Δεν πέρασε ούτε μια ημέρα, από τότε που σχηματίστηκε η σημερινή κυβέρνηση, που να μη διαπιστώναμε μια σταθερή αναπροσαρμογή των θέσεων που παρουσίασε, ιδιαίτερα σ’ ό,τι αφορά τους όρους υπογραφής μιας «έντιμης συμφωνίας».
Καμία της θέση δεν έμεινε όρθια, παρά το γεγονός ότι η συνεχής αυτή αλλαγή στις θέσεις της συνοδευόταν από μια μόνιμη επωδό, ότι οι «κόκκινες γραμμές» εξακολουθούν να υπάρχουν. Στην πραγματικότητα η κυβέρνηση τίναξε στον αέρα και αυτές τις δικές της κόκκινες γραμμές.
Το λέμε αυτό γιατί θεωρούμε ότι όλη αυτή η συνεχής διολίσθηση οδηγεί στο ότι κυβέρνηση έχει καταλήξει σ’ ένα πλαίσιο θέσεων με βάση τις οποίες θα πάει σε μια «ρεαλιστική συμφωνία», όπως την προανήγγειλε ο ίδιος ο πρωθυπουργός στο συνέδριο του Economist, συμφωνία, η οποία, ασφαλώς, θα περιέχει και νέα επώδυνα αντιλαϊκά μέτρα.
Αυτός είναι ο «ρεαλισμός» της κυβέρνησης. Άλλωστε γι’ αυτόν το λόγο επιχαίρουν οι της αστικής αντιπολίτευσης αντίπαλοί της, ότι η κυβέρνηση, επιτέλους, «προσγειώθηκε στην πραγματικότητα». Γι’ αυτόν το λόγο και πιέζουν να υπογράψει η κυβέρνηση τη συμφωνία και της εύχονται να πετύχει ό,τι το καλύτερο!
Μια συμφωνία, η οποία παρουσιάστηκε από τον πρωθυπουργό ως «ενιαία», που σημαίνει, με λίγα λόγια, ότι επισήμως ενταφιάστηκε και η «ενδιάμεση συμφωνία» ως μη αναγκαία πλέον. Αυτήν τη συμφωνία, την οποία η κυβέρνηση επιθυμεί να έχει καταλήξει με τους «θεσμούς» το επόμενο δεκαήμερο, δεν την παρουσιάζει ως ένα νέο μνημόνιο. Επιχειρεί μ’ αυτόν τον τρόπο να παραπλανήσει τους εργαζόμενους παίζοντας με τις λέξεις.
Για να διαπιστώσουμε το πόσο ρεαλιστική θα είναι αυτή η συμφωνία αρκεί να διαβάσουμε τη συνέντευξη, που παραχώρησε ο Νίκος Παππάς, βουλευτής Επικρατείας και εξ απορρήτων του πρωθυπουργού, στην «Εφημερίδα των Συντακτών», ο οποίος απαντώντας σε ερώτηση του συντάκτη της «εάν η κυβέρνηση ετοιμάζεται να υπογράψει μια επώδυνη συμφωνία» ισχυρίστηκε ότι «επώδυνη είναι η κατάσταση» και την ίδια στιγμή υποστήριξε ότι «οι κόκκινες γραμμές δεν παραβιάζονται», πράγμα που σημαίνει ότι το πρόγραμμα της κυβέρνησης εφαρμόζεται!
Η υπογραφή της νέας συμφωνίας συνοδεύεται, όμως, και από μια έντονη φημολογία για αναδιάταξη του κομματικού και πολιτικού συστήματος. Ήδη τα «επεισόδια» της έντονης αντιπαράθεσης της κυβέρνησης για τη στάση του Γιάννη Στουρνάρα αποκαλύπτουν μια πλευρά αυτού του ζητήματος.
Η συζήτηση γύρω απ’ αυτό το θέμα έχει ανοίξει για τα καλά. Όλο και περισσότεροι πολιτικοί σχολιαστές αναφέρουν ότι η υπογραφή της συμφωνίας θα τροφοδοτήσει πολιτικές εξελίξεις, που θα αφορούν όλα τα κόμματα, και αυτά που στηρίζουν την κυβέρνηση, αλλά και αυτά της αστικής αντιπολίτευσης. Αμφιβάλουν για την ενότητά τους.
