Όσο και εάν προσπαθεί η κυβέρνηση να παρουσιάσει ότι από την υποτιθέμενη πολιτική διαπραγμάτευση, που διεξάγει με κορυφαίους ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως ο Φρανσουά Ολάντ, η Άνγκελα Μέρκελ και ο Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ, πλησιάζει σε μια συμφωνία, η οποία θα κινείται στο πλαίσιο ενός «έντιμου συμβιβασμού», δε μπορεί να κρύψει ότι στη Ρίγα, και πάλι, βρέθηκε κάτω από ασφυκτικές πιέσεις για να ευθυγραμμιστεί πλήρως με τις απαιτήσεις των δανειστών.
Αποδεικνύεται ότι η κυβέρνηση έχει απολέσει όλα τα πολιτικά της «ατού», τα οποία, υποτίθεται ότι διέθετε και θα την οδηγούσαν να φτάσει σε μια συμφωνία, που δε θα περιείχε τις ρήτρες ενός νέου μνημονίου, που θα ήταν η συνέχεια των δύο προηγούμενων μνημονίων, που υπέγραψαν οι άλλες κυβερνήσεις πριν απ’ αυτήν.
Εν κατακλείδι η πολιτική διαπραγμάτευση, που είχε ως όπλο της η κυβέρνηση, την έχει απογυμνώσει από την ίδια την πολιτική της. Στην πράξη αποδείχτηκε ότι η κυβέρνηση έκανε συνεχείς υποχωρήσεις, χωρίς οι λεγόμενοι εταίροι και οι «θεσμοί» να μετακινηθούν κατά το ελάχιστο. Και η Συνάντηση Κορυφής στη Ρίγα απέδειξε αυτήν την πραγματικότητα για άλλη μια φορά.
Όλη, λοιπόν, η επιχειρηματολογία της κυβέρνησης, περί αλλαγής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, περί της Ευρώπης του Διαφωτισμού και των δημοκρατικών αγώνων, του κοινωνικού κράτους, πήγε στον κάλαθο των αχρήστων, και μάλιστα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, μόλις τεσσάρων μηνών.
Η κυβέρνηση βρέθηκε σε πλήρες αδιέξοδο. Τα χαμόγελα του πρωθυπουργού και το πνεύμα, που προσπάθησε να μεταδώσει στον Ελληνικό λαό ότι επικράτησε στις συνομιλίες, που είχε ο πρωθυπουργός με τους Φρανσουά Ολάντ, Άνγκελα Μέρκελ και Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ, δε μπορούν να αποκρύψουν τον «πάγο», που του έβαλαν οι προαναφερόμενοι συνομιλητές του και οι δηλώσεις του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Πίσω από τα χαμόγελα υπάρχουν πάντα οι όροι που απαιτούν οι δανειστές.
Εάν, λοιπόν, αναδείχτηκε κάτι στις εργασίες της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ είναι ακριβώς αυτό το αδιέξοδο. Και όχι μόνο. Αναδείχτηκε και ένα κλίμα παραλυσίας και πολιτικής ανημπόριας της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ, περιλαμβανομένων και όλων των τάσεων.
Μπροστά σ’ αυτό το αδιέξοδο δεν έχουν, ούτε η «προεδρική» πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ αλλά ούτε και οι άλλες τάσεις της «αριστερής αντιπολίτευσης», καμία εναλλακτική λύση. Η πολιτική απόφαση που πάρθηκε οδηγεί κατ’ ευθείαν στην υπογραφή ενός νέου μνημονίου, στο όνομα της αποφυγής μιας «αριστερής παρένθεσης», στο όνομα της αποφυγής μιας «χρεοκοπίας της χώρας». Η «Αριστερή Πλατφόρμα» κράτησε τη συνηθισμένη της στάση. Περιορίστηκε και πάλι στο γνωστό παιχνίδι των τροπολογιών.
Αυτό που απομένει, τώρα, για τον ΣΥΡΙΖΑ και την κυβέρνηση είναι η αναζήτηση εκείνου του τρόπου, που θα πλασάρει μια νέα συμφωνία, ένα νέο μνημόνιο, που, υποτίθεται, ότι θα σέβεται τις «κόκκινες γραμμές» της και δεν θα είναι «εξευτελιστική»! Από μόνο του αυτό το γεγονός ήταν τόσο έκδηλο στις εργασίες της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ όσο και επιβεβαιωτικό της πολιτικής του χρεοκοπίας.
Είναι βέβαιο, ότι όσο η κυβέρνηση έρχεται πιο κοντά σε μια συμφωνία, που θα περιλαμβάνει «ατόφιες» τις απαιτήσεις των δανειστών ή κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, ταυτόχρονα θα ανοίγει και ο δρόμος για να δρομολογηθούν νέες πολιτικές εξελίξεις, που θα αφορούν συνολικά τις πολιτικές δυνάμεις της αστικής αντιπολίτευσης αλλά και τα κυβερνητικά κόμματα.
Το γεγονός αυτό είναι αναπόφευκτο, γιατί έχει να κάνει με την εφαρμογή της συμφωνίας. Το νέο πολιτικό σκηνικό πρέπει να αντιστοιχηθεί με την εφαρμογή της συμφωνίας. Άλλωστε φαίνεται καθαρά και ομολογείται και από τα αστικά ΜΜΕ, ότι μία από τις απαιτήσεις των δανειστών είναι να ξεκαθαρίσει το πολιτικό τοπίο τόσο στους κόλπους της κυβέρνησης όσο και της αντιπολίτευσης.
