Προετοιμασίες για την επόμενη ημέρα

Μέσα σ’ έναν ορυμαγδό δηλώσεων και πληροφοριών, συχνά αντιφατικών, για την υπογραφή της συμφωνίας, πλήθους σεναρίων ποικίλης προέλευσης και σκοπιμοτήτων, που παίζουν με την ανοιχτή χρεοκοπία της χώρας, προετοιμάζονται οι πολιτικές δυνάμεις για την επόμενη ημέρα.

Αυτό προκύπτει, κατά τη γνώμη μας τόσο από τις κινήσεις της κυβέρνησης όσο και από τις δηλώσεις των Αντώνη Σαμαρά, Ευάγγελου Βενιζέλου, Σταύρου Θεοδωράκη και τη στάση των αστικών ΜΜΕ.

Την ίδια στιγμή βλέπουμε να εξελίσσεται μια συνεχής διαβούλευση ανάμεσα στον Αλέξη Τσίπρα την Άνγκελα Μέρκελ, τον Φρανσουά Ολάντ και τον Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ, με την ενεργή παρέμβαση των ΗΠΑ, να απασχολεί το Ελληνικό ζήτημα στη συνάντηση των G7.

Παράλληλα στο εσωτερικό των κομμάτων τόσο των κυβερνητικών όσο και της αστικής αντιπολίτευσης διαπιστώνονται έντονες διεργασίες, που αφορούν το μελλοντικό τους ρόλο και τη θέση τους στο κομματικό και πολιτικό σύστημα.

Καταλύτης για όλες αυτές τις εξελίξεις είναι η συμφωνία, που πρόκειται να υπογράψει η κυβέρνηση με τους «θεσμούς» και τους λεγόμενους εταίρους. Η κυβέρνηση αλλά και η αστική αντιπολίτευση προσπαθούν να «τετραγωνίσουν τον κύκλο».

Από τη μια η κυβέρνηση προσπαθεί να πείσει τον Ελληνικό λαό ότι προσκομίζει μια συμφωνία, η οποία δεν ξεπερνάει τις «κόκκινες γραμμές», αλλά θα είναι, ταυτόχρονα, και επώδυνη, πράγμα που το ομολογούν ανοιχτά πλέον ορισμένα κυβερνητικά στελέχη, όπως ο Νίκος Βούτσης.

Από την άλλη η αστική αντιπολίτευση, η οποία πιέζει την κυβέρνηση να υπογράψει, όσο το δυνατό πιο γρήγορα τη συμφωνία και, ταυτόχρονα, εξασκεί κριτική στην κυβέρνηση ότι αθέτησε τις υποσχέσεις της, που είχε εξαγγείλει, ενώ, την ίδια στιγμή, προσφέρει στην κυβέρνηση τη δυνατότητα μιας «μεγάλης συνάντησης», τουτέστιν, τη διέξοδο μιας κυβέρνησης «εθνικής ενότητας», αφού, φυσικά, ο ΣΥΡΙΖΑ θα έχει απαλλαγεί από τις όποιες «ενοχλητικές» φωνές, που υπάρχουν στο εσωτερικό του.

Το φόντο αυτών των εξελίξεων είναι, στην πραγματικότητα, οι ανταγωνισμοί, που υπάρχουν ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις για το ποιος θα «πάρει τα περισσότερα», για το ποιος θα βγει πιο κερδισμένος από την αξιοποίηση της γεωστρατηγικής θέσης της χώρας μας και που, προφανώς, αυτοί οι ανταγωνισμοί επιδρούν και στη διαμόρφωση και στην τελική υπογραφή της συμφωνίας.

Στο ίδιο φόντο, πρέπει να συμπεριλάβουμε την όχι καλή οικονομική κατάσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνολικά και της Ευρωζώνης ειδικά, που δε φαίνονται σημάδια ανάκαμψης, αλλά και των ΗΠΑ, που τα αποτελέσματα ως προς την ανάπτυξη δε φαίνονται να δικαιώνουν τις ανάλογες προβλέψεις.