Το κυριότερο που υποστηρίζουν είναι ότι η σημερινή διάταξη που υπάρχει θα ανατραπεί, και όχι μόνο μια φορά, για να καταλήξει σε μια νέα ισορροπία, γιατί το «πολιτικό σύστημα βρίσκεται σε μια προφανή ανισορροπία». Η σημερινή κατάσταση, ισχυρίζονται, ότι «δεν τραβάει άλλο» και ότι για να διορθωθεί θα «φάει πολλές κυβερνήσεις», μέχρι να διαμορφωθεί ένα νέο πολιτικό σύστημα με την ανάλογη κομματική διάταξη.
Είναι φανερό ότι όλη αυτή η συζήτηση έχει να κάνει με τη νέα συμφωνία και το πώς θα «απορροφηθεί» από τις λαϊκές μάζες. Αφορά τη συνέχεια της πολιτικής της λιτότητας και τα νέα μέτρα που έρχονται. Αυτό είναι το ζητούμενο. Από μόνο του αυτό το γεγονός αναδεικνύει τις δυσκολίες, που έχουν οι υποστηρικτές της παραμονής στο ευρώ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, να ελέγξουν την κίνηση των λαϊκών μαζών.
Αυτήν τη στιγμή στα κόμματα, που στηρίζουν την ευρωενωσιακή στρατηγική, υπάρχουν εσωτερικές αντιπαραθέσεις ως προς τη στάση, που θα κρατήσουν απέναντι στη συμφωνία της κυβέρνησης.
Κατ’ αρχάς στα κυβερνητικά κόμματα. Στο ΣΥΡΙΖΑ η αντιπαράθεση γύρω από τη συμφωνία έχει οξυνθεί τόσο πολύ, που απειλεί την ίδια την ενότητά του. Στην «Αριστερή Πλατφόρμα» υπάρχουν ακόμη και φωνές, που κάνουν λόγο για το σχηματισμό ενός νέου κόμματος. Αντιθέσεις υπάρχουν και στους Ανεξάρτητους Έλληνες.
Στη Νέα Δημοκρατία δεν είναι λίγοι εκείνοι, που υποστηρίζουν ότι με την υπογραφή της συμφωνίας δρομολογείται, ταυτόχρονα, και η απομάκρυνση του Αντώνη Σαμαρά, πράγμα, που, ενδεχομένως, θα φέρει και τη διάσπαση της Νέας Δημοκρατίας.
Οι διαφορές στη Νέα Δημοκρατία εκδηλώνονται γύρω από το εάν πρέπει ή δεν πρέπει η Νέα Δημοκρατία να ψηφίσει τη νέα συμφωνία, πολύ περισσότερο, που αυτή συνδυάζεται με τη στάση άλλων συναφών πολιτικών δυνάμεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως του κόμματος της Άνγκελα Μέρκελ, που παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην υπογραφή της συμφωνίας.
Από την πλευρά του Αντώνη Σαμαρά προβάλλεται η θέση ότι θα εξεταστεί πρώτα η συμφωνία και μετά θα αποφασιστεί η στάση της Νέας Δημοκρατίας. Από την πλευρά όσων επιθυμούν την αλλαγή στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας – ή ακόμη και κινούνται για τη δημιουργία άλλου κόμματος, προβάλλεται η θέση ότι πρέπει να ψηφιστεί η νέα συμφωνία, έστω και στην περίπτωση που θα πρόκειται για μία «κακή συμφωνία». Ισχυρίζονται ότι «μια κακή συμφωνία είναι καλύτερη από καμία συμφωνία».
Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ έχει προϊδεάσει ότι θα καταψηφίσει τη συμφωνία, όμως, και σ’ αυτόν το χώρο υπάρχουν αντίθετες απόψεις. Αντιθέσεις υπάρχουν ακόμη και στο Ποτάμι.
Όλη αυτή η κατάσταση σχετίζεται, προφανώς, με την επόμενη μέρα, με το πώς θα διαμορφωθεί το νέο πολιτικό τοπίο για να υπηρετήσει μια αντιλαϊκή υπόθεση. Γι’ αυτό ακριβώς γίνεται λόγος και για την προκήρυξη νέων εθνικών εκλογών, για να δοθεί η δυνατότητα όχι μόνο να υπάρξει η υφαρπαγή της λαϊκής έγκρισης της νέας συμφωνίας, αλλά και για να εκφραστεί το ξεκίνημα της διαμόρφωσης του νέου πολιτικού συστήματος, που θα οδηγήσει και στο σχηματισμό νέας κυβέρνησης.
