Γ’ Μέρος
Κλείνοντας τη σειρά αυτήν των άρθρων, με τη δημοσίευση του Γ’ Μέρους της 5ης Συνέχειας, πριν προχωρήσουμε να προσδιορίσουμε ποιες πρέπει να είναι οι προϋποθέσεις, που θα χαρακτηρίζουν μία συγκεκριμένη πρόταση εκ μέρους της πολιτικής πρωτοπορίας της εργατικής τάξης αλλά και τη στάση της απέναντι στη σημερινή κυβέρνηση, είναι σημαντικό, κατά τη γνώμη μας, κατά πρώτο, να σημειώσουμε ότι οι εξελίξεις γύρω από την υπογραφή συμφωνίας με τους «θεσμούς» έχει φτάσει σ’ ένα κρίσιμο σημείο, το οποίο επαναφέρει και αναδεικνύει πολύ καθαρά την ανάγκη πλέον της αποδέσμευσης της χώρας μας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, την ανάγκη της μη αναγνώρισης του χρέους, της μονομερούς διαγραφής του, εάν θέλουμε η χώρα μας να προχωρήσει σε μια νέα φιλολαϊκή αναπτυξιακή πορεία, που παρά τις πρόσκαιρες δυσκολίες θα την απαλλάξει από την οικονομική στασιμότητα και την εξάρτηση. Κατά δεύτερο, να παραθέσουμε ορισμένες διευκρινήσεις σχετικά με την οικονομική κρίση και τη λαϊκή βάση του ΣΥΡΙΖΑ.
Μία παγκόσμια οικονομική κρίση διαταράσσει την «ηρεμία» των λαϊκών μαζών απότομα και σ’ όλες τις εκδηλώσεις της καθημερινής ζωής, κυρίως στο βιοτικό τους επίπεδο και στο ζήτημα της εργασίας. Τα μικροαστικά στρώματα καταστρέφονται. Τα άμεσα προβλήματα των λαϊκών μαζών οξύνονται στο έπακρο και γίνονται ο ιμάντας μέσα από τον οποίο μπορεί η εργατική τάξη να αναπτύξει τους διεκδικητικούς της αγώνες. Οι διεκδικητικοί αυτοί αγώνες οδηγούν στο βάθεμα της ταξικής πάλης, στη ριζοσπαστικοποίηση των ευρύτερων λαϊκών μαζών.
Ταυτόχρονα οι γεωπολιτικές αντιπαραθέσεις οξύνονται, γιατί οξύνεται ο παγκόσμιος ανταγωνισμός των μονοπωλίων και των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Αυτόν τον παράγοντα δε μπορεί κανείς να τον παραβλέψει, γιατί παίζει ρόλο ως προς την ίδια την οικονομική κρίση όσο και στο συσχετισμό των δυνάμεων, έτσι όπως θα εκφραστεί συγκεκριμένα σε κάθε χώρα.
Παίρνοντας υπόψη ότι μια παγκόσμια οικονομική κρίση ποτέ δεν εκφράζεται ακριβώς με τον ίδιο τρόπο σ’ όλες τις χώρες, που πλήττονται απ’ αυτήν, πέρα από τα κοινά της χαρακτηριστικά – όπως είναι η απότομη πτώση της παραγωγής και του βιοτικού επιπέδου των λαϊκών μαζών, η απότομη άνοδος της ανεργίας, η καταστροφή των μικροαστικών στρωμάτων, το καθοριστικό ζήτημα που αναδεικνύεται είναι η θέση και ο ρόλος της κάθε χώρας στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα.
Αυτό το ζήτημα αναδεικνύεται ως τέτοιο, γιατί έχει να κάνει με την ένταση της οικονομικής κρίσης. Οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις υφίστανται τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης, διαθέτουν, όμως, ταυτόχρονα, και τη δυνατότητα να εξάγουν τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης στις μικρότερες χώρες.
Και αυτή η δυνατότητα στις μέρες μας είναι ακόμη πιο ισχυρή εξ αιτίας της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης της παραγωγής και του κεφαλαίου γενικότερα σε διεθνή κλίμακα από μονοπώλια, που έχουν, όμως, ως βάση συγκεκριμένη ιμπεριαλιστική χώρα.
Απ’ αυτήν την άποψη οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις δε «σηκώνουν» όλο το βάρος των συνεπειών της «δικής τους» οικονομικής κρίσης, ενώ έχουν τη δυνατότητα, παράλληλα, για πιο γρήγορη ανάκαμψη, ακριβώς λόγω της θέσης τους στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα. Αυτές οι παρατηρήσεις έχουν τη σημασία τους όχι μόνο στη γενική θεωρητική τους βάση, αλλά και για κάθε οικονομική κρίση, που πρέπει να αντιμετωπίζεται συγκεκριμένα.
Με δεδομένο, επίσης, ότι η συμμετοχή της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση της στοίχισε τη συρρίκνωση των παραγωγικών της δυνάμεων, το κύριο ζήτημα το οποίο προκύπτει είναι ότι η οικονομική κρίση στη χώρα μας πήρε ασυνήθιστα μεγάλη ένταση και διάρκεια. Επομένως και οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης στη χώρα μας με το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης είναι, κατ’ αναλογία, ασυνήθιστα πολύ μεγάλες για τις λαϊκές μάζες. Τέτοιες συνέπειες προσομοιάζουν, σχεδόν, σε πολεμικές περιόδους.
Τα παραπάνω σημαίνουν ότι η «απόσβεση» των συνεπειών από την οικονομική κρίση θα πάρει πολύ χρόνο για τη χώρα μας και – με δεδομένη την οικονομική κατάσταση και τη στάση της ευρωζώνης, πολύ δύσκολα θα ξεφύγει από τη μακρόχρονη οικονομική στασιμότητα.
