Οι στιγμές είναι κρίσιμες από κάθε άποψη και ο πολιτικός χρόνος έχει συμπυκνωθεί υπέρμετρα. Η πολιτική πρωτοβουλία της κυβέρνησης για τη διενέργεια δημοψηφίσματος έφερε ραγδαίες εξελίξεις. Η ταξική πάλη οξύνθηκε και ήρθε στην επιφάνεια η βαθύτερη και πιο ουσιαστική σχέση των κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων ως προς το πρόβλημα κρίκο της χώρας, που ξεκλειδώνει το σύνολο των πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων. Δηλαδή, την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ. Τη σχέση της πατρίδας μας με το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ.
Πρώτη απ’ όλες το αντιλήφθηκε η αστική τάξη που οργανώνεται και παρατάσσεται με σχέδιο στους δρόμους. Αυτό αποτυπώνεται στη στάση τόσο της ίδιας ως τάξης όσο και στους πολιτικούς της εκπροσώπους, πρώτα απ’ όλα των δυνάμεων της αστικής αντιπολίτευσης. Αυτές οι σχέσεις των κοινωνικών τάξεων όπως αναδεικνύονται τώρα θα επιδράσουν καταλυτικά και σε τυχόν ανακατατάξεις μέσα στο κυβερνητικό στρατόπεδο των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Αυτές τις σχέσεις θα αντανακλούν οι όποιες εξελίξεις ειδικότερα στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ ως κόμματος του μικροαστικού σοσιαλισμού, όπου στη συνολική κοινωνική του αναφορά και στην πολιτική του ταυτότητα και φυσιογνωμία επιδρούν αποφασιστικά τα ανώτερα μικροαστικά στρώματα που υιοθετούν την αστική στρατηγική.
Προς το παρόν όμως θα ασχοληθούμε αποκλειστικά με τη στάση της αστικής τάξης και τα διδάγματα που βγαίνουν. Είναι καθήκον που επείγει η αφομοίωση των διδαγμάτων αυτών από την εργατική τάξη και την πολιτική της πρωτοπορία για την πορεία της ταξικής πάλης.
Το ταξικό ένστικτο της αστικής τάξης
Από την πρώτη στιγμή της προκήρυξης του δημοψηφίσματος και παρά την προσπάθεια της κυβέρνησης να το εγκλωβίσει ως προς το τυπικό ερώτημά του σε μια παραπλανητική αντιπαράθεση, που πρακτικά οδηγούσε στο ΝΑΙ σε ένα νέο μνημόνιο και σε μια νέα αναδιάταξη του πολιτικού συστήματος, η αστική τάξη αντιλήφθηκε το προφανές:
Ότι αυτό που διακυβεύεται είναι η σχέση της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ. Ότι μπαίνει σε δοκιμασία η στρατηγική της και είναι υπαρκτός ο κίνδυνος ανεξέλεγκτων πολιτικών εξελίξεων, γιατί μέσα από ένα δημοψήφισμα, έστω και έτσι όπως ήθελε να το καρπωθεί η κυβέρνηση, θα παρέμβαιναν οι λαϊκές μάζες, που θα εξέφραζαν τα αντιευρωενωσιακά αισθήματα, τη δυσαρέσκειά τους για τη στάση των εταίρων, την αντίθεσή τους στη μνημονιακή πολιτική, έστω και εάν γνώριζαν ότι και η πρόταση της κυβέρνησης δεν απείχε από ένα άλλο μνημόνιο. Οι λαϊκές μάζες είχαν «ιεραρχήσει» το «ΟΧΙ» τους.
Γι’ αυτό και η αστική τάξη οργανώθηκε, συσπειρώθηκε και κινητοποίησε ό,τι δυνάμεις διέθετε, ενοποίησε τη στάση των πολιτικών δυνάμεων της αστικής αντιπολίτευσης.
Πόλωσε αμέσως το πολιτικό κλίμα γύρω από την ίδια τη στρατηγική της, επιχειρώντας ταυτόχρονα να αποδιοργανώσει και να τρομοκρατήσει πρώτα από όλα τα μικροαστικά στρώματα και βεβαίως και τμήματα της εργατικής τάξης, τις δυνάμεις, δηλαδή, που αντιστέκονται στην πολιτική των μνημονίων. Η διαφορά είναι ότι σε σχέση με παλιότερα η αστική τάξη αυτό το στόχο της τον επιδιώκει τώρα με όρους «κινήματος» και στο δρόμο. Κινητοποιεί πανελλαδικά τις δυνάμεις της, βάζοντας μπροστά την ξεπουλημένη διανόηση. Και αυτό είναι απολύτως αποδεικτικό του φόβου της για το λαϊκό παράγοντα.
