«Και τώρα τι (πρέπει να) κάνουμε; (1)»

Αλλάζουμε σελίδα, προχωράμε μπροστά

Όλως τυχαίως, ο γράφων, πολύ πρόσφατα, συνάντησε μια συντρόφισσα, παλιό μέλος του Κόμματος, που τώρα είναι στη σύνταξη και που με τη διάσπαση του Κόμματος πέρασε στο Συνασπισμό και στη συνέχεια στο ΣΥΡΙΖΑ.

Απογοητευμένη από την ανατροπή του σοσιαλισμού στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, απογοητευμένη από το Κόμμα, στήριξε πολλές ελπίδες στο εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ, και, προπαντός, στο πρόσωπο του Αλέξη Τσίπρα, ως ενός νέου ηγέτη που θα έφερνε ένα «νέο αέρα» στην Αριστερά.

Με ένα πρόσωπο γεμάτο απορία και με δάκρυα στα μάτια έσκυψε στο αυτί μου, σα να μην ήθελε να την ακούσει άλλος κανείς γι’ αυτό που θα μου έλεγε, σα να ήθελε να κρύψει τα δάκρυά της και με ρώτησε: «Μπορείς να μου πεις τι έπαθε αυτός ο άνθρωπος»;

Πριν προλάβω να αρθρώσω έστω μια λέξη, προχώρησε με ένα νέο καταιγισμό ερωτήσεων: «Από τη μια στιγμή στην άλλη, πως άλλαξε έτσι αυτός ο άνθρωπος»; «Τι έγινε»; Και κατέληξε: «Δώσε μου μια εξήγηση»!…

Σκυμμένοι, ο ένας πάνω στον άλλο, πρόλαβα να της πω πολύ λίγα λόγια μόνο. Δεν υπήρχε το περιθώριο για πολιτικές αναλύσεις στην κατάσταση που ήταν: «Συντρόφισσά μου αυτά ήταν τα πολιτικά όρια του Αλέξη Τσίπρα»

«Και τώρα τι κάνουμε», με ρώτησε. «Αλλάζουμε σελίδα και προχωράμε μπροστά», της απάντησα…

Με κοίταξε μ’ ένα βλέμμα γεμάτο από απορία και έκπληξη, σα να μη μπορούσε να συνειδητοποιήσει αυτό που της είπα και αμίλητη απομακρύνθηκε. Ούτε που με χαιρέτησε!…

Πρόκειται για ένα επεισόδιο απολύτως πραγματικό και πιστεύουμε αντιπροσωπευτικό για πολύ κόσμο, που ακολούθησε το ΣΥΡΙΖΑ, που εμπιστεύτηκε τον Αλέξη Τσίπρα, επενδύοντας περισσότερο πάνω σ’ αυτόν, παρά στο ΣΥΡΙΖΑ, για κάτι καλύτερο, έστω και για να πάρουν οι λαϊκές μάζες μιαν ανάσα.

Και δε μιλάμε μόνο για εκείνο τον κόσμο, που αποσπάστηκε από το ΚΚΕ, που, για διάφορους λόγους, δε συμφωνούσε με την πολιτική του. Μιλάμε για έναν ευρύτερο κόσμο, που ανήκε πριν στο ΠΑΣΟΚ και τη Νέα Δημοκρατία και που ακολούθησε το ΣΥΡΙΖΑ, που είχε απηυδήσει από μια πολιτική της πιο χυδαίας υποτέλειας, που εξέφραζε το παλιό και διεφθαρμένο αστικό μπλοκ δυνάμεων, σε πλήρη σύμπνοια με το διεφθαρμένο και χρυσοπληρωμένο δημοσιογραφικό και καλοβολεμένο διανοητικό κατεστημένο της χώρας μας.

