Στη χώρα μας η κυρίαρχη αντίθεση, όπως ήδη την έχουμε καθορίσει στο προηγούμενο μέρος, εμφανίζεται ως αντίθεση απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, τους άλλους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς και της πολιτικής, που εφαρμόζεται στο πλαίσιο της συμμετοχής της χώρας μας σ’ αυτούς τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς.
Οι συνέπειες από την ένταξη της χώρας μας σ’ αυτούς, τονίσαμε ήδη, ότι είναι τόσο έκδηλες, που επηρεάζουν την καθημερινή ζωή και την πολιτική στάση των λαϊκών μαζών πολύ έντονα. Διαπερνούν τη λαϊκή βάση όλων, χωρίς εξαίρεση, των κομμάτων. Πάνω στη συμμετοχή ή όχι σ’ αυτούς τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς αναπτύσσεται όλη η ιδεολογικοπολιτική αντιπαράθεση. Πρόκειται για ένα γεγονός, που χαρακτηρίζει όλη τη νεότερη ιστορία της χώρας μας, και όχι μόνο.
Για να επικεντρωθούμε στα αμέσως προηγούμενα χρόνια, το γεγονός αυτό το διαπιστώσαμε, πολύ πιο έντονα, μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, ιδιαίτερα την περίοδο 2010 – 12, όπου τίθεται άμεσα το ζήτημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ευρώ, που υπογράφονται οι Δανειακές Συμβάσεις και τα μνημόνια, τα Μεσοπρόθεσμα Προγράμματα.
Το αποτέλεσμα είναι στις εκλογές του Μάη του’ 12 να μετακινηθούν 3.5 εκατ. ψηφοφόροι από τη Νέα Δημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ και το ΛΑΟΣ σε άλλους κομματικούς σχηματισμούς.
Αλλάζει άρδην η κομματική διάταξη, διαφοροποιούνται οι συσχετισμοί δύναμης μεταξύ των κομμάτων κατά θεαματικό τρόπο. Ο ΣΥΡΙΖΑ από ένα κόμμα του 4.5% έγινε πρώτο κόμμα, το ΠΑΣΟΚ από το 44% κατέληξε να έχει πρόβλημα ύπαρξης, η Νέα Δημοκρατία βρίσκεται σε συνεχή καθοδική πορεία και περιορίζεται στο 27%, ο ΛΑΟΣ φυτοζωεί και το ΚΚΕ έχασε τις μισές του δυνάμεις, Εμφανίζεται με σημαντική δύναμη η Χρυσή Αυγή. Με τις εκλογές του Γενάρη του 2015 εξαφανίζεται η ΔΗΜΑΡ, σταθεροποιείται πρόσκαιρα το Ποτάμι.
Και μετά τις εκλογές του ’12 το πώς θα σταθούν οι πολιτικές δυνάμεις απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι σημαντικό θέμα για τον Ελληνικό λαό. Μπορούμε να το διαπιστώσουμε με ιδιαίτερη ένταση ειδικά μετά το Μάη του 2014, που η στάση των λαϊκών μαζών φανερά επηρεάζει την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ, που, ενώ, κόβονται οι δόσεις της χρηματοδότησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΔΝΤ, γίνεται προσπάθεια από την τότε κυβέρνηση να μετατεθεί η εφαρμογή των αντιλαϊκών μεταρρυθμίσεων σε «καταλληλότερο» χρόνο γι’ αυτήν, μέσα από μια συνεχή διαβούλευση με την τρόικα, ενώ επικαλούνται ακατάπαυστα την ύπαρξη «κόκκινων γραμμών», ως άλλοθι απέναντι στους εργαζόμενους.
Το διαπιστώνουμε ακόμη πιο έντονα από το Σεπτέμβρη του ’14, που η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ προσπαθεί να αποφύγει τις πιέσεις, που της εξασκούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΔΝΤ, για την εφαρμογή των μέτρων του ΟΟΣΑ, για την υιοθέτηση των ελεύθερων απολύσεων, τη «μεταρρύθμιση» του ασφαλιστικού συστήματος, την εφαρμογή ακόμη πιο αντιλαϊκής οικονομικής πολιτικής με βάση τις εκτιμήσεις της τρόικα για τα δημοσιονομικά ελλείμματα και το χρηματοδοτικό κενό.