Σ’ αυτό το πλαίσιο δίνοντας τη μάχη των ταξικών της συμφερόντων αλλά της υποτέλειας και του «ΝΑΙ» στα αφεντικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, προς ώρας απαιτεί δύο πράγματα: Τη ματαίωση του δημοψηφίσματος και το σχηματισμό μιας καινούργιας κυβέρνησης – μεταβατικής – από την παρούσα βουλή, απόλυτα αρεστής στις ηγετικές δυνάμεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που θα εγγυάται την παραμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ, την υπογραφή και την απρόσκοπτη εφαρμογή ενός νέου μνημονίου.
Και αυτόν το στόχο προσπαθεί να τον πετύχει σε πλήρη συνεργασία με τα αφεντικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης – θυμίζουμε εδώ τη δήλωση του Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ προς τους δημοσιογράφους ότι «αυτήν τη στιγμή γίνονται πράγματα στην Ελλάδα που ούτε τα φαντάζεστε, γι’ αυτό τα γραπτά σας είναι έξω από τα πράγματα», προσπαθεί να τον πετύχει ακόμη και με «παλατιανά πραξικοπήματα», με μια νέα «αποστασία» τύπου ’65, προκειμένου, τελικά, να ματαιώσει την έκφραση των λαϊκών μαζών.
Σ’ αυτόν το στόχο υποτάσσονται και τα όσα λένε οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν κάνουν λόγο πως «έχει χαθεί η εμπιστοσύνη» με την παρούσα κυβέρνηση. Σ’ αυτό το πλαίσιο και σ’ αυτήν την κατεύθυνση εξασκούν τα αφεντικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης – με την τακτική που κρατάνε, αλλά και η ντόπια αστική τάξη τις αφόρητες πιέσεις πάνω στο ΣΥΡΙΖΑ, παίρνοντας υπόψη της το μικροαστικό χαρακτήρα του και την ταλάντευση των κοινωνικών δυνάμεων, που κατά κύριο λόγο εκφράζει και εκπροσωπεί.
Τρομοκρατία και οργανωμένη παρουσία
Την ίδια στιγμή, που η αστική τάξη επιχειρεί να συγκαλύψει τις μηχανορραφίες της στο παρασκήνιο, κατατρομοκρατεί τους εργαζόμενους και τα μικροαστικά στρώματα, κλιμακώνει μια ρητορική ενάντια στο δημοψήφισμα με το «επιχείρημα» ότι αυτό θα πρέπει να ματαιωθεί, γιατί προκαλεί «εθνικό διχασμό». Σ’ αυτό συμπίπτει σύμπασα η αστική αντιπολίτευση, του λεγόμενου «συνταγματικού τόξου», η Εκκλησία και άλλοι παράγοντες της αστικής πολιτικής καριέρας, ενώ αυτή τη ρητορική υιοθετεί με έντεχνο και γκαιμπελικό τρόπο και η Χρυσή Αυγή. Στην κατεύθυνση αυτή επιστρατεύει και τον εργοδοτικό συνδικαλισμό. Η ΓΣΕΕ εξέδωσε ανακοίνωση υπέρ του «ΝΑΙ».
Είναι ενδεικτικά τα όσα συνέβησαν στη συγκέντρωση του «ΝΑΙ» την Τρίτη το βράδυ, αλλά και με τις πρωτοβουλίες της ανά την Ελλάδα, μέσω επιτροπών στήριξης του «ΝΑΙ», όπου έδωσαν το «ΠΑΡΟΝ»: εργοδοτικές οργανώσεις καπιταλιστών και μικροαστών (εκεί που κατά κύριο λόγο οι διοικήσεις τους εκφράζουν τα συμφέροντα των ανώτερων αλλά και ορισμένων μεσαίων μικροαστικών στρωμάτων), επιμελητήρια, επιστημονικοί-ακαδημαϊκοί φορείς, που βγάζουν το παντεσπάνι τους μέσω της διασπάθισης κονδυλίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σ’ αυτήν την εκστρατεία κατατρομοκράτησης των λαϊκών μαζών, καλλιέργειας φόβου, οργάνωσης των αντιδράσεων των δυνάμεων του «ΝΑΙ» αναδεικνύεται και ο βρώμικος ρόλος των αστικών ΜΜΕ.
