Δημοψήφισμα: “Ναι”, “Όχι”, “Άκυρο” – Μέρος δεύτερο: Η θέση μας

Παρά το γεγονός ότι ο Νίκος Παππάς διαβεβαίωσε ότι το δημοψήφισμα θα γίνει, οι πληροφορίες, που έρχονται από το Μαξίμου, είναι ότι η κυβέρνηση αυτήν τη στιγμή ετοιμάζεται να αποδεχτεί την πρόταση του Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ, να ζητήσει τη σύγκληση του Eurogroup, όπως ζήτησε ο Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ, και το ζήτημα, το οποίο προσπαθεί να διευθετήσει η κυβέρνηση είναι το εάν θα ματαιωθεί το δημοψήφισμα ή θα πραγματοποιηθεί με αλλαγμένη τη θέση της και αντί του «ΟΧΙ» να υποστηρίξει το «ΝΑΙ».

Παρακάτω. Διαρρέουν πληροφορίες, από το Μαξίμου, ότι τα πάντα θα κριθούν από την επικοινωνία, που θα έχει, μπορεί να γίνεται αυτήν τη στιγμή, ο Αλέξης Τσίπρας με την Άνγκελα Μέρκελ. Στην περίπτωση, που η Άνγκελα Μέρκελ αποδεχτεί ότι η πρόταση του Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ είναι πάνω στο τραπέζι και περιλαμβάνει και τη διευθέτηση του χρέους, τότε, ο πρωθυπουργός θα μεταβεί στις Βρυξέλλες ακόμη και σήμερα.

Την ίδια στιγμή η κυβέρνηση δέχεται αφόρητες πιέσεις από τη Νέα Δημοκρατία, το Ποτάμι και το ΠΑΣΟΚ να ματαιώσει το δημοψήφισμα – «παρωδία», όπως το χαρακτηρίζουν. Είναι φανερό ότι η αστική αντιπολίτευση προσπαθεί με κάθε τρόπο να αποφύγει το δημοψήφισμα, πράγμα, που στην πραγματικότητα δείχνει να φοβάται τη λαϊκή έκφραση.

Παράλληλα, όμως, και από μία πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ εκδηλώνεται ανοιχτή πίεση προς τον πρωθυπουργό όχι μόνο να αποδεχτεί την πρόταση του Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ αλλά να εξετάσει και το ενδεχόμενο για «Εθνική κυβέρνηση».

Είναι φανερό ότι οι συνθήκες έχουν αλλάξει άρδην. Αποκαλύφθηκε πλήρως, πως η κυβέρνηση μεθόδευσε με τέτοιο τρόπο το δημοψήφισμα, ώστε να μπορεί να έχει ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα, ακόμη και της ματαίωσής του. Αποκαλύφθηκε, επίσης, ότι η κυβέρνηση δεν είχε ως στόχο να σεβαστεί τη λαϊκή βούληση, αφού η αποδοχή της πρότασης του Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ σημαίνει την αποδοχή μιας συμφωνίας – μνημονίου με δυσβάσταχτους όρους για τον Ελληνικό λαό.

Η κυβέρνηση έχει φτάσει σε τέτοιο αδιέξοδο, που η μόνη της διέξοδος είναι ή να αποδεχτεί την πρόταση του Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ ή να πάει σε εθνικές εκλογές, που με το βαρύ κλίμα που επικρατεί γι’ αυτήν μπορεί να βρεθεί μπροστά στο ενδεχόμενο να έρθει μια άλλη κυβέρνηση στη θέση της. Και στην περίπτωση αυτή θα μιλάμε για μια επιστροφή εκείνων των πολιτικών δυνάμεων, που ευθύνονται για τη χρεοκοπία της χώρας μας, για το σημερινό της χάλι, οπότε μπορούμε να υποθέσουμε και το πολιτικό κλίμα που θα επικρατήσει. Θα πρόκειται για μια αντιδραστική στροφή, που θα έχει τις ανάλογες συνέπειες για τους εργαζόμενους σε όλα τα επίπεδα.