Στη χώρα μας η διάρκεια της οικονομικής κρίσης έχει καλύψει το μισό και παραπάνω από έναν ολόκληρο καπιταλιστικό κύκλο, αν θεωρήσουμε ως αρχή της οικονομικής κρίσης το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης (κάνουμε αυτήν την παραδοχή από την πλευρά μας, ως υπόθεση εργασίας, μια και δε δεχόμαστε την άποψη ότι η οικονομική κρίση στη χώρα μας αρχίζει μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, ούτε και ότι ο καπιταλιστικός κύκλος είναι δεκαετής, γιατί θεωρούμε ότι έχει τροποποιηθεί).
Οι τέσσερες βασικές φάσεις του καπιταλιστικού κύκλου είναι: η κρίση, η ύφεση, η ανάκαμψη και η άνθιση. Στον καιρό του Καρλ Μαρξ, που μελετούσε τις οικονομικές κρίσεις συστηματικά, ο καπιταλιστικός κύκλος διαρκούσε οκτώ με δέκα χρόνια περίπου. Στη χώρα μας παρατηρούμε ότι μόνο η φάση της κρίσης έχει ξεπεράσει σε διάρκεια το μισό του καπιταλιστικού κύκλου.
Αν πάρουμε υπόψη ότι αργότερα και ο Καρλ Μαρξ (αρχικά) και στη συνέχεια ο Φρ. Ένγκελς μείωσαν τη διάρκεια του καπιταλιστικού κύκλου σε λιγότερα χρόνια, ότι ήδη από τη Σοβιετική οικονομική βιβλιογραφία – από τη δεκαετία του ’70, σημειώνεται ότι η οικονομική κρίση του επόμενου καπιταλιστικού κύκλου ξεκινάει πριν ολοκληρωθεί ο προηγούμενος καπιταλιστικός κύκλος, τότε αντιλαμβανόμαστε με τι οξύτητα εκφράστηκε η οικονομική κρίση στη χώρα μας.
Αυτό το γεγονός έχει ως συνέπεια την περαιτέρω οξύτητα της κυρίαρχης αντίθεσης ως απόρροια και της οξύτητας της βασικής αντίθεσης του καπιταλισμού, του διεθνούς ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού και της συμμετοχής της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (αντιλαμβανόμαστε, τώρα, τη χωρίς σημασία τοποθέτηση της ηγεσίας του ΚΚΕ, ότι «κάποια στιγμή θα έρθει η ανάκαμψη αλλά θα είναι αναιμική», που αποσπάει από τα καθήκοντα αντιμετώπισης της συγκεκριμένης οικονομικής κρίσης).
Το δεύτερο ζήτημα αφορά τη λαϊκή βάση του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτήν τη στιγμή έχει αναλάβει να βγάλει από την κρίση την οικονομία της χώρας μας μια κυβέρνηση με κορμό ένα μικροαστικό κόμμα, το ΣΥΡΙΖΑ, που ασκεί αστική διαχείριση, που στηρίζεται από την αστική τάξη και που συμμετέχει σ’ αυτήν ένα μικρό αστικό κόμμα.
Είναι η μόνη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που στη διακυβέρνηση βρίσκεται ένα μικροαστικό κόμμα, έστω με τη συμμετοχή ενός μικρού αστικού κόμματος. Σε όλες τις άλλες κυβερνήσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση συμμετέχουν αστικά κόμματα.
Αξίζει τον κόπο να αναφερθούμε στα βασικά χαρακτηριστικά που, κατά τη γνώμη μας, προσδιορίζουν τη λαϊκή βάση του ΣΥΡΙΖΑ:
Το πρώτο χαρακτηριστικό είναι ότι οι λαϊκές μάζες, που ακολουθούν το ΣΥΡΙΖΑ, αντιστέκονται ακόμη στην ενσωμάτωση της μνημονιακής πολιτικής, όπως ήδη έχουμε αναφέρει. Παραπέρα εξακολουθούν να στηρίζουν ακόμη, με ό,τι προσδοκίες τρέφουν, την κυβέρνηση. Μια στήριξη, όμως, που βαίνει μειούμενη.
Πρόκειται για τις λαϊκές μάζες, που μετακινήθηκαν από το δικομματισμό στις εκλογές του ’12 και που έχουν ακόμη νωπές τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης, αφού εξακολουθούν να τις υφίστανται. Αυτές οι λαϊκές μάζες δε δείχνουν αυτήν τη στιγμή διατεθειμένες να επιστρέψουν στα κόμματα του δικομματισμού που κατέρρευσε, και κυρίως στη Νέα Δημοκρατία, που εξακολουθεί να είναι ο βασικός πυλώνας του αστικού πολιτικού συστήματος.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι ότι αυτές οι λαϊκές μάζες, δεν έχουν προλάβει ακόμη να αποκτήσουν δεσμούς με το ΣΥΡΙΖΑ. Απόδειξη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι σε θέση να τις κινητοποιήσει. Στηρίζουν την κυβέρνηση αλλά δεν κινητοποιούνται γι’ αυτήν. Και αυτό έχει πολλαπλή σημασία τόσο από την άποψη ότι δεν έχουν ενσωματωθεί ακόμη σε μια σοσιαλδημοκρατική κατεύθυνση, όπως συμβαίνει με τα άλλα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πράγμα που θα σήμαινε μεγαλύτερη δυσκολία απεγκλωβισμού τους, όσο και από την άποψη της σταθεροποίησης του πολιτικού συστήματος σε ένα νέο διπολισμό. Το κρίσιμο σημείο, όμως, είναι η αντίφαση στη στάση των λαϊκών μαζών. Εκεί που στηρίζουν την κυβέρνηση την ίδια στιγμή δεν την εμπιστεύονται.
Το τρίτο χαρακτηριστικό είναι ότι οι λαϊκές μάζες που ακολουθούν το ΣΥΡΙΖΑ δεν τρέφουν αισθήματα αντιπαλότητας, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, ως προς το ΚΚΕ. Αντίθετα αναμένουν μια πιο ουσιαστική δραστηριοποίηση από αυτό. Εξακολουθούν να ελπίζουν στο ΚΚΕ, παρ’ όλη τη μείωση των δυνάμεών του. Και μάλιστα από μία άποψη θεωρούν καταλυτική την παρουσία του και παραπέρα διαπνέονται και από αισθήματα ανησυχίας για την πορεία του. Θα προσθέταμε και κάτι ακόμη. Έχουν σημαντικές απορίες για τη στάση του ΚΚΕ, που αφορούν τη δράση του.