Αξίζει να καταγράψουμε στο παραπάνω πλαίσιο ορισμένα γεγονότα την ίδια στιγμή που η αστική τάξη έχει το θράσος να μιλάει στο όνομα της δημοκρατίας και της ελευθερίας έκφρασης των πολιτών και να κάνει λόγο για «εθνικό διχασμό» μόνο και μόνο γιατί θα γίνει ένα δημοψήφισμα.
Πρώτα από όλα είναι απόλυτα επιβεβαιωμένο γεγονός ότι από την περασμένη Δευτέρα συμβαίνει ένα χωρίς προηγούμενο όργιο εργοδοτικής τρομοκρατίας σε επιχειρήσεις, όπου οι εργοδότες ή τα διευθυντικά στελέχη των εταιρειών απειλούν ανοιχτά τους εργαζόμενους πως «θα υποστούν δυσάρεστες εξελίξεις» αν ηττηθεί το «ΝΑΙ» στο δημοψήφισμα της Κυριακής.
Σε πολλές περιπτώσεις έχει επιβληθεί υποχρεωτική αργία, έχουν δοθεί υποχρεωτικές άδειες άνευ αποδοχών στο προσωπικό των επιχειρήσεων, έχουν αναβληθεί μισθοδοσίες. Σε άλλες περιπτώσεις κόβονται ή μεταφέρονται καλοκαιρινές άδειες ενώ γίνονται και απολύσεις στο όνομα της επιβολής των ελέγχων κεφαλαίων (capital controls) στις τράπεζες.
Σε σειρά κλάδων του ιδιωτικού τομέα καταγράφεται πρωτόγνωρη απόπειρα ψυχολογικού πολέμου των εργοδοτών σε βάρος των εργαζομένων. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι αυτά συμβαίνουν ακόμα και σε μεγάλες βιομηχανίες, όπου οι ιδιοκτήτες τους θεωρούνταν και ήταν υποστηρικτές της παρούσας κυβέρνησης. Φυσικά όλες αυτές οι εικόνες και πληροφορίες δε θεωρούνται άξιες λόγου από τα «αντικειμενικά» ΜΜΕ της αστικής τάξης, που δήθεν θλίβονται για την αδυναμία καταβολής των συντάξεων στους συνταξιούχους και των επιδομάτων στους αναξιοπαθούντες, αποδεικνύοντας τον υποκριτικό τους ρόλο.
Αδίστακτη η αστική τάξη και οι πολιτικοί της εκπρόσωποι
Καταγράφεται λοιπόν με τον πιο απόλυτο τρόπο ότι η αστική τάξη είναι αδίστακτη και στραγγαλίζει την ίδια την παραγωγική διαδικασία της χώρας, μπροστά στον κίνδυνο των συμφερόντων της, και την ίδια ώρα επικαλείται τον πατριωτισμό για τη στάση της ψέλνοντας τον εθνικό ύμνο στις διαδηλώσεις τον τελευταίων ημερών, κρατώντας ωστόσο πάνω από όλα τις σημαίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που έχει την πρωτοβουλία αυτού του στραγγαλισμού της ελληνικής οικονομίας με την επιβολή από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα του κλεισίματος των ελληνικών τραπεζών.