Το συμπέρασμα είναι φανερό. Η κυβέρνηση έχει πέσει θύμα των ίδιων των στρατηγικών της επιλογών. Μάλιστα τα πράγματα πήραν τέτοια τροπή, που επιτρέπουν παρεμβάσεις από ξένους αξιωματούχους, όπως, ο Ισπανός πρωθυπουργός Μαριάνο Ραχόι, που δήλωσε: «Αν το δημοψήφισμα διεξαχθεί και αν ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας το χάσει, θα είναι κάτι θετικό για την Ελλάδα, καθώς οι Έλληνες θα έχουν πει ναι, θέλουμε να μείνουμε στο ευρώ, και θα μπορέσουμε να διαπραγματευθούμε με μια άλλη κυβέρνηση»!

Την ίδια στιγμή τα αστικά ΜΜΕ φέρουν την Άνγκελα Μέρκελ, με δηλώσεις της, να ανοίγει την πόρτα «σε μια γραμμή συνομιλίας» ακόμη και μετά την εκπνοή του προγράμματος, ενώ διαρροές από τη συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής σοσιαλδημοκρατικής ομάδας, στην οποία πήρε μέρος και η Άνγκελα Μέρκελ, φέρουν την Άνγκελα Μέρκελ να είναι ανοικτή σε μια διευθέτηση του Ελληνικού χρέους και για ένα χρηματοδοτικό πακέτο.

Οι νέες συνθήκες που διαμορφώνονται, μετά από αυτά, φανερώνουν ότι έτσι κι αλλιώς το δημοψήφισμα, εάν τελικά πραγματοποιηθεί, θα πάρει τη μορφή της παραμονής στο ευρώ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή όχι. Το ερώτημα της κυβέρνησης, με βάση το οποίο θα γινόταν το δημοψήφισμα, έχει κονιορτοποιηθεί. Πολύ περισσότερο εάν η κυβέρνηση αποδεχτεί την πρόταση του Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ, που στην περίπτωση αυτή καθιστά αμφίβολη ακόμη και την πραγματοποίησή του ή εάν πραγματοποιηθεί θα υποχρεώσει την κυβέρνηση να αλλάξει θέση, αφού η αποδοχή της πρότασης Γιουνκέρ προϋποθέτει να πάρει θέση η κυβέρνηση υπέρ αυτής της πρότασης.

Αυτήν τη στιγμή δε γνωρίζουμε εάν ο Αλέξης Τσίπρας ζεσταίνει τους κινητήρες του αεροπλάνου για τις Βρυξέλλες, ούτε γνωρίζουμε εάν έχει, τελικά, επικοινωνήσει με την Άνγκελα Μέρκελ. Επομένως δε γνωρίζουμε την έκβαση των συνομιλιών, που για το μόνο που βεβαιώνεται από όλες τις πλευρές είναι ότι διεξάγονται και είναι πυκνές και εντατικές.

Είμαστε, εκ των πραγμάτων, υποχρεωμένοι να πάρουμε υπόψη μας και το ενδεχόμενο η κυβέρνηση να μην ανταποκριθεί στην πρόταση του Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ και να πάει σε δημοψήφισμα με το «ΟΧΙ». Είναι ένα ζήτημα, που σε πολύ λίγο χρόνο, σε μερικές ώρες, θα κριθεί.

Δεν είχαμε τελειώσει τη φράση μας και ήρθε η ανακοίνωση του γραφείου τύπου του πρωθυπουργού που αναφέρει: «Από την πρώτη στιγμή είχαμε ξεκαθαρίσει πως η απόφαση για διεξαγωγή δημοψηφίσματος δεν αποτελεί το τέλος αλλά τη συνέχεια της διαπραγμάτευσης με καλύτερους όρους για τoν ελληνικό λαό. Η Ελλάδα παραμένει στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης». Και συνεχίζει: «Η ελληνική κυβέρνηση πρότεινε σήμερα διετή συμφωνία με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) για την πλήρη κάλυψη των χρηματοδοτικών της αναγκών και με ταυτόχρονη αναδιάρθρωση του χρέους. Η ελληνική κυβέρνηση μέχρι τέλους θα διεκδικήσει βιώσιμη συμφωνία εντός του ευρώ. Αυτό θα είναι και το μήνυμα του ΟΧΙ σε μια κακή συμφωνία στο δημοψήφισμα της Κυριακής».