Με βάση τις παραπάνω διευκρινήσεις που δώσαμε μπορούμε τώρα να καθορίσουμε τις προϋποθέσεις, που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στη διαμόρφωση και την κατάθεση μιας συγκεκριμένης πρότασης διεξόδου από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία.
Η πρώτη προϋπόθεση, που επιτρέπει την πολιτική παρέμβαση ενός επαναστατικού κόμματος και που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη απ’ αυτό είναι το κυρίαρχο γεγονός, που σφραγίζει την καθημερινότητα των λαϊκών μαζών και όλες τις εκφράσεις της, σε συσχέτιση με την άμεση, εκ μέρους των λαϊκών μαζών, προσλαμβάνουσα αιτία.
Και τέτοιο κυρίαρχο γεγονός είναι η όξυνση των άμεσων λαϊκών προβλημάτων, η ένταση της εκμετάλλευσης, η αλματώδης αύξηση της ανεργίας, η αφαίρεση των κοινωνικών και δημοκρατικών κατακτήσεων και ελευθεριών των εργαζομένων, η προστασία των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας, η ασφάλεια των συνόρων της, η ένταξή της σε επικίνδυνες γεωστρατηγικές αντιπαραθέσεις. Όλα τα παραπάνω ζητήματα έχουν πάρει ασυνήθιστη ένταση λόγω της ένταξης της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το ΝΑΤΟ και τους άλλους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, της ενίσχυσης της εξάρτησης.
Σ’ αυτό το κυρίαρχο γεγονός, όπως εκφράστηκε στην τότε τσαρική Ρωσία, λόγω του πολέμου, στηρίχτηκε η πάλη των Μπολσεβίκων με το σύνθημα «ψωμί, ειρήνη, μοίρασμα της γης».
Σ’ αυτό το κυρίαρχο γεγονός στηρίχτηκε η πάλη των επαναστατών του Φιντέλ Κάστρο, δηλαδή, της απαλλαγής από την απεχθή δικτατορία του Μπατίστα, που καταδίκασε τον Κουβανέζικο λαό στην εξαθλίωση. Οι επαναστατικές δυνάμεις μπήκαν μπροστά, καθοδήγησαν και πραγματοποίησαν την αγροτική επανάσταση στην Κούβα, με τη συμμετοχή και της εργατικής τάξης για να προχωρήσουν μετά από δύο χρόνια στη σοσιαλιστική επανάσταση με ειρηνικό τρόπο.
Σ’ αυτό το κυρίαρχο γεγονός στηρίχτηκε η πάλη του Κομμουνιστικού Κόμματος του Βιετνάμ, όπου η επιθετικότητα του ιμπεριαλισμού και η πολεμική επέμβαση και κατοχή έβαλε επί τάπητος το μείζον πρόβλημα της εθνικής ανεξαρτησίας, της ενότητας της χώρας, γεγονός, που, με το όπλο στο χέρι, οδήγησε στη συσπείρωση του Βιετναμέζικου λαού και σε μια περιφανή νίκη ενάντια στο Γιαπωνέζικο, το Γαλλικό και τον Αμερικάνικο ιμπεριαλισμό.
Τέτοια παραδείγματα, που έρχονται να τονίσουν τη μεγάλη σημασία της κυρίαρχης αντίθεσης, μπορούν να αναφερθούν πολλά. Από τα τρία ιστορικά παραδείγματα που καταθέσαμε διαπιστώνουμε πως:
- Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος για τη Ρωσία, μια ιμπεριαλιστική δύναμη.
- Η δικτατορία του Μπατίστα για τη Κούβα, μια εξαρτημένη χώρα (που αποτελούσε το «Βασίλειο» των ΗΠΑ σ’ ό,τι αφορά τη λαθρεμπορία των ποτών, τον τζόγο των καζίνο, την πορνεία και το έγκλημα, υπό την κυριαρχία της Αμερικάνικης μαφίας, τη στυγνή εκμετάλλευση των αγροτών στις φυτείες του ζαχαροκάλαμου, τη στυγνή εκμετάλλευση της μικρής σε αριθμό εργατικής τάξης).
- Το ζήτημα της εθνικής ανεξαρτησίας για το Βιετνάμ, μια κατεχόμενη και διαιρεμένη χώρα, αν και διαφορετικά γεγονότα μεταξύ τους, έπαιξαν τον ίδιο ρόλο, προσδιόρισαν την κυρίαρχη αντίθεση, που ώθησε, τελικά, και στην επίλυση της βασικής αντίθεσης με την κατάληψη της εξουσίας εκ μέρους του προλεταριάτου και των συμμάχων τους.
Η «Νέα Σπορά» από πολύ νωρίς καθόρισε την Ευρωπαϊκή Ένωση, το ΝΑΤΟ και τους άλλους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς ως το βασικό κρίκο μέσα από τον οποίο περνάνε όλες οι πολιτικές εξελίξεις, που αφορούν αντίστοιχα όλες τις πλευρές της ζωής των εργαζομένων και των μικροαστικών στρωμάτων. Γι’ αυτό έθεσε ως κυρίαρχο καθήκον του επαναστατικού κινήματος την αποδέσμευση απ’ αυτούς τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς.