Παράλληλα, οι πολιτικοί παράγοντες της αστικής τάξης δίνουν ρεσιτάλ υποτέλειας, αξιώνοντας τη ματαίωση του δημοψηφίσματος στο όνομα της αποφυγής του «εθνικού διχασμού» και μάλιστα φτάνουν σε σημείο ξεπεσμού τύπου «γερμανοτσολιά». Από τις πιο κραυγαλέες και ξετσίπωτες περιπτώσεις ήταν αυτή του επικεφαλής του Ποταμιού Σταύρου Θεοδωράκη, ο οποίος ανέφερε σε συνέντευξή του: «Η κυρία Μέρκελ θα προσπαθήσει για την Ελλάδα από την Δευτέρα. Καλώς ήρθες (σ.σ. αναφέρεται στον πρωθυπουργό Α. Τσίπρα) στο κλαμπ των ανθρώπων που πιστεύουν στη βοήθεια της Γερμανίας. Το είχαμε πει από παλιά ότι θα καταλήξει σε αυτό το κλαμπ ο αδύναμος». Ενώ, και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος με σαφή διάθεση ματαίωσης του δημοψηφίσματος, «παρακάλεσε» τις ΗΠΑ να βοηθήσουν να παραμείνει η Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ, παραπέμποντας με τη συγκεκριμένη παρέμβασή του – σε μια παλιότερη δήλωση υποτέλειας και εξευτελισμού της χώρας μας, στον πρώην πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη, το 1996, που ευχαριστούσε από το βήμα της βουλής την κυβέρνηση των ΗΠΑ για τη «βοήθειά της» στα Ίμια.
Έτσι λοιπόν παρατηρούμε ότι την ίδια στιγμή που η αστική τάξη μιλάει για «εθνικό διχασμό» συμπαρατάσσεται με τα αφεντικά της, την Ευρωπαϊκή Ένωση, το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ, ενώ, ταυτόχρονα, τρομοκρατεί και συμπεριφέρεται ως δυνάστης με «δικαιώματα ζωής και θανάτου» πάνω στους εργαζόμενους και με απειλές και εκβιασμούς προσπαθεί να τους «πείσει» να ταχθούν υπέρ των πολιτικών της επιλογών, μη διστάζοντας να προβαίνει επί της ουσίας σε οικονομικό σαμποτάζ σε βάρος της χώρας.
Πολιτική συνθηματολογία και η δημοκρατία της αστικής τάξης
Το ακόμα πιο ενδιαφέρον και διδακτικό είναι ότι αυτές τις μέρες στην πλατεία Συντάγματος, που διαδηλώνει η αστική τάξη και τα ανώτερα μικροαστικά στρώματα ακούγονται δύο ειδών συνθήματα, τα οποία σημαίνουν πάρα πολλά πράγματα για να τα προσπεράσει και να τα υποτιμήσει κανείς.
Ορισμένα από τα συνθήματα απαιτούσαν την παραίτηση της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού. Θα πρέπει να παρατηρήσουμε κάτι που ίσως δε φαίνεται από μια πρώτη ματιά. Η αστική τάξη αρνείται το δικαίωμα των πολιτικών αιτημάτων στα συνδικάτα των εργαζομένων και μας πιπιλίζει τα αυτιά ότι οι κυβερνήσεις αλλάζουν μόνο με εκλογές και πως οι εργατικές συνδικαλιστικές οργανώσεις πρέπει να περιορίζονται αυστηρά και μόνο σε οικονομικά – «συντεχνιακά» αιτήματα, πολύ δε περισσότερο δεν έχουν δικαίωμα να αμφισβητούν εκλεγμένες κυβερνήσεις ή να παλεύουν για την ανατροπή ψηφισμένων από τη βουλή νόμων.
Ωστόσο, αποκαλύπτεται, και πρακτικά τώρα και μάλιστα με κραυγαλέο τρόπο, ότι η αστική τάξη –που διαδηλώνει βάζοντας μπροστά τις δικές της κοινωνικές και συνδικαλιστικές-εργοδοτικές οργανώσεις και φορείς, όπου κυριαρχεί η ίδια– ότι θεωρεί τον εαυτό της «περιούσιο» απέναντι στην εργατική τάξη και αναγνωρίζει μόνο στον εαυτό της το δικαίωμα να επιδιώκει την πτώση μιας εκλεγμένης κυβέρνησης (μόλις 5 μήνες μετά από τις βουλευτικές εκλογές) με όρους «πεζοδρομίου», που βεβαίως καθοδηγείται από την ίντριγκα και το παρασκήνιο των σαλονιών της.