Εξ αιτίας της ολοένα αυξανόμενης λαϊκής δυσαρέσκειας μετατέθηκε η 5η αξιολόγηση, μεταφέρθηκαν οι διαβουλεύσεις στο Παρίσι, σε μια εμφανή προσπάθεια να αμβλυνθεί η δυσαρέσκεια των λαϊκών μαζών (και μπροστά στο ενδεχόμενο των εκλογών).
Έφτασε, η τότε κυβέρνηση, να υιοθετήσει και μια εξ ολοκλήρου παραπλανητική επιχειρηματολογία, ότι, τάχα, «σκίζει» σελίδα – σελίδα το μνημόνιο, ότι το αφήνει πίσω της, ότι έρχεται μια νέα εποχή για τη χώρα μας, η εποχή της ανάπτυξης και του ξεπεράσματος της οικονομικής κρίσης και οριστικά της εγκατάλειψης των μνημονίων. Ακόμη και σήμερα οι πολιτικές δυνάμεις που αποτελούσαν την τότε κυβέρνηση χρησιμοποιούν αυτό το επιχείρημα ελαφρώς τροποποιημένο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ «πάτησε» πάνω σ’ αυτήν την κατάσταση για να υποσχεθεί την αλλαγή της πολιτικής της λιτότητας, την κατάργηση του μνημονίου και των εφαρμοστικών νόμων, των Μεσοπρόθεσμων Προγραμμάτων, ότι θα εφαρμόσει το πρόγραμμα των εκατό ημερών, ανεξάρτητα από τη στάση και τις υποδείξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΔΝΤ, ότι θα σταματήσει το δανεισμό – γι’ αυτό το λόγο εξέφρασε, αρχικά, την πρόθεσή του να μην πάρει τις υπόλοιπες δόσεις εάν συνοδεύονται με υφεσιακά μέτρα, ότι θα προωθήσει μια συμφωνία, που θα εξασφαλίζει την ανάπτυξη, ότι θα αλλάξει την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Παρ’ όλα αυτά, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ, που σχηματίστηκε, δεν απέφυγε την «πεπατημένη», και αυτό εξ αιτίας της αστικής στρατηγικής που ακολουθεί. Μπροστά στις απαιτήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΔΝΤ υποχώρησε και από αυτό το ανεπαρκές προεκλογικό της πρόγραμμα, ακόμη και από τις προγραμματικές δηλώσεις, που εξάγγειλε στη βουλή.
Προσαρμόστηκε στη γνωστή πολιτική των ελιγμών, που και η προηγούμενη κυβέρνηση επιδόθηκε. Κατέφυγε μέσα από τη «δημιουργική ασάφεια» σε μια «αριστερή» παραφιλολογία, που αξιοποιούσε το υπαρκτό γεγονός της στάσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντί της.
Από τη μια, παρουσίαζε τον εαυτό της εκβιαζόμενο και ότι βρίσκεται σε πόλεμο, «κοινωνικό και ταξικό», με τους δανειστές της χώρας μας. Ταυτόχρονα ο ίδιος αυτός ο εκβιασμός χρησίμευε για την κυβέρνηση για να χτίζει και αυτή το δικό της άλλοθι για έναν «προωθημένο συμβιβασμό», για να συνεχίζει τις διαπραγματεύσεις, ενώ έπρεπε να αποχωρήσει απ’ αυτές.
Από τη μια μεριά η στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από την άλλη η δοσμένη στρατηγική της κυβέρνησης. Τελικά η κυβέρνηση υπέγραψε την παράταση της Δανειακής Σύμβασης και του μνημονίου, που κατά το 70% περιέχει, με δική της ομολογία, το υπάρχον μνημόνιο. Υπέγραψε συμφωνία με τον ΟΟΣΑ και αισθάνεται περήφανη, γιατί είναι ο «συγγραφέας» των μεταρρυθμίσεων.