Μπροστά σ’ αυτές τις εξελίξεις τα βασικά καθήκοντα που απορρέουν για το Κόμμα, κατά την εκτίμησή μας, είναι δύο:
– Το πρώτο, αφορά στην κινητοποίηση των εργαζομένων ενάντια στη νέα συμφωνία. Σε δύο επίπεδα. Το ένα για να μην περάσει η συμφωνία. Το άλλο για να διεκδικήσουν οι εργαζόμενοι την επίλυση των άμεσων προβλημάτων, που η νέα συμφωνία θα τα επιβαρύνει πιο πολύ.
Όλες οι εκτιμήσεις καταλήγουν σ’ ένα συμπέρασμα. Το πέρασμα της νέας συμφωνίας θα έχει πολιτικό κόστος για την κυβέρνηση και για όσες πολιτικές δυνάμεις αποφασίσουν να τη στηρίξουν. Ακόμη και εάν ο ΣΥΡΙΖΑ κατορθώσει να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, η εκτίμηση που κυριαρχεί είναι ότι «δε θα μπορέσει να τα βγάλει πέρα από μόνος του». Επομένως θα χρειαστεί να σχηματιστεί κυβέρνηση, που θα στηρίζεται από περισσότερα κόμματα.
Το Κόμμα έπρεπε ήδη να έχει οργανώσει ανάλογες κινητοποιήσεις, που θα δυσκόλευαν τις κινήσεις της κυβέρνησης, ξεκινώντας από το αίτημα της αποχώρησης της κυβέρνησης από τις διαπραγματεύσεις και εκλαϊκεύοντας την ανάγκη για μονομερή διαγραφή του χρέους, της αποχώρησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση, της κατάκτησης της εξουσίας από την εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα – κατώτερα και μεσαία, μιας άλλης ανάπτυξης προς όφελος των εργαζομένων.
Εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι οι λαϊκές μάζες δεν έχουν ακόμη ενσωματωθεί στην πολιτική της σημερινής κυβέρνησης, παρά το γεγονός ότι τη στηρίζουν. Μια στήριξη που βαίνει μειούμενη, χωρίς ταυτόχρονα να φαίνεται ότι ανακάμπτει η Νέα Δημοκρατία.
– Το δεύτερο αφορά την εναλλακτική πρόταση, που πρέπει να προβάλει το Κόμμα. Ποτέ μέχρι τώρα δεν ήταν πιο αναγκαία η κατάθεση μιας πρότασης με Αντιιμπεριαλιστικό, Αντιμονοπωλιακό, Δημοκρατικό περιεχόμενο. Όλη η πορεία της διαπραγμάτευσης από τη σημερινή κυβέρνηση έκανε πιο φανερή την ανάγκη μιας τέτοιας πρότασης.
Είναι βέβαιο ότι οι λαϊκές μάζες θα ευαισθητοποιούνταν απέναντι σε μια ανάλογη πρόταση. Ότι μια τέτοια πρόταση θα επηρέαζε τη βάση του ΣΥΡΙΖΑ. Οι λαϊκές μάζες διαβλέπουν τα αδιέξοδα της σημερινής κυβέρνησης. Έχουν αρχίσει να αντιλαμβάνονται ότι η πορεία της χώρας μας μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν επιβεβαιώνει παρά την αφαίρεση των κοινωνικών τους δικαιωμάτων, μονιμοποιεί και εντείνει την εξαθλίωσή τους και στον ορίζοντα δεν προβάλλει καμία ελπίδα γι’ αυτούς.
Έχουν τη γενική αίσθηση ότι συνολικά η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν πάει καλά, ότι η οικονομική στασιμότητα έχει γίνει αβάσταχτο βάρος γι’ αυτούς, ότι οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις έχουν εξαντληθεί – ειδικά η Σοσιαλδημοκρατία, και ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια μεταβατική περίοδο που εγκυμονεί την επανάκαμψη του Εργατικού και Κομμουνιστικού Κινήματος.
Αυτή η σύντομη περίοδος που πέρασε με τη σημερινή κυβέρνηση στην εξουσία, σε συνδυασμό και με την εξαετία της οικονομικής κρίσης συνολικά, μας φέρνει μπροστά και σε μια βαρύνουσα διαπίστωση για το ίδιο το ΚΚΕ.