Αυτά που συμβαίνουν τούτες τις μέρες είναι πρώτης τάξης μαθήματα για την συνείδηση της εργατικής τάξης της χώρας, για τη διαπαιδαγώγηση των λαϊκών μαζών ως προς το ταξικό περιεχόμενο της δημοκρατίας και την αστική υποκρισία της τυπικής ισότητας έναντι του αστικού κράτους και του νόμου. Τώρα καταλαβαίνει κανείς το βαθύτερο νόημα των υποδείξεων του σεβασμού στους νόμους ή για να εκφραστούμε με τα ποιητικά λόγια του Κώστα Βάρναλη τώρα αποδεικνύεται με όρους αντιπαράθεσης και πάλης μεταξύ των κοινωνικών τάξεων πως στη «σάπια Πολιτεία» ο νόμος είναι «των ανόμων ασπίδα».
Και όλα αυτά γιατί; Επειδή μια κυβέρνηση, μάλιστα αστικής διαχείρισης, προκήρυξε ένα δημοψήφισμα για να εκφραστεί ο λαός και να απαντήσει σε ένα ερώτημα, στο οποίο στο τυπικό του μέρος και με τις επιπλέον διαβεβαιώσεις της ίδιας της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, δεν τίθεται θέμα αμφισβήτησης της στρατηγικής της αστικής τάξης για την παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση!
Το δεύτερο ζήτημα που προκύπτει είναι ότι υπήρχαν έντονα αντικομμουνιστικά συνθήματα. Ήταν έκδηλο το μίσος και η εχθρότητα σε κάθε τι που παρέπεμπε στη ιστορία του Εργατικού και Κομμουνιστικού Κινήματος της χώρας και διεθνώς. Τα πλακάτ κατά του Στάλιν, οι φράσεις θαμώνων του Κολωνακίου «φέρτε το Σκόμπι», καθώς και οι «μεμονωμένοι» διάλογοι υποστηρικτών του «ΝΑΙ» ότι «επιτέλους πρέπει να ξανανοίξει η Μακρόνησος» είναι από πρώτη άποψη περίεργα και ασυνήθιστα πράγματα, με δεδομένο μάλιστα ότι η αστική τάξη δεν έχει απέναντί τους μια εργατική κυβέρνηση, αλλά μια κυβέρνηση αστικής διαχείρισης με κορμό ένα μικροαστικό κόμμα.
Και όμως εδώ αποδεικνύεται ο έμφυτος αντικομμουνισμός της αστικής τάξης. Εδώ πέφτουν τα προσωπεία και οι μάσκες των φιλελεύθερων, των κεντροδεξιών, των κεντρώων, των κεντροαριστερών, των σοσιαλδημοκρατών, των μεταλλαγμένων πρώην κομμουνιστών και λοιπών δήθεν πατριωτών και δημοκρατών «πέρα από ιδεολογίες» τύπου Ποταμιού, που υποτίθεται ότι απεχθάνονται τα «άκρα», καθώς χέρι- χέρι με ακροδεξιούς βρίσκονται στο πεζοδρόμιο και κάνουν ό,τι απαγορεύουν στα συνδικάτα των εργατών για τις αστικές ιδέες και θεσμούς.
Και βλέπουμε μάλιστα ότι φτάνουν στο σημείο να λοιδορούν και να εχθρεύονται ό,τι παραπέμπει στη σοσιαλιστική δημοκρατία, αλλά την ίδια στιγμή θέλουν de facto να απαγορεύουν και να καταστείλουν στοιχειώδεις αρχές του δημοκρατισμού της δικής τους δημοκρατίας, όπως είναι π.χ. ο σεβασμός στις εκλεγμένες από το λαό κυβερνήσεις, που διαθέτουν το τυπικό και ουσιαστικό δικαίωμα να καταφύγουν, για τους δικούς τους λόγους, αντεργατικούς στην ουσία, σ’ ένα δημοψήφισμα, που όμως μπορεί, κάτω από προϋποθέσεις, να αρχίσει να «ξηλώνει το πλεκτό».
Ταξικός διαχωρισμός
Το πιο διδακτικό όμως μάθημα είναι πως: αυτό που ονομάζει η αστική τάξη ως «εθνικό διχασμό» δεν είναι τίποτα άλλο παρά η ένταση της ταξικής πάλης, η εμφάνιση ενεργά στο προσκήνιο του ταξικού διαχωρισμού ανάμεσα στην εργατική τάξη και τα κατώτερα μικροαστικά στρώματα από τη μια μεριά, και την αστική τάξη και τα ανώτερα μικροαστικά στρώματα από την άλλη μεριά, με τα μεσαία μικροαστικά στρώματα να ταλαντεύονται είτε προς τη μια κατεύθυνση είτε προς την άλλη.
