Η πολιτική κρίση στη χώρα μας
Βρισκόμαστε μπροστά σε ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις. Η κυβέρνηση αυτοκαθορίστηκε ως «κυβέρνηση μειοψηφίας». Την Τετάρτη, που μας έρχεται, θα υπάρξει μια νέα δοκιμασία για την κυβέρνηση, η οποία έχει επιδοθεί σε μια εκστρατεία «πρόσωπο το πρόσωπο», δηλαδή, βουλευτή το βουλευτή, προκειμένου να αλλάξει ορισμένα, έστω και λίγα, «ΟΧΙ» και «ΠΑΡΩΝ» σε «ΝΑΙ». Να δείξει ένα «καλύτερο» πρόσωπο σε αριθμούς, σε σχέση με την πρώτη ψηφοφορία για τη συμφωνία – μνημόνιο.
Την ίδια στιγμή η «Αυγή» βρήκε την ευκαιρία να δώσει συνέχεια στα όσα είπε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας για το Γιάννη Βαρουφάκη στη συνέντευξη, που παραχώρησε στην ΕΡΤ (όπου δήλωσε ότι: «μπορεί να είναι καλός οικονομολόγος αλλά αυτό δε σημαίνει ότι μπορεί να είναι και καλός πολιτικός»), και να τον αφήσει «μετεξεταστέο» στην πολιτική, ενώ κορυφαία στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, κοντά στον πρωθυπουργό, έχουν εξαπολύσει ένα κανονικό σαφάρι δυσφήμησης ενάντια στην «Αριστερή Πλατφόρμα», ταυτίζοντάς την με το «λόμπυ της δραχμής».
Φυσικά, κανείς απ’ αυτούς δε στέκεται στο γεγονός ότι η «Αριστερή Πλατφόρμα», με τα όσα υποστηρίζει, τουλάχιστον, μέχρι τώρα, δε δίνει καμία διέξοδο στο οικονομικό και πολιτικό πρόβλημα της χώρας μας ούτε και σε ό,τι αφορά τη ψήφιση της συμφωνίας – μνημονίου από την πλευρά της κυβέρνησης, αφού, από τη μια, στο οικονομικό επίπεδο περιορίζεται στην έξοδο και μόνο από το ευρώ, από την άλλη μεριά, στο πολιτικό επίπεδο εξακολουθεί να παρέχει ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση, έχοντας μια προφανή αντίφαση στη στάση της, που προσπαθούν να την αξιοποιήσουν τόσο η αστική αντιπολίτευση όσο και το τμήμα του ΣΥΡΙΖΑ, που δε συμφωνεί με τη στάση της.
Είναι σαφές ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια κυβερνητική κρίση, που έρχεται να επιβεβαιώσει τη μακρόχρονη πολιτική κρίση, που περνάει η χώρα μας. Είναι η πολιτική κρίση, για την οποία η «Νέα Σπορά» έχει κάνει λόγο από τότε που εμφανίστηκε ως ιστοσελίδα, που προϋπήρχε και συνεχίζεται, και που, αμέσως μετά τις πρόσφατες εκλογές της 25ης του Γενάρη, εκτίμησε ότι αυτή θα συνεχιστεί και θα συμπεριλάβει και το ΣΥΡΙΖΑ.
Η εκτίμησή μας για την πολιτική κρίση δεν παραβλέπει τις σχέσεις πολιτικής και οικονομίας. Έχει οικονομικό υπόβαθρο. Βασίζεται στο γεγονός ότι η χώρα μας περνάει μια οικονομική κρίση, που την έχει φέρει να έχει απολέσει το 25% του ΑΕΠ της, με αποτέλεσμα να έχει αυξηθεί η ανεργία των εργαζομένων, να έχει καταστραφεί μεγάλος αριθμός μικροαστικών στρωμάτων, ακόμη και τμήμα της αστικής τάξης, να έχουν συρρικνωθεί αποφασιστικά οι παραγωγικές της δυνάμεις και να έχει βρεθεί υπό καθεστώς ελεγχόμενης χρεοκοπίας.
Η μελέτη των καπιταλιστικών οικονομικών κρίσεων μας δείχνει ότι οι κρίσεις αυτές ξεπερνιόνταν, για να έρθει η ανάκαμψη και η ανάπτυξη, από τη στιγμή που υπήρχε ένα ισχυρό πακέτο δημοσίων επενδύσεων. Αυτό το πακέτο, όπως θα έχουμε παρατηρήσει, των δημοσίων επενδύσεων δεν υπάρχει και στα τρία μνημόνια, που έχουν υπογράψει για λογαριασμό της χώρα μας οι μέχρι τώρα κυβερνήσεις. Αντίθετα αυτό που υπάρχει είναι ένα ισχυρό πακέτο ιδιωτικοποιήσεων και ένα πακέτο αύξησης των φόρων.
Αυτού του είδους τα μέτρα δεν οδηγούν ούτε στην καπιταλιστική σταθεροποίηση, για την οποία έκανε αρχικά λόγο ο ΣΥΡΙΖΑ συμμεριζόμενος την ιδέα για την αύξηση των δημοσίων επενδύσεων, ως οικονομικού παράγοντα που θα έφερνε τη σταθεροποίηση της οικονομίας και την ανάπτυξη. Στο πλαίσιο αυτό θεωρούσε ότι θα έπρεπε να γίνει και η αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ για να ενισχυθεί η κατανάλωση.
Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι από το πακέτο των 50δισ. ευρώ, που αφορούν το ΤΑΙΠΕΔ, τα 25δισ. ευρώ θα πάνε για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, ενώ 12.5 δισ. ευρώ θα κατευθυνθούν σε παραγωγικές επενδύσεις. Είναι πολύ αμφίβολο εάν το ΤΑΙΠΕΔ, από την εκποίηση της δημόσιας περιουσίας, θα μπορέσει να εξασφαλίσει τα 50δισ. ευρώ, ενώ σε κάθε περίπτωση οι παραγωγικές επενδύσεις (εάν προκύψουν) δε θα αφορούν το δημόσιο τομέα.