Απ’ όλα τα παραπάνω βγαίνει ένα βασικό συμπέρασμα, ως προς τις μέχρι τώρα μνημονιακές κυβερνήσεις, που πρέπει να το λαμβάνει υπόψη του ο επαναστατικός παράγοντας στη χάραξη της τακτικής του, στην αξιοποίηση της κυρίαρχης αντίθεσης:
Όλες οι κυβερνήσεις, μέχρι την άνοδο της σημερινής κυβέρνησης, ήταν αστικές κυβερνήσεις. Αποτελούνταν από τα δύο βασικά κόμματα της αστικής τάξης, τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ και συμμετείχαν, επίσης, κατά περίπτωση, ο ΛΑΟΣ και η ΔΗΜΑΡ. Ειδικά η κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Λουκά Παπαδήμο ήταν ένα «κυβερνητικό εμφύτευμα», που οφείλεται στην ανοιχτή παρέμβαση των κυρίαρχων κύκλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υποδηλωτικό γεγονός της έντασης της πολιτικής εξάρτησης της χώρας μας, της υποτέλειας.
Οι κυβερνήσεις αυτές εκπροσωπούσαν τα συμφέροντα της αστικής τάξης και υλοποιούσαν στην πράξη τις στρατηγικές επιλογές της, την παραμονή στο ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, στο ΝΑΤΟ, ακολουθώντας το οικονομικό δόγμα της περιοριστικής πολιτικής, που επέβαλε η Γερμανία σ’ όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Φόρτωσαν τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης πάνω στις πλάτες των εργαζομένων και των μικροαστικών στρωμάτων. Χωρίς επιφυλάξεις και με πλήρη συναίσθηση, και μάλιστα ομολογημένη, υπηρέτησαν τα ταξικά συμφέροντα της αστικής τάξης, τα οποία προσπάθησαν να τα παρουσιάσουν ως γενικά, εθνικά συμφέροντα του Ελληνικού λαού.
Κατέφευγαν σε καθημερινά προπαγανδιστικά σεμινάρια επιχειρηματικότητας για να μπορέσουν να νομιμοποιήσουν την καπιταλιστική επιχειρηματικότητα. Για να διασώσουν την αστική τάξη δε δίστασαν να καταστρέψουν ακόμη και τμήματα της ίδιας της αστικής τάξης, εντείνοντας την οικονομική και πολιτική εξάρτηση της χώρας μας.
Ήταν ενταγμένες και συμμετείχαν ενεργά στο ευρύτερο γεωστρατηγικό σχεδιασμό των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου, στο γεωστρατηγικό σχεδιασμό ενάντια σε άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, όπως είναι η Ρωσία.
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ είναι μια κυβέρνηση, που αποτελείται από δύο κόμματα, τους ΑΝΕΛ, που είναι ένα αστικό κόμμα, που υπηρετεί την αστική στρατηγική, που εκφράζει τμήματα του κεφαλαίου, που είναι προσανατολισμένα περισσότερο προς το δολάριο και τις ΗΠΑ.
Ο κορμός της κυβέρνησης, ο ΣΥΡΙΖΑ, εκπροσωπεί μικροαστικά στρώματα, έχει σημαντική επιρροή στην εργατική τάξη και έχει υιοθετήσει την αστική στρατηγική, στο πλαίσιο της επεκτατικής πολιτικής, της αμερικάνικης εκδοχής για την οικονομική πολιτική, δηλαδή μιας πολιτικής, που στόχο έχει την ανάπτυξη, αλλά φορτώνει, το ίδιο, τις συνέπειες της κρίσης στους εργαζόμενους και τα μικροαστικά στρώματα.
Στο πλαίσιο αυτό η βασική οικονομική αρχή της κυβέρνησης είναι η σταθεροποίηση της οικονομίας, γεγονός που στην αστική πολιτική οικονομία σημαίνει συνέχιση της λιτότητας με στόχο την οικονομική ανάπτυξη, ανάπτυξη που εξυπηρετεί πρωτίστως την ανάκαμψη των κερδών του κεφαλαίου, παρά την κάλυψη των κοινωνικών αναγκών των εργαζομένων. Διαπιστώνουμε, δηλαδή, ότι τα όρια μεταξύ της περιοριστικής οικονομικής πολιτικής και της επεκτατικής οικονομικής πολιτικής είναι αρκετά δυσδιάκριτα.
Η σημερινή κυβέρνηση έχει μια βασική ομοιότητα και μια βασική διαφορά απ’ όλες τις προηγούμενες κυβερνήσεις πέραν των άλλων ομοιοτήτων και διαφορών, που υπάρχουν στη σύγκριση μεταξύ τους:
Η βασική ομοιότητα, που της καθορίζει και το χαρακτήρα της, είναι ότι υπηρετεί την αστική στρατηγική. Παρά τους ισχυρισμούς της ότι στρέφεται ενάντια στους «ολιγάρχες», ότι θέλει να αλλάξει την Ευρωπαϊκή Ένωση, από τα πρώτα της βήματα διαπιστώνεται ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατον στο πλαίσιο της αστικής στρατηγικής.