Η δεύτερη προϋπόθεση είναι ότι η προγραμματική πρόταση του επαναστατικού παράγοντα δε μπορεί να μη λαμβάνει υπόψη της τα συμφέροντα αυτών που θίγονται από την κυρίαρχη αντίθεση, γιατί σ’ αυτό το έδαφος αναπτύσσεται η σύγκρουση με την αστική τάξη της χώρας, εκφράζεται η αντιπαράθεση με τον ιμπεριαλισμό, διεξάγεται η ιδεολογικοπολιτική αντιπαράθεση με προσιτούς και κατανοητούς όρους για τις λαϊκές μάζες, σφυρηλατούνται οι συμμαχίες της εργατική τάξης με τους συμμάχους της, αναπτύσσεται η κοινή δράση τους, εξασφαλίζεται η ενότητα της εργατικής τάξης, που είναι το θεμέλιο για τις κοινωνικές της συμμαχίες, οξύνεται και βαθαίνει η ταξική πάλη, που αποτελεί προϋπόθεση για να «τραβήξει» αυτή μέχρι την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας.
Αυτό σημαίνει ότι η προγραμματική πρόταση του επαναστατικού κόμματος πρέπει να περιέχει και τα αιτήματα των μικροαστικών στρωμάτων, κύρια των κατώτερων και των μεσαίων.
Τρίτη προϋπόθεση είναι ότι πρέπει, επιτέλους, να πάψει να γίνεται επίκληση και να καταπέσει ένα επιχείρημα – πρόσχημα, που επικαλούνται όσοι παρακάμπτουν την κυρίαρχη αντίθεση και χτίζουν την τακτική του επαναστατικού παράγοντα αποκλειστικά και μόνο πάνω στη βασική αντίθεση, όπως συνήθως κάνουν όλες οι αριστερίστικες οργανώσεις, μη λαμβάνοντας υπόψη την ιστορική εμπειρία και τις απαιτήσεις διεξαγωγής της ταξικής πάλης.
Είναι ο φόβος μήπως μια τακτική θεμελιωμένη πάνω στην κυρίαρχη αντίθεση, πάντα στη διαλεκτική της ενότητα με τη βασική αντίθεση, και μια προγραμματική πρόταση που θα περιέχει τα αιτήματα των μικροαστικών στρωμάτων καταλήξει σε μια συμμαχία και με τμήματα της αστικής τάξης, που καταστρέφονται από την οικονομική κρίση και αυτό το γεγονός αποτελέσει έναν ανασχετικό παράγοντα της επαναστατικής διαδικασίας. Αυτό το επιχείρημα είναι τραγικά λάθος, και γιατί:
Πρώτο, από ιστορική άποψη. Δεν υπάρχει κανένα ιστορικό παράδειγμα, από τις επαναστάσεις, που νίκησαν, που να επαληθεύει αυτήν την άποψη. Όλες οι επαναστάσεις που κατέληξαν στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού θεμελίωσαν την τακτική πάνω στην κυρίαρχη και τη βασική αντίθεση ταυτόχρονα, ως μία διαλεκτική ενότητα, συμπεριλαμβανομένης και της Οκτωβριανής επανάστασης του ’17. Με δυό λόγια η κυρίαρχη αντίθεση οδήγησε στην επίλυση της βασικής, πράγμα που σημαίνει ότι οι επαναστατικές δυνάμεις την αστική τάξη την είχαν απέναντι στο σύνολό της.
Δεύτερο, από την άποψη της ίδιας της στάσης της αστικής τάξης. Η αστική τάξη γνωρίζει, πλέον, από την ίδια της την πείρα, ότι μια επαναστατική διαδικασία, που χτίζεται πάνω στην κυρίαρχη αντίθεση και στη διαλεκτική της ενότητα με τη βασική αντίθεση, οδηγεί αναπόφευκτα και στην αμφισβήτηση της ίδιας της ύπαρξής της.
Γι’ αυτό το λόγο και την καταπολεμάει εκ των προτέρων, θεμελιώνοντας τη δική της τακτική πάνω στην προσέγγιση των μικροαστικών στρωμάτων και κομμάτων, ακόμη και αυτών των κομμάτων, που έχουν υιοθετήσει τη δική της στρατηγική, για να αποφύγει τον κίνδυνο απεγκλωβισμού των δυνάμεων, που ακολουθούν τα μικροαστικά κόμματα.
Ας παρατηρήσουμε τη στάση, που κρατάει σήμερα η αστική τάξη και τα κόμματά της απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ, που έχει υιοθετήσει την αστική στρατηγική. Σπρώχνει το ΣΥΡΙΖΑ για να τον ενσωματώσει ακόμη πιο πολύ με στόχο την ενσωμάτωση των λαϊκών μαζών, που ακολουθούν το ΣΥΡΙΖΑ και στηρίζουν την κυβέρνηση, στη βάση μιας προσδοκίας για αντιμνημονιακή πολιτική εκ μέρους της κυβέρνησης.
Μ’ αυτόν τον τρόπο η αστική τάξη θέλει να αποκλείσει τον όποιο κίνδυνο να αποκτήσουν οι λαϊκές μάζες αυτοτελή ρόλο με αποτέλεσμα να πάψουν να τις ελέγχουν οι αστικές πολιτικές δυνάμεις.
Τρίτο, πέρα από τα παραπάνω οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις παίζουν αποφασιστικό ρόλο στις εσωτερικές εξελίξεις της κάθε μικρότερης χώρας. Διαπιστώνουμε ότι αυτήν τη στιγμή έχουν δημιουργήσει έναν ασφυκτικό κλοιό γύρω από τη χώρα μας στο οικονομικό επίπεδο προκειμένου να υποχρεώσουν την κυβέρνηση σε μια άνευ όρων αποδοχή των όρων τους.
Αυτό το γεγονός δεν έχει μόνο οικονομική σημασία. Έχει, και κυρίως, πολιτική και γεωπολιτική σημασία και παίζει ρόλο και στο ζήτημα των πολιτικών συμμαχιών των μικροαστικών κομμάτων, τα οποία ταλαντεύονται και υποχωρούν στις πιέσεις τους.
Τέταρτο, και για να κλείσουμε αυτό το θέμα. Αυτό το επιχείρημα, που επιστρατεύεται για να οικοδομηθεί μια τακτική από το επαναστατικό κόμμα στηριγμένη αποκλειστικά πάνω στη βασική αντίθεση, δε λαμβάνει υπόψη την ιστορική πείρα και από μια άλλη πλευρά.