Αυτός ο κόσμος, έστω και με ατελή τρόπο, εξέφραζε τα αντιευρωενωσιακά του αισθήματα, που δεν έφταναν στο «έξω από την Ευρωπαϊκή Ένωση», βρίσκοντας καταφύγιο στο ΣΥΡΙΖΑ και στον Αλέξη Τσίπρα, σαν την αναδυόμενη και ελπιδοφόρα πολιτική προσωπικότητα, που μέσα από την άρνησή του για τη συνέχεια της μνημονιακής πολιτικής θα «τα έβαζε» με τους ισχυρούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που θα άλλαζε την Ευρωπαϊκή Ένωση και, επί τέλους, θα καταργούσε τα μνημόνια, χωρίς τις μεγάλες ανατροπές και ρήξεις, χωρίς τις μεγάλες συγκρούσεις, πάντως με διαθέσεις για συγκρούσεις, που θα μπορούσαν να καλλιεργηθούν, να γονιμοποιηθούν με μια άλλη πολιτική πρόταση διεξόδου από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία.

Αυτός ο κόσμος δεν είχε ενσωματωθεί στην αστική πολιτική. Μπορεί να μην αντέτασσε μια «ολοκληρωμένη» απάντηση, ένα αποφασιστικό «ΟΧΙ» στην πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να μην είχε μιαν αντίστοιχη αγωνιστική στάση, μπορεί να περίμενε πολλά από «τους από πάνω», πολύ λιγότερα από τον εαυτό του, πάντως με βεβαιότητα δεν είχε ενσωματωθεί στο αστικό μπλοκ δυνάμεων. Και το απέδειξε…

Το απέδειξε δίνοντας ένα ηχηρό «ΟΧΙ» στο δημοψήφισμα, όπου διαχωρίστηκαν η εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα, από τη μια, με την αστική τάξη, τα αστικά κόμματα και τα αστικά ΜΜΕ, από την άλλη, έστω και εάν το ερώτημα του δημοψηφίσματος παραπλανούσε και αποπροσανατόλιζε τις λαϊκές μάζες. Από την άποψη των σχέσεων των τάξεων το δημοψήφισμα μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορεί να ερμηνευτεί.

Παραπέρα, αυτός ο κόσμος έδωσε το δικό του περιεχόμενο στο «ΟΧΙ», έχοντας απέναντι ολόκληρο τον αστικό κόσμο και το σύνολο των βρώμικων αστικών ΜΜΕ, που με μια χυδαία κινδυνολογία, με μια απύθμενη καταστροφολογία, με μια φασίζουσα μεθοδολογία, προσπάθησαν να του μεταστρέψουν το φρόνημα. Δεν το μπόρεσαν.

Και αυτή η αποτυχία των αστικών κομμάτων, των αστικών ΜΜΕ, της ξεπουλημένης αστικής διανόησης αποδεικνύει ότι οι λαϊκές μάζες εξέφρασαν, ταυτόχρονα, τη διάθεση να προχωρήσουν παραπέρα, να απαιτήσουν ανατροπές και ριζοσπαστικές αλλαγές.

Γι αυτό και η «Νέα Σπορά» επέμενε σταθερά στην αρθρογραφία της στον αποφασιστικό διαχωρισμό ανάμεσα στον κόσμο, που ακολουθούσε το ΣΥΡΙΖΑ και την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, την κυβέρνηση, γι’ αυτό τάχτηκε υπέρ του κάθετου διαχωρισμού με την πολιτική της κυβέρνησης, γι’ αυτό, κατ’ επανάληψη, κατέθεσε την άποψη, ότι απέναντι στην πολιτική της κυβέρνησης χρειάζεται να υπάρξει μια αντίστοιχη και συγκεκριμένη πρόταση, με κρίκο την αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, που θα έλυνε, ταυτόχρονα, και το πρόβλημα της πολιτικής εξουσίας με την άνοδο σ’ αυτήν της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων (κατώτερα και μεσαία).

