖΑ, για το τέλος της λιτότητας και των μνημονίων με την «αλλαγή της Ευρώπης» δεν εγκαταλείπεται, αλλά «απλά», μετατίθεται για το μέλλον. Στο μεταξύ η υπόσχεση που δίνει για να δικαιολογήσει την παραμονή του στην διακυβέρνηση της χώρας είναι αυτή της «βελτίωσης της συμφωνίας»! Ό,τι δηλαδή και οι προηγούμενοι αστοί πρωθυπουργοί.

Η γραμμή αυτή του πρωθυπουργού έρχεται να συμπέσει στρατηγικά με την επίσης αναπροσαρμοσμένη γραμμή των άλλων αστικών κομμάτων της αντιπολίτευσης και πρώτα απ’ όλα με τη Νέα Δημοκρατία, αλλά και του ΠΑΣΟΚ μετά τις αλλαγές στις ηγεσίες τους με την αποχώρηση των Σαμαρά και Βενιζέλου.

Ειδικότερα για τη Νέα Δημοκρατία, μετά την οριστικοποίηση της παραμονής του Βαγγέλη Μεϊμαράκη στην προεδρία για τουλάχιστον ένα χρόνο, καθίσταται σαφές ότι επιχειρείται ένας πλήρης επαναπροσδιορισμός της ως καθαρόαιμου πολιτικού πυλώνα της αστικής τάξης, που σε συμβολικό αλλά και ουσιαστικό επίπεδο στέλνει το μήνυμα στα αστικά και τα μικροαστικά στρώματα της επιστροφής στον «καραμανλισμό». Ταυτόχρονα, αυτή η αναπροσαρμογή διευκολύνει την πιο ουσιαστική προσέγγιση της Νέας Δημοκρατίας με το ΣΥΡΙΖΑ στη λογική ότι η επιλογή του μνημονίου στο πλαίσιο της παραμονής της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ είναι αναγκαία και δήθεν χωρίς ιδεολογικοπολιτικό πρόσημο.

Η νέα ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας ως πρώτιστο στόχο της έχει βάλει να αποτινάξει τη ρετσινιά του μνημονιακού κόμματος, όπως αυτή εκφράστηκε επί ηγεσίας του Αντώνη Σαμαρά από τα τέλη του 2011 και ιδιαίτερα μέσω των ακροδεξιάς, αλλά και νεοφιλελεύθερης προέλευσης στελεχών της. Κεντρικό στοιχείο της ρητορικής του Βαγγέλη Μεϊμαράκη είναι πως «δεν υπάρχει αριστερό και δεξιό μνημόνιο, είναι αναγκαίες πολιτικές για να μείνουμε στο ευρώ».

Στο ίδιο πλαίσιο διακρίνεται και η πιο συγκροτημένη προσπάθεια της Νέας Δημοκρατίας να απευθυνθεί στα μικροαστικά στρώματα και να αποκαταστήσει τους δεσμούς της, που έχουν υποστεί σοβαρή διάρρηξη, καθώς ο νέος πρόεδρος της αξιωματικής αντιπολίτευσης επαναφέρει μετά από πολλά χρόνια στη ρητορική της Νέας Δημοκρατίας τα περί παράταξης του «κοινωνικού και μεταρρυθμιστικού κέντρου» που είχαν εξαφανιστεί από το δημόσιο λόγο της μετά την πτώση της κυβέρνησης Κώστα Καραμανλή.

Παραλλαγή αυτής της γραμμής, ότι το μνημόνιο δεν έχει ιδεολογικό πρόσημο αλλά είναι μια «αναγκαία πολιτική» για την παραμονή στο ευρώ αποτελεί και η ρητορική, που συστηματοποιεί καλύτερα τώρα το ΠΑΣΟΚ, αλλά και το Ποτάμι περί «κατάρρευσης του δίπολου μνημόνιο-αντιμνημόνιο» μετά την επισημοποίηση της μνημονιακής στροφής της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ και προσωπικά του Αλέξη Τσίπρα.