Το λάθος, σ’ αυτήν την περίπτωση, του επαναστατικού κόμματος στις συμμαχίες του με τμήματα της αστικής τάξης είτε στη συμμετοχή του σε κυβέρνηση αστικής διαχείρισης γίνεται εκ των προτέρων και έχει τη βάση του στην κακή κατανόηση της επαναστατικής τακτικής, της αξιοποίησης της κυρίαρχης αντίθεσης.
Αποκόπτεται η βασική αντίθεση από την κυρίαρχη, γεγονός που οδηγεί σε συμμαχίες με τμήματα της αστικής τάξης είτε σε συμμετοχή σε κυβέρνηση αστικής διαχείρισης ή στήριξης μιας τέτοιας κυβέρνησης. Δεν είναι δηλαδή αιτία η τακτική που αξιοποιεί την κυρίαρχη αντίθεση για να επιλύσει τη βασική αντίθεση. Είναι το σπάσιμο των δύο αντιθέσεων, ως αυτοτελών αντιθέσεων, το σπάσιμο της διαλεκτικής τους ενότητας.
Και στην περίπτωση, όμως, που αποκοπεί η κυρίαρχη αντίθεση από τη βασική αντίθεση, για να διαμορφωθεί μια τακτική αποκλειστικά πάνω στη βασική αντίθεση με στόχο το σοσιαλισμό – για να αποκλειστεί μια δεξιά παρέκκλιση, πάλι το λάθος γίνεται εκ των προτέρων και καταλήγει στο ίδιο αποτέλεσμα. Η τακτική που ακολούθησαν όλες οι τροτσκιστικές ομάδες σε παγκόσμιο επίπεδο, και μάλιστα σε μακροχρόνια βάση, είναι ισχυρό επιχείρημα για την εγκυρότητα της παραπάνω εκτίμησης.
Είτε, λοιπόν, από τα δεξιά αποκοπεί η κυρίαρχη αντίθεση από τη διαλεκτική της ενότητα με τη βασική αντίθεση είτε από τα «αριστερά» η κατάληξη είναι η ίδια. Πραγματοποιείται το ίδιο δεξιό λάθος, που καταλήγει στο να μην επιλύεται, τελικά, η βασική αντίθεση.
Το ερώτημα που εκκρεμεί, τώρα, είναι: εάν στην περίπτωση, που ο επαναστατικός παράγοντας προσπαθήσει και διαμορφώσει την τακτική του πάνω στη βάση της διαλεκτικής ενότητας της κυρίαρχης αντίθεσης με τη βασική είναι βέβαιο ότι η τακτική αυτή θα οδηγήσει και στην επίλυση της βασικής αντίθεσης;
Από την πλευρά μας ισχυριζόμαστε ότι η τακτική αυτή είναι προϋπόθεση για να φτάσει η εργατική τάξη στον τελικό της σκοπό. Όχι δεν είναι βέβαιο, γιατί παρεμβαίνουν και άλλοι παράγοντες. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η τελευταία μάχη, που έδωσε ο Β. Ι. Λένιν για την πραγματοποίηση της Οκτωβριανής Επανάστασης το ’17, έχοντας στηριχτεί στη διαλεκτική ενότητα των δύο αντιθέσεων, ήταν η μάχη για να ξεπεραστούν οι ταλαντεύσεις των ίδιων των Μπολσεβίκων για την πραγματοποίηση της εξέγερσης.
Μια εξέγερση που την αποφάσισαν, την πίστευαν, την ήθελαν και προετοιμάζονταν γι’ αυτήν και μάλιστα όταν επικρατούσε επαναστατική κατάσταση και με τις λαϊκές μάζες εξοπλισμένες, αλλά ταλαντεύονταν για την πραγματοποίησή της.
Αυτό που βεβαιώνουμε είναι ότι δεν είναι δυνατό να επιλυθεί η βασική αντίθεση εάν δε συνδυαστεί με την κυρίαρχη αντίθεση. Και αυτό συνέβη με όλες τις επαναστάσεις, που πραγματοποιήθηκαν μέχρι τώρα. Εδώ η Επιστήμη της πολιτικής πρέπει να συνδυάζεται με την Τέχνη της πολιτικής για να φτάσει ο επαναστατικός παράγοντας μέχρι τον τελικό σκοπό. Και αυτός ο δρόμος είναι από μόνος του δύσβατος και απεχθάνεται τις απλοποιήσεις. Η έκβαση, δηλαδή, της ταξικής πάλης, το εάν θα φτάσει μέχρι και την πραγματοποίηση της προλεταριακής επανάστασης εξαρτάται και από το ίδιο το επαναστατικό κόμμα. Γι’ αυτό το λόγο και κάθε επαναστατική κατάσταση δεν οδηγεί στη σοσιαλιστική επανάσταση.
Τέλος, επειδή το συνηθισμένο παράδειγμα που επιστρατεύεται για να αντικρουστεί όλη αυτή η επιχειρηματολογία που αναπτύξαμε είναι η «χαμένη επανάσταση» στη χώρα μας μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, η «Νέα Σπορά» θα αναφερθεί στα γεγονότα αυτά με ιδιαίτερη αρθρογραφία της.
Η τέταρτη προϋπόθεση είναι ότι η επαναστατική τακτική, στο πρακτικό επίπεδο πλέον, πρέπει να συνδυάζει σωστά τα άμεσα αιτήματα για τα καυτά προβλήματα των λαϊκών μαζών με τα μακροπρόθεσμα. Αυτός ο συνδυασμός είναι μια άλλη έκφραση της διαλεκτικής ενότητας της κυρίαρχης και βασικής αντίθεσης.