Τώρα οι λαϊκές μάζες αιφνιδιασμένες, προδομένες, πικραμένες, μη έχοντας που να ακουμπήσουν, γεμάτες ερωτηματικά και απορίες κινδυνεύουν να κυριευτούν από την ηττοπάθεια, τη μοιρολατρία, την απογοήτευση και την περιφρόνηση προς την πολιτική, αφού γνώρισαν την πιο γρήγορη πολιτική μεταστροφή, όπως αυτήν τη μεταστροφή την προσλαμβάνουν και την καταλαβαίνουν οι ίδιες, από έναν ηγέτη που του εμπιστεύτηκαν ένα 62%, αφού μπορεί να πέσουν στον πιο βαθύ, τώρα, λάκκο του «δε γίνεται τίποτα».

Και λέμε ότι αυτός ο κίνδυνος είναι πολύ αυξημένος και μπορεί να επιφέρει και σημαντικές «παράπλευρες» συνέπειες, με το να παρασυρθούν οι λαϊκές μάζες από αντιδραστικές ιδεολογίες και πολιτικές, τύπου Χρυσής Αυγής, και να έχουμε μια αντιστροφή προς την πολιτική αντίδραση, έχοντας υπόψη και την ίδια την κατάσταση που επικρατεί στην αστική τάξη και το πολιτικό σύστημα, όπου τα αστικά κόμματα έχουν ξεχαρβαλωθεί και «παρακαλάνε» τον Τσίπρα, παρά τα όσα συνέβησαν στη βουλή, να κυβερνήσει, γιατί διαθέτει τη λαϊκή εντολή.

Η Χρυσή Αυγή έχει μείνει το μόνο κοινοβουλευτικό Κόμμα, που υπερασπίζεται ένα «ΟΧΙ» που δεν της ανήκει, αλλά δημαγωγεί πάνω σ’ αυτό. Που προσπαθεί να ψαρέψει στα θολά νερά της δημαγωγίας, βάζοντας μπροστά τα ζητήματα της εθνικής ανεξαρτησίας και κυριαρχίας, που τόσο υποτιμήθηκαν μέχρι τώρα από την ηγεσία του ΚΚΕ.

Και κατά τούτο είναι η μεγάλη ευθύνη της ηγεσίας του Κόμματος. Επιλέγοντας να μη δώσει το δικό της περιεχόμενο στο «ΟΧΙ», δραπετεύοντας από την πολιτική πραγματικότητα, προτίμησε να πάει στο «ΑΚΥΡΟ» βάζοντας σ’ ένα αστικό δημοψήφισμα τη συνολική πρόταση του Κόμματος, την ίδια του τη στρατηγική για έγκριση, την ίδια στιγμή, που δείχνει με τόσο έκδηλο τρόπο την περιφρόνησή της στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες και πρακτικές για την προώθηση της υπόθεσης της εργατικής τάξης και του σοσιαλισμού.

Το αποτέλεσμα ήταν να αφήσει το πολιτικό περιθώριο στη Χρυσή Αυγή να καπηλεύεται το «ΟΧΙ» των λαϊκών μαζών, που πολιτικά δεν είχε καμία σχέση με όσα επαγγέλλεται η Χρυσή Αυγή.

Θα ήταν το ΚΚΕ τώρα, για όποιον διέθετε στοιχειώδη ικανότητα πρόβλεψης, που θα υπερασπιζόταν το «ΟΧΙ» και ταυτόχρονα θα εξηγούσε από καλύτερες θέσεις – και οι λαϊκές μάζες θα κατανοούσαν πολύ καλύτερα με τις εμπειρίες, που διαθέτουν, την ανάγκη αποδέσμευσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ. Γι’ αυτό το λόγο χρειαζόταν και η εναλλακτική και συγκεκριμένη πρόταση που η «Νέα Σπορά» έχει περιγράψει στην αρθρογραφία της.

Το ερώτημα που πρέπει να απαντήσουμε τώρα είναι: που βρισκόμαστε πολιτικά αυτήν τη στιγμή και ποια απάντηση πρέπει να πάρει η συντρόφισσα (και συνολικά οι λαϊκές μάζες), που έφυγε με σκυμμένο το κεφάλι και τα δάκρυα στα μάτια;

Αυτό το ερώτημα θα το απαντήσουμε στη δεύτερη συνέχεια αυτού του άρθρου.

COMMENTS