Ειδικά το ΠΑΣΟΚ με τη Φώφη Γεννηματά επί της ουσίας αναπαράγει τη γραμμή Βενιζέλου περί «μίας και μόνης εθνικής στρατηγικής» που ακολουθήθηκε από το 2010, ωστόσο η διαφορά βρίσκεται στο γεγονός ότι η νέα πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ είναι πολύ πιο προσεκτική και αποφεύγει την ταύτιση ακόμη και στις λεπτομέρειες, που δεν μπόρεσε να αποφύγει ο Ευάγγελος Βενιζέλος, με τον Αντώνη Σαμαρά, έναντι του αντιμνημονιακού τότε Αλέξη Τσίπρα.

Ωστόσο, την ώρα που συγκλίνουν τόσο η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με τα κόμματα της αστικής αντιπολίτευσης, παράλληλα αποκλίνουν για να μπορεί να «μοιράζεται» το πολιτικό παιχνίδι με στόχο να αποτρέψει τον πλήρη απεγκλωβισμό των λαϊκών μαζών από την αστική πολιτική, για να διασωθεί το φθαρμένο στη συνείδηση των μαζών «ευρωπαϊκό όραμα».

Και εδώ, το πρώτιστο μέλημα των κομμάτων της αστικής αντιπολίτευσης και κυρίως της Νέας Δημοκρατίας, ως παραδοσιακού στυλοβάτη της αστικής τάξης και της στρατηγικής της για την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ, είναι η απόδοση της «ιδιοκτησίας» του νέου μνημονίου σε ότι αφορά την οξύτητα των βαρών, που μεταφέρει στην εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα, αποκλειστικά στην κυβέρνηση και ιδίως στο ΣΥΡΙΖΑ.

Είναι χαρακτηριστικές από την άποψη αυτή οι αναφορές του Βαγγέλη Μεϊμαράκη ότι «ψηφίζουμε συμφωνία και όχι μέτρα» τα οποία «φέρουν την υπογραφή Τσίπρα-Καμμένου» και μάλιστα επαναφέρει την ανυπόστατη και αποπροσανατολιστική ρητορική περί ισοδύναμων μέτρων για την επίτευξη των στόχων του «αναγκαίου μνημονίου». «Θεωρούμε επιτακτικά αναγκαίο να φτιάξει ένα σχέδιο η κυβέρνηση και να προτείνει άλλα μέτρα εκεί που προτείνονται υφεσιακά και άδικα. Είμαστε παρόντες να τους βοηθήσουμε. Τα μέτρα που παίρνουν είναι ιδιοκτησίας της κυβέρνησης» είναι μια απολύτως ενδεικτική δήλωση του Βαγγέλη Μεϊμαράκη.

Όμως όλη αυτή η ρητορική στηρίζεται στο σαθρό έδαφος της ψευτιάς, ότι, δήθεν, αν αφηνόταν τον περασμένο Χειμώνα η Νέα Δημοκρατία και ο Αντώνης Σαμαράς, με την επικουρία του ΠΑΣΟΚ και του Ευάγγελου Βενιζέλου, η χώρα όντας μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης θα είχε βγει στις αγορές και δεν θα χρειαζόταν τρίτο δάνειο και τρίτο μνημόνιο.

Στο πλαίσιο αυτό αντιπαραβάλλεται το email Χαρδούβελη με την συμφωνία που πέτυχε η παρούσα κυβέρνηση για να ισχυριστεί η Νέα Δημοκρατία ότι «το δικό της» πακέτο ήταν κατά πολύ ελαφρύτερο και κατ’ επέκταση και «καλύτερο»!

Ωστόσο πρόκειται για ένα ολοκληρωτικό ψέμα, καθώς το ύψος αλλά και ο χαρακτήρας των συγκεκριμένων μέτρων, που τελικά συμφωνήθηκαν τώρα με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ήταν εδώ και ένα χρόνο στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου με την προηγούμενη κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας-ΠΑΣΟΚ.

Αυτός άλλωστε ήταν και ο λόγος που οι Σαμαράς-Βενιζέλος δεν τόλμησαν να κλείσουν την τελευταία αξιολόγηση του δεύτερου μνημονίου, πράγμα που πρακτικά συνέβη με άλλη μορφή τώρα από την κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου που αποδέχτηκαν τα «προαπαιτούμενα» των λεγόμενων εταίρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για να υπάρξει η «μετάβαση» στο νέο δάνειο-μνημόνιο από τον «μόνιμο ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης – ESM».

