Χωρίς πολιτικές πρωτοβουλίες το ΚΚΕ (1)

Η πολιτική αντιπαράθεση οξύνεται όλο και πιο πολύ ανάμεσα στην κυβέρνηση και τις άλλες πολιτικές δυνάμεις. Την ίδια στιγμή από την πλευρά των κυρίαρχων κύκλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με πρωτοκαθεδρία της ηγεσίας της Γερμανίας, παίζεται ένα παιχνίδι ασφυκτικής πίεσης πάνω στην κυβέρνηση, που μοιάζει με το «μαρτύριο της σταγόνας».

Δύο πτυχές μπορούμε να διακρίνουμε στην ασφυκτική πίεση, που εξασκείται πάνω στην κυβέρνηση αυτήν τη στιγμή. Η μία αφορά στο οικονομικό σκέλος. Με όπλο τη ρευστότητα τα οικονομικά επιτελεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης δημιουργούν συνθήκες κατάρρευσης της καπιταλιστικής αγοράς της χώρας μας.

Αντικειμενικός στόχος είναι να εξαναγκάσουν την κυβέρνηση να παραιτηθεί από οποιαδήποτε, ακόμη και ελάχιστη, άρνηση που προβάλλει σε σχέση με τα προτεινόμενα μέτρα, να τη «ρίξουν» πάνω στην πρόταση Χαρδούβελη. Να την «ξεγυμνώσουν» πολιτικά.

Μ’ αυτόν τον τρόπο δικαιώνουν την πολιτική της προηγούμενης κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ, παράλληλα, νομιμοποιούν τις όποιες συμφωνίες είχαν κάνει μαζί της, διασώζουν πολιτικά αυτές τις δυνάμεις, ενώ, με βάση τα καινούργια οικονομικά δεδομένα, δικαιολογούν τα όποια μέτρα προτείνουν για τη νέα συμφωνία για τη μετά Ιούνη εποχή.

Η δεύτερη αφορά στο πολιτικό σκέλος. Με αλλεπάλληλες δηλώσεις παρουσιάζουν την Ελλάδα ότι χρεοκοπεί για να δημιουργήσουν κλίμα πολιτικής ανησυχίας μέσα στον Ελληνικό λαό. Ταυτόχρονα προβαίνουν σε ανοιχτές παρεμβάσεις σε σχέση με την άσκηση τόσο της οικονομικής όσο και της εξωτερικής πολιτικής της χώρας μας, ακόμη και για στοιχειώδεις ενέργειες, που αφορούν τις διεθνείς σχέσεις μεταξύ των κρατών.

Στο φόντο αυτού του πολιτικού τοπίου η Νέα Δημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι νομιμοποιούν αυτές τις πιέσεις ποντάροντας στην πολιτική αποσταθεροποίηση, όχι ειδικά και μόνο της κυβέρνησης – ασφαλώς και της κυβέρνησης, αλλά γενικότερα της πολιτικής κατάστασης της χώρας, προκειμένου να διεκδικήσουν και πάλι τη διακυβέρνηση της χώρας, γεγονός, το οποίο δε μπορεί να αφήνει αδιάφορο το ΚΚΕ.

Δεν είναι τυχαίο ότι τα κόμματα αυτά επικεντρώνουν την πολιτική τους παρέμβαση στην ασφάλεια και τη μετανάστευση, την τρομοκρατία, στις καταλήψεις στα πανεπιστήμια ξεσηκώνοντας έναν πρωτοφανή θόρυβο με κύριο άξονα την ανάγκη κατασταλτικών μέτρων.

Από την πλευρά μας δεν τρέφουμε καμία αυταπάτη ως προς την πολιτική της κυβέρνησης. Είναι φανερό ότι απέναντι σ’ αυτήν την πολιτική πρέπει να υπάρχει σαφής και κάθετος διαχωρισμός, γιατί κινείται «εντός των τειχών» είτε σ’ ό,τι αφορά στην εσωτερική είτε σ’ ό,τι αφορά στην εξωτερική πολιτική.