Απ’ αυτήν την άποψη η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ είναι μια κυβέρνηση αστικής διαχείρισης με ό,τι σημαίνει αυτό όχι μόνο για το στρατηγικό προσανατολισμό της χώρας μας αλλά, και κυρίως, για την άσκηση της οικονομικής πολιτικής στο εσωτερικό της χώρας μας για τους εργαζόμενους και τα μικροαστικά στρώματα, μιας οικονομικής πολιτικής προς όφελος της αστικής τάξης.
Η βασική διαφορά βρίσκεται στη σύνθεσή της. Ο κορμός της κυβέρνησης αποτελείται από ένα κόμμα, το ΣΥΡΙΖΑ, που η κοινωνική του βάση είναι τα μικροαστικά στρώματα και έχει σημαντική επιρροή στην εργατική τάξη. Ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ένα κόμμα «γέννημα θρέμμα» της αστικής τάξης.
Είναι ένα κόμμα, που έχει προέλθει από τις, κατά καιρούς, διασπάσεις του Κομμουνιστικού Κινήματος στη χώρα μας, που έχει ενσωματώσει σημαντικές δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ, που έχει υιοθετήσει την αστική στρατηγική, που την υπηρετεί, έχοντας εγκαταλείψει τις όποιες ριζοσπαστικές του θέσεις, που αρχικά διατύπωσε.
Για να είμαστε πιο ακριβείς η υιοθέτηση της αστικής στρατηγικής εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ, κυρίως σ’ ό,τι αφορά τον προσανατολισμό του προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι ένα κληρονομημένο χαρακτηριστικό, το οποίο ξεκινάει από τη διάσπαση του ΚΚΕ το 1968. Η τότε αναθεωρητική τάση, που αποσπάστηκε από το Κόμμα και αυτοαποκλήθηκε ΚΚΕεσ., σ’ ένα από τα θεμελιακά ζητήματα, που διαφωνούσε με το ΚΚΕ, ήταν η στάση, που έπρεπε να έχει το Κόμμα, απέναντι στις «οικονομικές ολοκληρώσεις», τύπου, σήμερα, Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η άποψη αυτή δεν αφορούσε στην ιδεολογικοπολιτική διαπάλη στο ΚΚΕ μόνο. Ήταν ένα, αντίστοιχα, ευρύτερο ιδεολογικοπολιτικό ρεύμα στη Δυτική Ευρώπη. Τα πιο πολλά Κομμουνιστικά Κόμματα εκείνη την εποχή, με κυρίαρχο το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, που αργότερα αποτέλεσαν το «ευρωκομμουνιστικό ρεύμα», είχαν την ίδια θέση, με πιο σημαντική εξαίρεση τα Κομμουνιστικά Κόμματα της Ελλάδας και της Πορτογαλίας.
Τι σημαίνει αυτή η βασική ομοιότητα και αντίστοιχα η βασική διαφορά μεταξύ των δύο κυβερνήσεων; Αυτό είναι το ερώτημα που έχουμε να απαντήσουμε τώρα. Και μάλιστα αυτό το ερώτημα έχουμε να το απαντήσουμε πάντα σε συνάρτηση με τα όσα αναφέραμε στην αρχή: ως προς τις σχέσεις των τάξεων, το συσχετισμό των δυνάμεων, την κίνηση των λαϊκών μαζών αλλά και το σύστημα των αντιθέσεων.
Στην περίπτωση της βασικής ομοιότητας έχουμε την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της αστικής τάξης και από την προηγούμενη κυβέρνηση των Νέας Δημοκρατίας – ΠΑΣΟΚ και από τη σημερινή κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ.