Είναι φανερό ότι η κυβέρνηση προσπαθεί να αποσπάσει μια θετική γι’ αυτήν δέσμευση για να μπορέσει να αποδεχτεί τη συμφωνία και για να μπορέσει να περάσει στον Ελληνικό λαό το μνημόνιο της τρόικα. Για να «πάρει» αυτά που ζητάει πρέπει να περάσει πάνω από την πρόταση Γιουνκέρ.

Υποστηρίζουμε τη θέση ότι αυτό το ελάχιστο χρονικό διάστημα ο Ελληνικός λαός έμαθε όσα δεν μπόρεσε να μάθει όλα τα προηγούμενα χρόνια. Κατάλαβε τους ελιγμούς της κυβέρνησης και σ’ αυτήν την περίπτωση η πλειοψηφία του «ΟΧΙ» δε θα «ανήκει» στην κυβέρνηση, γιατί αυτή έχει αρνηθεί και το ίδιο το ερώτημα, που έχει βάλει στο δημοψήφισμα.

Αυτό, για όσους μπορούσαν να διαβάσουν καλά τις προθέσεις της κυβέρνησης, ήταν γνωστό από την πρώτη στιγμή της διαπραγμάτευσης. Τώρα έγινε ακόμα πιο καθαρό. Η κυβέρνηση δεν απορρίπτει την πρόταση του Ζαν Κλοντ Γιούνκερ. Αυτό που επιχειρεί να κάνει είναι να ξεμπλοκάρει τη χρηματοδότηση και να αποσπάσει μια αναδιάρθρωση του χρέους, πολύ μακριά, βέβαια, από την παλιά θέση της, την οποία έχει εγκαταλείψει τώρα, για διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους. Και χωρίς να αλλάζει τίποτα ουσιαστικά για τη χώρα, αφού θα μακρύνει για πάρα πολλά χρόνια την αποπληρωμή του χρέους και με την έννοια αυτή και την αντίστοιχη δημοσιονομική πειθαρχία.

Από αυτήν την άποψη το ερώτημα, που έθεσε η κυβέρνηση στο δημοψήφισμα, πρακτικά δεν υφίσταται, γιατί η κυβέρνηση εάν αποσπάσει μια υπόσχεση για το χρέος και τη χρηματοδότηση αυτή μπορεί να γίνει μόνο στη βάση της αποδοχής της πρότασης του Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ, την οποία με το δημοψήφισμα και το «ΟΧΙ» υποτίθεται ότι την απορρίπτει!!!

Γι’ αυτό το λόγο εάν προσέξει καλύτερα κανείς την ανακοίνωση του γραφείου τύπου του πρωθυπουργού θα διαπιστώσει ότι το ερώτημα του δημοψηφίσματος έχει …εξαφανιστεί!!! Έχει αλλάξει το αντικείμενο του δημοψηφίσματος. Για ποιο λόγο; Για το λόγο ότι εάν επιθυμεί η κυβέρνηση να μείνει στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης δε μπορεί παρά να μείνει στη βάση της αποδοχής της πρότασης Γιουνκέρ, αυτής της πρότασης, που κατακεραύνωνε μέχρι χθες και καλούσε τον Ελληνικό λαό να την απορρίψει με συντριπτικό ποσοστό!!!

Από την άλλη πλευρά η Νέα Δημοκρατία και τα άλλα κόμματα της αστικής αντιπολίτευσης έχουν παρουσιάσει το δημοψήφισμα ως πρόταση της κυβέρνησης για έξοδο από το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Για να μείνει η χώρα μας στο ευρώ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να αποδεχτούν de facto την πρόταση Γιουνκέρ, για την οποία τόσο η Νέα Δημοκρατία όσο και τα άλλα κόμματα της αστικής αντιπολίτευσης τη χαρακτήριζαν πολύ χειρότερη από το προηγούμενο μνημόνιο.