Γι’ αυτόν το συνδυασμό η «Νέα Σπορά» έχει αναφερθεί πολλές φορές σε άλλη αρθρογραφία της. Θα επανέλθει, όμως, σ’ αυτό το θέμα, γιατί εδώ ακριβώς γίνονται και τα περισσότερα λάθη από την πλευρά της ηγεσίας του Κόμματος. Και θα επανέλθει στο φως των τελευταίων αποφάσεων του Κόμματος σε συνάρτηση με τις εξελίξεις, που αυτήν την περίοδο έχουμε μπροστά μας.
Προς το παρόν περιοριζόμαστε να αναφερθούμε ότι σ’ αυτόν το συνδυασμό μεταξύ των άμεσων και μακροπρόθεσμων αιτημάτων των λαϊκών μαζών, αντανακλάται η επιδίωξη ενός επαναστατικού κόμματος που αφορά στην ωρίμανση του υποκειμενικού παράγοντα και της υλικής βάσης της κοινωνίας. Με την έννοια αυτή μεγάλη σημασία παίζει η κατανόηση της Λενινιστικής επεξεργασίας για τον κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό, που η ηγεσία του ΚΚΕ την έχει αρνηθεί.
Η πέμπτη προϋπόθεση είναι ότι όλη αυτή η επαναστατική τακτική, που συνδυάζει την κυρίαρχη αντίθεση διαλεκτικά δεμένη με τη βασική δε μπορεί παρά να έχει ως στόχο της την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας και τον αντίστοιχο σχηματισμό κυβέρνησης. Και εδώ υπάρχουν οι πιο πολλές παρανοήσεις για το χαρακτήρα της εξουσίας.
Η «Νέα Σπορά» έχει ασχοληθεί σε πολλά άρθρα της μ’ αυτό το θέμα βασιζόμενη στην Λενινιστική αντίληψη για την επαναστατική τακτική. Οι αναγνώστες μας μπορούν να αναζητήσουν αυτήν την αρθρογραφία μας. Σ’ αυτό το άρθρο θα περιοριστούμε να πούμε συμπυκνωμένα ότι αυτή η εξουσία θα είναι μια επαναστατική – εργατική, λαοκρατική εξουσία, η οποία δε θα είναι αστική, δε θα είναι άμεσα η δικτατορία του προλεταριάτου, θα είναι, όμως, μια πολιτική εξουσία που το κράτος της θα είναι τύπου Κομμούνας, δηλαδή, το επαναστατικό κράτος θα στηρίζεται στην άμεση κινητοποίηση των λαϊκών μαζών, την εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα της πόλης και του χωριού, δε θα επιτρέψει, ακόμη και με κατασταλτικά, βίαια και δικτατορικά μέτρα, την επάνοδο της αστικής τάξης στην εξουσία.
Με την ευκαιρία θα σταθούμε σ’ ένα ζήτημα, που σχετίζεται με το σύστημα των αντιθέσεων και την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας. Εδώ το πρώτο γεγονός, που πρέπει με ιδιαίτερη έμφαση να τονίσουμε, είναι ότι καμία επαναστατική αλλαγή δε γίνεται, ως πολιτικό γεγονός, έξω και πέρα από το σύστημα, που κυριαρχεί στη δοσμένη ιστορική περίοδο.
Επομένως είναι άλμα στο κενό να ισχυρίζεται κανείς ότι πρώτα θα ελέγξει τα μέσα παραγωγής και μετά θα αναλάβει καθήκοντα διακυβέρνησης. Η επαναστατική αλλαγή πραγματοποιείται – η κατάληψη, δηλαδή, της πολιτικής εξουσίας – σαφώς σε καπιταλιστικές συνθήκες, με στόχο η επαναστατική διακυβέρνηση να πάρει τον έλεγχο των μέσων παραγωγής.
Επομένως το να αποκόπτει κανείς το χαρακτήρα της εξουσίας, που θα εγκαθιδρυθεί με την επανάσταση, από την κυβέρνηση που θα σχηματιστεί, επειδή επικρατούν καπιταλιστικές συνθήκες δεν είναι και τόσο σοφή πράξη.
Η κυβέρνηση που θα σχηματιστεί θα είναι όργανο της νέας εξουσίας. Η αστική τάξη θα έχει ανατραπεί με την ανατροπή της εξουσίας της. Η νέα κυβέρνηση θα αναλάβει να κρατικοποιήσει τους πιο βασικούς παραγωγικούς τομείς. Επομένως και οι νομικές σχέσεις ιδιοκτησίας θα αλλάξουν σε βάρος της αστικής τάξης.
Αναφερόμαστε σ’ αυτό το ζήτημα, γιατί σχετίζεται με την αντίληψη της ηγεσίας του Κόμματος για το σύστημα των αντιθέσεων, το πώς χρησιμοποιούνται αυτές για την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας για να φτάσει η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της στον τελικό σκοπό, το σοσιαλισμό.
Από τη στιγμή που η εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα, κατώτερα και μεσαία, θα πάρουν την εξουσία έχει γίνει ένα πολύ σημαντικό βήμα προς το σοσιαλισμό. Η επαναστατική διαδικασία δεν τελειώνει σ’ αυτό το σημείο. Δεν έχουμε ακόμη πολιτική εξουσία, που θα την ονομάζαμε δικτατορία του προλεταριάτου.
Και για να γίνουμε απολύτως κατανοητοί θα παραθέσουμε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα. Η εξέγερση του Κουβανέζικου λαού ενάντια στο δικτατορικό καθεστώς πραγματοποιήθηκε το 1959. Η εξέγερση αυτή ήταν μια αγροτική, κατά βάση, ένοπλη εξέγερση, γιατί η πολύ μεγάλη πλειοψηφία που πήρε μέρος ήταν φτωχοί αγρότες.
Η μετάβαση στο σοσιαλισμό, μέσω ενός διαγγέλματος από τον Φιντέλ Κάστρο, εξαγγέλθηκε το 1961 και πραγματοποιήθηκε με ειρηνικό τρόπο. Στο μεσοδιάστημα, 1959-61 παίρνονται όλα εκείνα τα μεταβατικά μέτρα για το πέρασμα στο σοσιαλισμό, αντιμετωπίζεται η επέμβαση των ΗΠΑ, αποκαθίσταται η επαφή με τη Σοβιετική Ένωση και εξασφαλίζεται η στήριξή της.