Στην περίπτωση της βασικής διαφοράς στην κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας – ΠΑΣΟΚ η διακυβέρνηση προς όφελος της αστικής τάξης ασκείται απ’ ευθείας από δύο αστικά κόμματα. Στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ η διακυβέρνηση προς όφελος της αστικής τάξης ασκείται με τη διαμεσολάβηση ενός μικροαστικού κόμματος, δηλαδή με τη διαμεσολάβηση των μικροαστικών στρωμάτων, πράγμα που σημαίνει με τη σειρά του ότι τα μικροαστικά στρώματα (και τμήματα της εργατικής τάξης) είναι τραβηγμένα – παρασυρμένα στην αστική στρατηγική, έστω και εάν δε συμφωνούν με την πολιτική της αστικής τάξης. Δε βλέπουν, όμως, άλλη διέξοδο.
Αυτό είναι το στοιχείο που βαραίνει στη στάση τους. Και αυτό είναι το στοιχείο που πρέπει να πάρει υπόψη του, κατά προτεραιότητα ένα επαναστατικό κόμμα. Να ξέρει να αξιολογεί την ομοιότητα και να αξιοποιεί τη διαφορά, για να αλλάξει τους συσχετισμούς, γιατί οι συσχετισμοί των δυνάμεων, αυτή τη στιγμή, είναι σε βάρος της εργατικής τάξης και της πολιτικής της πρωτοπορίας, ως προς τον τελικό στόχο της εργατικής τάξης, το σοσιαλισμό.
Οφείλουμε να πούμε ότι αυτό το γεγονός, της διαμεσολάβησης ενός μικροαστικού κόμματος στη διακυβέρνηση για λογαριασμό της αστικής τάξης, και κατ’ επέκταση της διαμεσολάβησης των μικροαστικών στρωμάτων, το ζούμε για πρώτη φορά μετά τη Μεταπολίτευση. Η παρατήρηση αυτή αφορά τον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιείται αυτή η διαμεσολάβηση.
Πολλοί επιχειρούν να συγκρίνουν την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στη διακυβέρνηση μ’ αυτήν του ΠΑΣΟΚ στις αρχές της δεκαετίας του ‘80. Στην κατεύθυνση αυτή συμβάλλει και το γεγονός ότι σημαντικός αριθμός στελεχών του ΠΑΣΟΚ μετακινήθηκε στο ΣΥΡΙΖΑ, το κυριότερο, μετακινήθηκαν λαϊκές μάζες, που ακολουθούσαν το ΠΑΣΟΚ, στεγάστηκαν πλέον στο ΣΥΡΙΖΑ.
Θεωρούμε ότι δε συγκρίνονται οι δύο περιπτώσεις, παρ’ όλο που το ΠΑΣΟΚ κοινωνικά εξέφραζε κυρίως μικροαστικά στρώματα και είχε μεγάλη επιρροή και στην εργατική τάξη.
Η σύγκριση δεν είναι σωστή, γιατί το ΠΑΣΟΚ ανέλαβε τη διακυβέρνηση έχοντας καταδικάσει την αστική στρατηγική, έχοντας υιοθετήσει το βασικό σύνθημα του ΚΚΕ, «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», και με πολύ πιο συγκεκριμένη αναφορά στο σοσιαλισμό μίλαγε για ανατροπή των σχέσεων παραγωγής, ανεξάρτητα εάν στη πορεία του έγινε ένα κόμμα της αστικής διαχείρισης για να καταλήξει να γίνει ένα αστικό κόμμα.
Επομένως οι λαϊκές μάζες που το ακολουθούσαν, μικροαστικές και εργατικές, ήταν ριζοσπαστικοποιημένες και με συνθήματα του Κομμουνιστικού Κινήματος, γεγονός που δείχνει και τη στάση τους απέναντι στην αστική στρατηγική, που ήταν η ίδια με τη σημερινή: συμμετοχή στην ΕΟΚ και στο ΝΑΤΟ.
Το ΠΑΣΟΚ, τότε, είχε υιοθετήσει μια στρατηγική, που στη γενική κατεύθυνση είχε πάρει στοιχεία, τουλάχιστον στα λόγια, από τη στρατηγική του ΚΚΕ. Αυτή η εξέλιξη καθόριζε και συγκεκριμένα πολιτικά καθήκοντα για εκείνη την περίοδο.
Σήμερα δε συμβαίνει το ίδιο. Οι λαϊκές μάζες ακολουθούν ένα μικροαστικό κόμμα και στηρίζουν μια κυβέρνηση, με τη συμμετοχή και ενός αστικού κόμματος, που έχει υιοθετήσει την αστική στρατηγική. Οι λαϊκές μάζες δεν έχουν τον ίδιο βαθμό ριζοσπαστικοποίησης. Παρ’ όλα αυτά δεν έχουν ακόμη ενσωματωθεί στην αστική στρατηγική. Αντιστέκονται.