Από την άποψη αυτή η ιδιοκτησία του μνημονίου ανήκει στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με δυο λόγια στον ιμπεριαλισμό, που απαιτεί από την αστική τάξη κάθε χώρας-μέλους τέτοιων ενώσεων να το αποδέχεται ως δική της ιδιοκτησία και να το εφαρμόζει. Εδώ ακριβώς βρίσκεται η απάτη τόσο της αστικής αντιπολίτευσης όσο και της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ που θέλουν να κρύψουν την ευθύνη της ιδιοκτησίας της αντεργατικής και αντιλαϊκής πολιτικής, που ακολουθούν εξαιτίας του ότι υπηρετούν τη στρατηγική της αστικής τάξης σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ.

Από όλα αυτά προκύπτει όμως και ένα ακόμα πολύ σοβαρό συμπέρασμα καθώς επιβεβαιώνεται η ένταση και η εμβάθυνση της εξάρτησης της χώρας μας από ιμπεριαλιστικές ενώσεις όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση. Ακόμη και αυτή η αστική τάξη αποδέχτηκε έναν εκβιασμό, ανοιχτά και απροκάλυπτα από τους δανειστές, για να δεχτεί ένα καταστροφικό μνημόνιο για την ίδια, καθώς σχεδόν της παραπέμπει  τις δυνατότητες ανάκαμψης στο απροσδιόριστο μέλλον και την βάζει και σε πολιτικές περιπέτειες πολύ σοβαρές.

Οι φράσεις του νέου προέδρου της Νέας Δημοκρατίας προς τον πρωθυπουργό ότι «οι εταίροι σας φέρθηκαν πολύ καλύτερα από ότι σε μας» είναι χαρακτηριστική, όπως επίσης και η αποστροφή του λόγου του ότι «πρέπει να καταλάβουν και οι Ευρωπαίοι ότι δεν μπορούν να μας αφανίσουν».

Από τη σειρά και τη διαδοχή των γεγονότων αποδεικνύεται ότι οι ηγετικοί κύκλοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης τραβούσαν μεθοδικά το χαλί κάτω από τα πόδια και της προηγούμενης κυβέρνησης αλλά και της σημερινής κυβέρνησης της Ελλάδας προκειμένου να φτάσουν στο αποτέλεσμα που ήθελαν.

Είναι πλέον γνωστό το γεγονός ότι προειδοποίησαν ότι θα έφταναν να καταστρέψουν ακόμα και το Ελληνικό τραπεζικό σύστημα και να προκαλέσουν πιστωτική ασφυξία και έλλειψη ρευστότητας στην Ελληνική οικονομία με την επιβολή ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων (capital control) από τη συνάντηση στην Αθήνα, τις πρώτες μέρες ανάληψης της διακυβέρνησης από το ΣΥΡΙΖΑ, του τότε υπουργού Οικονομικών Γιάννη Βαρουφάκη με τον επικεφαλής του Eurogroup Γερούν Ντάινσελμπλουμ.

Εδώ ακριβώς αποτυπώνεται και το αδιέξοδο της αστικής τάξης και των κομμάτων της, είτε είναι αστικά, είτε μικροαστικά και έχουν υιοθετήσει την αστική στρατηγική. Καταφεύγουν στη δημαγωγία και τη συνειδητή εξαπάτηση, όπως η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης, που μιλούσε για «έντιμο συμβιβασμό» και «αμοιβαία επωφελή λύση», ενώ ταυτόχρονα τα κόμματα της αστικής αντιπολίτευσης παρά το ότι γνώριζαν το λογαριασμό από πριν, ζητούσαν «πάση θυσία συμφωνία».

Η απάτη τους αυτή δεν μπορεί να κρύψει την πρόδηλη και τόσο κατανοητή στις μάζες, αλήθεια, ότι παρά τη δημαγωγία τους τα κόμματα της συγκυβέρνησης και της αστικής αντιπολίτευσης είναι συνιδιοκτήτες του Μνημονίου από τη στιγμή που έχουν κάνει ιδιοκτησία τους τη στρατηγική της αστικής τάξης για την παραμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ. Ειδικά για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ο ρόλος της θα καταγραφεί στην ιστορία ως εξόχως θλιβερό πλυντήριο για τα άπλυτα της αστικής τάξης και της ιμπεριαλιστικής Ευρωπαϊκής Ένωσης.

COMMENTS