Επομένως τι έχουμε αυτή τη στιγμή και σε ότι αφορά τις γενικότερες εξελίξεις και σε ότι αφορά ειδικά το δημοψήφισμα;
Αυτό που έχουμε ως προς τις γενικότερες εξελίξεις είναι ότι η κυβέρνηση και τα κόμματα της αστικής αντιπολίτευσης έχουν συμπέσει πλήρως στην αποδοχή της πρότασης Γιουνκέρ και σε ό,τι αφορά στο δημοψήφισμα το «ΟΧΙ» της κυβέρνησης με το «ΝΑΙ» της αστικής αντιπολίτευσης έχουν συμπέσει, επίσης, πλήρως σ’ ένα τεράστιο «ΝΑΙ».

Όλα τα παραπάνω μας υποχρεώνουν, ως «Νέα Σπορά», να καταθέσουμε τις παρακάτω διαπιστώσεις και την πρότασή μας για το δημοψήφισμα:

Πρώτη: Το μόνο «ΟΧΙ» που έχει μείνει από τις τοποθετήσεις των κομμάτων στη βουλή, που πήρε την απόφαση για το δημοψήφισμα και το ερώτημα του δημοψηφίσματος, είναι το «ΟΧΙ» του ΚΚΕ, έτσι, όπως κατατέθηκε από την Κοινοβουλευτική του Ομάδα στο Προεδρείο της βουλής, που αρνήθηκε να τη συζητήσει και να την ενσωματώσει στην πρόταση της κυβέρνησης.

Δεύτερη: Δεν υπάρχει «ΟΧΙ» ή «ΝΑΙ» με βάση το ερώτημα του δημοψηφίσματος για τα άλλα κόμματα. Υπάρχει μόνο το «ΝΑΙ», γιατί όλα τα άλλα κόμματα λένε «ΝΑΙ» στην πρόταση Γιουνκέρ, που στο δημοψήφισμα η κυβέρνηση καλούσε να απορριφθεί, και τώρα τη δέχεται, και τα άλλα κόμματα τη δέχονταν εκ προοιμίου και έλεγαν ευθύς εξ αρχής «ΝΑΙ».

Τρίτη: Ο Ελληνικός λαός μπορεί να εκφράσει το «ΟΧΙ» μόνο μέσα από την πρόταση του ΚΚΕ, έτσι όπως αρχικά αυτή κατατέθηκε στη βουλή.

Τέταρτη: Ο Ελληνικός λαός έχει καταλάβει πολύ καλά τις κωλοτούμπες της κυβέρνησης, τους ελιγμούς της και τους στόχους της αστικής αντιπολίτευσης. Και η κυβέρνηση και η αστική αντιπολίτευση προσπαθούν να του φορτώσουν τα «σπασμένα» της οικονομικής κρίσης και της χρεοκοπίας. Και από αυτήν την κατάσταση έχει απηυδήσει.

Με βάση τις παραπάνω διαπιστώσεις η «Νέα Σπορά» καταθέτει την πρότασή της:

1. Η ηγεσία του ΚΚΕ πρέπει να κατανοήσει τις συγκεκριμένες συνθήκες, που επικρατούν αυτήν τη στιγμή μέσα στις λαϊκές μάζες και να πάρει επάνω της τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος.

2. Σε περίπτωση που η κυβέρνηση, με τη συνηγορία της αστικής αντιπολίτευσης, δεν το πραγματοποιήσει να απαιτήσει τη διεξαγωγή του και να μιλήσει για πολιτικό πραξικόπημα.