Άμεσος στόχος της αστικής τάξης είναι η ενσωμάτωσή τους. Και αυτή είναι η αντίφαση, που υπάρχει στην κίνηση των λαϊκών μαζών. Από τη μια μεριά να στηρίζουν μια κυβέρνηση, με κορμό ένα μικροαστικό κόμμα αντιμνημονιακής ρητορείας, που, όμως, έχει υιοθετήσει την αστική στρατηγική, από την άλλη μεριά να αντιστέκονται στην ενσωμάτωση.
Αυτή η αντίφαση είναι δημιούργημα και των γενικότερων συνθηκών, που επικρατούν μετά την ανατροπή του σοσιαλισμού στο Διεθνές Κομμουνιστικό και Εργατικό Κίνημα, αλλά και της ίδιας της στάσης του ΚΚΕ στη χώρα μας. Από τη μια, οι λαϊκές μάζες να αντιστέκονται, να δείχνουν ότι «θέλουν» να τραβήξουν μπροστά, από την άλλη, να παρασύρονται από το μικροαστικό συμβιβασμό ενός κόμματος, να δείχνουν να μη «μπορούν».
Το κεντρικό πρόβλημα, που έχει να αντιμετωπίσει ο επαναστατικός παράγοντας σε μια τέτοια περίπτωση, είναι το πώς θα αποσπάσει τις λαϊκές μάζες, τα μικροαστικά στρώματα και τα τμήματα της εργατικής τάξης, από την επιρροή, και σε τελική ανάλυση από τον εγκλωβισμό τους, από ένα μικροαστικό κόμμα, που υπηρετεί την αστική στρατηγική.
Προϋπόθεση, όμως, γι’ αυτό είναι ο επαναστατικός παράγοντας να αποτυπώνει σωστά το σύστημα των αντιθέσεων. Από την άποψη αυτή καθοριστικό ρόλο παίζει η στάση της πολιτικής πρωτοπορίας της εργατικής τάξης απέναντι στα μικροαστικά στρώματα, που καθορίζει και τη στάση της ίδιας της εργατικής τάξης ως προς αυτά, γεγονός, που βάζει μπροστά μας και τη στάση της πρωτοπορίας της εργατικής τάξης, στη συγκεκριμένη περίπτωση, απέναντι στην κυβέρνηση.
Η παγκόσμια πείρα των επαναστάσεων, συμπεριλαμβανομένης και της Οκτωβριανής Επανάστασης του ’17, μας έχει δείξει ότι αυτός ο στόχος της απόσπασης των εγκλωβισμένων τμημάτων της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων μπορεί να γίνει πάνω στην κυρίαρχη αντίθεση στη διαλεκτική της σύνδεση με τη βασική αντίθεση.
Αξιοποιώντας τη διαλεκτική σχέση μεταξύ της βασικής και κυρίαρχης αντίθεσης το πιο σημαντικό καθήκον, που προκύπτει για την πολιτική πρωτοπορία της εργατικής τάξης, είναι να αντιμετωπίσει αυτήν τη σχέση στην κίνησή της, να την αντιστοιχήσει στην κίνηση των λαϊκών μαζών όχι για να υποκλιθεί σ’ αυτές, αλλά για να προχωρήσουν μπροστά, γιατί οι λαϊκές μάζες ποτέ δεν είναι στατικές.
Αυτό το καθήκον καθορίζει και τη στάση της πολιτικής πρωτοπορίας απέναντι στην κυβέρνηση, γιατί η κίνηση μιας κυβέρνησης με βασικό κορμό ένα μικροαστικό κόμμα, που στηρίζεται, έστω, σε παρασυρμένα μικροαστικά στρώματα και τμήματα της εργατικής τάξης και ασκεί μια πολιτική αστικής διαχείρισης δεν αντιστοιχεί ακριβώς με την κίνηση των λαϊκών μαζών, που προσδοκούν απ’ αυτήν την επίλυση των άμεσων προβλημάτων τους σε καιρό οικονομικής κρίσης, όπου η εργατική τάξη έχει υποστεί αλλεπάλληλα και σφοδρά «χτυπήματα» εξαθλίωσης και τα μικροαστικά στρώματα μεγάλη καταστροφή. Η κυβέρνηση «πάει πίσω». Οι λαϊκές μάζες αντιστέκονται, θέλουν να «πάνε μπροστά», στη βάση της προσδοκίας τους.