Και αυτός ο διαχωρισμός προκύπτει αυτήν τη στιγμή, όπου είναι υπαρκτός ο κίνδυνος οι πολιτικές εξελίξεις να αρχίσουν να μην ελέγχονται από την αστική τάξη, που αρχίζουν οι λαϊκές μάζες να συνειδητοποιούν το ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να θέτουν υπό αμφισβήτηση την παραμονή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Εδώ όμως παρατηρούμε και κάτι άλλο εξίσου σημαντικό. Και είναι το γεγονός ότι η πρωτοβουλία του «εθνικού διχασμού» ανήκει αποκλειστικά στην αστική τάξη, που αρνείται στον ελληνικό λαό να εκφραστεί με μια ειρηνική διαδικασία για το μέλλον της χώρας, στο πλαίσιο των όσων προβλέπει το αστικό σύνταγμα (ακόμα και με αυτό το κουτσουρεμένο και παραπλανητικό ως προς το τυπικό του μέρος ερώτημα που θέτει στο δημοψήφισμα η κυβέρνηση), την ώρα, που, ακόμη, η εργατική τάξη δε βρίσκεται, με τους αγώνες της, στο αντίστοιχο ύψος των απαιτήσεων της ταξικής πάλης.
Παρά αυτό το γεγονός, όμως, τι βλέπουμε αυτή τη στιγμή; Βλέπουμε από την άποψη των σχέσεων των τάξεων, από τη σκοπιά των κοινωνικών δυνάμεων, που θα παλέψουν και θα αντιπαρατεθούν για τα δικά τους ξεχωριστά συμφέροντα, να διαχωρίζονται με βάση ένα αστικό, ως προς το χαρακτήρα του ζήτημα, που αφορά στη συμμετοχή της χώρας μας σε μια ιμπεριαλιστική ένωση, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, και, ταυτόχρονα, να αναδεικνύεται η έμφυτη ροπή της αστικής τάξης προς την πολιτική αντίδραση, η άρνησή της στο δημοκρατισμό της δικής της αστικής δημοκρατίας, η περιστολή των λαϊκών ελευθεριών και δημοκρατικών δικαιωμάτων των εργαζομένων να εκφραστούν με διαφορετική άποψη από αυτήν της αστικής τάξης για την πορεία της χώρας.
Βλέπουμε και διαπιστώνουμε την ετοιμότητα της αστικής τάξης, πέρα από τις απειλές, την τρομοκρατία, την καλλιέργεια του φόβου και του πανικού, την αποδιοργάνωση της παραγωγής, να περάσει ανοικτά και σε βίαια μέσα πάλης για δικό της λογαριασμό, επειδή διαισθάνεται τον κίνδυνο μόνο και μόνο της αρχής της αμφισβήτησης της στρατηγικής της, έχοντας στη διακυβέρνηση μια κυβέρνηση αστικής διαχείρισης.
Για την τακτική του ΚΚΕ
Κοντολογίς, τα γεγονότα των τελευταίων ημερών έρχονται να συνθλίψουν όλες τις ιδεολογικές επεξεργασίες της ηγεσίας του Κόμματος, πάνω στις οποίες στηρίζει την τακτική και τη στρατηγική του, τη «σειρά» των καθηκόντων στο πλαίσιο της αντίληψής της για την απολυτότητα της «βασικής αντίθεσης» ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία και τον παραμερισμό από τις επεξεργασίες της, της «κυρίαρχης αντίθεσης» μεταξύ ιμπεριαλισμού και λαού. Και κυρίως οι τελευταίες εξελίξεις δείχνουν τις αξεπέραστες επεξεργασίες του Λένιν για τη σχέση της πάλης για τη δημοκρατία (με την έννοια του δημοκρατισμού της αστικής δημοκρατίας) με την πάλη για το σοσιαλισμό.