3. Στα στενά χρονικά όρια, που έμειναν, να προσπαθήσει να εκλαϊκεύσει την ουσία των πολιτικών εξελίξεων, να δώσει το πραγματικό νόημα και περιεχόμενο στο δημοψήφισμα, με βάση την πρόταση, που κατέθεσε στη βουλή, ανεξάρτητα από το «επίσημο» ερώτημα, που άλλωστε έπαψε να ισχύει, να εκλαϊκεύσει την πολιτική και τη στάση όλων των άλλων πολιτικών δυνάμεων. Αυτός στην πράξη θα είναι και ο κάθετος διαχωρισμός από την πολιτική της κυβέρνησης και των άλλων αστικών δυνάμεων της αντιπολίτευσης.

4. Να μη φοβηθεί την «ανάμειξη» του τυπικού «ΟΧΙ» και ουσιαστικού «ΝΑΙ» της κυβέρνησης με το δικό του «ΟΧΙ», γιατί τότε δε θα έπρεπε να καταθέσει καν την πρόταση, που κατέθεσε στη βουλή. Να γίνει ο εκφραστής των μαζών που αντιστέκονται, ανεξάρτητα από το εάν βρίσκονται στον οποιοδήποτε πολιτικό χώρο, να σκεφτεί με όρους κίνησης των λαϊκών μαζών, που θέλουν να κινηθούν αυτοτελώς, αλλά που έχουν και την ανάγκη της πολιτικής καθοδήγησης του ΚΚΕ.

5. Να μη σκεφτεί με κοντοπρόθεσμο τρόπο, αλλά να πάρει υπόψη τις εξελίξεις, που, οπωσδήποτε, έρχονται, έτσι, ώστε να οδηγήσει τις λαϊκές μάζες στην άνοδο της ταξικής τους και πολιτικής τους συνείδησης, να τις προσεγγίσει, πράγμα που θα επιτρέψει στο ΚΚΕ να αποκαταστήσει τους δεσμούς του με πολύ περισσότερο κόσμο και να αποκτήσει ευρύτερο λαϊκό ακροατήριο. Να συσπειρώσει τις λαϊκές μάζες γύρω από την πολιτική του.

6. Να μην υποτιμήσει τις εξελίξεις, που μπορεί να σημειωθούν στο επίπεδο των λαϊκών μαζών, από τη στάση της κυβέρνησης και των άλλων αστικών δυνάμεων, γεγονός που επιβάλλει το ΚΚΕ να παρουσιαστεί μπροστά στις λαϊκές μάζες ως ηγετική πολιτική δύναμη για αιτήματα ώριμα να επιλυθούν και όχι για αιτήματα, που ακόμη δεν έχουν ωριμάσει στη συνείδηση των λαϊκών μαζών.

7. Να προφυλαχτεί από κάθε εξέλιξη και να μην παίξει το ρόλο του αθέλητου άλλοθι για την κυβέρνηση και για τις άλλες πολιτικές δυνάμεις. Να προφυλάξει τον Ελληνικό λαό από κάθε ανεπιθύμητο αντιδραστικό πισωγύρισμα.

Όλα τα παραπάνω επιβάλλουν στην ηγεσία του Κόμματος να αλλάξει τώρα τη θέση του «ΑΚΥΡΟΥ» του Κόμματος, να πάρει τη θέση του «ΟΧΙ», δίνοντας το δικό του πολιτικό περιεχόμενο στο «ΟΧΙ», δίνοντας ταυτόχρονα στις λαϊκές μάζες τη δυνατότητα να πλησιάσουν την πολιτική του και τη δράση του, να το αναγνωρίσουν σαν ηγετική δύναμη των εργαζομένων και των μικροαστικών στρωμάτων, κύρια των κατώτερων και μεσαίων, μια δύναμη που βρίσκεται πάντα μπροστά στους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες. Αυτό είναι το καθήκον αυτή τη στιγμή, που όλα τα άλλα κόμματα έχουν συμπέσει σε μία και ενιαία επί της ουσίας θέση.

*Είχε γραφτεί αυτό το άρθρο, όταν άρχισε το Eurogroup με τηλεδιάσκεψη. Το γεγονός αυτό δεν αλλάζει τις εκτιμήσεις αυτού του άρθρου. Αντίθετα, τις ενισχύει.

COMMENTS