Τι σημαίνει το «όχι»;

Η «Νέα Σπορά», από την εμφάνισή της, στα άρθρα που έχει αναρτήσει, τα οποία αναφέρονται στο μνημόνιο, είχε διευκρινίσει, πολύ καθαρά, ότι τα μνημόνια, που υπέγραψαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις, δεν ήταν τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από την πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μιας πολιτικής προσαρμοσμένης για τη χώρα μας σε συνθήκες βαθύτατης οικονομικής κρίσης και χρεοκοπίας της.

Από αυτήν την άποψη η πρόσφατη λαϊκή εντολή, που απαιτούσε το τέλος της μνημονιακής πολιτικής, επί της ουσίας, στρεφόταν, αντικειμενικά, ενάντια στην πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Άλλωστε η λαϊκή εντολή, η οποία, μετά τις εκλογές, εκφράστηκε μέσα από συνεχείς δημοσκοπήσεις, απαιτούσε τη ρήξη με την Ευρωπαϊκή Ένωση, τη μη επίτευξη συμφωνίας, εάν και εφόσον αυτή η συμφωνία θα έφερνε ένα νέο μνημόνιο. Και αυτή η απαίτηση εξέφραζε τη μεγάλη πλειοψηφία του Ελληνικού λαού.

Από την υπογραφή της συμφωνίας της 20ης του Φλεβάρη η κυβέρνηση επικαλούνταν, ως κύρια επιτυχία της, που την έκανε και το κύριο επιχείρημα στην πολιτική διαπάλη, στο πλαίσιο της «δημιουργικής ασάφειας», ότι αυτή η συμφωνία δεν περιλαμβάνει μνημόνιο. Γι’ αυτό και ισχυριζόταν ότι η παράταση, που εξασφάλισε, δεν ταυτιζόταν με την παράταση της προηγούμενης συμφωνίας.

Η πράξη, βέβαια, ήταν διαφορετική. Και αποδείχτηκε ότι ήταν διαφορετική. Οι εταίροι μας, εξ αρχής, υποστήριζαν ότι η παράταση, που εξασφάλισε η κυβέρνηση, ήταν παράταση της προηγούμενης συμφωνίας, κατ’ επέκταση και του μνημονίου.

Απαιτούσαν, λοιπόν, από την κυβέρνηση να είναι συνεπής με τη συμφωνία της 20ης του Φλεβάρη και τις δεσμεύσεις αυτής της συμφωνίας και να διεκπεραιώσει τις υποχρεώσεις της, οι οποίες θα κατέληγαν και στην αξιολόγηση, με βάση την οποία και θα καθοριζόταν η επόμενη πολιτική, που θα εφάρμοζε η Ελληνική κυβέρνηση. Αυτή η πολιτική, βέβαια, θα καθοριζόταν μέσα από διαπραγματεύσεις.

Είναι αυτή η διαπραγμάτευση, που πραγματοποιήθηκε αυτό το πεντάμηνο, ανεξάρτητα από τις φάσεις που πέρασε, και που κατέληξε σε δύο συγκεκριμένες προτάσεις: η μία της Κομισιόν και η άλλη της κυβέρνησης.

Τη μία πρόταση, αυτήν της Κομισιόν, η κυβέρνηση τη χαρακτήρισε ως ένα νέο μνημόνιο με τον πιο επίσημο τρόπο, μέσα από το διάγγελμα, που απηύθυνε ο ίδιος ο πρωθυπουργός προς τον Ελληνικό λαό. Μάλιστα στο διάγγελμα αυτό ο πρωθυπουργός κατηγόρησε τη Κομισιόν ότι απαίτησε από την Ελληνική κυβέρνηση, με τελεσιγραφικό τρόπο, να αποδεχτεί αυτό το μνημόνιο. Μίλησε για εκβιασμό της Ελληνικής κυβέρνησης και ότι η λαϊκή εντολή που είχε λάβει δεν του επέτρεπε να αποδεχτεί ένα τρίτο μνημόνιο. Γι’ αυτό και κατέληξε το υπουργικό συμβούλιο στην πρόταση του δημοψηφίσματος.

Παρά, όμως, τη στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των μελών – κρατών που κυριαρχούν σ’ αυτήν, παρά τις κατηγορίες, που εκτόξευσε ο πρωθυπουργός, ενάντια στο φόβο, που καλλιεργούν οι εταίροι, τους εκβιασμούς, που εφαρμόζουν, στο διάγγελμά του δεσμεύτηκε για την παραμονή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ.

Αυτό, όμως, που δεν έκανε η κυβέρνηση είναι να εξηγήσει στον Ελληνικό λαό ότι, κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης επέδειξε μια ενδοτική στάση, η οποία, τελικά, κατέληξε στη διαμόρφωση μιας «δικής της» πρότασης, η οποία δεν απείχε πολύ από την πρόταση της Κομισιόν. Ήταν ένα άλλο μνημόνιο συνολικού κόστους 8δισ. ευρώ, που περιλαμβάνει νέα αντιλαϊκά μέτρα και εκχωρεί τη δημόσια περιουσία στο ξένο και ντόπιο κεφάλαιο.