Βεβαίως οι εξελίξεις κατακρημνίζουν και τις -αστικής και μικροαστικής προέλευσης- αντιλήψεις του ΣΥΡΙΖΑ για τη σχέση της δημοκρατίας και της πολιτικής από την άποψη της ταξικής πάλης. Υπό μια έννοια ο ΣΥΡΙΖΑ βιώνει από κυβερνητική θέση και με τραγικό τρόπο, ως θύμα, τη χρεοκοπία της δικής του ιδεολογίας σ’ αυτό το ζήτημα. Και από αυτή την άποψη, που δεν αφορά αποκλειστικά το ΣΥΡΙΖΑ, επιβεβαιώνεται για ακόμα μια φορά η ορθότητα των Λενινιστικών υποδείξεων πως «είναι αδύνατο να είσαι επαναστάτης με την έννοια της δημοκρατίας αν φοβάσαι να βαδίσεις προς το σοσιαλισμό».
Σε ό,τι αφορά ιδιαίτερα το ΚΚΕ, όμως, το ζήτημα της τακτικής και πως συνδυάζεται με τη στρατηγική, το ζήτημα της διαλεκτικής ενότητας της βασικής και της κυρίαρχης αντίθεσης – και το πώς αυτή η ενότητα θα εκφραστεί στην πράξη, αναδεικνύεται ως το κυρίαρχο ζήτημα της πολιτικής του Κόμματος αυτές τις κρίσιμες στιγμές για την πορεία της ταξικής πάλης.
Και είναι περίεργο, που ακόμη και τώρα στο κομματικό λεξιλόγιο λείπει παντελώς η έννοια της πολιτικής κρίσης, όταν εξυφαίνονται σχέδια αντικατάστασης της κυβέρνησης με μια μεταβατική κυβέρνηση, ακόμη και με συμμετοχή τμημάτων του ΣΥΡΙΖΑ, που φροντίζουν να αποστασιοποιούνται ανοικτά από το δημοψήφισμα, όταν η «Νέα Σπορά» επέμενε ότι υπάρχει πολιτική κρίση πριν τις εκλογές του ’12, όταν εκτιμούσε ότι η πολιτική κρίση θα συνεχιστεί και μετά το σχηματισμό της τρικομματικής κυβέρνησης, όταν εκτιμούσε ότι αυτή η πολιτική κρίση θα περιλαμβάνει και το ΣΥΡΙΖΑ.
Και αυτό το ζήτημα της τακτικής, αυτήν την ιδιαίτερη πολιτική στιγμή, εμφανίζεται με την άρνηση του Κόμματος να μπει επικεφαλής του «ΟΧΙ», με το δικό του ερώτημα και για τους δικούς του στόχους, παρακάμπτοντας το «ΟΧΙ» της κυβέρνησης, να δώσει νέα ένταση στη ταξική και πολιτική πάλη.
Δυστυχώς η ηγεσία του Κόμματος δεν παραδειγματίζεται ούτε από τη στάση της αστικής τάξης και των κομμάτων της, που παρέκαμψε το ψευδεπίγραφο ερώτημα, που έβαλε η κυβέρνηση για το δημοψήφισμα και τοποθέτησε το ερώτημα, ανεπίσημο μεν, ως προς το τυπικό μέρος του δημοψηφίσματος, ουσιαστικό και επίσημο δε για τα συμφέροντα της αστικής τάξης.
Ο ρόλος της Χρυσής Αυγής
Αφήσαμε τελευταία τη στάση της Χρυσής Αυγής στο πως τοποθετείται στο θέμα του «εθνικού διχασμού» καθώς είναι πιο σύνθετο πρόβλημα αλλά επιβεβαιώνει τις παραπάνω παρατηρήσεις μας και την ορθότητα των διαφωνιών μας με την ηγεσία του Κόμματος στην τακτική που ακολουθεί.
Η Χρυσή Αυγή μετά την τοποθέτηση του αρχηγού της Νίκου Μιχαλολιάκου ότι «για την Ελλάδα υπάρχει μόνο ευρώ και μάλιστα με σκληρούς όρους», υιοθετεί τη ρητορική της αστικής τάξης για τον «εθνικό διχασμό» και επιρρίπτει τις ευθύνες στο ΣΥΡΙΖΑ, στην κατεύθυνση της πίεσης για τη ματαίωση του δημοψηφίσματος.
Σε επίσημη ανακοίνωσή της τη Δευτέρα, που μας πέρασε, αναφέρει χαρακτηριστικά: «Αυτό που προέχει είναι η ενότητα του ελληνικού λαού και να μην διχαστεί εξαιτίας του δημοψηφίσματος. Μέσα στο κλίμα πανικού που έχει διαμορφωθεί, δεν είναι δυνατόν να εκφραστεί ελεύθερα το φρόνημα του λαού και ακέραια την ευθύνη για τις επικρατούσες συνθήκες φέρει η κυβέρνηση, η οποία δεν εξασφάλισε το ομαλό κλίμα».