Το πραγματικό γεγονός, όμως, ως προς το στρατηγικό στόχο της πολιτικής πρωτοπορίας της εργατικής τάξης, παραμένει και είναι ότι οι λαϊκές μάζες δεν έχουν φτάσει στο σημείο να συνειδητοποιήσουν την ανάγκη της εξόδου από την οικονομική κρίση με τον άμεσο σοσιαλισμό. Σ’ αυτό το σημείο ακριβώς είναι κρίσιμη η παρέμβαση της επαναστατικής πρωτοπορίας. Σ’ αυτό το σημείο κρίνεται η σημασία της κυρίαρχης αντίθεσης.
Και εδώ δεν αρκεί μόνο η αναφορά στο σοσιαλισμό, όσο και εάν είναι αναγκαίο να γίνεται. Χρειάζεται να συνδεθεί η κυρίαρχη με τη βασική αντίθεση για να αποτελέσει η κυρίαρχη αντίθεση την προωθητική δύναμη επίλυσης της βασικής.
Χρειάζεται μία συγκεκριμένη προγραμματική πρόταση, που θα συνδυάζει τα άμεσα προβλήματα των λαϊκών μαζών με τον τελικό στόχο της εργατικής τάξης. Η πρόταση αυτή θα γίνει η βάση της ανάπτυξης της δράσης του Εργατικού Κινήματος, γιατί είναι η δράση, πάντα μαζί με την ιδεολογικοπολιτική παρέμβαση της πρωτοπορίας, που ωριμάζει την πολιτική και ταξική συνείδηση των λαϊκών μαζών. Έτσι η ταξική πάλη βαθαίνει σ’ όλα τα επίπεδα, το οικονομικό, το πολιτικό και το ιδεολογικό.
Αυτός είναι και ο καλύτερος τρόπος για να αποφευχθεί ο κίνδυνος εγκλωβισμού των λαϊκών μαζών, και μάλιστα σε μακροχρόνια βάση (κίνδυνος που πάντα υπάρχει – παράλληλα με τη δυνατότητα ριζοσπαστικοποίησης των λαϊκών μαζών), όπως ακριβώς έγινε στο παρελθόν με τη Σοσιαλδημοκρατία, όπως αυτή προέκυψε από τη διάσπαση του Εργατικού Κινήματος τον προηγούμενο αιώνα, που εγκλώβισε τις λαϊκές μάζες για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Το σημειώνουμε αυτό, γιατί το κύριο κόμμα της Σοσιαλδημοκρατίας κατέρρευσε.
Αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος, επίσης, για να προλάβει ο επαναστατικός παράγοντας φαινόμενα αντιδραστικής αναδίπλωσης των λαϊκών μαζών, κυρίως από τα μικροαστικά στρώματα και καθυστερημένα τμήματα της εργατικής τάξης, που θα καταλήξουν να ενισχύσουν την ακροδεξιά και το φασισμό.
Στην κατεύθυνση αυτή, της κατάθεσης μιας συγκεκριμένης προγραμματικής πρότασης, προσδιορίσαμε πως εκφράζεται η κυρίαρχη αντίθεση στη συγκεκριμένη ιστορική φάση. Την ανάγκη διαλεκτικής της σύνδεσης με τη βασική αντίθεση. Αποσαφηνίσαμε το χαρακτήρα της κυβέρνησης και το χαρακτήρα των πολιτικών δυνάμεων που την αποτελούν.
Απομένει να προσδιορίσουμε πως με πρακτικό τρόπο πρέπει να εκφραστεί η στάση της πολιτικής πρωτοπορίας απέναντι σε μια κυβέρνηση αστικής διαχείρισης με κορμό ένα μικροαστικό κόμμα και ποιες προϋποθέσεις πρέπει να εκπληρώνει αυτή η προγραμματική πρόταση, που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του προγράμματος ενός επαναστατικού κόμματος, που αντιμετωπίζει την επαναστατική διαδικασία ως μία και ενιαία, που τελικός της στόχος είναι η προλεταριακή επανάσταση.
COMMENTS