Οι δανειστές, για να προχωρήσουν σε μια συμφωνία, πολύ περισσότερο στην εφαρμογή της συμφωνίας, θέλουν να αποκαταστήσουν ένα «κλίμα εμπιστοσύνης» ανάμεσα σ’ αυτούς και την κυβέρνηση, την όποια κυβέρνηση. Όλοι καταλαβαίνουμε τι σημαίνει αυτό το πράγμα. Οι δανειστές επιδιώκουν να έχουν μια κυβέρνηση, που θα είναι διατεθειμένη να εφαρμόσει μια νέα αντιλαϊκή συμφωνία.
Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να εξηγήσουμε την «κοσμοσυρροή» που σημειώθηκε έξω από το πολιτικό γραφείο του Κώστα Καραμανλή. Τις εκκλήσεις τύπου: «να πάμε με λαμπάδες να τον παρακαλέσουμε» για να αναλάβει πολιτικές πρωτοβουλίες μέσα στο ίδιο του το κόμμα, τη Νέα Δημοκρατία. Αν και, κατά τη γνώμη μας, αυτή η κατάσταση που επικρατεί στη Νέα Δημοκρατία μπορεί να οδηγήσει και στην εμφάνιση ενός νέου κόμματος με τη διάσπαση της Νέας Δημοκρατίας, εάν κρίνουμε από την ένταση των αντιπαραθέσεων που υπάρχουν αυτή τη στιγμή στο κόμμα αυτό.
Στο ίδιο πλαίσιο πρέπει να εντάξουμε την εμφάνιση του Κώστα Σημίτη, που με άρθρο του παρενέβη στις πολιτικές εξελίξεις για να διατυπώσει την άποψη ότι Νέα Δημοκρατία, ΠΑΣΟΚ και Ποτάμι πρέπει να κατέβουν ενιαία στις προσεχείς εκλογές.
Ακόμη και αυτήν την «αυτόνομη» δραστηριότητα της Ζωής Κωνσταντοπούλου, που έρχεται σε σαφή αντίθεση με επιλογές του Αλέξη Τσίπρα, πρέπει να την συσχετίσουμε με το πολιτικό τοπίο της «επόμενης μέρας» από τη συμφωνία. Αλλά και τις εμφανείς κινήσεις διαφοροποιήσεων μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ, από συνιστώσες του, που μάλλον οδηγούν στην έξοδό τους απ’ αυτόν.
Όλη η κινητικότητα που αρχίζει εμφανώς, πλέον, να διαφαίνεται μας φέρνει μπροστά σε δύο πολύ σημαντικές πλευρές αυτού του ζητήματος, της διαμόρφωσης ουσιαστικά του νέου αστικού πολιτικού συστήματος:
Η πρώτη αφορά την εξάρτηση της χώρας μας. Διαπιστώνουμε ότι οι πολιτικές εξελίξεις συναρτώνται άμεσα με τις απαιτήσεις των δανειστών. Φυσικά η βάση αυτών των εξελίξεων είναι τα οικονομικά προβλήματα, που αντιμετωπίζει η χώρα μας. Βλέπουμε, λοιπόν, στην πράξη πως οι οικονομικές εξελίξεις συμπαρασύρουν τις πολιτικές, πως η οικονομική εξάρτηση της χώρας μας από τους δανειστές μεταφράζεται και σε πολιτική εξάρτηση. Η σημασία αυτής της διαπίστωσης συγκεντρώνεται στο γεγονός ότι η απαλλαγή από την οικονομική και πολιτική εξάρτηση, αυτή που μετατρέπει την εθνική ανεξαρτησία σε γράμμα κενό, απαιτεί την αποδέσμευση της χώρας μας από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η δεύτερη αφορά στις δυσκολίες που θα συναντήσει η διαμόρφωση του νέου αστικού πολιτικού συστήματος, που εξαρτάται σαφώς και από το πώς θα κατασταλάξει η διάταξη των κομμάτων, το κομματικό σύστημα. Δεν πρέπει να νομίζει κανείς ότι αυτή η υπόθεση θα είναι μια εύκολη υπόθεση. Στην πραγματικότητα ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος, για όσους επιχειρούν να αλλάξουν το κομματικό και πολιτικό σύστημα, η «επιχείρηση» αυτή να «ρουφήξει» πολλές προσωπικότητες και ίσως και κόμματα. Δεν είναι τυχαίο γεγονός με πόση προσοχή απαντάει ο Κώστας Καραμανλής στις εκκλήσεις των πολιτικών του φίλων να αναλάβει πολιτικές πρωτοβουλίες. Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται, με πολύ προσεκτικές κινήσεις, και ο Αλέξης Τσίπρας, που επιθυμεί να δώσει ένα τέλος στο εσωκομματικό του πρόβλημα, αλλά και άλλα πολιτικά γνωστά στελέχη από διαφορετικά κόμματα. Η σημασία αυτής της διαπίστωσης έχει να κάνει με την πολιτική κρίση που υπάρχει, για την οποία η «Νέα Σπορά» έκανε λόγο πριν από τις εκλογές του Γενάρη, που σταθερά τόνιζε ότι θα συνεχιστεί και μετεκλογικά και που εξηγούσε ότι θα είναι μέρος της και ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά το γεγονός ότι θα κέρδιζε τις εκλογές.
Στο πλαίσιο αυτό κανείς δε μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο εκλογών και μάλιστα να είναι αυτές πολύ κοντά. Οι εκλογές αυτές, όπως διευκρινίζαμε σε προηγούμενα άρθρα μας, θα δώσουν τη δυνατότητα για τη διαμόρφωση του νέου πολιτικού συστήματος.
COMMENTS