Ακόμη πρέπει, επίσης, να σημειώσουμε την ιδιαίτερη ένταση, που επικρατεί από τις πολεμικές συρράξεις, που βρίσκονται σε εξέλιξη και που αφορούν ένα ευρύτατο μέτωπο, που ξεκινάει από την Ουκρανία, συμπεριλαμβάνει την Εγγύς και Μέση Ανατολή, την Αφρική και καταλήγει στο Αφγανιστάν. Συνολικά αυτή τη στιγμή διεξάγονται 50 πόλεμοι.

Μέσα σ’ αυτήν την ιδιαίτερα τεταμένη κατάσταση μία περαιτέρω αποσταθεροποίηση της Ελλάδας, με μια οικονομική χρεοκοπία, θα περιπλέξει πολύ περισσότερο την κατάσταση ιδιαίτερα στα Βαλκάνια, όπου διασταυρώνονται πολλές και ανταγωνιστικές επιδιώξεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.

Αυτό το γεγονός προσπαθεί να αξιοποιήσει η κυβέρνηση χώνοντας τη χώρα μας πιο βαθιά στην ιμπεριαλιστική εξάρτηση, προκειμένου να καταλήξει σε μια συμφωνία, που θα της επιτρέπει να την «περάσει» με τις πιο, κατά το δυνατό, λιγότερες απώλειες, όχι μόνο γι’ αυτήν αλλά και συνολικά για το πολιτικό σύστημα της χώρας μας.

Δίπλα στους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, που είναι δεσμευτικοί για την κυβέρνηση και αξεπέραστοι, υπάρχει, όμως, και η ίδια η οικονομική κατάσταση της χώρας μας, που είναι ανασχετικός παράγοντας για την κατάληξη σε μια συμφωνία στο πλαίσιο ενός «έντιμου συμβιβασμού». Οι εταίροι μας και οι υπερατλαντικοί φίλοι μας απαιτούν επώδυνα μέτρα.

Σ’ αυτό το πλαίσιο δε μπορεί, παρά να υπολογίζονται πολύ σοβαρά οι λαϊκές αντιδράσεις αλλά και οι συνέπειες που θα υπάρχουν στο εσωτερικό των κομμάτων.

Γνώμη μας είναι ότι η κυβέρνηση, τελικά, δε θα αποφύγει να πιει το «πικρό ποτήρι» μιας επώδυνης συμφωνίας για τους εργαζόμενους και συνολικά για τον Ελληνικό λαό και τη χώρα.

Με βάση αυτές τις εξελίξεις θα πρέπει να αποκωδικοποιήσουμε τη στάση των πολιτικών δυνάμεων της χώρας μας και να ερμηνεύσουμε ορισμένα «παράξενα» της πολιτικής επικαιρότητας.

Για να προφυλαχτεί συνολικά το πολιτικό σύστημα της χώρας και για να αντιμετωπιστούν οι λαϊκές αντιδράσεις από μία επώδυνη και αντιλαϊκή συμφωνία ο Αντώνης Σαμαράς «προσφέρει» στον Αλέξη Τσίπρα τη «μεγάλη συνάντηση». Φυσικά αυτή η προσφορά τον περιλαμβάνει και τον κρατάει μέσα στο πολιτικό σκηνικό, αντιμετωπίζει, ταυτόχρονα, και την έντονη εσωκομματική αμφισβήτηση. Καταλαγιάζει αυτή εκ των πραγμάτων.

Και όταν λέμε εκ των πραγμάτων εννοούμε ότι κανένας από όσους αμφισβητούν αυτή τη στιγμή τον Αντώνη Σαμαρά στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας δε θα ήθελε να διαχειριστεί ακόμη και στο πνεύμα της «μεγάλης συνάντησης» το κόστος μιας αντιλαϊκής συμφωνίας.

Ίσως έτσι εξηγείται το γεγονός ότι τα «μεγάλα» ονόματα της Νέας Δημοκρατίας δε βιάζονται να εμπλακούν, σ’ αυτήν τη συγκυρία, πιο ενεργά στην αμφισβήτηση του Αντώνη Σαμαρά, που θα οδηγούσε και στην έξοδό του πρακτικά από την πολιτική ζωή της χώρας.