Το ΚΚΕ, με ευθύνη της ηγεσίας του, με τη γραμμή του άμεσου σοσιαλισμού, όπως την προβάλλει και όπως την εννοεί, με το αίτημα της αποδέσμευσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση με άμεσο σοσιαλισμό δε μπόρεσε να δημιουργήσει ερείσματα μέσα στην εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα μιας κοινωνικής συμμαχίας, που θα έδιναν τη δυνατότητα στο ίδιο το Κόμμα να προβληθεί ως το πολιτικό υποκείμενο μιας άλλης πορείας της χώρας μας με μια ανάπτυξη προς όφελος των εργαζομένων.
Όχι μόνο έχασε δυνάμεις, αλλά δημιούργησε και συγχύσεις μέσα στους εργαζόμενους για τη στάση του. Και δεν εννοούμε αποκλειστικά τη στάση του σε σχέση με τις κυβερνήσεις, που υπήρξαν μέχρι τώρα – και ιδιαίτερα της σημερινής, με τη συμμετοχή του σε μια κυβέρνηση αστικής διαχείρισης.
Εννοούμε ότι η πολιτική γραμμή του Κόμματος δε γίνεται αποδεκτή από τους εργαζόμενους, δεν «περνάει» στις λαϊκές μάζες, όχι γιατί απορρίπτουν το σοσιαλισμό, αλλά γιατί δε «βλέπουν» τις προϋποθέσεις της πραγματοποίησής του. Από αυτήν την άποψη είναι αξιοσημείωτη η στάση των εργαζομένων απέναντι στο Κόμμα. Δεν εναντιώνονται σ’ αυτό, παρ’ όλο που έχουν απομακρυνθεί απ’ αυτό, δεν απορρίπτουν τη μεγάλη του ιστορική προσφορά, το σέβονται και εξακολουθούν να μην τρέφουν αντίπαλα συναισθήματα γι’ αυτό. Ελπίζουν στο Κόμμα.
Αποδείχτηκε ότι η ηγεσία του Κόμματος δε στάθηκε ικανή – και εξακολουθεί να μη μπορεί, να αξιοποιήσει σε μια διαλεκτική ενότητα τις κοινωνικές αντιθέσεις. Την ανάγκη μιας πρότασης εξουσίας – εργατικής, λαϊκής, που δε θα ήταν ο άμεσος σοσιαλισμός, που θα στηριζόταν σ’ ένα Αντιιμπεριαλιστικό, Αντιμονοπωλιακό, Δημοκρατικό Μέτωπο κοινωνικής και πολιτικής συμμαχίας, που, όμως θα άνοιγε το δρόμο στο σοσιαλισμό. Αυτό δε σημαίνει ότι με αυτήν την πρόταση το Κόμμα θα απευθυνόταν «από τα πάνω» στα ήδη υπάρχοντα κόμματα. Αυτή η πρόταση θα αφορούσε, πριν απ’ όλα, την εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα, τα κατώτερα και τα μεσαία.
Εάν το Κόμμα έχασε αυτήν την ευκαιρία, όταν οι λαϊκές μάζες κινητοποιούνταν, ιδιαίτερα την περίοδο 2010 – 12, μετατοπίζονταν και κατάφερναν ένα ισχυρό κτύπημα στο δικομματισμό, τώρα, που προβάλλουν όλα τα αδιέξοδα από τις πολιτικές, που εφαρμόζονται με κριτήριο την παραμονή στο ευρώ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που διαψεύδονται οι προσδοκίες των λαϊκών μαζών και από τη σημερινή κυβέρνηση, θα είναι αδιανόητο η ηγεσία του Κόμματος να επιμείνει σε μια πολιτική γραμμή, της οποίας το αποτέλεσμα όχι μόνο είναι ισχνό αλλά δημιουργεί τις συνθήκες για τη μακρόχρονη απομόνωση του Κόμματος από τις λαϊκές μάζες.
Παρά το γεγονός ότι το Εργατικό Κίνημα δε βρίσκεται σε ανάλογη κατάσταση με την περίοδο 2010 – 12 υπάρχει, όμως, το έδαφος, που μπορεί με την παρέμβασή του το Κόμμα να το γονιμοποιήσει. Εάν στην πρώτη περίπτωση η ηγεσία του Κόμματος διέπραξε ένα ολέθριο λάθος τώρα θα είναι εντελώς αδικαιολόγητη να το επαναλάβει. Και δεν θα έχει καμία δικαιολογία ότι δεν κατάλαβε.
COMMENTS