Το καθεστώς αυτών των δύο χρόνων είναι μια επαναστατική δημοκρατική δικτατορία της εργατικής τάξης και της αγροτιάς, όπου η αγροτιά είναι πλειοψηφούσα δύναμη. Αυτό το καθεστώς δεν είναι αστική δικτατορία, γιατί η αστική τάξη έχει ανατραπεί και παίρνονται όλα εκείνα τα μέτρα για να μην επανέλθει, δεν είναι, όμως, ακόμη και δικτατορία του προλεταριάτου. Είναι ένα καθεστώς τύπου Κομμούνας, που στηρίζεται στην άμεση ένοπλη δράση των λαϊκών μαζών.
Για να πραγματοποιηθεί, όμως, η εξέγερση αξιοποιήθηκε η κυρίαρχη αντίθεση, η αντίθεση, δηλαδή, του Κουβανέζικου λαού ενάντια στη δικτατορία, η οποία στη συνέχεια έλυσε και τη βασική αντίθεση.
Η έκτη προϋπόθεση αφορά στις ίδιες τις λαϊκές μάζες, στην οργάνωσή τους και τις συμμαχίες. Στη χώρα μας σήμερα η μεγάλη πλειοψηφία είναι η εργατική τάξη. Μαζί με τους αυτοαπασχολούμενους, τους αγρότες ιδιοκτήτες μικρού κλήρου και τους μικροβιοτέχνες και μικροεμπόρους αποτελούν την πολύ μεγάλη πλειοψηφία του Ελληνικού λαού, που θίγεται από την πολιτική που εφαρμόζεται, από την ένταξη της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το ΝΑΤΟ και τους άλλους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς.
Η καταστροφική ένταση ήταν πολύ μεγάλη γι’ αυτές τις κοινωνικές δυνάμεις. Αυτό σημαίνει ότι διευκολύνεται η συσπείρωση αυτών των δυνάμεων σε μια κοινωνική συμμαχία, σ’ ένα μέτωπο. Κύρια δύναμη αυτού του μετώπου των κοινωνικών δυνάμεων είναι η εργατική τάξη.
Το γεγονός ότι η κύρια και πολυπληθέστερη κοινωνική δύναμη θα είναι, σ’ αυτήν την περίπτωση, η εργατική τάξη δε σημαίνει ότι πρέπει να υποτιμηθούν από το επαναστατικό κόμμα οι κοινωνικές συμμαχίες.
Ως προς την επαναστατική τακτική, στην αντιμετώπιση των αντιθέσεων, στην αξιοποίηση της κυρίαρχης αντίθεσης διαλεκτικά δεμένης με τη βασική αντίθεση δεν αλλάζει τίποτα. Αντίθετα η αξιοποίηση της κυρίαρχης αντίθεσης αλλάζει τους συσχετισμούς των δυνάμεων σε βάρος της αστικής τάξης, φέρνει πιο κοντά την επίτευξη της κοινωνικής συμμαχίας και τελικά την επίλυση της βασικής αντίθεσης, γιατί κορμός της κοινωνικής συμμαχίας θα είναι η εργατική τάξη.
Το αποφασιστικό ζήτημα που προβάλλει εδώ είναι η αντιστοίχηση των κοινωνικών συμμαχιών με τις πολιτικές. Με κόμματα, δηλαδή, μικροαστικού χαρακτήρα. Αυτό το ζήτημα στις μέρες μας, με τις διεθνείς συνθήκες που επικρατούν, έχει γίνει πιο δύσκολο και περίπλοκο, γιατί οι πολιτικές ηγεσίες των μικροαστικών κομμάτων υιοθετούν την αστική στρατηγική.
Ως προς το σύστημα, όμως, των αντιθέσεων, της βασικής και κυρίαρχης αντίθεσης τα πράγματα δεν αλλάζουν. Αυτό που αλλάζει στο κοινωνικό επίπεδο είναι ότι ο ρόλος της εργατικής τάξης γίνεται πολύ πιο αποφασιστικός για τη δημιουργία του κοινωνικού μετώπου και με την έννοια αυτή και ο ρόλος στο πολιτικό επίπεδο του Κομμουνιστικού Κόμματος πολύ πιο καθοριστικός.
Η έβδομη προϋπόθεση αφορά στην πολιτική δράση του επαναστατικού κόμματος, του Κομμουνιστικού Κόμματος. Το Κομμουνιστικό Κόμμα πρέπει να εξασφαλίζει σε κάθε περίπτωση την πολιτική του αυτοτέλεια στην ανάπτυξη της ταξικής πάλης σ’ όλα τα επίπεδα. Είναι αδιανόητο να κρύβει τους τελικούς του στόχους, τη σοσιαλιστική επανάσταση και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Να υποστέλλει την ιδεολογική και πολιτική διαπάλη.
Την ίδια στιγμή, όμως, πρέπει να παίρνει υπόψη του την ωρίμανση της ταξικής και κοινωνικής συνείδησης, να μην αποσπάται από την πραγματικότητα, από τις σχέσεις των τάξεων, τους συσχετισμούς των δυνάμεων, από το διεθνή περίγυρο. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να καθορίζει με πολύ συγκεκριμένα βήματα την ανάπτυξη της πάλης του Εργατικού Κινήματος και της πολιτικής του δράσης. Μπροστά του πρέπει να βάζει στόχους που είναι ώριμοι για να λυθούν, τέτοιους στόχους που θα ανοίγουν το δρόμο για το σοσιαλισμό.