Γι’ αυτό το λόγο βλέπουμε να κατατίθενται απόψεις, όπως του Βαγγέλη Μεϊμαράκη, που ξεκαθαρίζουν ότι μέχρι να υπάρξει κατάληξη στη συμφωνία δε μπορεί η Νέα Δημοκρατία να εγκλωβιστεί σε μια παραλυτική εσωστρέφεια και αμφισβήτηση της ηγεσίας της. Το ίδιο πνεύμα, της αναμονής, φαίνεται να επικρατεί και στις άτυπες αλλά πολύ ουσιαστικές συναντήσεις μεταξύ των στελεχών της Νέας Δημοκρατίας.

Αυτή η κατάσταση «βολεύει» όλους στη Νέα Δημοκρατία. Από τη μια εξακολουθεί να παραμένει στην ηγεσία της ο Αντώνης Σαμαράς. Από την άλλη, ταυτόχρονα, συντηρείται σ’ ένα βαθμό η αμφισβήτηση προς τον Αντώνη Σαμαρά, παραπέρα, είναι αυτός που θα σηκώσει το βάρος της τελικής στάσης της Νέας Δημοκρατίας απέναντι σε μια αντιλαϊκή συμφωνία, είναι αυτός που θα εισπράξει το κόστος μιας ενδεχόμενης προσφυγής σε εκλογές και κατά πάσα πιθανότητα και της εκλογικής αποτυχίας.

Βολεύει ακόμη και τον Κώστα Καραμανλή, που χρειάζεται ακόμη χρόνο για να εκδηλώσει την οποιαδήποτε πρωτοβουλία του, σε τελική ανάλυση βολεύει και τον Αλέξη Τσίπρα, που θα προτιμούσε αυτή τη στιγμή στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας να βρίσκεται ο Αντώνης Σαμαράς.

Πρόκειται για μια άτυπη αλλά και χρήσιμη συμμαχία του Αντώνη Σαμαρά με τον Αλέξη Τσίπρα, για διαφορετικούς λόγους και στόχους για τον καθένα. Ο Αντώνης Σαμαράς για να τρέφει μια ελπίδα να ανακάμψει, ο Αλέξης Τσίπρας, γιατί στο πρόσωπο του Αντώνη Σαμαρά δε «χάνει» τόσο από μια σύγκριση μαζί του από τη συμφωνία που θα έρθει και δε βλέπει να διακινδυνεύει μια εκλογική του ήττα, στην περίπτωση που θα καταφύγει σε εκλογές.

Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι άλλοι ηγέτες της αστικής αντιπολίτευσης, που ο μεν Ευάγγελος Βενιζέλος προσπαθεί να δώσει το «παρόν» σε μια «μεγάλη συνάντηση», ακόμη και ανεξάρτητα από τις εξελίξεις, που θα υπάρξουν στο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, ο δε Σταύρος Θεοδωράκης να επιμένει σε μια συμμετοχή σε κυβέρνηση υπό τον Αλέξη Τσίπρα αλλά με ξεκαθαρισμένη την κατάσταση μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ και φυσικά με εξοστρακισμένους τους ΑΝΕΛ.

Μπροστά σ’ αυτήν την πολιτική συγκυρία το ερώτημα που εκκρεμεί είναι το πώς θα μπορούσε να εκδηλωθεί, και σε ποια κατεύθυνση, μια άμεση και ουσιαστική παρέμβαση του ΚΚΕ, του μόνου πολιτικού σχηματισμού, που θα μπορούσε να χαλάσει όλο αυτόν το σχεδιασμό, που θα φέρει μια νέα διαμόρφωση στο πολιτικό και κομματικό σύστημα της χώρας μας. Αυτό το θέμα, όμως, θα το αντιμετωπίσουμε σ’ ένα νέο άρθρο μας.

COMMENTS