Εάν πρέπει να τονίσουμε κάτι ιδιαίτερα σ’ ό,τι αφορά στη νέα συμφωνία – μνημόνιο αυτό είναι ότι το τρίτο μνημόνιο προβλέπει τέτοια οικονομικά μέτρα, που να εξασφαλίζονται οι δανειστές, να μπορέσουν να ξαναπάρουν πίσω τα δανεικά, γι’ αυτό το λόγο και οι λεγόμενοι εταίροι είναι κάθετοι σε οποιαδήποτε ιδέα κουρέματος του χρέους.
Ταυτόχρονα η εκτίμησή μας για την πολιτική κρίση παίρνει υπόψη της και έναν άλλο οικονομικό παράγοντα, στον οποίο έχουμε αναφερθεί πολλές φορές και αφορά στην οικονομική κατάσταση της ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνολικά.
Είναι ένας μύθος, που καλλιεργείται συστηματικά, ότι η ευρωζώνη και η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ξεπεράσει την οικονομική κρίση. Οι ρυθμοί ανάπτυξης της ευρωζώνης είναι πολύ χαμηλοί και ορισμένες χώρες, από τις πιο ισχυρές, όπως η Ιταλία και η Γαλλία, αντιμετωπίζουν πολύ σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Ακόμη και η Γερμανία, που θεωρείται η πιο ισχυρή δύναμη, σημειώνει ρυθμούς ανάπτυξης που περιστρέφονται γύρω στο 1% – 1.5% επί του ΑΕΠ. Πέρα από τους χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης ένα πολύ σοβαρό θέμα, που είναι πραγματικός βραχνάς για την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι το πρόβλημα του δημόσιου χρέους, που αδυνατεί να το αντιμετωπίσει, και αποτελεί ανασχετικό παράγοντα στο ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης.
Αυτό σημαίνει ότι η χώρα μας είναι αδύνατον να «τραβηχτεί» σε μια αναπτυξιακή πορεία λόγω της οικονομικής βοήθειας, που θα μπορεί να παίρνει από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αντίθετα η χώρα μας αποδείχτηκε «χρυσορυχείο» για τους δανειστές, αφού είναι ήδη γνωστό ότι οι υποχρεώσεις της χώρας μας λόγω των μνημονίων υπαγορεύονται από το να μη σημειώσουν «χασούρα», κατά κύριο λόγο, οι Γερμανικές και Γαλλικές τράπεζες.
Παράλληλα ένας τρίτος παράγοντας που συντηρεί την πολιτική κρίση στη χώρα μας είναι οι γεωστρατηγικές αντιθέσεις των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, που ενσωματώνονται στο πολιτικό σύστημα της χώρας μας, στη στάση των πολιτικών δυνάμεων.
Αυτές οι γεωστρατηγικές αντιθέσεις αφορούν τόσο στο μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τη συγκρότησή της και την εξέλιξή της, ως οικονομικής και πολιτικής ένωσης, τις σχέσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσο και το ποιος θα έχει το «πάνω χέρι» συνολικά στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πάντα σε σχέση και με το ρόλο των ΗΠΑ αλλά και της Ρωσίας.
Και αυτές τις αντιθέσεις τις είδαμε να ξεδιπλώνονται, ειδικά τον τελευταίο καιρό, με πολύ μεγάλη ένταση γύρω από το Ελληνικό ζήτημα, την περίπτωση ενός grexit, που έφερε αντιμέτωπες τις ΗΠΑ με τη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ιταλία με τη Γερμανία, μα όλες μαζί να έχουν κοινή στάση απέναντι στη Ρωσία.
Πάντως και οι τρεις αυτοί παράγοντες, στους οποίους αναφερθήκαμε, θέτουν σε δοκιμασία την αστική στρατηγική, την παραμονή της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ, και αυτή η στρατηγική είναι τελικά που έρχεται να αμφισβητηθεί, όλο και περισσότερο, από τις λαϊκές μάζες.
Και η βάση αυτής της αμφισβήτησης είναι η πολιτική που εφαρμόζεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, που εντείνει την πολιτική και οικονομική εξάρτηση της χώρας μας, που εντείνει τα φαινόμενα εξαθλίωσης, ανεργίας των εργαζομένων, της καταστροφής των μικροαστικών στρωμάτων.
Σε τελική ανάλυση η βάση της πολιτικής κρίσης βρίσκεται στο γεγονός ότι η χώρα μας, για να ξεπεράσει την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία πρέπει να ξεπεράσει την αστική στρατηγική, να αποδεσμευτεί από αυτήν, που πρακτικά αυτό το γεγονός σημαίνει ότι η χώρα μας πρέπει να αποδεσμευτεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ, να πάψει να είναι μέρος των αντιθέσεων των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, να είναι πιόνι των γεωστρατηγικών τους σχεδίων.
Το πώς, επομένως, τοποθετούνται τα κόμματα απέναντι σ’ αυτό το ζήτημα και τι συμπεράσματα βγαίνουν από την εξάμηνη παραμονή της σημερινής κυβέρνησης, που αμφισβήτησε τη μνημονιακή πολιτική, αλλά, τελικά, μας έφερε ένα νέο μνημόνιο, το χειρότερο μέχρι τώρα, έχει πολύ μεγάλη σημασία, ειδικά για το Επαναστατικό Κίνημα, θέμα που θα το αντιμετωπίσουμε στην επόμενη συνέχεια του άρθρου μας.
COMMENTS