Και όχι μόνο δεν εξήγησε ότι η πρόταση, που κατέθεσε στους «θεσμούς», ήταν ένα νέο μνημόνιο, αλλά, είχε και το θράσος να την παρουσιάσει ως ένα λογικό συμβιβασμό, που έφτανε να έχει και ένα κοινωνικά δίκαιο αναδιανεμητικό χαρακτήρα στα νέα μέτρα που πρόβλεπε.

Ούτε γι’ αυτό το μνημόνιο η κυβέρνηση είχε τη λαϊκή εντολή. Και με την έννοια αυτή δεν είχε το δικαίωμα να καταλήξει σε μια τέτοια πρόταση, γιατί αποτελούσε ευθεία παραβίαση της εκφρασμένης θέλησης του Ελληνικού λαού.

Αυτήν την πρόταση η κυβέρνηση δεν τη θέτει στη κρίση του Ελληνικού λαού η κυβέρνηση. Αντίθετα επιχειρεί λάθρα να την «περάσει» ως εναλλακτική πρόταση σε σχέση με την πρόταση της Κομισιόν. Και μάλιστα ορισμένα μέλη της κυβέρνησης, όπως ο Αλέκος Φλαμπουράρης, ο Γιάννης Βαρουφάκης, ο Πάνος Καμένος κ. α., τοποθετήθηκαν με απόλυτη σαφήνεια, ότι η πρόταση της κυβέρνησης εάν γίνει δεκτή από την τρόικα θα αποτελέσει τη βάση για μια νέα συμφωνία.

Πρόκειται για μια καθαρή μεθόδευση από την πλευρά της κυβέρνησης, που επιχειρεί να εξαπατήσει τον Ελληνικό λαό, να εκμεταλλευτεί το θυμό του για τη στάση της τρόικα, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΔΝΤ, της ΕΚΤ, να εκμεταλλευτεί τη δυσαρέσκεια του Ελληνικού λαού και τα εντεινόμενα αντιευρωενωσιακά του αισθήματα.

Και το χειρότερο. Αυτή η μεθόδευση ανοίγει τα πανιά της αστικής αντιπολίτευσης να παρουσιάζει ως «λογική και μετρημένη» την πολιτική που εφάρμοσε, που εξαθλίωσε τους εργαζόμενους και κατέστρεψε τα μικροαστικά στρώματα, να παρουσιάζεται ως δικαιωμένη, και όχι μόνο.

Η κυβέρνηση της δίνει τη δυνατότητα να επανέρχεται ως «κατηγορούσα αρχή» και να «δικαιώνει» τη στρατηγική της αστικής τάξης, μια στρατηγική, που έφερε τη χώρα μας σε κατάσταση χρεοκοπίας.

Και το πλέον απαράδεκτο. Η κυβέρνηση δίνει τη δυνατότητα σε όλες τις αντιδραστικές δυνάμεις να συκοφαντούν τις αξίες της Αριστεράς, την ώρα που τις επικαλείται η κυβέρνηση.

Το δημοψήφισμα που επέλεξε η κυβέρνηση επιχειρεί να βγάλει από την πόρτα το μνημόνιο της Κομισιόν και να βάλει από το παράθυρο τη μνημόνιο της κυβέρνησης. Γι’ αυτό το λόγο από πολιτική άποψη, το έχουμε ξαναγράψει, είναι μια απολύτως απαράδεκτη ενέργεια της κυβέρνησης.

Το «όχι», λοιπόν, που ζητάει η κυβέρνηση για την πρόταση της Κομισιόν σημαίνει, ταυτόχρονα, και όχι στην πρόταση της κυβέρνησης. Είναι όχι στην πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που εφαρμόζει μνημονιακή πολιτική σε όλες τις χώρες – μέλη της.

Οι εργαζόμενοι της χώρας μας οφείλουν να αναλάβουν την υπόθεση του «όχι» στα δικά τους χέρια. Να μην επιτρέψουν το «όχι» στην πρόταση της Κομισιόν να μετατραπεί σε «ναι» στην πρόταση της κυβέρνησης.

Το «όχι» των εργαζομένων πρέπει να σημαίνει όχι στα μνημόνια, όχι στους εφαρμοστικούς νόμους που ψηφίστηκαν, όχι στη συνέχεια της μνημονιακής πολιτικής, όχι στην παραμονή της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ευρώ.

Το «όχι» των εργαζομένων πρέπει να σημαίνει ένα μεγάλο «ναι» στην αποδέσμευση της χώρας μας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ένα μεγάλο «ναι» για μια άλλη φιλολαϊκή αναπτυξιακή πολιτική, που θα καλύπτει τις κοινωνικές τους ανάγκες, θα προωθήσει την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας μας, θα περιφρουρήσει την εθνική της ανεξαρτησία και κυριαρχία, τις δημοκρατικές ελευθερίες και τα δημοκρατικά δικαιώματα των εργαζομένων.

Αυτό το «όχι» είναι μια ιστορική πρόκληση, που μόνο οι εργαζόμενοι μπορούν να την πάρουν επάνω τους.

COMMENTS