Όπως βλέπουμε απουσιάζει οποιαδήποτε κριτική προς τους «τοκογλύφους» δανειστές και εταίρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που επέβαλλαν στην πράξη την κυβερνητική απόφαση για το κλείσιμο των τραπεζών προκειμένου να διαμορφώσουν «κλίμα πανικού».
Βεβαίως την ίδια στιγμή, όλες αυτές τις μέρες η Χρυσή Αυγή ασκεί δημαγωγική κριτική στο ΣΥΡΙΖΑ, ότι φέρνει νέο μνημόνιο, κατηγορεί τη Νέα Δημοκρατία ότι ταυτίζεται με τους δανειστές, αναρτά προβοκατόρικα άρθρα εναντίον του ΚΚΕ για να το παρουσιάζει ως δήθεν «συστημικό» κόμμα και αναλώνεται σε κορώνες κατά των τοκογλύφων δανειστών.
Αλλά, «το δια ταύτα» όλων των τοποθετήσεών της τα τελευταία 24ωρα είναι πως: «η ρήξη είναι καταστροφή τώρα γιατί δεν έχουμε εθνική παραγωγή». Δηλαδή, με άλλα λόγια, βάζει πλάτη στους στόχους της αστικής τάξης, με ύπουλο τρόπο, που απευθύνεται στις καθυστερημένες πολιτικά μάζες, προκειμένου να παρεμποδίσει το ριζοσπαστισμό τους και να τον στρέψει στην πιο ακραία και αντιδραστική πολιτική στάση, την υιοθέτηση της φασιστικής ιδεολογίας.
Επί της ουσίας από εδώ προκύπτει μια ιστορική επιβεβαιωμένη αλήθεια για τη χώρα μας, που αφορά στην υποτέλεια προς τον ιμπεριαλισμό των φασιστικών δυνάμεων στην Ελλάδα που έφτασε στο επίπεδο του δοσιλογισμού, της ανοιχτής συνεργασίας με τους φασίστες κατακτητές της πατρίδας μας στο Β’ παγκόσμιο πόλεμο.
Είναι προφανές ότι μέσα στο κλίμα του «εθνικού διχασμού», που η ίδια η αστική τάξη προωθεί στη δημιουργία του, με τις εξόφθαλμα αντιδημοκρατικές της αιτιάσεις και ενέργειες με αφορμή την προκήρυξη του δημοψηφίσματος, η Χρυσή Αυγή θα παραμένει ένα εργαλείο χρήσιμο, με όποια μορφή και σε όποια συσκευασία, για την αστική τάξη. Ειδικά δε αν οι εξελίξεις γίνουν ανεξέλεγκτες, όπως φοβούνται και το δηλώνουν ανοιχτά πολλοί αστοί σχολιαστές της επικαιρότητας, τότε θα είναι ακόμη πιο χρήσιμη.
Άλλωστε το πολιτικό κλίμα της «κατσαρολίας» του Κολωνακίου, με τα αντικομμουνιστικά της συνθήματα και σε τέτοιες συνθήκες, δείχνει ότι μπορεί να συναντηθεί με το αντίστοιχο πολιτικό κλίμα της Χρυσής Αυγής, ενάντια στο Εργατικό και Κομμουνιστικό Κίνημα, όπως, άλλωστε, μα έδειξε και η σύγχρονη εμπειρία των Ουκρανικών εξελίξεων.
Σ’ αυτό το πλαίσιο μένει να φανεί τις επόμενες ημέρες αν είναι ή όχι συμπτωματικό το γεγονός, ότι ο χρυσαυγίτης βουλευτής Ηλίας Κασιδιάρης αποφυλακίστηκε χτες Τετάρτη, μόλις συμπληρώθηκε ένας χρόνος, και όχι πριν παρέλθει το 18μηνο της κράτησής του όπως ορίζει ο νόμος. Και μάλιστα αποφυλακίστηκε με αρκετά πιο ευνοϊκούς όρους από τους άλλους κατηγορούμενους και προφυλακισμένους Χρυσαυγίτες.
COMMENTS