Η όγδοη προϋπόθεση αφορά στην ακριβή αποτύπωση της διεθνούς κατάστασης. Εδώ η Λενινιστική παρακαταθήκη είναι αναντικατάστατη. Ο σχεδιασμός των Μπολσεβίκων, στον οποίο πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξε ο Β. Ι. Λένιν, έπαιρνε πάντα υπόψη τις επικρατούσες διεθνείς συνθήκες. Ακόμη και την πάλη ενάντια στον τσαρισμό οι Μπολσεβίκοι τη διεξήγαγαν παίρνοντας υπόψη την κατάσταση που επικρατούσε διεθνώς, ιδιαίτερα στην Ευρώπη. Την πάλη τους οι Μπολσεβίκοι την είχαν εντάξει στην ευρύτερη πάλη της εργατικής τάξης στην Ευρώπη και παγκόσμια.
Η σημασία αυτής της αναφοράς έγκειται στο γεγονός ότι η ανάπτυξη της ενιαίας πάλης της εργατικής τάξης, ευρύτερα και παγκόσμια, στην Ευρωπαϊκή Ένωση ιδιαίτερα, επηρεάζει τους συσχετισμούς των δυνάμεων μεταξύ των τάξεων σε κάθε συγκεκριμένη χώρα ξεχωριστά, αποδυναμώνει την ιμπεριαλιστική παρέμβαση, γιατί εξασφαλίζεται η αλληλεγγύη μεταξύ των εργατών και των λαών, που είναι μεγάλη δύναμη και βοηθάει στο ξέσπασμα επαναστατικών ανατροπών.
Εδώ πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η πάλη του Εργατικού Κινήματος διεθνώς, αλλά και του Κομμουνιστικού Κινήματος, είναι πολύ πίσω από τις πραγματικές ανάγκες και μάλιστα σε περίοδο παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Αυτή η εκτίμηση αφορά και στη χώρα μας και ασφαλώς η εκτίμηση αυτή έχει τη σημασία της σ’ ό,τι αφορά, κυρίως, την ωρίμανση του υποκειμενικού παράγοντα.
Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι το επαναστατικό κόμμα δε μπορεί να υπερπηδήσει πάνω από την ωριμότητα των λαϊκών μαζών στην καθημερινή του πάλη και το κύριο καθήκον που προβάλλει είναι η εξασφάλιση μιας ενιαίας στρατηγικής και η προσπάθεια της ενιαίας δράσης.
Η ένατη προϋπόθεση αφορά στη στάση του επαναστατικού κόμματος απέναντι στη σημερινή κυβέρνηση. Όπως έχουμε ήδη περιγράψει στη κυβέρνηση συμμετέχουν ένα μικροαστικό κόμμα, που είναι ο κορμός της κυβέρνησης και ένα αστικό κόμμα. Η κυβέρνηση έχει υιοθετήσει την αστική στρατηγική και όλη η πολιτική που εφαρμόζει είναι προς όφελος της αστικής τάξης. Παράλληλα δεν αμφισβητεί την ένταξη της χώρας μας στους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς.
Παίρνοντας συνολικά την πολιτική που εφαρμόζει η κυβέρνηση και τη στάση της απέναντι στους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς δε μπορούμε παρά να τη χαρακτηρίσουμε ως μια κυβέρνηση αστικής διαχείρισης.
Το κύριο πολιτικό ζήτημα που προκύπτει για τις λαϊκές μάζες είναι το εάν ο μικροαστικός συμβιβασμός τις παρασύρει στην ενσωμάτωση της αστικής πολιτικής, γεγονός που θα οδηγήσει και στη σταθεροποίηση του αστικού πολιτικού συστήματος. Αυτός είναι ο πιο σοβαρός κίνδυνος αυτήν τη στιγμή.
Για τον επαναστατικό παράγοντα αυτό σημαίνει ότι πρέπει να διαχωριστεί κάθετα από την πολιτική της κυβέρνησης. Ο διαχωρισμός αυτός, όμως, πρέπει να βοηθάει τις λαϊκές μάζες να προσανατολιστούν στην ανάπτυξη της δράσης της εργατικής τάξης, της κοινής δράσης με τα μικροαστικά στρώματα, της σφυρηλάτησης της ενότητας της εργατικής τάξης, της ενότητας ανάμεσα στην εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα για την επίλυση των άμεσων προβλημάτων τους.
Η βάση αυτής της πάλης της εργατικής τάξης, της κοινής δράσης με τα μικροαστικά στρώματα δε μπορεί να είναι άλλη παρά η κυρίαρχη αντίθεση. Και πρέπει να σημειώσουμε ότι οι γενικότερες συνθήκες που επικρατούν αυτήν τη στιγμή στη χώρα μας, και λόγω της οικονομικής κρίσης αλλά και λόγω της στάσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ευνοούν τη συσπείρωση των κοινωνικών δυνάμεων πάνω στην κυρίαρχη αντίθεση.
Όλος, όμως, αυτός ο πολιτικός διαχωρισμός θα είναι ανεπαρκής εάν δε συνοδεύεται από μία πρόταση εξουσίας και διακυβέρνησης, που θα προβλέπει την αλλαγή των τάξεων στην εξουσία. Θα είναι το ίδιο ανεπαρκής εάν δε παίρνει υπόψη του τη βασική αντίθεση σε μια διαλεκτική ενότητα με την κυρίαρχη αντίθεση. Εάν δεν ανοίγει το δρόμο για το σοσιαλισμό.
Και εδώ πλέον παίρνει δραματική επικαιρότητα η αναγκαιότητα μιας προγραμματικής πρότασης, που να ανταποκρίνεται στα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων, κυρίως των κατώτερων και μεσαίων. Κάθε καθυστέρηση πλέον ισοδυναμεί με παραίτηση από τους σκοπούς και τους στόχους του Κομμουνιστικού Κινήματος στη χώρα μας και ευρύτερα.
Η «Νέα Σπορά» έχει δώσει με την αρθρογραφία της το περιεχόμενο αυτής της προγραμματικής πρότασης και έχει επίσης τονίσει ότι ο συγκεκριμένος εμπλουτισμός της πρέπει να είναι καθήκον του ίδιου του ΚΚΕ.
Πρέπει… Πρέπει… Πρέπει… (5ο , τελευταίο – Β’ Μέρος)
COMMENTS