Παράλληλα, όμως, μας ενδιαφέρει και η στάση των άλλων πολιτικών δυνάμεων. Εξίσου και το Κόμμα θα έπρεπε να το ενδιαφέρει. Και σ’ ό,τι αφορά αυτές τις πολιτικές δυνάμεις έχει γίνει αισθητό ότι η αντιπαράθεση από την πλευρά του Κόμματος δεν καλύπτει τις υπάρχουσες πολιτικές συνθήκες. Έτσι αφήνεται το πεδίο δράσης ανοιχτό για τις άλλες πολιτικές δυνάμεις για να δημιουργήσουν συνθήκες πολιτικής ρεβάνς. Ταυτόχρονα δημιουργούνται πολλά ερωτηματικά στον απλό κόσμο για τη στάση του Κόμματος.

Ένα Κομμουνιστικό Κόμμα δε μπορεί να μην το ενδιαφέρει ένα πισωγύρισμα στη διακυβέρνηση της χώρας από τις δυνάμεις της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ ή, ενδεχομένως μ’ ένα άλλο αναδιαταγμένο πολιτικό και κομματικό σύστημα, να αδιαφορεί για τις συνθήκες, έστω και λιγοστές, μέσα από τις οποίες θα δίνει με καλύτερους όρους τη μάχη για τα συμφέροντα των εργαζομένων.

Μια σχηματική αντιμετώπιση «των μεν» και «των δε», που καταλήγει και σε μια αντίστοιχη πρακτική, αλλά ανομολόγητη, σχηματική εξίσωση των κομματικών σχηματισμών δε βοηθάει την πάλη των κομμουνιστών. Πολύ περισσότερο που υπάρχει μια διαφορετική κοινωνική αντιπροσώπευση ανάμεσα στη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ από τη μια και το ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη, έστω και εάν υπάρχει στρατηγική σύμπτωση μεταξύ αυτών των κομμάτων.

Βέβαια εμείς αντιλαμβανόμαστε ότι το γενικό υπόβαθρο της στάσης του Κόμματος απέναντι στην κυβέρνηση και τις άλλες αστικές δυνάμεις της αντιπολίτευσης στηρίζεται στην αντίληψη ότι οι κομματικοί αυτοί σχηματισμοί διαφέρουν μεταξύ τους μεν, αλλά οι διαφορές τους δεν ξεφεύγουν από το να είναι αστικές διαφορές δε, γεγονός, που αποτρέπει την «ανάμειξη» ενός Κομμουνιστικού Κόμματος σ’ αυτές τις αστικές διαφορές.

Αυτή η θέση είναι λάθος και κάτι περισσότερο. Είναι αντιλενινιστική θέση. Η αξιοποίηση αυτών των διαφορών προς όφελος του Εργατικού Κινήματος είναι καθήκον ενός Κομμουνιστικού Κόμματος. Στο επόμενο σχόλιό μας θα δούμε πολύ συγκεκριμένα το πώς εκφράζεται αυτή η αντίληψη στην καθημερινή πολιτική δράση του Κόμματος.

Σ’ αυτό το σχόλιο περιοριζόμαστε να πούμε ότι η πιο σημαντική συνέπεια από μία τέτοια στάση, που προέρχεται από μία σχηματική κατανόηση των διαφορών μεταξύ των κομμάτων που κυβέρνησαν ή και κυβερνάνε είναι η έλλειψη πολιτικών πρωτοβουλιών, που θα φέρνουν στο επίπεδο της πολιτικής αλλά και της δράσης του Εργατικού Κινήματος, της συσπείρωσης δυνάμεων, την ανάγκη για μια άλλη πρόταση διεξόδου από την κρίση και τη χρεοκοπία.

COMMENTS